ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Συνεκδικαζόμενες υποθ. αρ. 420/01 και 434/01)

12 Μαρτίου 2003

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

(Υπόθεση Αρ. 420/01)

ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ης η αίτηση.

 

(Υπόθεση Αρ.434/01)

 

ΚΑΤΕΡΙΝΑ πΕΡΙΚΛΕΟΥΣ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ

Καθ΄ ης η αίτηση.

 

Αιτητής Α. Αντωνίου, προσωπικά.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την αιτήτρια στην 434/01.

Δ. Καλλίγερος, για την καθ΄ ης η αίτηση και στις δύο προσφυγές.

E. Μαρκίδου, για το ενδ. μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι παρούσες προσφυγές παρουσιάζουν κοινό πραγματικό και νομικό υπόβαθρο γι' αυτό και επετράπη η συνεκδίκαση τους. Αφορούν στον αναδρομικό διορισμό του Κώστα Αγρότη (ε.μ.) στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Υπηρεσιών Πληροφορικής από την 1.12.1997. Ο διορισμός ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης, ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου της προηγούμενης προαγωγής του ε.μ. στην επίδικη θέση. (Συνεκδικαζόμενες Προσφυγές 147/98 και 151/98, ημερ.8.12.2000.) Διαπιστώθηκαν οι εξής λόγοι ακύρωσης:

Α. Η αιτιολογία των εντυπώσεων από τις συνεντεύξεις έπασχε.

Β. Παράλειψη της ΕΔΥ να αιτιολογήσει επαρκώς τον αποκλεισμό του τότε αιτητή Χατζηγεωργίου ως μη προσοντούχου.

H Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής θα αναφέρεται ως «η Επιτροπή»), στη συνεδρία της ημερ. 6.2.2001, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της επίδικης θέσης με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ασχολήθηκε αρχικά με την εξέταση των προσόντων του υποψηφίου Χατζηγεωργίου και κατέληξε εκ νέου στο συμπέρασμα ότι δεν πληρεί τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, παραθέτοντας εκτενή αιτιολογία. Η Επιτροπή στη συνέχεια, έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, τα προσόντα καθώς και την αρχαιότητα των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Η Επιτροπή, η σύνθεση της οποίας δεν άλλαξε στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, αποφάσισε να λάβει υπόψη και την απόδοση των υποψηφίων στην προηγούμενη προφορική εξέταση. Τα μέλη της Επιτροπής χρησιμοποίησαν τις προσωπικές σημειώσεις που πήραν κατά τον ουσιώδη χρόνο για την αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις. Αυτή έχει ως εξής:

«ΑΓΡΟΤΗΣ ΚΩΣΤΑΣ. Σχεδόν εξαίρετος. Ψηλό επίπεδο γνώσεων και πλατιές και ποικίλες εμπειρίες σε θέματα μηχανογραφημένων συστημάτων και διαδικασιών και άριστη γνώση της Νομοθεσίας για τη δημόσια υπηρεσία. Εκφράζεται με άνεση, σαφήνεια και πειστικότητα. Ψηλό επίπεδο κρίσης και αντίληψης των διοικητικών αρχών.

ΠΕΡΙΚΛΕΟΥΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Καλή. Καλό επίπεδο γνώσεων, με αδυναμίες όμως σ΄ ό,τι αφορά τη Νομοθεσία για τη δημόσια υπηρεσία και τις αρχές διοίκησης. Δεν ολοκληρώνει και δεν τεκμηριώνει τις απόψεις της. Περιορισμένη κρίση.»

 

 

Η Επιτροπή επέλεξε και πάλι το ενδιαφερόμενο μέρος ως τον πιο κατάλληλο υποψήφιο και σημείωσε τα ακόλουθα:

«Επιλέγοντας τον Αγρότη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι αυτός απέδωσε καλύτερα από όλους τους υποψηφίους κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και αξιολογήθηκε ως Σχεδόν εξαίρετος, που ήταν το ψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης. Επιπλέον, ο Αγρότης διαθέτει το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Συγκρινόμενος με τους λοιπούς υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, ο Αγρότης υπερέχει έναντι όλων σε αρχαιότητα. Σ΄ ό,τι αφορά δε την αξία, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις ετήσιες αξιολογήσεις τους, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, ο Αγρότης υπερέχει επίσης των λοιπών υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, πλην του Καλοψιδιώτη Κωστάκη. Με βάση όμως το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη καθώς και του γεγονότος ότι ο Αγρότης κατά τα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη παρουσίαζε μια σταθερή ανοδική πορεία, αξιολογήθηκε μάλιστα κατά το τελευταίο έτος (1996) ως καθόλα εξαίρετος, όπως και ο Καλοψιδιώτης, η Επιτροπή έκρινε ότι ο Αγρότης γενικά υπερέχει.

Η Επιτροπή, επιλέγοντας τον Αγρότη, δεν παρέλειψε επίσης να λάβει υπόψη ότι και άλλοι υποψήφιοι διαθέτουν το πλεονέκτημα που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, το οποίο όμως από μόνο του δεν μπορεί να υπερνικήσει τη γενική υπεροχή του επιλεγέντος, όπως αυτή πηγάζει από το σύνολο των στοιχείων που λήφθηκαν υπόψη για την επιλογή του καταλληλότερου. Οι εν λόγω υποψήφιοι, οι οποίοι είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, υστερούν έναντι του Αγρότη σε αρχαιότητα και αξία (εκτός από τον Καλοψιδιώτη) και απέδωσαν σε χαμηλότερο επίπεδο από αυτόν στην ενώπιον της Επιτροπής προφορική εξέταση.»

 

 

Κρίνω σκόπιμο να εξετάσω πρώτα τους κοινούς λόγους ακύρωσης που προβάλλονται και στις δυο προσφυγές. Ο αιτητής στην 420/01 παραπονείται αφενός, γιατί λήφθηκε υπόψη από την Επιτροπή η απόδοση στις συνεντεύξεις χωρίς και πάλι να προσφερθεί νόμιμη αιτιολογία, και αφετέρου, γιατί κακώς χρησιμοποιήθηκαν ως αιτιολογία, οι σημειώσεις που πήραν τα μέλη της Επιτροπής κατά την προηγούμενη διαδικασία.

Περαιτέρω η αιτήτρια στην 434/01, ισχυρίζεται ότι η συνέντευξη συνακυρώθηκε λόγω του παράνομου αποκλεισμού του υποψηφίου Χατζηγεωργίου, απόρροια του ακυρωτικού δεδικασμένου και ως εκ τούτου η Επιτροπή όφειλε να αγνοήσει τις σημειώσεις των μελών της από την τότε συνέντευξη οι οποίες παράνομα, αφού δεν είχαν συμπεριληφθεί στα πρακτικά, μετετράπησαν σε κρίση του συλλογικού οργάνου και μάλιστα πολύ μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου.

Στην ακυρωτική απόφαση δεν θίγεται η ουσιαστική κρίση της Επιτροπής αναφορικά με τον αποκλεισμό του υποψηφίου Χατζηγεωργίου από την περαιτέρω διαδικασία, ούτε διερευνώνται τα προσόντα του. Διαπιστώνεται μόνο η ελλειπής αιτιολογία που εδόθη από την Επιτροπή. Η κρίση αυτή και μόνο του Δικαστηρίου συνιστούσε ακυρωτικό δεδικασμένο προς το οποίο συμμορφώθηκε πλήρως η Επιτροπή κατά την επανεξέταση, δοθέντος ότι εξέτασε τα προσόντα του συγκεκριμένου υποψηφίου με βάση το Σχέδιο Υπηρεσίας και κατέληξε στην ίδια απόφαση αποκλεισμού του δίδοντας όμως πλήρη αιτιολογία. (Βλ. Λοϊζίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 1070/99, ημερ. 23.8.01).

Η επανεξέταση ορθά άρχισε από το πιο πάνω στάδιο χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η Επιτροπή όφειλε να επαναλάβει την υπόλοιπη διαδικασία (συμπεριλαμβανομένων και των συνεντεύξεων) εφόσον αυτή δεν ήταν μέρος του ratio decidendi της απόφασης ο δε κατάλογος των υποψηφίων παρέμεινε ο ίδιος. Στο σύγγραμα της Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως» (1988) οι αρχές που διέπουν το ακυρωτικό δεδικασμένο συνοψίζονται εύστοχα ως εξής:

«Η δέσμευσις της Διοικήσεως όπως μη εκδώση διά το μέλλον πράξιν με το περιεχόμενον της ακυρωθείσης, ήτοι επαγομένην τα αυτά αποτελέσματα όπως και η ακυρωθείσα, δεν είναι απόλυτος. Διότι, ως γνωστόν, η ισχύς του δεδικασμένου, ακόμη και του ακυρωτικού, δεν καλύπτει παρά μόνον τα ζητήματα τα κριθέντα ήδη υπό του ακυρωτικού δικαστού. Ητοι, καλύπτει μόνον τον λόγον διά τον οποίον ηκυρώθη η πράξις

 

 

 

Στο σύγγραμμα της Βασ. Οικονομοπούλου «Αίτηση Ακυρώσεως» αναφέρεται:

 

 

«Το δεδικασμένο επεκτείνεται στο κριθέν ζήτημα, ενώ στην περίπτωση της καθ΄ ουσίαν απορριπτικής ακυρωτικής αποφάσεως καλύπτει μόνο τους λόγους ακυρώσεως που αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσεως του δικαστηρίου, ληφθέντες υπόψη παρά του δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, ενώ δεν εκτείνεται σε άλλους λόγους και δεν εμποδίζεται η μεταγενέστερη κρίση σε μεταγενέστερη δίκη ούτε η επίκλησή τους από τη διοικητική αρχή στην περίπτωση της μεταγενέστερης ανακλήσεως της διοικητικής πράξεως.»

 

Η νομική πλημμέλεια που συναρτάται με το λόγο ακύρωσης της πρώτης απόφασης της Επιτροπής αν και ανάγεται στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας, εντούτοις δεν είναι τέτοιας φύσης ώστε να συμπαρασύρει σε ακύρωση ότι επακολούθησε. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στην Χρ. Χ»Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ΑΕ 2271, ημερ. 29.1.99 όπου ο Πικής, Π., ανέφερε:

«Καμιά από τις δύο αποφάσεις δεν υποστηρίζει ότι η ακύρωση αναιρεί, άνευ ετέρου, και τις προπαρασκευαστικές πράξεις. Αυτό εξυπακούεται, όπου η ακύρωση συναρτάται με το θεμέλιο της απόφασης που ακυρώνεται.»

 

Ακολουθεί πως τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων, παρέμειναν ως νόμιμα στοιχεία κρίσης εφόσον, δε διαπιστώθηκε σε σχέση με αυτά μεμπτότητα. Και νοουμένου ότι θα αιτιολογούνταν νόμιμα, ορθά λήφθηκαν υπόψη κατά την επανεξέταση και δεν υποκαταστάθηκαν με άλλα. (Βλ. ΑΗΚ ν. Ευσταθιάδη, ΑΕ 2989, ημερ. 5.6.02, Χρ. Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατία, ΑΕ 2271, ημερ. 29.1.99 και Ieronymides and Οthers v. Republic (1986) 3 C.L.R. 2424 ).

Αναφορικά με το θέμα της αιτιολόγησης της εντύπωσης για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση, η χρήση σημειώσεων που λήφθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, συνάδει με την Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη κ.α. και Δημοκρατίας, Α.Ε. 2508 και 2509, ημερ. 15.6.98.

Η εισήγηση ότι οι σημειώσεις έπρεπε να περιληφθούν στα πρακτικά ή να κατατεθούν για να ελεγχθεί το περιεχόμενο τους είναι εσφαλμένη. Η ύπαρξη των προσωπικών σημειώσεων προκύπτει αναντίρρητα από το λεκτικό του πρακτικού της Επιτροπής. Η προσαγωγή οποιασδήποτε μαρτυρίας προς επιβεβαίωση της ύπαρξης τους και έλεγχο του περιεχομένου τους είναι ανεπίτρεπτη γιατί το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αμφισβητεί την ορθότητα και αλήθεια των όσων αναφέρονται στα πρακτικά, ούτε ελέγχει τη νοητική λειτουργία των μελών κατά τη σύνταξη των σημειώσεων τους.

Εξίσου ανεδαφική είναι και η εισήγηση ότι με τη χρήση των σημειώσεων παραβιάστηκε ο ουσιώδης χρόνος. Η συλλογική κρίση επί των σημειώσεων που λήφθηκαν προγενέστερα όχι μόνο δεν παραβιάζει το καθεστώς του ουσιώδους χρόνου αλλά επιβαλλόταν για τους σκοπούς της επανάκρισης των δεδομένων από το συλλογικό όργανο κατά την επανεξέταση.

Η τελευταία πτυχή καθόσον αφορά στην απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις αναφέρεται στην κατ΄ ισχυρισμό αντιφατική αιτιολογία και στην υπερβολική βαρύτητα που αποδόθηκε στη λήψη της τελικής απόφασης. Η συγκριτική θεώρηση των όσων αποδόθηκαν αντίστοιχα στους αιτητές και στο ενδ. μέρος δικαιολογούσαν τη διαφορά στη καταγραφείσα γενική εντύπωση και αυτό επαρκεί για να κρίθει η αιτιολογία ως πειστική και επαρκής. (Πούρος κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2847 κ.α., ημερ. 30.4.01)

Ακολουθεί πως τα αποτελέσματα των συνεντεύξεων, όπως αναδεικνύονταν με νόμιμη πλέον αιτιολόγηση, αποτελούσαν δεδομένα της αρχικής εξέτασης στα οποία δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, εν όψει του είδους της επίδικης διευθυντικής θέσης, (πρώτου διορισμού και προαγωγής, ψηλά στην δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία).

Συνεπώς οι κοινά προβαλλόμενοι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν. Απομένει η διερεύνηση των επιμέρους ισχυρισμών που διατυπώνονται στα πλαίσια κάθε προσφυγής χωριστά.

Προσφυγή 420/01

Ο αιτητής, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή παράνομα παρέλειψε να καλέσει το Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών για να δώσει σύσταση και να συμμετάσχει στη διαδικασία. Ανατρέχοντας στον ουσιώδη χρόνο της πρώτης εξέτασης (11.11.97), το ισχύον νομικό καθεστώς δεν υποχρέωνε την Επιτροπή να ζητήσει σύσταση εφόσον, η θέση είναι θέση Προϊσταμένου τμήματος και η εφαρμογή του άρθρου 34(9) όσον αφορά τις συστάσεις του προϊσταμένου του οικείου τμήματος καθίσταται ανενεργός. Η παρουσία του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου δεν ήταν αναγκαία αφού δεν υπάρχει στο νόμο σχετική πρόβλεψη. (Η προσθήκη σύμφωνα με την οποία «όταν πρόκειται για την πλήρωση της θέσης προϊσταμένου τμήματος, στις συστάσεις προβαίνει ο Γενικός Διευθυντής του οικείου Υπουργείου» έγινε πολύ μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου με το Ν. 156(1)/00).

Ο επόμενος ισχυρισμός του αιτητή σχετίζεται με την υπηρεσιακή έκθεση του έτους 1996. Όπως διατείνεται αυτή έπασχε, διότι η ένσταση που είχε υποβληθεί από τον ίδιο εξετάστηκε από τον τότε αναπληρωτή Διευθυντή (ενδ. πρόσωπο) ο οποίος υπήρξε ανθυποψήφιος του, καθώς και από το μοναδικό αξιολογούντα λειτουργό του που απουσίαζε με προαφυπηρετική άδεια. Ο αιτητής προτείνει ότι η διαδικασία αυτή παραβιάζει την αρχή της φυσικής δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με τον Κανονισμό 10 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990-1993, οι παραστάσεις δημοσίων υπαλλήλων αναφορικά με την αξιολόγηση τους στις υπηρεσιακές εκθέσεις εξετάζονται από την ομάδα αξιολόγησης που έχει συντάξει την υπηρεσιακή έκθεση. Ενόψει του γεγονότος ότι αξιολογών και προσυπογράφων λειτουργός στην υπηρεσιακή έκθεση του 1996 ήταν ο Διευθυντής κ. Χριστοφόρου, ορθά είχε τον ουσιαστικό λόγο στην εξέταση των παραστάσεων που υπέβαλε ο αιτητής. Το γεγονός ότι ο κ. Χριστοφόρου βρισκόταν σε προαφυπηρετική άδεια την δεδομένη χρονική περίοδο, έχω τη γνώμη πως δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των ενεργειών του.

Παρατηρώ εξάλλου ότι η βαθμολογία του αιτητή στην έκθεση του 1996 δεν διαφοροποιείται σημαντικά από τη βαθμολογία των προηγούμενων ετών της υπηρεσίας του. Έστω και αν αγνοείτο η συγκεκριμένη έκθεση από την Επιτροπή, δεν θα διαφοροποιείτο η γενική εικόνα της αξίας του αιτητή. Επομένως, ακόμα και αν διαπιστωνόταν πλάνη της Επιτροπής στην προπαρασκευστική απόφαση της να αποδεχθεί την εν λόγω έκθεση, αυτή δεν θα επηρέαζε το κύρος της τελικής απόφασης.

Το γεγονός ότι ο αιτητής και ο Αναπληρωτής Διευθυντής (ενδ. μέρος) ήταν ανθυποψήφιοι δεν θεμελιώνει αφ΄ εαυτού απόδειξη προκατάληψης σε βάρος του αιτητή όπως ο τελευταίος ισχυρίζεται ούτε αποτελεί από μόνο του στοιχείο απόδειξης για έλλειψη αντικειμενικότητας κατά τη διερεύνηση της ένστασης του αιτητή αναφορικά με την έκθεση του 1996. (Βλ. Contemeniotis v. C.B.C (1982) 3 C.L.R. 1027.)

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή όφειλε να τον εξαιρέσει ως Μαρωνίτη από την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Λέγει επίσης ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή για την διερεύνηση του συγκεκριμένου προσόντος από τους υποψηφίους ήταν παράτυπη. Ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να προβάλει τους πιο πάνω ισχυρισμούς αφού κρίθηκε προσοντούχος από την Επιτροπή. Το γεγονός ότι η Επιτροπή ζήτησε από όλους τους υποψηφίους βεβαιώσεις αναφορικά με την κατοχή από μέρους τους της άριστης γνώσης της ελληνικής γλώσσας θεωρώ ότι αποτελούσε νόμιμο τρόπο έρευνας στα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής κατά τον κρίσιμο χρόνο. Κατά συνέπεια ούτε αυτός ο λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

Προσφυγή 434/01

Η αιτήτρια, προτείνει ένα επιπρόσθετο λόγο ακύρωσης που πηγάζει από την ισχυριζόμενη πλάνη της Επιτροπής ως προς την αξία των διαδίκων. Η αξία της αιτήτριας και του ενδ. μέρους όπως καταγράφεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών έχει ως ακολούθως:

 

Αγρότης Κώστας (ενδ. μέρος)

Περικλέους Κατερίνα (αιτήτρια)

1996 8Ε

5Ε 3ΠΙ

1995 4Ε 4ΠΙ

5Ε 3ΠΙ

1994 2Ε 6ΠΙ

4Ε 4ΠΙ

1993 1Ε 7ΠΙ

1Ε 7ΠΙ

1992 4Ε 4ΠΙ 3Ι

5Ε 3ΠΙ

1991 7ΠΙ 1Ι

8ΠΙ

 

Διαπιστώνω από το πρακτικό της απόφασης ότι η Επιτροπή έλαβε σοβαρά υπόψη την συγκριτική αξία των υποψηφίων και ειδικότερα ότι όλοι οι υποψήφιοι που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι υστερούσαν έναντι του ενδ. προσώπου σε αξία και αρχαιότητα. Η αιτήτρια όχι απλά δεν υστερούσε αλλά υπερείχε οριακά σε αξία έναντι του Αγρότη στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων. Επομένως η σχετική κρίση της Επιτροπής στο μέτρο που αφορά την αιτήτρια είναι πεπλανημένη. Επειδή αυτή η λανθασμένη εκτίμηση της αξίας των υποψηφίων επενέργησε ουσιαστικά στην προτίμηση του ενδ. μέρους δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην ακύρωση της τελικής απόφασης της Επιτροπής.

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης δεν θεωρώ αναγκαίο να εξετάσω τους εναπομείναντες λόγους ακύρωσης που προβάλλονται στα πλαίσια αυτής της προσφυγής.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή 420/01 αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του αιτητή.

Η προσφυγή 434/01 επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.

 

 

Α. Κραμβής, Δ.

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο