ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1092/01
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με τα άρθρα 28, 29, 30 και 146 του Συντάγματος.
ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
Αιτητής,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
― ― ― ―
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 10.2.03
Για τον αιτητή: κ. Γ. Παπαθεοδώρου
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου
Α Π Ο Φ Α ΣΗ
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 17.10.01 με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του ημερομηνίας 11.10.01 για παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας.
Ο αιτητής εργαζόταν ως αυτοτελώς εργαζόμενος στην καντίνα δημοτικού σχολείου μέχρι τον Ιούνιο του 1998. Στις 24.7.98 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας. Ανέφερε σ΄αυτή πως δεν ανανεώθηκε το συμβόλαιο που είχε για τη διαχείριση της καντίνας επειδή τον βοηθούσε η σύζυγός του, που εργαζόταν ως καθαρίστρια στο σχολείο. Δεν ανέφερε πως ο τερματισμός της απασχόλησής του σχετιζόταν με ανικανότητά του για εργασία. Η αίτησή του συνοδευόταν από ιατρική έκθεση ορθοπεδικού ιατρού στην οποία αναφερόταν πως έπασχε από δισκοπάθεια, δεξιά ισχυαλγία, αδυναμία του δεξιού κάτω άκρου και από εγκαύματα που υπέστη το 1979 που τον καθιστούσαν μόνιμα ανίκανο για εργασία.
Ο εξεταστής απαιτήσεων απέρριψε την αίτησή του με το αιτιολογικό πως το ποσοστό ανικανότητάς του για εργασία ήταν χαμηλότερο του 66.2/3%
που προβλέπει ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος.
Ο αιτητής υπέβαλε νέες αιτήσεις στις 15.7.99 και 20.12.99. Εξετάστηκε από ιατρικά συμβούλια τέσσερις φορές. Γνωμάτευσαν ότι ήταν ικανός για την άσκηση του επαγγέλματός του. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν με την ίδια αιτιολογία που απορρίφθηκε και η πρώτη.
Εναντίον της απόφασης για απόρριψη της αίτησης που υπέβαλε στις 20.12.99, ο αιτητής άσκησε την προσφυγή αρ. 407/2000. Το Δικαστήριο έκρινε, με απόφασή του ημερομηνίας 29.3.01, πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή αλλά βεβαιωτική. Επεσήμανε πως υποδήλωνε την εμμονή
της διοίκησης σε προηγούμενη απόφασή της και πως ο αιτητής δεν έθεσε ενώπιον της οποιαδήποτε νέα πραγματικά στοιχεία που δεν είχε προηγουμένως υπόψη μετά τη λήψη της προηγούμενης απόφασης.Την εξεταζόμενη υπόθεση ενδιαφέρει η αίτησή του που υπέβαλε στις 11.10.01. Μαζί με αυτή απέστειλε ιατρική έκθεση ημερομηνίας 31.5.01 του Δρ. Ν. Κετώνη, Ανώτερου Ειδικού Ορθοπεδικού, Διευθυντή Ορθοπεδικού Τμήματος του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού, ότι πάσχει από σοβαρή αυχεναλγία - οσφυαλγία με μυϊκή αδυναμία κάτω άκρου και ότι είναι ανίκανος για άσκηση οποιουδήποτε επαγγέλματος. Απέστειλε επίσης ιατρική έκθεση ημερομηνίας 28.9.01 της Δρ. Α. Μαλικίδου, Επιμελήτριας Νευρολογίας στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού, ότι πάσχει από μετατραυματική επιληψία. Η γνωμάτευση ως προς την ικανότητά του για εργασία ήταν η ίδια με αυτή του Δρ. Κετώνη.
Ο εξεταστής απαιτήσεων απέρριψε και αυτή την αίτησή του. Του κοινοποίησε την απόφασή του με επιστολή ημερομηνίας 17.10.01. Ανέφερε πως οι ασφαλιστέες αποδοχές του το έτος 1999 και ο μέσος όρος των ασφαλιστέων αποδοχών του τα έτη 1998 και 1999 ήταν κάτω από £1.265,40.
Την απόφαση αυτή είναι που προσβάλλει ο αιτητής με την προσφυγή του.
Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση πρόβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική. Είναι η θέση του πως οι καθ΄ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε νέα έρευνα αφού ο αιτητής παρουσίασε ιατρικά πιστοποιητικά για τις ίδιες παθήσεις στις οποίες αναφέρονταν και τα προηγούμενα που υπέβαλε.
Απαιτείται να εξεταστεί αν η πράξη που προσβάλλεται έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής πράξης τα οποία είναι:
(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.
(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.
(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.
(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.
(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.
(Βλ.
Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063).H προσβαλλόμενη πράξη έχει διαφορετική αιτιολογία από την πράξη ημερομηνίας 1.3.00. Με την πρώτη, η αίτηση απορρίφθηκε γιατί ο αιτητής δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις εισφοράς που καθορίζει ο Νόμος. Με την τελευταία, η αίτηση απορρίφθηκε γιατί το ποσοστό ανικανότητας του αιτητή ήταν χαμηλότερο αυτού που καθορίζει ο Νόμος. Αφού δεν υπάρχει ταυτότητα της αιτιολογίας των δύο πράξεων, η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι βεβαιωτική της προηγούμενης. Συνεπώς θα προχωρήσω στην εξέταση των νομικών ισχυρισμών του αιτητή.
Ο δικηγόρος του αιτητή πρόβαλε, για να πλήξει το κύρος της προσβαλλόμενης πράξης, ότι αυτή πάσχει από έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνη περί τα πράγματα, ελλιπή αιτιολογία. Πρόβαλε περαιτέρω ότι είναι αντίθετη με το Νόμο.
Η θέση του δικηγόρου του αιτητή ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα είναι αποδεκτή και από το δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση. Ο τελευταίος πρόβαλε ως αιτιολογία ότι τα ιατρικά πιστοποιητικά που υπέβαλε ο αιτητής με την επίδικη αίτησή του αναφέρονται στις ίδιες παθήσεις στις οποίες αναφέρονταν τα προηγούμενα. Αυτό είναι ορθό, αλλά επισημαίνεται ότι στην ιατρική έκθεση της Δρ. Μαλικίδου, ημερομηνίας 28.9.01, αναφέρεται ότι ο αιτητής είναι ανίκανος να ασκεί οποιαδήποτε εργασία, ενώ στην έκθεση του ιατρικού συμβουλίου ημερομηνίας 6.9.99 στην οποία μετείχε η Δρ. Μαλικίδου αναφερόταν τότε ότι ήταν ικανός για άσκηση επαγγέλματος που δεν προϋποθέτει χρήση επικίνδυνων αντικειμένων ή εργασία σε ύψος. Περαιτέρω στην ιατρική έκθεση της 28.9.01 αναφέρεται ότι ο αιτητής παρουσίασε το έτος 2000 έμφρακτο παρεγκεφαλίτιδας. Είναι λογικό να υπήρξε χειροτέρευση στην υγεία του. Παρά τα νέα στοιχεία που επισήμανα, δεν φαίνεται από τα στοιχεία που υπάρχουν
ενώπιον του Δικαστηρίου να έγινε δέουσα έρευνα από τους καθ΄ων η αίτηση.Πέραν τούτου δεν υπάρχει απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ότι ο αιτητής είναι ανίκανος για εργασία και από ποιο έτος. Δεν φαίνεται πώς, χωρίς να ληφθεί τέτοια απόφαση, οδηγήθηκαν στην απόφασή τους για απόρριψη της αίτησης επειδή, οι ασφαλιστέες αποδοχές του αιτητή για το έτος 1999 και ο μέσος όρος των ασφαλιστέων αποδοχών για τα έτη 1998 και 1999 ήταν πιο κάτω από £1.265,40.
Ο Νόμος καθορίζει τις προϋποθέσεις για την παραχώρηση σύνταξης ανικανότητας. Μεταξύ άλλων, απαιτείται να πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις εισφοράς. Βασική προϋπόθεση είναι να έχει ο ασφαλισμένος πληρωμένες ή πιστωμένες ασφαλιστέες αποδοχές κατά το τελευταίο έτος εισφορών πριν να αρχίσει το έτος παροχών ή μέσο όρο τέτοιων αποδοχών τα προηγούμενα δύο έτη, ίσο τουλάχιστο με 20 φορές το εβδομαδιαίο ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών (20 Χ £63,27 = £1,265,40).
Διερωτούμαι πώς οι καθ΄ων η αίτηση έχουν καταλήξει στην επίδικη απόφασή τους και έχουν ερευνήσει τις ασφαλιστέες αποδοχές του αιτητή για τα έτη 1998 και 1999 αφού δεν υπάρχει απόφαση με την οποία να κρίθηκε ο αιτητής ανίκανος για εργασία και από πότε ώστε να ελεγχθούν οι προϋποθέσεις εισφοράς που καθορίζει ο Νόμος.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Π. Αρτέμης, Δ.
Χ.Π.