ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 3/2002
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Βάϊου Παρτασίδη
Αιτητή
και
Κυπριακού Συμβουλίου Αναγνώρισης
Τίτλων Σπουδών (ΚΥ.ΣΑ.Τ.Σ.)
Καθ΄ου η αίτηση
28 Ιανουαρίου 2003
Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση με την οποία απέρριψε το αίτημα του αιτητή για αναγνώριση του Diplom-Mediziner του πανεπιστημίου της Λειψίας ως ισότιμου μεταπτυχιακού διπλώματος επιπέδου master.
Oι λόγοι ακυρότητας που προτάθηκαν, μετά την εγκατάλειψη σειράς άλλων ισχυρισμών, αφορούν αποκλειστικά στη διαδικασία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικά, στα προβαλλόμενα αναφορικά με την Επιτροπή Κρίσης και την Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης.
Ως προς την Επιτροπή Κρίσης
Κατά το άρθρο 7(1) του περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Νόμου 1996 (Ν. 68(Ι)/96) μετά την αντικατάσταση του από το άρθρο 5 του Ν. 48(Ι)/98,
"Το Συμβούλιο καταρτίζει τριμελείς Επιτροπές Κρίσεως Τίτλων Σπουδών, με κύρια αρμοδιότητα τη μελέτη συγκεκριμένων θεμάτων και την υποβολή σχετικών εισηγήσεων στο Συμβούλιο για λήψη τελικής απόφασης.
΄Οπως προβλέπεται δε από το εδάφιο (3)
"Η σύσταση και ο τρόπος λειτουργίας των Επιτροπών καθορίζονται με Κανονισμούς."
Η αίτηση του αιτητή παραπέμφθηκε στην τριμελή Επιτροπή Κρίσης που είχε συσταθεί αλλά το έντυπο αξιολόγησης αυτής της Επιτροπής περιλαμβάνει τη γνώμη μόνο των δυο από τα μέλη της. Οπότε, όπως εισηγείται ο αιτητής, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας αφού απουσιάζει η κρίση του ενός μέλους της. Οι καθ΄ ων η αίτηση παραπέμπουν στον Κανονισμό 6(5) σύμφωνα με τον οποίο
"Η εισήγηση της Επιτροπής Κρίσεως θεωρείται ολοκληρωμένη, αν περιέχει τις απόψεις δύο τουλάχιστο μελών της".
Δεν έχει τεθεί ζήτημα υπέρβασης της εξουσιοδότησης σε σχέση με τον Κανονισμό και, κατά τα ανωτέρω, ο ισχυρισμός όπως υπεβλήθη, είναι αβάσιμος. Επίσης δεν βρίσκει έρεισμα στην κανονιστική ρύθμιση η περαιτέρω άποψη του αιτητή πως χρειαζόταν εξήγηση για την απουσία της κρίσης ενός μέλους.
Ως προς την Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης.
Με την επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 8.6.01 ο αιτητής πληροφορήθηκε για την απόρριψη του αιτήματός του αλλά και για το δικαίωμά του να υποβάλει αίτηση για επανεξέταση. Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για επανεξέταση καταβάλλοντας και το σχετικό τέλος και το Συμβούλιο αφού, όπως εξηγεί, έλαβε υπόψη και τα επιπρόσθετα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, κατέληξε στην ίδια αρνητική απόφαση. Κατά παράβαση του Νόμου και των Κανονισμών, όπως εισηγείται ο αιτητής, εφόσον ήταν υποχρεωτικό, και δεν έγινε, να παραπεμφθεί η αίτησή του για επανεξέταση στην προβλεπόμενη Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης.
Η επανεξέταση ρυθμίζεται από το άρθρο 11 του Νόμου, όπως αυτός τροποποιήθηκε ειδικά από το Ν. 48(1)/98 και από τον Κανονισμό 8 της ΚΔΠ 172/99. Αποτελεί δικαίωμα η υποβολή αίτησης για επανεξέταση και είναι σαφές πως η τελική απόφαση του Συμβουλίου προϋποθέτει εξέτασή της από ειδική τριμελή Επιτροπή Επανεξέτασης, τις εισηγήσεις
της οποίας μελετά. Παραθέτω τα εδάφια 2 και 3 του άρθρου 11:"(2)Το Συμβούλιο καταρτίζει Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης, καθεμιά από τις οποίες απαρτίζεται από τρεις ειδικούς καθηγητές πανεπιστημίου στο συγκεκριμένο θέμα για επανεξέταση του θέματος και υποβολή σχετικών εισηγήσεων προς το Συμβούλιο:
Νοείται ότι στις Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης δε συμμετέχουν πρόσωπα που εξέτασαν κατά πρώτον το υπό κρίση θέμα.
(3)Το Συμβούλιο, αφού μελετήσει τις εισηγήσεις της οικείας Επιτροπής, αποφαίνεται τελικά για το θέμα και πληροφορεί σχετικά τον αιτητή."
Και τον Κανονισμό 8:
"(1) Το Συμβούλιο καταρτίζει Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης, οι οποίες υποβάλλουν τις εισηγήσεις τους στο Συμβούλιο, το οποίο, αφού τις μελετήσει, αποφαίνεται τελικά για το θέμα και πληροφορεί σχετικά τον αιτητή.
Νοείται ότι στις Ειδικές Επιτροπές Επανεξέτασης δε συμμετέχουν πρόσωπα που εξέτασαν κατά πρώτο το υπό κρίση θέμα
Οι καθ΄ ων η αίτηση, με παραπομπή στην υπόθεση Δημήτρης Νικολάου ν. ΚΥΣΑΤΣ Προσφυγή 1080/00 ημερομηνίας 30.4.02, εισηγούνται πως δεν ήταν απαραίτητη η παραπομπή σε Επιτροπή Επανεξέτασης ενόψει, (α) της απόφασης "γενικής φύσης" του Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία "οι αιτήσεις θα αποστέλλονται στις Επιτροπές Κρίσεως μόνον εφόσον κατά το προκαταρκτικό στάδιο μελέτης τους διαπιστωθεί ότι ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις των Κανονισμών, και
(β) της πρόνοιας του Κανονισμού 8(2) πως οι διατάξεις του Κανονισμού 6 εφαρμόζονται κατ΄αναλογίαν για τη σύσταση και λειτουργία των Ειδικών Επιτροπών Επανεξέτασης.
Μου φαίνεται πως η απόφαση "γενικής φύσης" αφορά μόνο στην περίπτωση έλλειψης προϋπόθεσης που εξ αρχής, ήδη από το προκαταρκτικό στάδιο, θέτει την αίτηση εκτός των Κανονισμών ώστε να μή ανακύπτει ζήτημα ουσίας για το οποίο θα ήταν νοητό να αναζητηθεί η άποψη της Επιτροπής Κρίσης. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ σ΄αυτά ή και στα προκύπτοντα από την πιο πάνω υπόθεση. Θα ήταν ζήτημα ξεχωριστό το κατά πόσο θα ήταν καν νοητή τέτοια απόφαση "γενικής φύσης" που θα αφορούσε και στην επανεξέταση όταν ήδη, όπως εν προκειμένω, η περίπτωση παραπέμφθηκε στην Επιτροπή Κρίσης, προφανώς επειδή δεν κρίθηκε πως έλειπε κάποια από τις προϋποθέσεις των Κανονισμών. ΄Ομως η απόφαση "γενικής φύσης" αναφέρεται μόνο στην Επιτροπή Κρίσης και όχι στην Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης και
δεν τίθεται ζήτημα για εξέταση κάτω από τέτοια σκοπιά. Συναφώς, η πρόνοια του Κανονισμού 8(2) για κατ΄αναλογίαν εφαρμογή στην περίπτωση της Ειδικής Επιτροπής Επανεξέτασης του Κανονισμού 6 σε σχέση με την Επιτροπή Κρίσης, όπως καθορίζεται, αφορά στα προβλεπόμενα για τη σύσταση και λειτουργία τους. Τίποτε δε από τις ρυθμίσεις του Κανονισμού 6 είναι δυνατό να συσχετισθεί προς το θέμα. Και αυτά, ανεξάρτητα από το ότι το Συμβούλιο, όταν εξέτασε κατ΄ευθείαν το ίδιο την αίτηση για επανεξέταση, ούτε επικαλέστηκε τέτοια απόφαση ως αναλόγως ισχύουσα αλλά ούτε και προσδιόρισε οτιδήποτε που θα εξηγούσε, κατ΄επίκλησή της, την απόφαση του να μη παραπέμψει το ζήτημα στην Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης.΄Εκρινα χρήσιμη την αναφορά στα επιχειρήματά των καθ΄ων η αίτηση, όπως αυτά διατυπώθηκαν, μόνο για να υποδείξω την αδυναμία τους ακόμα και στη βάση των δικών τους όρων. Εκείνο, όμως, που είναι καταλυτικής σημασίας είναι οι ίδιες οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις. Από αυτές, όπως κρίνω, δεν παρέχεται δυνατότητα έκδοσης απόφασης από το Συμβούλιο το αποτέλεσμα της οποίας θα είναι η μή παραπομπή αίτησης για επανεξέταση στην Ειδική Επιτροπή Επανεξέτασης. Αυτή είναι υποχρεωτική και, συνεπώς, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. (Βλ. συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 376/97, ημερομηνίας 31.3.1999).
Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.
C:\My Documents\2003\part4\3-02.doc