ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1299/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

1. ΝΙΚΗΣ ΤΣΟΥΝΤΑ (Κρατίνου 7, Διαμ. 7, Αγ. Ομολογητές, Λευκωσία) και άλλων ως ο Πίνακας Α΄,

Αιτητών

ΚΑΙ

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

Καθ'ων η αίτηση

----------------------------

8 Ιανουαρίου 2003

Για τους Αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές, που κατά τον ουσιώδη χρόνο απασχολούνταν ως έκτακτοι Ασφαλιστικοί Λειτουργοί, ζητούν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Ανώτερου Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με την οποία τερματίστηκαν οι υπηρεσίες τους, είναι άκυρη.

 

 

 

 

 

 

(α) Τα γεγονότα

Με σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας η Υπηρεσία Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, κατόπιν απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του περί Διαδικασίας Πρόσληψης ΄Εκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμου (Αρ. 108(Ι)/95), όπως έχει τροποποιηθεί, ανακοίνωσε ότι υπήρχαν προς πλήρωση 23 θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στη σχετική ανακοίνωση αναφερόταν ρητά ότι "σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, η περίοδος απασχόλησης έκτακτου υπαλλήλου δε δύναται να υπερβαίνει τους έξι μήνες, ενώ με τη λήξη της η εργοδότησή του τερματίζεται αυτοδικαίως χωρίς την καταβολή αποζημίωσης ή την τήρηση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης".

Ακολούθησε η επιλογή και πρόσληψη των αιτητών για την περίοδο 1/7/97 μέχρι 31/12/97, αφού για πρόσληψη πάνω σε έκτακτη βάση και σύμφωνα με το ισχύον νομοθετικό καθεστώς, η περίοδος απασχόλησης έκτακτου υπαλλήλου δεν μπορούσε να υπερβαίνει τους έξι μήνες ενώ μετά τη λήξη αυτής της περιόδου η εργοδότηση τερματιζόταν αυτοδίκαια. Ως αποτέλεσμα διαδοχικών τροποποιήσεων της σχετικής νομοθετικής πρόβλεψης (άρθρο 7(2) του Ν. 108(Ι)/95), οι υπηρεσίες των αιτητών παρατάθηκαν επανειλημμένα μέχρι την 30/7/99 οπόταν και αποφασίστηκε ο τερματισμός τους. Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε με επιστολές του Αν. Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού προς τους αιτητές, ημερομηνίας 23/7/99. Οι επιστολές είχαν το πιο κάτω ταυτόσημο περιεχόμενο:

"Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή μας με τον ίδιο αρ. Φακ. και ημερ. 28.5.1999 σχετικά με το θέμα της απασχόλησής σας, πάνω σε έκτακτη βάση, για εκτέλεση καθηκόντων Ασφαλιστικού Λειτουργού και να σας πληροφορήσω πως, δεδομένου ότι οι υφιστάμενες κενές μόνιμες θέσεις Ασφαλιστικού Λειτουργού θα πληρωθούν από 2.8.1999, οι υπηρεσίες σας τερματίζονται στις 30.7.1999, σύμφωνα με τις διατάξεις των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης ΄Εκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων του 1995 μέχρι 1999.

Πριν την αποχώρησή σας θα πρέπει να πάρετε την άδεια απουσίας που έχετε σε πίστη σας. "

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία λήφθηκε μετά τον τερματισμό των υπηρεσιών τους (25/8/1999), οι επηρεαζόμενοι πρώην έκτακτοι Ασφαλιστικοί Λειτουργοί, προσλήφθηκαν ως έκτακτοι Βοηθοί Γραφείου (Κλ. Α1) από 30/8/99 μέχρι 15/11/99 πάνω σε δεκαπενθήμερη βάση απασχόλησης για εκπλήρωση διαπιστωμένων υπηρεσιακών αναγκών.

 

) Οι λόγοι της προσφυγής

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα γιατί,

  1. Παραβιάζει την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης,
  2. Παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης,
  3. Λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο και
  4.  

  5. Πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας.

  1. Παραβίαση της αρχής της ισότητας και ίσης μεταχείρισης
  2. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών τους έγινε "κατ' άνιση μεταχείριση" και ότι ήταν το αποτέλεσμα "δυσμενούς διάκρισης" σε βάρος τους. Και τούτο γιατί παρά τον τερματισμό των υπηρεσιών τους, άλλοι 22 έκτακτοι Ασφαλιστικοί Λειτουργοί που υπηρετούσαν πάνω σε δεκαπενθήμερη βάση και που, όπως διατείνονται οι αιτητές, δεν "προσλήφθηκαν αξιοκρατικά", παρέμειναν στην υπηρεσία άνκαι θα έπρεπε να είχαν απολυθεί με τον ίδιο τρόπο. Η παραμονή των πιο πάνω 22 υπαλλήλων στοιχειοθετεί έναντι των αιτητών άνιση μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.

    Οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών των αιτητών ήταν καθόλα νόμιμος και ότι ο ισχυρισμός τους ότι κακώς παρέμειναν στην υπηρεσία οι 22 άλλοι έκτακτοι Ασφαλιστικοί Λειτουργοί δεν μπορεί να αποτελεί θέμα εξέτασης στην παρούσα διαδικασία. Επιπρόσθετα τονίζεται ότι ο τερματισμός των υπηρεσιών των αιτητών ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της πλήρωσης 40 κενών θέσεων Ασφαλιστικού Λειτουργού (Κλ. Α2) στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ότι αναφορικά με τον ισχυρισμό για άνιση μεταχείριση, οι καθ'ων η αίτηση προέβηκαν στην πρόσληψη των αιτητών ως έκτακτων Βοηθών Γραφείου ένα μήνα μετά από τον τερματισμό των υπηρεσιών τους, και πιο συγκεκριμένα από τις 30/8/99.

    Η εισήγηση των αιτητών δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι ίδιοι είχαν δεχθεί όταν διορίζονταν ότι "η απασχόληση τους ήταν προσωρινή και θα μπορούσε να τερματισθεί οποτεδήποτε τους εδίδετο η αναγκαία προειδοποίηση".

    Οι γενικές αρχές που διέπουν την πρόσληψη έκτακτων υπαλλήλων καθορίζονται στο άρθρο 7 του Ν. 108(Ι)/95, που έτυχε διαδοχικών τροποποιήσεων. Η αρχική πρόνοια όριζε ότι "η περίοδος απασχόλησης έκτακτου υπαλλήλου δεν δύναται να υπερβαίνει τους έξι μήνες, ενώ μετά τη λήξη της η εργοδότησή του τερματίζεται αυτοδικαίως χωρίς την καταβολή αποζημίωσης ή την τήρηση οποιασδήποτε άλλης διατύπωσης". Σημαντική αλλαγή στην πιο πάνω πρόβλεψη επέφερε ο περί της Διαδικασίας Πρόσληψης Εκτάκτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία (Τροποποιητικός) (Αρ. 5) Νόμος του 1997 (Ν. 106(Ι)/97), ο οποίος προνόησε ότι,

    "2. Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 7 του βασικού νόμου, για την περίοδο από την ψήφιση του παρόντος Νόμου μέχρι και την 30η Ιουνίου 1998 είναι δυνατή η παράταση των υπηρεσιών έκτακτου υπαλλήλου και πέραν των έξι μηνών νοουμένου ότι -

    (α) Εχει προσληφθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ως έκτακτος υπάλληλος και συνεχίζεται η εργοδότησή του κατά την ημέρα της ψήφισης του παρόντος Νόμου· και

    (β) η παράταση των υπηρεσιών του εξακολουθεί να ικανοποιεί ανάγκες της οικείας υπηρεσίας."

     

    Η πιο πάνω πρόβλεψη, σχετικά με την ημερομηνία της δυνατότητας παράτασης των υπηρεσιών των έκτακτων υπαλλήλων τροποποιήθηκε περαιτέρω με τους Ν. 52(Ι)/98 ("μέχρι 31 Ιουλίου 1998"), Ν. 74(Ι)/98 ("μέχρι και την 30η Νοεμβρίου 1998") και με το Ν. 95(Ι)/98 με τον οποίο η τελευταία ημερομηνία διαγράφηκε. Στις 28/5/99 και ενώ οι αιτητές βρίσκονταν στην υπηρεσία, δημοσιεύθηκε ο περί της Διαδικασίας Πρόσληψης ΄Εκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία (Τροποποιητικός) Νόμος του 1999 (Ν. 52(Ι)/99) που ρύθμισε εκ νέου το ζήτημα της παράτασης των υπηρεσιών των έκτακτων υπαλλήλων και τροποποίησε τη σχετική πρόβλεψη του Τροποποιητικού (Αρ. 5) Νόμου του 1997 (Ν. 106(Ι)/97). Η νέα ρύθμιση προνοούσε ότι,

