ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Moδίτης Ιωάννης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 695
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Αργυρού και Άλλου (2002) 3 ΑΑΔ 832
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 606/2001)
28 Μαρτίου 2003
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 20 Μαρτίου 2001, με την οποία επιλέγηκαν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ανδρέας Αριστείδης και Μαρία Αρχιμανδρίτου για προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας (Θέση Προαγωγής). Οι προαγωγές δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερ. 25 Μαίου 2001, με Αρ. Γνωστοποίησης 3502.
Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν υπέρ τους τη σύσταση του Διευθυντή, στην οποία η Ε.Δ.Υ. απέδωσε βαρύτητα. Σε σχέση με τη σύσταση ο αιτητής έθεσε προς εξέταση δύο σημεία. Με το πρώτο ισχυρίζεται ότι ο Διευθυντής έτρεφε εναντίον του προσωπική έχθρα και ήταν επομένως προκατειλημμένος. Επικαλείται τη μεταξύ τους αντιδικία σε αριθμό προσφυγών για προαγωγή, περιλαμβανομένης και μιας εκκρεμούσας προσφυγής. Σημειώνω σχετικά με την εκκρεμούσα - η οποία αφορά σε προαγωγή του Διευθυντή - πως ο αιτητής δεν έχει εξειδικεύσει ο,τιδήποτε από το οποίο να συνάγεται ότι ο Διευθυντής θα μπορούσε να έχει στην υπό εξέταση διαδικασία κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον ένεκα του οποίου να επιβάλλετο η εξαίρεσή του: βλ. Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 915/2000, ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 2001. Ο αιτητής επίσης επικαλείται κάποιες τοποθετήσεις ή ενέργειες του Διευθυντή αλλά και αυτές έγιναν στο πλαίσιο και στη φυσιολογική πορεία της υπηρεσιακής τους σχέσης χωρίς ο,τιδήποτε το ιδιαίτερο. Μου φαίνεται λοιπόν πως τα όσα ο αιτητής εξέθεσε επί του προκειμένου δεν στοιχειοθετούν έχθρα και προκατάληψη που θα επέβαλλαν αποκλεισμό του Διευθυντή από τη διαδικασία.
Το δεύτερο σημείο αφορά στο περιεχόμενο της σύστασης. Ο αιτητής προβάλλει ότι παρεισέφρησαν εξωγενείς παράγοντες και ότι η σύσταση δεν συνάδει με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων, με αποτέλεσμα να μην είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ο Διευθυντής εξήγησε πως για να καταλήξει σε σύσταση διαβουλεύθηκε με τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων και έλαβε σοβαρά υπόψη τις απόψεις και συστάσεις τους. Παραμένει άγνωστο τι του ανέφεραν. Νόημα πάντως θα μπορούσε να έχει το ο,τιδήποτε μόνο εφόσον αφορούσε στην αξία των υποψηφίων. Αυτό όμως, καθώς έκρινε η πλειοψηφία της πλήρους Ολομέλειας στη Μοδίτη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2852, ημερ. 25 Οκτωβρίου 2002, δεν θα ήταν παραδεκτό γιατί θα σήμαινε αναμόρφωση της βαθμολογημένης αξίας. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:
«Και με ποια λογική θα αποδώσουμε στο Νόμο περιεχόμενο σύμφωνα με το οποίο, ενώ αυτός ο προϊστάμενος εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να έχει ή έστω ενδεχομένως δεν έχει προσωπική γνώση, θα προβαίνει σε σύσταση που θα προσθέτει στην αξία, βασιζόμενος σε πληροφορίες που παίρνει; Και πώς μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι δυνατό να ενταχθεί στο Νόμο αυτός ο κύκλος; Να έχουμε δηλαδή επίσημα καταγραμμένες, μάλιστα διαχρονικά, τις αξιολογήσεις εκείνων που γνωρίζουν και στο τέλος αυτές να ζητούνται εκ νέου, για τους σκοπούς συγκεκριμένης διαδικασίας; Και πώς θα αναμένεται ή θα δικαιολογείται αυτοί να πουν οτιδήποτε το διαφορετικό από ό,τι ήδη κατέγραψαν; Και πώς αυτά που θα αναφέρουν ή που θα τεκμαίρεται ότι έχουν αναφέρει, χωρίς αντίστοιχο αντίκρυσμα στους φακέλους, θα δικαιολογείται να προσλαμβάνουν τη σπουδαία σημασία που αποδίδεται στη σύσταση; Και τί νόημα θα είναι δυνατό να έχει η διαμόρφωση σύστασης στη βάση πληροφοριών από τους άμεσα προϊσταμένους όταν η σύσταση εμπεριέχει σύγκριση και ο κάθε άμεσα προϊστάμενος από τον οποίο λαμβάνονται οι πληροφορίες, θα είναι δυνατό να αναφερθεί μόνο σε όσους εκείνος γνωρίζει; Αλλά και στην περίπτωση που όλοι οι υποψήφιοι είναι γνωστοί στον προϊστάμενο που έχει το καθήκον της σύστασης, γιατί να δικαιολογείται η θεώρηση πως η προσωπική του γνώση, θεσμικά άγραφη ως τότε, θα έχει τέτοια σημασία;
.................................. .....
Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ΄ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιος είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»
Έπειτα ο Διευθυντής ξεχώρισε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα από όλους τους άλλους υποψηφίους, χαρακτηρίζοντάς τα ως άτομα δραστήρια, αυτοενεργοποιούμενα και αφοσιωμένα στο καθήκον. Παρατηρώ όμως πως διαχρονικά η γενική εικόνα για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και τον αιτητή ήταν σε βαθμολογημένη αξία περίπου η ίδια. Και ενώ στο επιμέρους στοιχείο «Συνεργασία/Σχέσεις» ο αιτητής εμφανίζει συγκριτικά με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ελαφρά αδυναμία, εντούτοις στις ιδιότητες στις οποίες ο Διευθυντής απέδωσε σημασία, ιδιότητες οι οποίες αντιστοιχούν σε βαθμολογημένα στοιχεία - αν όχι, αλλιώς θα έπρεπε να αγνοηθούν - είχαν όλοι την ίδια βαθμολογία. Οι πλημμέλειες που ανέφερα οδηγούν την προσβαλλόμενη απόφαση σε ακύρωση: βλ. Δημοκρατία ν. Παναγιώτη Αργυρού κ.α., Α.Ε. 2932, ημερ. 18 Δεκεμβρίου 2002.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