ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υποθέσεις Αρ.235/2001 και 274/2001)
28 Μαρτίου, 2003
[ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ.235/2001)
ΒΡΑΧΙΜΗΣ Ι. ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________
(Υπόθεση Αρ.274/2001)
ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΩΣΗΦΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_______________
Ο αιτητής στην 235/2001, παρουσιάζεται προσωπικά.
Ο αιτητής στην 274/2001, παρουσιάζεται προσωπικά.
Α. Βασιλειάδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.Ν. Κλεάνθους (κα), για κ. Μιχ. Τριανταφυλλίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις παρούσες προσφυγές προσβάλλεται η προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Διευθυντή Συντονισμού (Προϋπολογισμός Ανάπτυξης), Γραφείο Προγραμματισμού, που πραγματοποιήθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η Επιτροπή»). Η αναδρομική, από 15.8.1992, προαγωγή, ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης, ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είχε προηγηθεί, στις 18.1.2001, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με την οποία συστήνονταν και οι τρεις υποψήφιοι.
Κατά τη συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 12.2.2001, ο Γενικός Διευθυντής του Γραφείου Προγραμματισμού σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο στη συνέχεια η Επιτροπή επέλεξε ως τον καταλληλότερο υποψήφιο.
Προβάλλεται αριθμός λόγων ακύρωσης. Για μερικούς από αυτούς που εγείρονται για πρώτη φορά, ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε ότι δεν μπορούν να εγερθούν, γιατί δεν είναι επιτρεπτό να τίθενται νέα θέματα, όταν αυτά μπορούσαν να προβληθούν σε προσφυγή που είχε καταχωρηθεί προηγουμένως εναντίον απόφασης της Επιτροπής που οδήγησε σε ακύρωση προηγούμενης προαγωγής και επανεξέταση της υπόθεσης.
Το επιχείρημα είναι βάσιμο. Στην προσφυγή υπ΄ αρ. 235/2001, εγείρονται συνολικά 19 λόγοι ακύρωσης, οι οποίοι μπορούν να συνοψιστούν σε 8. Μερικοί από αυτούς, όπως οι ισχυρισμοί για ελαττωματική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, για προκατάληψη και έντονη έχθρα εναντίον του αιτητή εκ μέρους της Επιτροπής και για πλάνη περί τα πράγματα ως προς την αξία του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν μπορούν να εξεταστούν, γιατί εγείρονται για πρώτη φορά, ενώ θα έπρεπε να είχαν εγερθεί στις προηγούμενες προσφυγές που ο αιτητής είχε καταχωρήσει εναντίον των προηγούμενων σχετικών αποφάσεων της Επιτροπής, όπως για παράδειγμα στις προσφυγές υπ΄ αρ. 809/92 και 713/95.
Στην υπόθεση Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Α.Ε. 1913, ημερ. 14.9.1998, αποφασίστηκε ότι δεν είναι επιτρεπτό ο διάδικος να θέτει νέο θέμα, όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί (βλέπε επίσης Δημοκρατία ν. Αργυρού κ.α., Α.Ε. 2932, ημερ. 18.12.2002 και Λαζαρίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 3096 κ.α., ημερ. 24.1.2003). Η παρούσα προσφυγή αφορά τους ίδιους διάδικους και αναφέρεται στην ίδια διαφορά που ήταν η βάση δικαστικής διαδικασίας στο παρελθόν. Ο αιτητής κωλύεται να εγείρει θέματα που προέκυπταν από προηγούμενη υπόθεση, τα οποία δεν ηγέρθηκαν και τα οποία οι διάδικοι με εύλογη επιμέλεια θα μπορούσαν να ήγειραν τότε.
Ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση προβάλλει ακόμα τον ισχυρισμό ότι οι αιτητές δεν μπορούν να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους από 15.8.1992, αφού το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή του από 15.5.1995. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί. ΄Ερευνα των φακέλων δείχνει ότι στη δικαστική απόφαση στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις υπ΄ αρ. 713/95 και 744/95 εκ παραδρομής γίνεται αναφορά «στην ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους από 15.5.1995» αντί της ορθής «από 15.8.1992». Η θέση των καθ΄ ων η αίτηση βασίστηκε σε τυπογραφικό λάθος το οποίο, όπως είπα πιο πάνω, γίνεται αμέσως αντιληπτό από απλή ανάγνωση των διοικητικών φακέλων.
Στη συνέχεια θα εξετάσω τα διάφορα θέματα που εγείρονται στις συνεκδικαζόμενες προσφυγές χωριστά.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 235/2001
:Ο αιτητής υποστηρίζει ότι παραβιάστηκε το δεδικασμένο και οι αρχές της επανεξέτασης. Τίποτε όμως από όσα αναφέρει δεν οδηγούν στο συμπέρασμα αυτό. Η διαδικασία επαναλήφθηκε τόσο ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όσο και από την Επιτροπή. Θεωρώ δε άστοχη
, αν όχι συνειδητά παραπλανητική, την παραπομπή σε απόσπασμα της απόφασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 713/95 κ.α., Χ" Χάννας ν. Δημοκρατίας κ.α., ημερ. 30.1.1998 και τον ισχυρισμό του ότι στην πιο πάνω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι «η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να παράσχει ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του αιτητή που κατείχε το πλεονέκτημα, και την επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους που δεν το κατέχει», παραλείποντας την αρχή της πρότασης που αλλάζει εντελώς το νόημα, δηλαδή τις λέξεις «σύμφωνα με τον αιτητή...».Ο αιτητής εισηγείται ακόμα ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή ενήργησε υπό πλάνη γιατί στην αξιολόγηση της αξίας δεν έλαβε υπ΄ όψιν ότι για τον αιτητή και όλο το προσωπικό του Υπουργείου Γεωργίας, δεν είχαν ετοιμαστεί εκθέσεις για τα έτη 1986 και 1987. Ούτε το επιχείρημα αυτό υποστηρίζεται από το διοικητικό φάκελο. Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής τα οποία τέθηκαν υπ΄ όψιν της Επιτροπής (βλέπε επιστολή ημερ. 18.1.2001), αναμφίβολα προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε υπ΄ όψιν της το θέμα αυτό.
Υποστηρίκτηκε ακόμα ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει γιατί είναι αναιτιολόγητη. Η επίδικη θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και σύμφωνα με το άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, δεν επιβάλλεται στο Διευθυντή η υποχρέωση να αιτιολογήσει την απόφασή του. Πέραν όμως αυτού, από τα στοιχεία των φακέλων του ενδιαφερόμενου μέρους και του αιτητή, δεν προκύπτει σύγκρουση των στοιχείων με τη σύσταση.
Προβάλλεται και η εμφιλοχώρηση πλάνης. Υποστηρίχτηκε ότι η Επιτροπή παραγνώρισε τα υπέρτερα προσόντα του αιτητή, έναντι των προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους. Είναι γνωστή η αρχή ότι η πρωτογενής αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων βαρύνει την Επιτροπή. Πέραν όμως αυτού, ο ισχυρισμός δεν υποστηρίζεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Τα υπέρτερα προσόντα των αιτητών, σύμφωνα με το πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής, συνεκτιμήθηκαν κατά την επιλογή, η Επιτροπή όμως έκρινε ότι τελικά δεν μπορούσαν να επισκιάσουν την υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, που υπερείχε καταφανώς σε ευρύτητα και ποιότητα της πείρας. Η Επιτροπή μάλιστα, στην προσπάθειά της να διαπιστώσει την κατοχή του πλεονεκτήματος εκ μέρους των αιτητών, προέβη σε έρευνα για τα προσόντα τους και ειδικότερα για τα πρόσθετά τους προσόντα.
Ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στην κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής, που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Η Συμβουλευτική Επιτροπή που εξέτασε το θέμα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει το προσόν αυτό κατά τεκμήριο, λόγω του ότι το προσόν αυτό απαιτείται στις χαμηλότερες θέσεις από την επίδικη, τις οποίες κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος. Συνεπώς, δεν μπορεί να ευσταθήσει ο ισχυρισμός για παράλειψη δέουσας έρευνας για το θέμα (βλέπε σχετικά Δημοκρατία ν. Αντωνίου,
Α.Ε. 3020, ημερ. 2.7.2002, Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 422 και Κούλη ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1038/2000, ημερ. 22.1.2002).Θα πρέπει επίσης να απορριφθεί και ο τελευταίος ισχυρισμός που προβάλλεται για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Ο διοικητικός φάκελος και ιδιαίτερα το πρακτικό της συνεδρίας της Επιτροπής περιέχουν όλα τα στοιχεία που οδήγησαν την Επιτροπή στην απόφασή της, με αποτέλεσμα να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η σύσταση του Γενικού Διευθυντή υπέρ του και η υπεροχή του σε αξία, αρχαιότητα και πείρα έναντι του αιτητή, συνιστούν την ειδική αιτιολογία που απαιτεί η νομολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος που διαθέτει ο αιτητής. Η Επιτροπή εξειδίκευσε αρκούντως τους λόγους που αντισταθμίζουν το ευεργέτημα του πρόσθετου προσόντος των ανθυποψηφίων του ενδιαφερόμενου μέρους. Θα έλεγα μάλιστα ότι η αιτιολογία της απόφασης της Επιτροπής είναι λεπτομερέστατη. Συγκρίνει το ενδιαφερόμενο μέρος με τους δύο αιτητές σε διάφορα επίπεδα, χωρίς να παραλείπεται ούτε η αναφορά στο πλεονέκτημα των αιτητών, ούτε και η ειδική αιτιολογία για την παραγνώρισή του. Στην απόφαση τονίστηκε μάλιστα ότι αποδόθηκε περιορισμένη σημασία στην αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους, μια και η υπό πλήρωση θέση ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής και διευθυντική.
Προσφυγή υπ΄ αρ. 274/2001
:Ο αιτητής εγείρει τρεις βασικά λόγους. Οι λόγοι αυτοί είχαν προβληθεί και σε προηγούμενη προσφυγή που ο αιτητής είχε καταχωρήσει εναντίον της προηγούμενης προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά επειδή δεν αντιμετωπίστηκαν τότε, μπορούν να εξεταστούν τώρα.
Υποστηρίζει ότι υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους σε προσόντα, πείρα και αρχαιότητα. ΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό για την κατοχή πλεονεκτήματος, αφού ο αιτητής διαθέτει μεταπτυχιακό τίτλο ισχύουν όσα έχω πει προηγουμένως απορρίπτοντας παρόμοιο ισχυρισμό του άλλου αιτητή. Θέμα σύγκρισης της αρχαιότητας του αιτητή με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους δεν προκύπτει, αφού σύμφωνα με το πρακτικό της Επιτροπής, ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν ήταν πλέον δημόσιος υπάλληλος. Η πείρα τέλος ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος έναντι των αιτητών. Δέχτηκε ότι η πείρα τους, σε αντίθεση με αυτή του ενδιαφερόμενου μέρους, δεν σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της θέσης.
Η πείρα, όπως είναι γνωστό, προσμετρά ως μέτρο αξίας, μόνο όταν είναι σχετική με τα καθήκοντα της θέσης (Δημοκρατία ν. Παπαχριστοδούλου κ.α., Α.Ε. 2993 κ.α., ημερ. 5.6.2002). Εν πάση περιπτώσει, εξέταση των φακέλων δεν δικαιολογεί τον ισχυρισμό ότι ο αιτητής υπερέχει έκδηλα του ενδιαφερόμενου μέρους, μέσα στην έννοια που δίδεται στον όρο από τη νομολογία (βλέπε μεταξύ άλλων Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1253, 1261
).΄Οπως επαναλαμβάνεται και στην υπόθεση Μουρτζή ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.2759, ημερ. 9.11.2001
, ο έλεγχος που ασκεί το ακυρωτικό δικαστήριο είναι έλεγχος νομιμότητας και το Δικαστήριο, σε καμιά περίπτωση, δεν θα πρέπει να υποκαθιστά το διορίζον όργανο. Στην ίδια υπόθεση κρίθηκε ακόμα ότι το εύρος της υπηρεσίας σχετίζεται με την πείρα που οι υποψήφιοι κατέχουν και συνεπώς αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της αποτίμησης της αξίας του.Το τελευταίο επιχείρημα που προβάλλεται είναι ότι η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα ως προς την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος, των απαιτουμένων προσόντων. Παραπονείται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος συγκέντρωνε πείρα σε υπεύθυνη θέση, στην καλύτερη περίπτωση 8 χρόνων και 10 μηνών, ενώ το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούσε δεκαετή τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση. Είναι θεμελιωμένη αρχή ότι η αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων αποτελεί έργο του διορίζοντος οργάνου (Κούνουνα ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2926, ημερ. 31.12.2001), ενώ το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν υπάρχει υπέρβαση των ακραίων ορίων αυτής της αρμοδιότητας, ή άλλη ουσιαστική πλημμέλεια (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2675, ημερ. 18.7.2001
).Φαίνεται να μην στοιχειοθετείται λόγος επέμβασης, αφού η Επιτροπή έχει ενεργήσει μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της, έχοντας ενώπιόν της όλα τα απαραίτητα στοιχεία για τα προσόντα των υποψηφίων.
Ως προς τον ισχυρισμό για παράλειψη εξακρίβωσης της κατοχής της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας, ισχύουν όσα είπαμε πιο πάνω. Δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο διαφορετικής αντιμετώπισης της νομολογίας απλά και μόνο γιατί η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Εν όψει όλων των πιο πάνω, οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα εναντίον των αιτητών, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400 για τον καθένα.