    "3. Ανεξαρτήτως των διατάξεων του βασικού νόμου είναι δυνατή η παράταση των υπηρεσιών έκτακτων υπαλλήλων οι οποίοι υπηρετούσαν κατά τη 10η Μαοου 1999 νοουμένου ότι -

    (α) Υπηρετούσαν ως Ιατρικοί Λειτουργοί, ως Νοσηλευτικοί Λειτουργοί ή ως Ακτινογράφοι Ακτινοδιαγνωστικής σε δεκαπενθήμερη ή άλλη βάση την 1η Ιουνίου 1997, ή

    (β) προσλήφθηκαν στις υπηρεσίες του Υπουργείου Υγείας σε προσωρινή βάση, νοουμένου ότι ο συνολικός αριθμός τους ανά πάσα στιγμή δεν υπερβαίνει τους 75 στο νοσηλευτικό προσωπικό, τους 20 στο παραϊατρικό και τους 6 στο ιατρικό, ή

    (γ) απασχολήθηκαν στις υπηρεσίες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων πάνω σε δεκαπενθήμερη ή άλλη βάση κατά τα έτη 1995, 1996 και 1997 με συνεχή ή διακεκομμένη υπηρεσία, ή

    (δ) υπηρετούσαν ή προσλήφθηκαν στο Τμήμα Φυλακών ως δεσμοφύλακες σε προσωρινή βάση, νοουμένου ότι ο αριθμός τους ανά πάσα στιγμή δεν υπερβαίνει τους 19, και

    η παράταση των υπηρεσιών τους εξακολουθεί να ικανοποιεί ανάγκες της οικείας υπηρεσίας:

     

     

     

     

     

     

     

    Νοείται ότι οι υπηρεσίες των έκτακτων υπαλλήλων που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) μπορούν να παραταθούν μέχρι και τη 15η Νοεμβρίου 1999 και των έκτακτων υπαλλήλων που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) μπορούν να παραταθούν μέχρι την ημερομηνία πλήρωσης από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας των υφιστάμενων κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου κενών θέσεων.

    4. Το άρθρο 2 του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης ΄Εκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία (Τροποποιητικού) (Αρ. 5) Νόμου του 1997, τροποποιείται ως ακολούθως:

    (α) Με την προσθήκη μετά τις λέξεις «του παρόντος Νόμου» (2η γραμμή), της φράσης «μέχρι και τη 15η Νοεμβρίου 1999 ή μέχρι την πλήρωση των υφιστάμενων κενών θέσεων στις υπηρεσίες όπου απασχολείται, οποιαδήποτε ημερομηνία είναι προγενέστερη»· και

    (β) με την προσθήκη της ακόλουθης παραγράφου (γ) μετά τις παραγράφους (α) και (β):

    «(γ) βρίσκονταν στην υπηρεσία κατά τη 10η Μαίου 1999»."

     

    Με τον Τροποποιητικό (Αρ. 5) Νόμο του 1999 (αρ. 136(Ι)/99) η πιο πάνω πρόνοια του άρθρου 3, που αφορούσε την παράταση των υπηρεσιών των εκτάκτων, τροποποιήθηκε με τη διαγραφή και αντικατάσταση από την επιφύλαξη των λέξεων και αριθμών "15 Νοεμβρίου 1999" με τις λέξεις και αριθμούς "15 Μαίου 2000". Η πιο πάνω ημερομηνία υπέστη μεταγενέστερα ορισμένες άλλες αλλαγές που δεν επηρεάζουν όμως την έκβαση της παρούσας προσφυγής. Στην παρούσα περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση φαίνεται ότι εκδόθηκε σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Οι αιτητές γνώριζαν τόσο κατά την πρόσληψή τους όσο και κατά τα χρονικά σημεία της παράτασης των υπηρεσιών τους, ότι η απασχόληση τους ήταν προσωρινή και θα μπορούσε να τερματισθεί ανά πάσα στιγμή. Αποτελούσε μάλιστα βασικό όρο της προσφοράς που τους έγινε και την αποδέχθηκαν στις 26/6/97, αφού στο σχετικό έντυπο που είχαν υπογράψει αποδεχόμενοι την προσφορά επρονοείτο κάτω από τον τίτλο "Τερματισμός Απασχόλησης" ότι,

    "Η απασχόληση είναι προσωρινή και θα μπορεί να τερματιστεί οποτεδήποτε είτε από τον εργοδότη είτε από τον εργοδοτούμενο, αφού δοθεί η αναγκαία προειδοποίηση σύμφωνα με τον περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμο. "

     

    Εχοντας υπόψη την απόφαση για πλήρωση των υφιστάμενων κενών μόνιμων θέσεων Ασφαλιστικών Λειτουργών από 2/8/1999, δεν υπήρχαν περιθώρια παραμονής των αιτητών στην υπηρεσία. Η σαφήνεια της σχετικής νομοθετικής διάταξης δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών.

    Σε ό,τι αφορά τώρα το παράπονο των αιτητών ότι 22 άλλοι έκτακτοι Ασφαλιστικοί Λειτουργοί παρέμειναν στις θέσεις τους παρόλο που είχαν προσληφθεί, όπως υποστήριξαν αναξιοκρατικά, πρέπει να τονισθεί ότι η απόφαση για την πρόσληψη των συγκεκριμένων υπαλλήλων δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας προσφυγής και ούτε μπορεί να ελεγχθεί η νομιμότητα της πρόσληψης τους ή της ισχυριζόμενης "παράλειψης της διοίκησης" να τερματίσει τις υπηρεσίες των πιο πάνω. Η εισήγηση των αιτητών ότι υπήρξε παραβίαση της αρχής της ισότητας δεν μπορεί να γίνει δεκτή γιατί δεν επρόκειτο για την ίδια κατηγορία υπαλλήλων. Οπως προκύπτει από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων οι 22 έκτακτοι λειτουργοί, εναντίον της παραμονής των οποίων στην υπηρεσία στρέφονται τα βέλη των αιτητών, είχαν προσληφθεί κατ' εξαίρεση της νομοθεσίας από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ενώ οι ίδιοι προσλήφθηκαν με βάση τις πρόνοιες των περί της Διαδικασίας Πρόσληψης ΄Εκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία και Εκπαιδευτική Υπηρεσία Νόμων του 1995-1999.

    Η έννοια της αρχής της ισότητας έχει εξετασθεί σε διάφορες αποφάσεις όπου τονίστηκε ότι η εφαρμογή της δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις λόγω της ουσιαστικής φύσης των πραγμάτων (βλ. Mikrommatis v. Republic 2 RSCC 125), όπως επίσης και διαφορετική μεταχείριση που βασίζεται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων (βλ. Republic v. Christoudia and another (1988) 3 CLR 2622). Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω η εισήγηση των αιτητών κρίνεται ως αβάσιμη.

    Οι αιτητές ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι καθ'ων η αίτηση ενήργησαν "αντίθετα και κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος έναντι των αιτητών, κατ' άνιση μεταχείριση και δυσμενή διάκριση σε βάρος τους". Ο πιο πάνω λόγος δεν έχει συμπεριληφθεί στους λόγους ακυρότητας της επίδικης απόφασης και κατ' επέκταση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. Επιπρόσθετα σημειώνεται ότι είναι ατεκμηρίωτος, σε βαθμό που αν μπορούσε να θεωρηθεί σαν λόγος ακύρωσης, να μην μπορεί να αποτελέσει θέμα εξέτασης.

     

     

     

     

     

     

     

  3. Παραβίαση της αρχής της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης
  4. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι το περιεχόμενο της επιστολής των καθ'ων η αίτηση της 28/5/99 (με την οποία οι υπηρεσίες των αιτητών παρατάθηκαν μέχρι τις 15/11/99) αφήνει να νοηθεί ότι υπήρχαν μέχρι τότε ανάγκες στην υπηρεσία. Ετσι, η επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 23/7/99 (δύο μήνες δηλαδή αργότερα) ήταν αντιφατική προς εκείνη της 28/5/99 και περιορίστηκε στον τερματισμό μόνο των υπηρεσιών των αιτητών και όχι των 22 άλλων έκτακτων Ασφαλιστικών Λειτουργών που είχαν διοριστεί πάνω σε δεκαπενθήμερη βάση. Η επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 27/7/99 ανέφερε τα ακόλουθα:

    "Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή μας με τον ίδιο αρ. φακ. και ημερ. 15.3.99, σχετικά με το θέμα της απασχόλησής σας πάνω σε έκτακτη βάση για εκτέλεση καθηκόντων Ασφαλιστικού Λειτουργού, και να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί της Διαδικασίας Πρόσληψης ΄Εκτακτων Υπαλλήλων στη Δημόσια και Εκπαιδευτική Υπηρεσία (Τροποποιητικού) Νόμου του 1999 έχει αποφασισθεί η παράταση των υπηρεσιών σας μέχρι τις 15 Νοεμβρίου, 1999 ή μέχρι την πλήρωση των υφιστάμενων κενών θέσεων στην Υπηρεσία που απασχολείστε, οποιαδήποτε ημερομηνία είναι προγενέστερη. Η παράταση των υπηρεσιών σας γίνεται κάτω από τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις όπως μέχρι σήμερα."

     

    Το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής υποδεικνύει το αβάσιμο του ισχυρισμού για την ύπαρξη κακοπιστίας και αντιφατικής στάσης. Στην πιο πάνω επιστολή τονίζεται ότι η παράταση των υπηρεσιών αποφασίζεται "μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 1999 ή μέχρι την πλήρωση των υφιστάμενων κενών θέσεων στην Υπηρεσία που απασχολείστε, οποιαδήποτε ημερομηνία είναι προγενέστερη". Σημειώνεται ότι η παράταση των υπηρεσιών έγινε με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που ίσχυαν για την αρχική τους πρόσληψη, όταν και οι αιτητές είχαν δεχθεί ότι "η απασχόληση τους ήταν προσωρινή και θα μπορούσε να τερματισθεί οποτεδήποτε αφού τους εδίδετο η αναγκαία προειδοποίηση". Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω κρίνω ότι οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι οι καθ'ων η αίτηση έχουν παραβιάσει τις αρχές της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης. Αντίθετα φαίνεται ότι δεν υπήρξε καμιά αντιφατική ή κακόπιστη συμπεριφορά εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν μέσα στα νομικά πλαίσια που εφαρμόζονταν (βλ. Καρατζάς ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Α.Ε. 2344 της 25/9/2000).

     

  5. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο
  6. Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο αφού "ο τερματισμός των υπηρεσιών των αιτητών προήλθε από κάποια λειτουργό που υπογράφει για τον Αν. Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού χωρίς να αναφέρει ποιός της έδωσε οδηγίες να ενεργήσει ως ενήργησε".

    Οι καθ'ων η αίτηση απαντούν ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Και τούτο γιατί η σχετική επιστολή αρχίζει με τη φράση "Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας", που θέτει σε εφαρμογή το τεκμήριο της κανονικότητας (omnia praesumuntur rite esse acta) που υποδηλώνει ότι όλα έγιναν σωστά και νομότυπα. Δεν έχει παρουσιαστεί οποιαδήποτε μαρτυρία εκ μέρους των αιτητών που θα μπορούσε να κλονίσει το πιο πάνω τεκμήριο και έτσι η εισήγηση των αιτητών θα πρέπει να απορριφθεί.

    Η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση είναι ορθή. Η κα Ευαγγελία Παλαζίδου που υπογράφει την επιστολή "για Αν. Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού" είναι προφανές ότι είναι εξουσιοδοτημένη λειτουργός και ότι (όπως αναφέρεται στη σχετική επιστολή), ενεργούσε κατόπιν οδηγιών. Οι αιτητές απέτυχαν να ανατρέψουν το τεκμήριο της κανονικότητας. Η εισήγηση τους απορρίπτεται.

     

  7. Η επίδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επίδικη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας αφού "η μη ύπαρξη διοικητικής απόφασης που περιέχει το συλλογισμό και αιτιολογία του αρμόδιου οργάνου οδηγεί σε ακύρωση γιατί καθιστά αδύνατο το δικαστικό έλεγχο".

Η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Οι αιτητές έλαβαν γνώση του εν λόγω τερματισμού των υπηρεσιών τους με αναφορά στην πλήρωση των μόνιμων θέσεων από τις 2/8/99 και στις διατάξεις της σχετικής νομοθεσίας. Η αιτιολογία προκύπτει εξ άλλου και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, αφού στοιχεία του φακέλου μπορεί να λαμβάνονται υπόψη προς συμπλήρωση της αιτιολογίας της απόφασης, εφόσον αυτά αναφέρονται αναντίλεκτα στην απόφαση και είναι άρρηκτα συνυφασμένα με αυτή. (Βλ. Theodoridou v. Republic [1984] 3 CLR 146).

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο