ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
FONT>Υπόθεση Αρ. 97/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Δημήτρης Θεοδούλου Δημητρίου,
Αιτητή ς,
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Λειτουργού Εγγραφής Υπουργείου Εσωτερικών,
Καθ΄ων η αίτηση.
―――――
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
17.1.03Για τον αιτητή: κα Κ. Γεωργιάδου
Για την καθ΄ης η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Λειτουργού Εγγραφής του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 3.12.2001, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για έκδοση προσφυγικής ταυτότητας.
Στην απορριπτική απόφαση του Λειτουργού υποδείχθηκε ότι ο αιτητής δεν πληρούσε το κριτήριο που καθόριζε πως για να θεωρηθεί εκτοπισθείς και να του χορηγηθεί προσφυγική ταυτότητα έπρεπε ο πατέρας να ήταν εκτοπισθείς και όχι η μητέρα εκτοπισθείσα, όπως συνέβαινε στην περίπτωσή του.
Τα σχετικά κριτήρια τέθηκαν με αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου. Με την απόφαση αρ. 13503 ημερομηνίας 19.9.74 «εκτοπισθείς» θεωρείτο άτομο του οποίου:
«α. Η μόνιμη κατοικία βρισκόταν σε κατειλημμένη από τους Τούρκους περιοχή ή κατέστη απροσπέλαστη,
β. η μόνιμη κατοικία βρισκόταν σε περιοχή η οποία εκκενώθηκε κατόπιν υποδείξεως της Εθνικής Φρουράς ή κηρύχθηκε επικίνδυνη,
γ. η κατοικία κατέστη ακατάλληλη για στέγαση λόγω των ζημιών που υπέστη ένεκα των εχθροπραξιών.»
Με εγκύκλιο της Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων ημερομηνίας 10.9.75, διευρύνθηκε ο εν λόγω όρος ώστε τα παιδιά που γεννιούνται μετά την εισβολή από πατέρα εκτοπισθέντα να θεωρούνται και αυτά εκτοπισθέντα αλλά όχι και τα παιδιά εκτοπισθείσας μητέρας.
Παραθέτω το πιο κάτω μέρος απ΄αυτή:
«α) Όταν γυνή πρόσφυξ παντρεύεται μη πρόσφυγα
Εις την περίπτωσιν ταύτην ούτε ο σύζυγος, ούτε τα γεννηθησόμενα τέκνα δύνανται να εγγραφώσιν ή θεωρηθώσιν ως εκτοπισθέντες.
β) Όταν ανήρ πρόσφυξ νυμφεύεται μη πρόσφυγα
Εις την περίπτωσιν ταύτην η μη εκτοπισθείσα σύζυγος θα εγγράφεται επί της προσφυγικής ταυτότητος του συζύγου, με την επιπρόσθετον σημείωσιν «ΜΗ ΠΡΟΣΦΥΞ». Αύτη θα βοηθήται, ως και οι λοιποί εκτοπισθέντες, από το Ταμείον Προσφύγων, αλλά δια στατιστικούς σκοπούς δεν θα υπολογίζεται ως πρόσφυξ. Τα γεννηθησόμενα τέκνα θα θεωρώνται ωσαύτως πρόσφυγες και θα εγγράφωνται επί της προσφυγικής ταυτότητος του πατρός των.»
Η επέκταση αυτή περιλήφθηκε στην πρόταση την οποία υπέβαλε το Υπουργείο Εσωτερικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο για τροποποίηση των κριτηρίων παροχής βοήθειας σε εκτοπισθέντες και παθόντες. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του αρ. 40.872 ημερομηνίας 20.4.94 τη δέχθηκε ως μέρος της ρύθμισης που ίσχυε και προέβη σε τροποποιήσεις που όμως δεν αφορούν το επίδικο θέμα.
Το θέμα της επέκτασης του σχετικού όρου ώστε να περιλάβει και τα παιδιά των οποίων η μητέρα είναι εκτοπισθείσα αλλά όχι ο πατέρας εκτοπισθείς, συζητήθηκε στο παρελθόν ενώπιον της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων της Βουλής στην οποία κατατέθηκε και σχετική πρόταση νόμου. Το Υπουργικό Συμβούλιο, στο οποίο υποβλήθηκε το θέμα από το Υπουργείο Εσωτερικών, έκρινε πως για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους η συζητηθείσα επέκταση του όρου δεν ήταν εφικτή.
Οι δικηγόροι του αιτητή δεν ισχυρίστηκαν ότι έπασχε η απόφαση του Λειτουργού ως αντίθετη με τα κριτήρια που ίσχυαν. Αυτό που πρόβαλαν ήταν πως το επίδικο κριτήριο με το οποίο παρέχεται δικαίωμα προσφυγικής ταυτότητας όταν ο πατέρας είναι εκτοπισθείς αλλά όχι όταν είναι εκτοπισθείσα η μητέρα, παραβιάζει την αρχή της ισότητας την οποία κατοχυρώνει το Σύνταγμα στο άρθρο 28 παράγραφος 1. Αναφέρθηκαν περαιτέρω στην παραβίαση της παραγράφου 2 του άρθρου 28 με την οποία απαγορεύεται δυσμενής διάκριση σε βάρος οποιουδήποτε ατόμου, μεταξύ άλλων, λόγω φύλου.
Δεν μπορεί να αντιλεχθεί οτιδήποτε στην άποψη των δικηγόρων του αιτητή πως απαιτείται ομοιόμορφη μεταχείριση μεταξύ τέκνων εκτοπισθέντων είτε ο πατέρας είναι εκτοπισθείς είτε η μητέρα είναι εκτοπισθείσα.
Η προσφυγή όμως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Το ίδιο θέμα απασχόλησε το Νικολάου, Δ. στην υπόθεση Γιαγκιώζη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 29/2001, ημερ. 30.4.02. Έχω την ίδια άποψη με όσα λέχθηκαν στην υπόθεση αυτή. Παραθέτω το πιο κάτω σχετικό απόσπασμα, το οποίο και υιοθετώ:
«Η από ευρύτερης άποψης νομιμότητα του αναφερθέντος πλαισίου, εν είδει κανονιστικής ρύθμισης που θέτει γενικό απρόσωπο κανόνα, δεν τελεί υπό έλεγχο. Εκείνο που επιδιώκεται από την αιτήτρια είναι η προσθήκη πρόνοιας στο εν λόγω πλαίσιο ώστε το ωφέλημα που παρέχεται σε τέκνα εξ αρρενογονίας να παρέχεται και σε τέκνα εκ μητρογονίας. Η απόφαση της Ολομέλειας στη Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 με την οποία διακρίθηκε η Papaxenophontos & Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037, εξηγεί γιατί αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει με δικαστική απόφαση (σελ. 556-8):
«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό δίκαιο σελ. 98, παράγρ. 127 (βλ. και Ατομικά Δικαιώματα του ιδίου σελ. 1040) ο Δικαστής
'δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ΄αυτού . . .» ο δε «έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία.'
Και αυτά κατά το σχολιασμό απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με αίτηση ακυρώσεως το θέμα της οποίας δε διαφέρει από αυτό της παρούσας. Μεταφέρουμε τη σύνοψη της απόφασης από την ίδια σελίδα του πιο πάνω συγγράμματος:
'Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μια αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των δώδεκα ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι «η παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σ΄αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας.'
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος ) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα
.Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς τη πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.»
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Π. Αρτέμης
,Δ.
/Χ.Π.