ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 1189
18 Δεκεμβρίου, 2002
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146, 8, 11, 13, 15, 25 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ
ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TEKTZANIK ΠΟΓΙΑΤΖΙΑΝ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 344/2001, 346/2001)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 ― Ισχυρισμός περί παραβίασής του απορρίφθηκε ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καθορισμός επιδίκων θεμάτων στη δικογραφία ― Ισχυρισμός για παράλειψη αναγραφής του κατάλληλου νομικού σημείου στο δικόγραφο της αίτησης απορρίφθηκε ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση του Προϊσταμένου ― Όροι νομιμότητας ― Δεν τηρήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Δεδικασμένο ― Δεδικασμένο από ακυρωτική απόφαση ― Παραβιάστηκε κατά την κριθείσα επανεξέταση ― Περιστάσεις.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Παραγνωρίστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Η αιτήτρια προσέφυγε κατά της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, η οποία ήταν το προϊόν επανεξέτασης μετά από ακύρωση που είχε επιτύχει η ίδια αιτήτρια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ο δικηγόρος του Ε.Μ. Ευθυμίου πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια δεν αιτιολόγησε στη γραπτή αγόρευσή της τον ισχυρισμό της ότι η σύσταση ήταν αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962.
Aπορρίπτεται η προδικαστική ένσταση. Ο δικηγόρος της αιτήτριας αιτιολόγησε τον ισχυρισμό του λέγοντας ότι δεν υπήρχε στη σύσταση οποιοδήποτε ουσιαστικό στοιχείο που να μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά και που να διαφοροποιούσε τους προαχθέντες και να τους καθιστούσε καταλληλότερους.
2. Συνέχισε την προδικαστική ένσταση ο κ. Κωνσταντίνου προβάλλοντας ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η σύσταση έχει τον κίνδυνο ανάπλασης των στοιχείων τα οποία προκύπτουν από τους φακέλους των υποψηφίων, αφού δεν πρόβαλε τον ισχυρισμό αυτό στα νομικά σημεία της προσφυγής.
Ούτε αυτή η θέση μπορεί να γίνει δεκτή. Ο ισχυρισμός της αυτός καλύπτεται από το σημείο της παράβασης του δεδικασμένου.
3. Η σύσταση πάσχει για δεύτερη φορά. Οι ιδιότητες στις οποίες αναφέρθηκε η Διευθύντρια είναι οι ικανότητες οι οποίες βαθμολογήθηκαν στις εκθέσεις. Στην ουσία είναι αυτές που αναφέρθηκαν και στη σύσταση της προηγούμενης διαδικασίας, παρουσιασμένες με διαφορετική έκφραση. Εξακολουθεί η σύσταση να μην είναι αιτιολογημένη και να έχει τον κίνδυνο ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου, όπως διαπιστώθηκε και στην ακυρωτική απόφαση που προηγήθηκε της επίδικης επανεξέτασης, παρουσιάζοντας τα Ε.Μ. να υπερέχουν της αιτήτριας.
4. Η ΕΔΥ συν τοις άλλοις εξακολουθεί για δεύτερη φορά να παραγνωρίζει την αρχαιότητα της αιτήτριας, κατά παράβαση του δεδικασμένου, αφού κρίθηκε από το Δικαστήριο ουσιαστική η υπεροχή της αιτήτριας ως προς αυτή. Η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων δεν μπορεί να γίνει δεκτή, ενόψει του ότι η σύσταση πάσχει, λόγω του ότι αναπλάθει τα βαθμολογημένα κριτήρια και είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Μοδίτης v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695.
Προσφυγή.
Μ. Κυπριανού, για την Αιτήτρια.
Ε. Καρακάννα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση, για Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Υπόθεση Αρ. 344/2001.
Α. Κωνσταντίνου, για Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Υπόθεση Αρ. 346/2001.
Cur. adv. vult.
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Με τις προσφυγές αυτές που συνεκδικάστηκαν, προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με την οποία προάχθηκαν ο Ανδρέας Πέτρου (προσφυγή αρ. 344/2001) και η Αναστασία Ευθυμίου (προσφυγή αρ. 346/2001) στη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού.
Η επίδικη απόφαση λήφθηκε μετά από επανεξέταση που ακολούθησε την έκδοση ακυρωτικής απόφασης στις 9.10.2000 στην προσφυγή αρ. 161/97, που άσκησε η αιτήτρια των εξεταζόμενων προσφυγών. Κρίθηκε ότι η σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού έπασχε, για το λόγο ότι αναφέρθηκε σε οριακή υπεροχή σε αρχαιότητα ορισμένων υποψηφίων, μεταξύ αυτών και της αιτήτριας, ενώ το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχε ουσιαστική υπεροχή αυτής. Ο Διευθυντής προσπάθησε να διευκρινίσει στη διαδικασία που ακυρώθηκε γιατί ορισμένοι υποψήφιοι που είναι αρχαιότεροι των προαχθέντων δε συστήθηκαν. Η εξήγησή του ήταν ότι «οι υποψήφιοι αυτοί υστερούν από τους συστηνόμενους στο σύνολο των αξιολογήσεων για όλα τα έτη, παρόλο που τα τελευταία έτη έχουν βελτιωθεί». Καθώς και ότι «αυτοί υστερούν στις προσωπικές ιδιότητες και ικανότητες να ανταποκριθούν στα αυξημένα καθήκοντα της ανώτερης θέσης». Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η βαθμολογία τους, όπως προκύπτει από τις εκθέσεις των τελευταίων πέντε χρόνων, με εξαίρεση αυτή του 1992, στην οποία υπήρχε μια μικρή διαφορά, ήταν ακριβώς η ίδια. Για τις ιδιότητες στις οποίες αναφέρθηκε ο Διευθυντής, έκρινε ότι ήταν οι ικανότητες οι οποίες βαθμολογήθηκαν στις εκθέσεις. Ακύρωσε την επίδικη απόφαση ως στηριχθείσα σε ανεπαρκή και αναιτιολόγητη σύσταση. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση:
«Η κρίση του, αφεαυτής, δε συνιστά αιτιολογημένη επιλογή και σύσταση, όπως απαιτεί ο νόμος. Εγκυμονεί τον κίνδυνο ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου, η οποία προκύπτει από τις υπηρεσιακές του εκθέσεις: Βλ. Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 626. Δεν εντόπισα στην επίδικη σύσταση το ουσιαστικό εκείνο στοιχείο, που θα μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά, το οποίο διαφοροποιεί τους προαχθέντες και τους καθιστά καταλληλότερους. Κατά βάση, η σύσταση είναι γενικόλογη και αόριστη, πράγμα που δεν ικανοποιεί τη νομοθετική επιταγή. Κατανοεί ένας τις δυσκολίες, όταν υπάρχουν πολλοί διεκδικητές πολλών θέσεων. Η δυσχέρεια όμως αυτή δε συνιστά χαλάρωση της νομοθετικής πρόνοιας, που απαιτεί τεκμηριωμένη αιτιολόγηση της εισήγησης του Διευθυντή.»
Η ΕΔΥ προέβη σε επανεξέταση πλήρωσης της επίδικης θέσης στη συνεδρία της ημερομηνίας 28.12.00. Σ' αυτή προσήλθε και προέβη σε σύσταση η Αναπληρώτρια Διευθύντρια της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (η Διευθύντρια). Παραθέτω το πιο κάτω μέρος της σύστασής της, που αναφέρεται στα Ε.Μ.:
«Ο Πέτρου Ανδρέας υπηρετεί στις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας, Νοσοκομείο Παραλιμνίου, όπου εκτελεί γενικά γραφειακά και διοικητικά καθήκοντα.
Διαθέτει ευρύτητα γνώσεων και εμπειριών και είναι πλήρως καταρτισμένος σε θέματα διαδικασιών και λειτουργίας των γραμματειακών υπηρεσιών. Διακρίνεται για την ικανότητά του να αξιοποιεί σωστά στοιχεία και πληροφορίες που έχουν σχέση με τα καθήκοντά του, καθώς επίσης και την ικανότητά του να επιλύει με ορθό τρόπο προβλήματα που αναφύονται στο χώρο εργασίας του. Διακρίνεται, επίσης, για το ομαδικό πνεύμα εργασίας, το αίσθημα δικαιοσύνης που τον διακατέχει και την ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζει δυσκολίες που πιθανόν να συναντήσει στην εργασία του. Συγκεντρώνει όλες τις απαιτούμενες εποπτικές και διοικητικές ικανότητες και σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων και παραγόντων κρίνεται ως καταλληλότερος των μη συστηνομένων για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.
Η Ευθυμίου Αναστασία υπηρετεί στο αρχείο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, όπου εκτελεί γενικά γραφειακά και διοικητικά καθήκοντα.
Πρόκειται για λειτουργό που ξεχωρίζει τόσο για την ευρύτητα των γνώσεων και εμπειριών της όσο και για τις ικανότητές της να επιλύει αυτόνομα προβλήματα που παρουσιάζονται. Οι δεξιότητές της, καθώς και η αξιοποίηση στην πράξη των δυνατοτήτων της, έχουν συμβάλει αποφασιστικά στη βελτίωση της οργάνωσης και λειτουργίας των γραμματειακών υπηρεσιών του Υπουργείου όπου υπηρετεί. Έχει γρήγορη αντίληψη και ικανότητα ταχείας λήψης αποφάσεων. Μπορεί να εργασθεί αποδοτικά μέσα σε ομάδα. Συγκεντρώνει όλες τις απαιτούμενες εποπτικές και διοικητικές ικανότητες και σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων και παραγόντων κρίνεται ως καταλληλότερη των μη συστηνομένων για την εκτέλεση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης.»
Η Διευθύντρια στη συνέχεια έλαβε υπόψη, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, ότι μερικοί υποψήφιοι που δε σύστησε, μεταξύ αυτών και η αιτήτρια, προηγούνταν σε αρχαιότητα των Ε.Μ. στην κατεχόμενη θέση του Γραμματειακού Λειτουργού καθώς και ότι μερικοί υποψήφιοι που δε σύστησε είχαν την ίδια περίπου αξιολόγηση με τα Ε.Μ. τα πέντε τελευταία χρόνια. Παρά ταύτα, μετά από αξιολόγηση των πληροφοριών που συγκέντρωσε για τον κάθε υποψήφιο και όλων των ενώπιον της στοιχείων, κατέληξε ότι τα Ε.Μ. διακρίνονται έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων στις απαιτούμενες από το σχέδιο υπηρεσίας ιδιότητες.
Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη τα ενώπιόν της στοιχεία, αποφάσισε την προαγωγή των Ε.Μ.. Παραθέτω το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφασή της:
«Η Επιτροπή, καταλήγοντας στην πιο πάνω απόφαση, έλαβε υπόψη ότι οι επιλεγέντες, όπως αντικατοπτρίζεται στις Ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, με έμφαση στα τελευταία προ του ουσιώδους χρόνου έτη στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, βρίσκονται στο ίδιο περίπου επίπεδο ή/και υπερέχουν σε αξία έναντι των μη επιλεγέντων υποψηφίων και, επιπλέον, διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας, στην οποία γίνεται ειδική αναφορά στις ιδιότητες και ικανότητες που τους διακρίνουν, οι οποίες, όπως ανέφερε η Αναπληρώτρια Διευθύντρια, τους καθιστούν καταλληλότερους να ανταποκριθούν επαρκέστερα στα καθήκοντα της ανώτερης θέσης, και η οποία σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας ενισχύει ακόμη περισσότερο την αξία τους.
Επίσης η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι οι επιλεγέντες υστερούν σε αρχαιότητα έναντι ορισμένων υποψηφίων, η οποία ανάγεται στην παρούσα τους θέση, καθώς και έναντι τριών άλλων υποψηφίων, αρχαιότητα όμως η οποία είναι απομακρυσμένη και ανάγεται είτε στην προ-προηγούμενή τους θέση, είτε στην ημερομηνία πρώτου διορισμού τους, είτε στην ημερομηνία γέννησης. Η Επιτροπή όμως έκρινε ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων, όπως αυτή παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω.»
Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίστηκε ότι η σύσταση της Διευθύντριας πάσχει και στη διαδικασία αυτή, ως μη αιτιολογημένη και έχει πάλι τον κίνδυνο ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο για την προηγηθείσα διαδικασία.
Περαιτέρω πρόβαλε ότι η ΕΔΥ παραβίασε το εύρημα του Δικαστηρίου ως προς την ουσιαστική υπεροχή της αιτήτριας σε αρχαιότητα.
Ο δικηγόρος του Ε.Μ. Ευθυμίου πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια δεν αιτιολόγησε στη γραπτή αγόρευσή της τον ισχυρισμό της ότι η σύσταση ήταν αναιτιολόγητη κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962.
Δεν συμφωνώ με τη θέση αυτή και απορρίπτω την προδικαστική ένσταση. Ο δικηγόρος της αιτήτριας αιτιολόγησε τον ισχυρισμό του λέγοντας ότι δεν υπήρχε στη σύσταση οποιοδήποτε ουσιαστικό στοιχείο που να μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά και που να διαφοροποιούσε τους προαχθέντες και να τους καθιστούσε καταλληλότερους.
Συνέχισε την προδικαστική ένσταση ο κ. Κωνσταντίνου προβάλλοντας ότι η αιτήτρια δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι η σύσταση έχει τον κίνδυνο ανάπλασης των στοιχείων τα οποία προκύπτουν από τους φακέλους των υποψηφίων αφού δεν πρόβαλε τον ισχυρισμό αυτό στα νομικά σημεία της προσφυγής.
Ούτε αυτή η θέση μπορεί να γίνει δεκτή. Ο ισχυρισμός της αυτός καλύπτεται από το σημείο της παράβασης του δεδικασμένου.
Συμφωνώ με το δικηγόρο της αιτήτριας ότι η σύσταση πάσχει για δεύτερη φορά. Οι ιδιότητες στις οποίες αναφέρθηκε η Διευθύντρια είναι οι ικανότητες οι οποίες βαθμολογήθηκαν στις εκθέσεις. Στην ουσία είναι αυτές που αναφέρθηκαν και στη σύσταση της προηγούμενης διαδικασίας, παρουσιασμένες με διαφορετική έκφραση. Εξακολουθεί η σύσταση να μην είναι αιτιολογημένη και να έχει τον κίνδυνο ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου, όπως διαπιστώθηκε και στην ακυρωτική απόφαση που προηγήθηκε της επίδικης επανεξέτασης παρουσιάζοντας τα Ε.Μ. να υπερέχουν της αιτήτριας. Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους στα στοιχεία που η Διευθύντρια αναφέρθηκε. Συνεπώς η ΕΔΥ δεν έπρεπε να δώσει βαρύτητα στη σύσταση. Συνυπολογίστηκε όμως κατά την τελική επιλογή και έτσι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Η δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση καθώς και ο δικηγόρος του Ε.Μ. Ευθυμίου έκαναν αναφορά σε εκτεταμένη νομολογία για να υποστηρίξουν ότι η σύσταση είναι νόμιμη.
Παραπέμπω στην πρόσφατη απόφασης της Ολομέλειας που δόθηκε στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, παραθέτοντας το πιο κάτω απόσπασμα απ' αυτή:
«Όσα εξειδικεύει ως ικανότητες και ιδιότητες των συστηθέντων, αναμφιβόλως είναι σχετικά και θα μπορούσαν να είχαν αποτελέσει τους λόγους της επιλογής που έκαμε. Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δε συστήνει. Κατ' ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. Ώστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Ονουφρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 833). Δεν προκύπτει όμως τέτοια υπεροχή από τους φακέλους και η επίκληση από τον προϊστάμενο της προσωπικής του γνώσης, εισάγει πηγή πληροφόρησης αντίθετη προς το Νόμο και, πάντως η σύσταση συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων.»
Στην ακυρωτική απόφαση που προηγήθηκε, ο Δ. Νικήτας διαπίστωσε «ουσιαστική υπεροχή» της αιτήτριας σε αρχαιότητα η οποία αναλύθηκε σε 14 μήνες αρχαιότητα έναντι των Ε.Μ. στη θέση που κατείχαν πριν την επίδικη προαγωγή. Διαπίστωσε επίσης πως η αιτήτρια άρχισε τη σταδιοδρομία της στην Υπηρεσία 10 χρόνια πριν από το Ε.Μ. Πέτρου και 6 πριν από το Ε.Μ. Ευθυμίου. Επεσήμανε πως δεν πρόκειται για οριακή διαφορά αλλά αντίθετα προκύπτει ουσιαστική υπεροχή της αιτήτριας, η οποία παραγνωρίστηκε, προφανώς από πλάνη.
Η ΕΔΥ συν τοις άλλοις εξακολουθεί για δεύτερη φορά να παραγνωρίζει την αρχαιότητα της αιτήτριας, κατά παράβαση του δεδικασμένου, αφού κρίθηκε από το Δικαστήριο ουσιαστική η υπεροχή της αιτήτριας ως προς αυτή. Η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ ότι το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να ανατρέψει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων δεν μπορεί να γίνει δεκτή ενόψει της διαπίστωσης μου ότι η σύσταση πάσχει, λόγω του ότι αναπλάθει τα βαθμολογημένα κριτήρια και είναι αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.
Για τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Oι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.