ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Μεταξύ -
Χαράλαμπου Στυλιανού από τα Π. Πολεμίδια
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Καθών η αίτηση
Ημερομηνία:
9 Ιανουαρίου, 2003Για τον αιτητή: Α. Σ. Αγγελίδης
Για τους καθών η αίτηση: Μ. Παμπαλλή (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της
Δημοκρατίας
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήταν συνιδιοκτήτης (με τη σύζυγο του) του τεμαχίου-οικοπέδου αρ. 19 του Φ./Σχ. LIV/49 στα Πάνω Πολεμίδια. Ήταν επίσης συνιδιοκτήτης, με κάποια κα Μαρία Περικλέους, του διπλανού οικοπέδου με αρ. 20. Στο βόρειο μέρος του οικοπέδου αυτού ήταν κτισμένη οικοδομή, που ανήκε στη συνιδιοκτήτρια. Στις 18/4/00 ο αιτητής υπέβαλε στην αρμόδια Πολεοδομική Αρχή (στο νενομισμένο έντυπο Ε.Α.1) αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας που αφορούσε προσθήκες στην κατοικία του (τεμ. 19) και κατασκευή πισίνας στο τεμ. 20.
Η αρμόδια αρχή απέρριψε την αίτηση στις 24/4/00 με την αιτιολογία ότι:
«Τα σχέδια που υποβλήθηκαν και το έντυπο (Ε.Α.1) δεν έχουν υπογραφεί από όλα τα εμπλεκόμενα άτομα με αποτέλεσμα η Πολεοδομική αρχή να μην γνωρίζει κατά πόσο η ανάπτυξη διασφαλίζει τα νόμιμα δικαιώματα όλων των συνιδιοκτητών του οικοπέδου και κατά πόσο η ανάπτυξη όπως υλοποιήθηκε είναι αποδεκτή από τους συνιδιοκτήτες, σε τμήμα του οικοπέδου το οποίο αναμένετο να αναπτυχθεί υπό μορφή διπλοκατοικίας.»
Ο αιτητής κατέθεσε στις 24/5/00 ιεραρχική προσφυγή κατά της παραπάνω απόφασης στο καθού η αίτηση 1, Υπουργικό Συμβούλιο. Ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, στην προσφυγή του, ότι η Πολεοδομική Αρχή αρνήθηκε να του χορηγήσει την άδεια που ζήτησε γιατί ο ίδιος δεν υπέγραψε τα σχέδια τα οποία η συνιδιοκτήτρια του στο τεμ. 20 υπέβαλε επειδή, κατά τους ισχυρισμούς του, αυτή είχε προβεί σε αυθαίρετες και παράνομες κατασκευές.
Στα πλαίσια εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, το Υπουργείο Εσωτερικών (καθού η αίτηση 2) ζήτησε και έλαβε τις απόψεις: (α) της Πολεοδομικής Αρχής, (β) του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και (γ) του Επάρχου Λεμεσού. Στη συνέχεια έθεσε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου σχετικό σημείωμα με αρ. 41/15 ημερ. 16/10/00, με το οποίο εισηγήθηκε απόρριψη της προσφυγής, θεωρώντας ότι η «Πολεοδομική Αρχή, εφάρμοσε ορθά και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου Λεμεσού». Η Υπουργική Επιτροπή, αφού εξέτασε την προσφυγή σε συνεδρία της ημερ. 28/11/00, αποφάσισε να την απορρίψει με την ίδια αιτιολογία. Η απορριπτική αυτή απόφαση, που γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 18/12/00, αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής. Και επιζητείται η ακύρωση της από το δικαστήριο.
Συνοψίζω τώρα τους λόγους ακύρωσης. Υποστηρίχθηκε: (α) ότι η ενέργεια του Υπουργείου Εσωτερικών να ζητήσει στοιχεία και απόψεις σε σχέση με τα θέματα της προσφυγής από την Πολεοδομική Αρχή και τους δύο άλλους κυβερνητικούς αξιωματούχους ήταν ανεπίτρεπτη και παράνομη. Ο δικηγόρος του αιτητή υπέβαλε ότι ο καθού 2 αναμίχθηκε χωρίς να έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα, εντολή ή εξουσιοδότηση, κατά παράβαση του κανονισμού 7(5) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές προσφυγές) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 55/90). Εν πάση περιπτώσει η έρευνα έπρεπε να γίνει από την Υπουργική Επιτροπή ενώπιον της οποίας εκκρεμούσε το ζήτημα∙ (β) ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν παραχώρησε, όπως υπαγορεύουν οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, το δικαίωμα ακρόασης στους ενδιαφερόμενους. Είναι μεν παραδεκτό ότι ο καν. 7(4) των παραπάνω κανονισμών καθιστά το δικαίωμα ακρόασης θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας εκ μέρους της Διοίκησης, αλλά ο συνήγορος λέγει πως εδώ επιβαλλόταν να κληθούν γιατί υπήρχαν και νέα ζητήματα (όπως οι κατηγορίες σε βάρος του αιτητή και οι παρανομίες της συνιδιοκτήτριας του)∙ (γ) ότι υπήρξε πλάνη στην κρίση των «αναρμοδίως αναμιχθέντων οργάνων» που ήταν αποτέλεσμα της έλλειψης δέουσας έρευνας. Η πλάνη έγκειται στο ότι, για τις προσθήκες που πρότεινε ο αιτητής και αφορούσαν το συνιδιόκτητο, με τη σύζυγο του, τεμ. 19, δεν χρειαζόταν η υπογραφή της Μαρίας Περικλέους. Γιαυτό και το αίτημα για τις προσθήκες έπρεπε να γίνει δεκτό. Όμως οι καθών απέρριψαν σωρευτικά, με ένα σκεπτικό, ότι δεν υπήρχε υπογραφή της συνιδιοκτήτριας και τα δύο αιτήματα∙ (δ) ότι παραβιάστηκε και άλλη αρχή της φυσικής δικαιοσύνης υπό την έννοια ότι οι ίδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες που μελέτησαν την αρχική αίτηση κλήθηκαν να συμβουλεύσουν, παραβιάζοντας έτσι την αρχή ότι κανένας δεν μπορεί να γίνεται κριτής της δικής του υπόθεσης∙ και (ε) ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη.
Η Δημοκρατία με προκαταρκτική ένσταση θίγει ζήτημα νομιμοποίησης του αιτητή να εγείρει την παρούσα προσφυγή, για τον απλούστατο λόγο ότι η αίτηση για χορήγηση της πολεοδομικής άδειας δεν τηρούσε τις προϋποθέσεις, που θεσπίζουν οι παραπάνω κανονισμοί. Και συγκεκριμένα επικαλέστηκε τον καν. 2(1), σύμφωνα με τον οποίο, η αίτηση υπογράφεται «από τον ιδιοκτήτη της ακίνητης ιδιοκτησίας ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του». Παρέπεμψε δε για ενίσχυση της πρότασης αυτής στην απόφαση στις υποθέσεις αρ. 85/91 κ.α. Βάσος Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δήμου Πάφου ημερ. 18/9/98, στην οποία επισημαίνεται ότι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος συνδέεται με τη συμμόρφωση προς τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος.
Προχωρώντας στην αντιμετώπιση της ουσίας της υπόθεσης, η δικηγόρος της Δημοκρατίας απάντησε - και αντέκρουσε - ένα προς ένα τα επιχειρήματα του αιτητή. Και προέβη σε εύστοχες παραπομπές προς υποστήριξη των επι μέρους θέσεων της. Συγκεκριμένα αναφέρθηκε στην υπόθεση αρ. 683/97 Παναγιώτης Στρούθος ν. Δημοκρατίας ημερ. 6/7/98, που επικύρωσε η Α.Ε. 2687 Παναγιώτης Στρούθος ν. Δημοκρατίας ημερ. 5/2/01, όπου το Υπουργείο Εσωτερικών ανέλαβε την ίδια πρωτοβουλία για λήψη απόψεων από τους υπηρεσιακούς παράγοντες. Αποφασίστηκε ότι έχουν λόγο σε τέτοιας φύσεως θέματα και ότι η ανάμειξη τους ήταν καθόλα νόμιμη. Άλλη υπόθεση ήταν η Ανθή Δημητριάδου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, που έκρινε ότι είναι επιτρεπτό να λαμβάνονται οι απόψεις τρίτων, όταν μπορεί να φωτίσουν το ερευνώμενο θέμα, χωρίς αυτό να σημαίνει εκχώρηση εξουσιών.
Είναι γεγονός ότι εδώ η κα Περικλέους, που ήταν συνιδιοκτήτρια του τεμ. 20, δεν συνυπέγραψε την υποβληθείσα αίτηση. Η δε πρόνοια του καν. 2(1) ως προς το θέμα αυτό είναι ρητή:
«Η αίτηση για χορήγηση πολεοδομικής άδειας υποβάλλεται στην Πολεοδομική Αρχή σε τέσσερα αντίτυπα κατά τον τύπο που εκάστοτε καθορίζεται από τον Υπουργό και υπογράφεται από τον ιδιοκτήτη της ακίνητης ιδιοκτησίας ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του.»
Ωστόσο δε θα απέρριπτα την προσφυγή in limine, αφού ο αιτητής αμφισβητεί ότι η αίτηση του ήταν καθολοκληρία παράνομη εξαιτίας της συνυποβολής αιτήματος για προσθήκες στο οικόπεδο τεμ. 19, το οποίο δεν παρουσίαζε τέτοιο πρόβλημα. Θα παραλλήλιζα την περίπτωση με εκείνες που προβάλλεται προδικαστική ένσταση γιατί αιτητής, για κατάληψη δημόσιας θέσης, δεν πληροί τα προσόντα του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, ενώ ο ίδιος ακριβώς αμφισβητεί τέτοια διαπίστωση. Και στις περιπτώσεις αυτές, κατά πάγια πλέον νομολογία, η νομιμοποίηση θεωρείται δεδομένη. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Εφόσο ο αιτητής δεν αποδέχεται ότι υπό τις περιστάσεις χρειαζόταν η υπογραφή όλων των συνιδιοκτητών και το θέμα είναι στο επίκεντρο της διαφοράς, θα πρέπει να εξεταστεί στην ουσία του.
Ενόψει της απόρριψης της ένστασης, θα εξετάσω τους λόγους ακύρωσης που συζήτησε ο αιτητής με την ίδια σειρά.
(1)
Αναρμόδια ανάμειξη Υπουργείου Εσωτερικών - Λήψη απόψεων άλλων οργάνων - παραβίαση καν. 7(5)Τα θέματα έχουν απαντηθεί από την προηγούμενη σχετική νομολογία. Είναι αρκετό, πιστεύω, να παραθέσω τα εξής από την απόφαση μου στις συνεκδικασθείσες προσφυγές αρ. 776/00 Χρίστος Νεοφύτου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 6/2/02, όπου αντιμετωπίζονται απευθείας τα αυτά ζητήματα:
«Θα θυμίσω εδώ ότι η ιεραρχική προσφυγή εξετάζεται με βάση το άρθρ. 31(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72, όπως τροποποιήθηκε, από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο όμως εκχώρησε, με την Κ.Δ.Π. 196/93, τις εξουσίες του στην Υπουργική Επιτροπή. Ο καν. 7(5), που επικαλείται ο αιτητής ορίζει ότι:
«Το Υπουργικό Συμβούλιο μπορεί να αναθέτει σε Υπουργό ή επιτροπή από Υπουργούς την εξέταση ορισμένων θεμάτων σχετικών με την προσφυγή και να αναμένει το πόρισμα τους, πριν εκδώσει την απόφαση του για την προσφυγή.»
Η πρόνοια αυτή έτυχε ερμηνείας, στις παρακάτω δύο αποφάσεις της Ολομέλειας, που επικύρωσαν τις πρωτόδικες αποφάσεις: Α.Ε. 2687 Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας ημερ. 5/2/01 και Α.Ε. 2760 Γεώργιος Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας ημερ. 20/9/01
. Στις υποθέσεις αυτές προβλήθηκαν πανομοιότυπα επιχειρήματα αλλά απορρίφθηκαν. Στη Χριστοδούλου, ανωτέρω, παρατηρήσαμε ότι:
«Η ανάμειξη του Υπουργείου Εσωτερικών ήταν νόμιμη αν όχι απαραίτητη, δοθέντος, όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ. στην παραπάνω απόφαση του, ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει γραμματεία για τους σκοπούς εξέτασης ιεραρχικών προσφυγών. Η νομολογία δε θέτει ως προαπαιτούμενο για τη βοήθεια από άλλα όργανα ή λειτουργούς ειδικής εντολής προς αυτούς. Δεν είναι αυτό το πνεύμα της. Εξάλλου δεν μας έχει παραπέμψει ο συνήγορος σε απόφαση, που θέτει ένα τέτοιο άτεγκτο κανόνα.»
(2)
Παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης αναφορικά με το δικαίωμα ακρόασης και ότι κανένας δεν μπορεί να είναι κριτής στην υπόθεση που τον αφορά
Παραθέτω πάλιν από τις παραπάνω προσφυγές:
«Ο καν. 7(4) δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολίας ως προς το διακριτικό χαρακτήρα της εξουσίας του Υπουργικού Συμβουλίου να ακούσει τον προσφεύγοντα:
Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζει την προσφυγή χωρίς υπαίτια βραδύτητα και κοινοποιεί το ταχύτερο την απόφαση του στο πρόσωπο που άσκησε την προσφυγή, αφού προηγουμένως, αν το κρίνει σκόπιμο, ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο να υποστηρίξει τους λόγους στους οποίους βασίζεται η προσφυγή.»
Εξάλλου το δικαίωμα ακρόασης, προτού εκδοθεί διοικητική πράξη επηρεάζουσα το διοικούμενο, υπάρχει αν ο νόμος περιέχει ρητή γιαυτό πρόβλεψη ή η πράξη η ίδια αποτελεί κύρωση ή είναι πειθαρχικού χαρακτήρα (Παντελής Παντελούρης ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1991) 3 Α.Α.Δ. 78. Εδώ, αντίθετα, ο κανονισμός καθιστά προαιρετική τη συμμετοχή του επηρεαζόμενου. Ούτε είναι επιβεβλημένη η διενέργεια της έρευνας από το ίδιο το αποφασίζον όργανο (βλ. την απόφαση στις παραπάνω συνεκδικασθείσες υποθέσεις).
Ανεξάρτητα απ' όλα αυτά, παρατηρώ ότι η Υπουργική Επιτροπή, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό, μελέτησε η ίδια το θέμα. Εξέτασε το σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών στο οποίο υπάρχουν καταγραμμένες οι λεπτομέρειες της υπόθεσης, της επίδικης απόφασης και οι εισηγήσεις του Υπουργείου, του Επάρχου και της Πολεοδομικής Αρχής (των οργάνων που ήταν σε θέση να εκφέρουν άποψη) και
μετά αποφάσισε.(3) Πλάνη και έλλειψη δέουσας έρευνας καθώς το τεμ. 19 δεν ήταν συνιδιόκτητο. Πεπλανημένη η απόφαση από το στάδιο της γνωστοποίησης της όπου, άνκαι αναφερόταν μόνο το τεμ. 19, το αίτημα απορρίφθηκε για έλλειψη όλων των υπογραφών.
Παρατήρησα ήδη ότι η αίτηση ήταν ενιαία. Ζητήθηκε να επιτραπεί η εξής ανάπτυξη «κατασκευή πισίνας και προσθήκες υφιστάμενης κατοικίας». Και έτσι έπρεπε να αντιμετωπισθεί. Ορθά, πιστεύω, αποφασίστηκε το κοινό αίτημα για το λόγο που δόθηκε, ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί η πολεοδομική άδεια, αφού περιλήφθηκε στην αίτηση και το τεμ. 20. Περαιτέρω είμαι της γνώμης ότι δεν υπάρχει πλάνη λόγω έλλειψης έρευνας γιατί δε δόθηκε άδεια τουλάχιστον για τις εργασίες στο 19.
Η αρμόδια αρχή δεν είχε καθήκον ή αρμοδιότητα να διαχωρίσει τα δύο αιτήματα και να ικανοποιήσει το ένα από αυτά που φαινόταν να ήταν νόμιμο. Ο ίδιος ο αιτητής τα ενοποίησε με τρόπο αξεδιάλυτο. Η αρχή δεν όφειλε να αναλάβει τέτοια πρωτοβουλία και να επέμβει στην ίδια τη φύση του αιτήματος. Εφόσο λοιπόν, με βάση την ίδια την αίτηση, η ανάπτυξη αφορούσε και τεμάχιο στο οποίο συνιδιοκτήτης ήταν τρίτο πρόσωπο, που δε συναίνεσε σ' αυτή, η Πολεοδομική Αρχή ορθά αρνήθηκε τη χορήγηση της άδειας.
Υπό τις περιστάσεις δεν μπορεί να δημιουργηθεί υπόθεση από τον αιτητή επειδή στη γνωστοποίηση της επίδικης απόφασης αναφέρεται μόνο το τεμ. 19. Αν μη τι άλλο, ήταν καθαρό ότι η σχετική γνωστοποίηση αφορούσε σαφώς την πολεοδομική αίτηση υπό στοιχεία ΛΕΜ 0503/2000, η οποία περιλάμβανε και το 20. Περαιτέρω η Αρχή όφειλε να εξετάσει αν επηρεάζονταν τα νόμιμα συμφέροντα του συνιδιοκτήτη. Αυτή άλλωστε είναι η raison d΄etre του καν. 2(1). Και έτσι φαίνεται να ήταν τα πράγματα, λόγω της ανάπτυξης που ζητούσε η συνιδιοκτήτρια.
Όσο για την έρευνα που έγινε ως προς τις παρανομίες της συνιδιοκτήτριας και ότι υπήρξε πλάνη των «αναρμοδίως αναμιχθέντων οργάνων» δε φαίνεται να επηρεάζουν την ουσία της υπόθεσης και την υποχρέωση που επιβάλλουν οι κανονισμοί για νομότυπη υποβολή αίτησης.
(4) Αιτιολογία της επίδικης πράξης.
Θα απορρίψω και αυτή την εισήγηση. Δε θα πώ τίποτε περισσότερο απ' όσα ανέφερα σε όμοια περίπτωση στην υπόθεση αρ. 916/99 Χρύσανθος Οικονόμου κ.α. ν. Δημοκρατίας ημερ. 8/10/01. Ταιριάζουν απόλυτα με τη σημερινή περίπτωση:
«Τα προεκτεθέντα δεν είναι, με όλο το σεβασμό, το καλύτερο πρότυπο αιτιολογίας υπό τις περιστάσεις. Με τη ρητή όμως αναφορά στη μελέτη του σημειώματος, που περιέχει το ιστορικό της υπόθεσης και το νομικό της πλαίσιο, τους λόγους, αναλυτικά, της απόρριψης της αίτησης για πολεοδομική άδεια καθώς και άλλους παράγοντες σε συνδυασμό με τα στοιχεία του φακέλου που τα συμπληρώνουν, έχω την άποψη ότι εκπληρώθηκε η υποχρέωση της διοίκησης για αιτιολόγηση. Δε νομίζω ότι είναι η περίπτωση που ένας παραπαίει μέσα στους φακέλους για να ανιχνεύσει την αιτιολογία.»
Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Σ. Νικήτας, Δ.