ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 707/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

ΜΕΛΠΩΣ Χ"ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Αιτήτριας

- ΚΑΙ -

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ ης η αίτηση

---------------------------

30 Ιανουαρίου 2003

Για την αιτήτρια: Χρ. Κληρίδης.

Για την καθ΄ ης η αίτηση: Σπ. Ευαγγέλου.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Προσβάλλεται η απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (στα επόμενα η Τράπεζα) ημερ. 17 Φεβρουαρίου 2000, με την οποία η αιτήτρια κλήθηκε να αφυπηρετήσει για λόγους υγείας από 16 Οκτωβρίου 1999. Η απόφαση κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 8 Μαρτίου 2000 η οποία παραδόθηκε στην αιτήτρια στο σπίτι της από κλητήρα της Τράπεζας. Η αιτήτρια διατείνεται ότι η κοινοποίηση έγινε στις 15 Μαρτίου 2000 και επομένως η προσφυγή, που καταχωρίστηκε στις 24 Μαίου, είναι εμπρόθεσμη. Ενώ η Τράπεζα προβάλλει ότι η κοινοποίηση έγινε στις 8 Μαρτίου 2000, με αποτέλεσμα να είχε εκπνεύσει ο προβλεπόμενος χρόνος πριν από την καταχώριση.

Προσήχθη μαρτυρία για επίλυση του θέματος. Η αιτήτρια κατέθεσε προς υποστήριξη της δικής της εκδοχής, από δε πλευράς της Τράπεζας κατέθεσε ο κλητήρας που επέδωσε το φάκελο με την επιστολή όπως και η υπάλληλος η οποία του ανέθεσε την επίδοση.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της αιτήτριας, την επιστολή την παρέδωσε σ΄ αυτήν ο κλητήρας της Τράπεζας γύρω στο μεσημέρι της 15 Μαρτίου 2000. Κατά τις 2.30 μ.μ. ήρθε στο σπίτι ο σύζυγός της και σχολίασαν το ότι υπήρξε καθυστέρηση μιας εβδομάδας από την ημερομηνία που αναγράφετο στην επιστολή. Νωρίς το απόγευμα επισκέφθηκε το γραφείο του δικηγόρου της, ο οποίος όμως απουσίαζε και έτσι την επιστολή την παρέδωσε στη γραμματέα του. Εκείνη έβγαλε φωτοαντίγραφο και κατά παράκληση της ίδιας της αιτήτριας σημείωσε την 15 Μαρτίου 2000, ως την ημερομηνία παραλαβής. Επρόκειτο, καθώς η αιτήτρια εξήγησε, για επείγον θέμα σε σχέση με το οποίο δεν θα παρέλειπε να συμβουλευόταν το δικηγόρο της μόλις παρελάμβανε τέτοια επιστολή και εν προκειμένω, βλέποντας το διάστημα που παρήλθε μέχρι την παραλαβή της επιστολής, θεωρούσε πως δεν σήκωνε άλλη καθυστέρηση.

Η υπάλληλος, η οποία ανέθεσε την επίδοση, ανήκε στην Υπηρεσία Προσωπικού. Ανέφερε ότι ενώ η πρακτική της Τράπεζας ήταν να ζητείται από τον παραλήπτη να υπογράφει αντίγραφο, εντούτοις αυτό δεν έγινε στην προκείμενη περίπτωση. Οι λόγοι δεν αποκαλύφθηκαν. Της δόθηκαν οδηγίες από την προϊσταμένη να μην περιμένει ο κλητήρας για υπογραφή και, αντί τούτου, να τοποθετήσει η ίδια κάποια σημείωση για το πότε έστειλε την επιστολή. Αυτό έπραξε αλλά μετά δεν διερεύνησε αν και πότε έγινε η επίδοση. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την αντεξέταση:

«Ε. Η ερώτησή μου, όμως θεωρήσατε ότι ήταν σημαντικό να κάμετε ξεχωριστό μάλιστα έγγραφο, όχι σημείωση πάνω στην ίδια την επιστολή τη φωτοτυπημένη, στο οποίο ελέγετε ότι παραδώσατε σήμερα στον κλητήρα την επιστολή, όταν ήλθε πίσω ο κλητήρας γιατί δεν σημειώσατε πάνω στο ίδιο ενδεχομένως ή κάπου αλλού στον φάκελό σας ότι παρεδόθη όντως και δεόντως την 8/3 στην κα Χατζηπαναγιώτου;

Α. Δεν μπορούσα εγώ να ξέρω ότι όντως παραδόθηκε για να το γράψω εγώ η ίδια. Θα έπρεπε ο ίδιος ο κλητήρας να το καταχωρίσει.

Ε. Ο ίδιος ο κλητήρας καταχώρισε τίποτε μέσα στους φακέλους;

Α. Όχι. Δεν έχει δικαίωμα.»

 

Ο κλητήρας κατέθεσε ότι πήγε στο σπίτι της αιτήτριας και της επέδωσε την επιστολή αμέσως, το μεσημέρι δηλαδή της ίδιας ημέρας που ο ίδιος την παρέλαβε από την προηγούμενη μάρτυρα, και επιστρέφοντας την πληροφόρησε ότι την επέδωσε. Από την αντεξέταση:

«Ε. Από ό,τι αντιλαμβάνομαι δεν έγραψες πούποτε την ημερομηνία που παράδωσες την επιστολή;

Α. Όχι διότι δεν με αφορούσε η υπόθεση. Για ποιο λόγο να τη γράψω.

Ε. Ούτε και είπες στην κα Μαριάννα που σου έδωσε την επιστολή ότι την παρέδωσες;

Α. Απάντησά της όταν στράφηκα ότι την παρέδωσα.

Ε. Άρα της είπες ότι την παρέδωσες;

Α. Ναι.»

 

Είχαν περάσει δυο χρόνια και την ημερομηνία δεν τη θυμόταν. Θυμόταν πάντως ότι ήταν η ημέρα της γυναίκας αλλά όχι αν ήταν η 8η ή 15η Μαρτίου. Καθώς εξήγησε, συσχέτισε την επίδοση με την ημέρα της γυναίκας διότι μετά που σχόλασε πήρε λουλούδια στη σύζυγό του. Του ζήτησα να διευκρινίσει αν, προτού καταθέσει, του κινήθηκε η περιέργεια να ελέγξει την ημερομηνία και απάντησε αρνητικά. Αργότερα όμως απάντησε αλλιώς:

«Δικαστήριο: Σε αυτή την περίπτωση δεν ενδιαφερθήκατε να ερωτήσετε κανένα πότε είναι που πέφτει η ημέρα της γυναίκας έτσι ώστε να μας πείτε ότι ήταν στις 8, δεν ερωτήσετε;

Α. Είναι γεγονός όταν ερώτησα μου είπαν ότι είναι 8 Μαρτίου.

Δικαστήριο: Γιατί δεν μας είπατε ευθύς εξ αρχής;

Α. Επειδή ερώτησα, δεν το θυμούμαι.»

 

Το υπό εξέταση θέμα του χρόνου κρίνεται με αναφορά στο κατά πόσο, βάσει της προσαχθείσας μαρτυρίας αποδεικνύεται χωρίς αμφιβολία η εκδοχή της διοίκησης. Αντλώ καθοδήγηση από τη Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 280 (Τριανταφυλλίδη, Δ., όπως ήταν τότε) όπου αποφασίστηκε ότι η οποιαδήποτε αμφιβολία αναφορικά με το χρόνο κοινοποίησης επενεργεί υπέρ και όχι εναντίον του διοικούμενου. Η εν λόγω απόφαση επιδοκιμάστηκε από την πλειοψηφία της Ολομέλειας στην Αλίκη Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας, Α.Ε. 1989 ημερ. 27 Φεβρουαρίου 1998.

Στην προκείμενη περίπτωση το πρόβλημα προέκυψε βασικά από την προχειρότητα με την οποία ενήργησε η Τράπεζα η οποία δεν μερίμνησε ώστε να υπάρξει κάποιου είδους γραπτή βεβαίωση της επίδοσης είτε με υπογραφή της αιτήτριας είτε, σε περίπτωση άρνησης, με την ετοιμασία αμέσως σχετικού μνημονίου από τον κλητήρα. Τα όσα η προσαχθείσα μαρτυρία κάλυψε προς υποκατάσταση δεν μου παρέχουν δυνατότητα ευρήματος απαλλαγμένου από αμφιβολία. Τη μαρτυρία του κλητήρα, στην οποία κυρίως στηρίζεται η εκδοχή της Τράπεζας, δεν τη θεωρώ ικανοποιητική και δεν θα μπορούσα να την αποδεχθώ ως έρεισμα για εύρημα στο επίμαχο σημείο. Η αντίφαση που επεσήμανα αναφορικά με το αν ενδιαφέρθηκε ή όχι να διακριβώσει την ημερομηνία εορτής της γυναίκας, φανερώνει έλλειψη ειλικρίνειας σε σχέση με την οποία, παρακολουθώντας τον να καταθέτει, μου δημιουργήθηκε γενικότερα σοβαρός προβληματισμός. Με αυτό ως δεδομένο, δεν χρειάζεται να διατυπώσω θετικό εύρημα με αναφορά στη μαρτυρία της αιτήτριας. Μπορώ όμως να προσθέσω πως δεν διέκρινα ο,τιδήποτε που εξ αντικειμένου να δικαιολογούσε απόρριψή της. Καταλήγω ότι εν προκειμένω δεν καταδείχθηκε πως η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια πριν από τις 15 Μαρτίου 2000. Ως εκ τούτου θεωρώ εμπρόθεσμη την προσφυγή και θα προχωρήσω με τα περαιτέρω.

Απασχόλησε ως το επόμενο κατά προτεραιότητα ζήτημα η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας κατά τη συνεδρία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Το ζήτημα προέκυψε επειδή στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 17 Φεβρουαρίου 2000 αναφέρεται πως παρών ήταν και ο «Α. Χειμαρίδης - Εκπρόσωπος Υπουργού Οικονομικών». Ο συνήγορος της Τράπεζας παρέπεμψε στο άρθρο 7(2) του περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμου του 1963 (Ν. 48/63 όπως τροποποιήθηκε), σύμφωνα με το οποίο:

«Επίτροπος του Υπουργού (εν τοις εφεξής καλούμενος «Υπουργικός Επίτροπος») υποδεικνυόμενος υπ΄ αυτού κέκτηται το δικαίωμα όπως προτείνει θέματα ίνα περιληφθώσιν εν τη ημερησία διατάξει, και όπως παρίσταται εις πάσαν συνεδρίαν του Συμβουλίου δικαιούμενος να συμμετέχη εις τας συζητήσεις και να εκφράζη τας επί τούτω απόψεις αυτού, στερούμενος όμως του προς ψήφον δικαιώματος.»

 

Για το ότι δε ο κ. Α. Χειμαρίδης είχε ορισθεί από 26 Αυγούστου 1999 Υπουργικός Επίτροπος, ο συνήγορος της Τράπεζας παρουσίασε επιστολή ημερ. 13 Σεπτεμβρίου 1999, υπογεγραμμένη από τον ίδιο τον Υπουργό Οικονομικών που βεβαίωνε το γεγονός, ενώ από άλλη επιστολή, ημερ. 25 Απριλίου 2000, φαινόταν ότι ο κ. Α. Χειμαρίδης αντικαταστάθηκε στις 2 Μαίου 2000. Προβλήθηκε από πλευράς της αιτήτριας η αντίρρηση ότι στα εν λόγω πρακτικά της Τράπεζας ο κ. Α. Χειμαρίδης περιγράφεται ως «Εκπρόσωπος» του Υπουργού αντί ως Επίτροπος. Αυτή όμως η διάσταση δεν μου φαίνεται να αποτελεί παρά μόνο φραστική ασυνέπεια που δεν δημιουργεί πρόβλημα ουσίας. Ως προς τα λοιπά σχετικά με τη συμμετοχή του κ. Α. Χειμαρίδη, στην απουσία στοιχείου που να έθετε υπό αμφισβήτηση το τεκμήριο της κανονικότητας, θεώρησα άτοπη την περαιτέρω διερεύνηση.

Με την προσφυγή της η αιτήτρια αμφισβήτησε ότι ακολουθήθηκε η διαδικασία η προβλεπόμενη από τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1983 όπως τροποποιήθηκαν. Στη δε πορεία με απασχόλησε και το κατά πόσο η διαδικασία, η οποία απέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ξεκίνησε αρμοδίως. Η αιτήτρια επίσης αμφισβήτησε ότι διεξήχθη δέουσα έρευνα και ότι η απόφαση ήταν αιτιολογημένη.

Η αιτήτρια προσλήφθηκε στην υπηρεσία της Τράπεζας σε προσωρινή βάση ως τηλεφωνήτρια και γραφέας καταστροφής χαρτονομισμάτων το 1973, και διορίστηκε σε ανάλογη μόνιμη θέση το 1977. Εν συνεχεία, περί το τέλος του 1994, ως αποτέλεσμα απανωτών αιτημάτων της για απασχόληση σε άλλο τομέα, μετατέθηκε στην Υπηρεσία Προσωπικού και Διοικητικών Θεμάτων. Στο νέο εργασιακό της περιβάλλον παραπονέθηκε προς τη διεύθυνση για διάφορα προβλήματα που είχαν ως άξονα την άποψή της ότι υφίστατο δυσμενή μεταχείριση. Παράλληλα συνέχισε όπως και παλαιότερα να απουσιάζει συχνά και παρατεταμένα, με αναρρωτικές άδειες βάσει ιατρικών πιστοποιητικών, για διάφορους λόγους υγείας περιλαμβανομένων και ψυχιατρικών. Από το 1991 η περίπτωσή της απασχόλησε πάρα πολλές φορές και το Ιατρικό Συμβούλιο στο οποίο παραπεμπόταν.

Μετά το τελευταίο μεγάλο διάστημα απουσίας της από 16 Ιανουαρίου 1999 μέχρι 31 Ιουλίου 1999 «λόγω ψυχολογικών προβλημάτων» - όπως τα περιέγραψε σε σχετική βεβαίωση ο κυβερνητικός ψυχίατρος που την παρακολουθούσε - άρχισε η διαδικασία για πρόωρη αφυπηρέτησή της. Η Υπεύθυνη της Υπηρεσίας Προσωπικού και Διοικητικών Θεμάτων απευθύνθηκε με επιστολή ημερ. 12 Αυγούστου 1999 στο Διευθυντή Ιατρικών Υπηρεσιών, εκθέτοντάς του την κατάσταση - με αναφορά μεταξύ άλλων στους Καν. 54 και 46 - και ζητώντας τη σύγκληση Ιατρικού Συμβουλίου «.....για να εξετάσει την περίπτωση παραχώρησης στην κυρία Χατζηπαναγιώτου, παράτασης της άδειας ασθενείας ....... και ...... για να διαπιστωθεί η ικανότητά της να εκτελεί τα καθήκοντα που απορρέουν από τη θέση της».

Συνεκλήθη Ιατρικό Συμβούλιο. Η αιτήτρια κλήθηκε γραπτώς με ειδοποίηση ημερ. 21 Σεπτεμβρίου 1999 να παρουσιαστεί για εξέταση και εξετάστηκε, όπως είχε οριστεί, στις 15 Οκτωβρίου 1999. Το Ιατρικό Συμβούλιο, στην τριμελή σύνθεση του οποίου περιλαμβανόταν και Ειδικός Ψυχίατρος, διαπίστωσε «ψυχοσικό μορφές εκδηλώσεις όπως παρανοϊκή ετοιμότης και παρερμηνευτική διάθεση επί εδάφους χρονίας κατάθλιψης» και κατέληξε ότι η αιτήτρια «λόγω των πιο πάνω δεν δύναται να εκτελεί τα καθήκοντά της που απορρέουν από τα σχέδια υπηρεσίας της». Είναι νομίζω προφανές πως εν προκειμένω αυτή η κατάληξη αναφερόταν όχι σε προσωρινή κατάσταση αλλά σε μόνιμη, ανεξάρτητα από διακυμάνσεις.

Κατ΄ ακολουθίαν η Τράπεζα πληροφόρησε την αιτήτρια, με επιστολή ημερ. 7 Δεκεμβρίου 1999, ότι προτίθετο να την καλέσει να αφυπηρετήσει για λόγους υγείας βάσει του Καν. 16(3), των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1983 όπως τροποποιήθηκαν. Παράλληλα την ενημέρωσε για τον υπολογισμό που έγινε, βάσει του Καν. 22 των περί Συντάξεων Υπαλλήλων Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Κανονισμών, σχετικά με την οικονομική πτυχή της συνταξιοδότησης. Την κάλεσε δε να υποβάλει τα οποιαδήποτε σχόλια της μέχρι 15 Δεκεμβρίου 1999. Με επιστολή του δικηγόρου της, ημερ. 14 Δεκεμβρίου 1999, η αιτήτρια αντιτάχθηκε στην αφυπηρέτησή της, παραπονέθηκε δε πως ο χρόνος που της δόθηκε για σχόλια δεν ήταν αρκετός και ζήτησε παράταση. Η Τράπεζα απάντησε την επομένη ότι παρέτεινε την προθεσμία για άλλες δεκαπέντε ημέρες. Ο δικηγόρος της αιτήτριας με επιστολή ημερ. 22 Δεκεμβρίου 1999, ζήτησε διάφορες λεπτομέρειες και εξηγήσεις σχετικά με την υπόθεση, διατύπωσε δε διάφορα παράπονα συμπεριλαμβανομένου και του ότι το πιστοποιητικό του Ιατρικού Συμβουλίου ήταν απαράδεκτο ως πολύ συνοπτικό και με «ορολογία ακατανόητη στον κοινό άνθρωπο», και υπέβαλε αίτημα για περαιτέρω παράταση του χρόνου μέχρι 30 Ιανουαρίου 2000. Η Τράπεζα, με επιστολή ημερ. 10 Ιανουαρίου 2000, παρέσχε ορισμένα στοιχεία και εξηγήσεις, παρέτεινε δε την προθεσμία μέχρι 30 Ιανουαρίου 2000 όπως είχε ζητηθεί. Με επιστολή ημερ. 26 Ιανουαρίου 2000, ο δικηγόρος της αιτήτριας επανήλθε για να επαναδιατυπώσει την άποψη ότι η έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου ήταν ως εκ της συντομίας της ανεπαρκής και για να ζητήσει το σύνολο του υλικού που είχε τεθεί υπόψη του Ιατρικού Συμβουλίου αλλά κυρίως για να υπογραμμίσει ότι την ευθύνη, για την κατάσταση της υγείας της αιτήτριας, την έφερε «η Κεντρική Τράπεζα και το εργασιακό περιβάλλον το οποίο δημιουργήθηκε συνεπεία παραβάσεων, πράξεων και/ή παραλείψεων των υπηρετών και/ή αρμοδίων της ιδίας της Κεντρικής Τράπεζας». Γινόταν δε στο τέλος εισήγηση για διευθέτηση συνάντησης προς εξεύρεση λύσης στο θέμα. Τις εν λόγω αιτιάσεις όπως και την εισήγηση για συνάντηση η Τράπεζα τις απέρριψε με επιστολή ημερ. 2 Φεβρουαρίου 2000.

Το θέμα αφυπηρέτησης της αιτήτριας εξετάστηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο σε συνεδρία ημερ. 17 Φεβρουαρίου 2000, κατόπιν παραπομπής του σ΄ αυτό με σημείωμα του Διοικητή της Τράπεζας, ημερ. 11 Φεβρουαρίου 2000, το καταληκτικό μέρος του οποίου παραθέτω:

«Ενόψει των πιο πάνω, το Συμβούλιο καλείται να αποφασίσει κατά πόσο θα πρέπει να καλέσει την κυρία Χατζηπαναγιώτου να αφυπηρετήσει, από 16 Οκτωβρίου 1999, για λόγους υγείας, σύμφωνα με την παράγραφο (3) του Κανονισμού 16 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, και κατά συνέπεια να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 22 των περί Συντάξεων Υπαλλήλων Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Κανονισμών.

Σημειώνεται ότι μετά τις 31 Ιουλίου 1999 η κυρία Χατζηπαναγιώτου έλαβε όλη την άδεια ανάπαυσης που είχε σε πίστη της και από τις 25 Αυγούστου 1999 ήταν με παράταση της άδειας ασθένειας με μισές απολαβές.»

 

Κατά την εν λόγω συνεδρία το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε να κληθεί η αιτήτρια να αφυπηρετήσει από 16 Οκτωβρίου 1999,

«..... για λόγους υγείας, σύμφωνα με την παράγραφο (3) του Κανονισμού 16 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, και κατά συνέπεια να εφαρμοστούν οι πρόνοιες του Κανονισμού 22 των περί Συντάξεων Υπαλλήλων Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Κανονισμών.»

 

Στα πρακτικά καταγράφηκε με κάποια λεπτομέρεια το ιστορικό της περίπτωσης και οι διαπιστώσεις που έγιναν σχετικά με την εν τέλει διαμορφωθείσα κατάσταση.

Ως προς πρώτα την έναρξη της διαδικασίας με την παραπομπή της αιτήτριας σε Ιατρικό Συμβούλιο, το ζήτημα που με απασχόλησε αφορά το ότι την αρμοδιότητα, την οποία έχει ο Διοικητής βάσει του άρθρου 15(1) του Νόμου - και όχι βάσει του άρθρου 5(2) και (3) αφού εδώ δεν επρόκειτο περί διορισμού, απόλυσης ή διαθεσιμότητας - την άσκησε η Υπεύθυνη της Υπηρεσίας Διοίκησης και Προσωπικού. Αποκαλύφθηκε, με την έρευνα που διεξήγαγα, πως ο Διοικητής, με σημείωμά του ημερ. 23 Δεκεμβρίου 1994, την είχε εξουσιοδοτήσει - χρησιμοποιήθηκε αυτό το ρήμα - να διαχειρίζεται και να υπογράφει εκ μέρους του έγγραφα σχετικά, μεταξύ άλλων, με:

«Θέματα που αφορούν τη διαχείριση των αδειών προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων αδειών ανάπαυσης και αναρρωτικών αδειών, σύμφωνα με τις πρόνοιες των εκάστοτε σε ισχύ περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών.»

 

Είμαι ικανοποιημένος ότι με το εν λόγω έγγραφο, παρόλον που περιγράφηκε ως σημείωμα, παρασχέθηκε έγκυρη εξουσιοδότηση βάσει του άρθρου 3(2) του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινος Νόμου, Νόμου του 1962 (Ν. 23/1962). Μου φαίνεται δε ότι το θέμα παραπομπής της αιτήτριας σε Ιατρικό Συμβούλιο ενέπιπτε στους όρους της εν λόγω εξουσιοδότησης.

Αναφορικά με το θεσμικό πλαίσιο της διαδικασίας που ακολουθήθηκε, ενδιαφέρουν οι ακόλουθες πρόνοιες, στους Καν. 46 και 54(2), οι οποίες εν προκειμένω, με τα δεδομένα της περίπτωσης, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μου, η μια χωριστά από την άλλη, παραπομπή της αιτήτριας σε Ιατρικό Συμβούλιο:

«46. Η Τράπεζα δύναται κατά πάντα χρόνον να καλή οιονδήποτε υπάλληλον όπως παρουσιασθεί προς εξέτασιν υπό ιατρικού λειτουργού της Δημοκρατίας ή Ιατρικού Συμβουλίου διά βεβαίωσιν της φυσιολογικής ικανότητός του ενδεικνυομένης διά την εκτέλεσιν των εκ της θέσεως αυτού απορρεόντων καθηκόντων.

.................................. .................................................. .............................

54(2) Εάν υπάλληλός τις, άμα τη εξαντλήσει της ετησίας αναρρωτικής αδείας εις ην δικαιούται, είναι ανίκανος να αναλάβη τα καθήκοντά του, ο Διοικητής θέλει αιτήση παρά του Διευθυντού των Ιατρικών Υπηρεσιών της Δημοκρατίας την σύγκλησιν Ιατρικού Συμβουλίου προς εξέτασιν του υπαλλήλου. Εάν το Ιατρικόν Συμβούλιον συνιστά παράτασιν αδείας θα χορηγήται εις τον υπάλληλον υπό του Διοικητού παράτασις αδείας δι΄ ιατρικούς λόγους διά περίοδον μη υπερβαίνουσαν τους εξ μήνας μετά πλήρων απολαβών.»

 

Έπειτα, σύμφωνα με τον Καν. 16(3):

«Το Συμβούλιον δύναται να καλέση ή επιτρέψη εις μόνιμον υπάλληλον όπως αφυπηρετήση καθ΄ οιονδήποτε χρόνον, κατόπιν ιατρικής γνωματεύσεως ικανοποιούσης τον Διοικητήν ότι ούτος είναι ανίκανος, λόγω πνευματικής ή σωματικής βλάβης, να εκτελέση τα εκ της θέσεώς του απορρέοντα καθήκοντα και ότι η τοιαύτη βλάβη δυνατόν να καταστή μόνιμος τοιαύτη.»

 

Αναφορικά με το ζήτημα της έρευνας που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, επακόλουθα δε και της δοθείσας αιτιολογίας για τη λήψη της, οι θέσεις και η επιχειρηματολογία της αιτήτριας είχαν ως κεντρικό άξονα την άποψη ότι η συνοπτικώς διατυπωθείσα διαπίστωση του Ιατρικού Συμβουλίου για την κατάσταση της υγείας της δεν ήταν ικανοποιητική διότι δεν εξηγήθηκε με αναφορά στα στοιχεία από τα οποία προέκυπτε.

Έχω την άποψη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Τράπεζας δεν είχε λόγο να μην ενεργήσει βάσει του πορίσματος του Ιατρικού Συμβουλίου επί επιστημονικού θέματος, το οποίο είχε άλλωστε ως βάση την καθώς την αντιλαμβάνομαι αδιαμφισβήτητη, όπως προκύπτει από το φάκελο της αιτήτριας, κατάθλιψη με την οποία αυτή υπέφερε για πολλά χρόνια με αποτέλεσμα την αποδυνάμωσή της σε μεγάλο βαθμό ως υπαλλήλου. Ούτε και στο διάστημα που της δόθηκε - εν τέλει όσο ζήτησε - παρουσίασε ο,τιδήποτε το συγκεκριμένο που να δικαιολογούσε κατά την άποψή μου ο,τιδήποτε περαιτέρω από πλευράς Τράπεζας. Δεν διέκρινα γενικότερα οποιαδήποτε πλημμέλεια στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με το ήμισυ των εξόδων υπέρ της Τράπεζας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

Γ.Κ. Νικολάου,

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο