ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 1015
31 Οκτωβρίου, 2002
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 806/2001)
HYDROTECH WATER AND ENVIRONMENTAL
ENGINEERING,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
3. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΥΔΑΤΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 894/2001)
SHIPSHORE (CYPRUS) LIMITED,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 806/2001, 894/2001)
Έννομο Συμφέρον ― Αποκλεισθέντος προσφοροδότη να προσβάλει την κατακύρωση για λόγους που αναφέρονται στον αποκλεισμό του.
Προσφορές ― Κατακύρωση ― Αιτιολογία ― Πτυχές της έλλειψης αιτιολογίας της κατακύρωσης στην κριθείσα περίπτωση ― Παραγνώριση προηγηθείσας γνωμοδότησης αρμοδίου συμβουλευτικού όργανου, συγκρουόμενες γνωμοδοτήσεις και παράλειψη καταγραφής στα πρακτικά της τεκμηρίωσης των δοθέντων γνωμοδοτήσεων ― Συνέπειες κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και του Άρθρου 26(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158(Ι)/99).
Διοικητικό Δίκαιο ― Συλλογικά όργανα ― Τήρηση πρακτικών ― Έκταση της σχετικής υποχρέωσης και συνέπειες από την μη εκπλήρωσή της στην κριθείσα περίπτωση ― Νομολογία και θεωρία ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου ― Πλημμελής άσκησή της στην κριθείσα περίπτωση λόγω αυθαίρετης αγνόησης της αυτοδέσμευσης του διοικητικού οργάνου ― Περιστάσεις.
Οι δυο συνεκδικασθείσες προσφυγές εστρέφοντο κατά της κατακύρωσης της επίδικης προσφοράς στο ενδιαφερόμενο μέρος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Εν όψει του ότι οι λόγοι ακύρωσης που έχουν προβάλει οι αιτητές, αναφέρονται στον αποκλεισμό τους νομιμοποιούνται να προσβάλουν την κατακύρωση της προσφοράς.
2. Αυτό που προκύπτει για εξέταση, είναι κατά πόσο η απόφαση αποκλεισμού των αιτητών ήταν έγκυρη. Από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι οι προσφορές των δύο αιτητών ήταν οι φθηνότερες, αλλά αποκλείσθηκαν γιατί δεν ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις προδιαγραφές.
Ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών είχαν τεθεί δύο αντίθετες γνωμοδοτήσεις.
Σύμφωνα με το Άρθρο 26(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99), οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες, ανάμεσα σ' άλλα, «είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενό τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμοδίου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου».
Η πιο πάνω πρόνοια αποτελεί κωδικοποίηση των αρχών που έχουν διαμορφωθεί από τη Νομολογία.
Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή όλα τα στοιχεία τα απαραίτητα για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξεως. Πρέπει δε να είναι σαφής, ειδική και συγκεκριμένη.
Ενώ η Τεχνική Επιτροπή εν προκειμένω κλήθηκε να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της, τα πρακτικά δεν περιέχουν οποιαδήποτε αιτιολογία των εισηγήσεων της Τεχνικής Επιτροπής. Κάμνουν αναφορά σε εκτενή συζήτηση επί του θέματος της διαφοράς απόψεων των δύο Επιτροπών και στη διατήρηση της θέσης της Τεχνικής Επιτροπής. Αναφέρουν επίσης ότι τα μέλη των δύο Επιτροπών «εξέφρασαν τις ίδιες τοποθετήσεις, δηλαδή η Επιτροπή Αξιολόγησης ομόφωνα επανέλαβε ότι οι δύο φθηνότερες προσφορές δεν ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις προδιαγραφές, ενώ η Τεχνική Επιτροπή διατήρησε τη θέση, ότι οι αποκλίσεις των φθηνότερων προσφορών δεν θεωρούνται ουσιώδεις».
Η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών καταλήγει με την κατακύρωση της προσφοράς στο Ε.Μ. «αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τα πιο πάνω».
Είναι σαφές ότι οι θέσεις των δύο Επιτροπών ήταν αντίθετες. Αυτή η διαφωνία των δύο Επιτροπών επέβαλλε στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών την υποχρέωση να αιτιολογήσει επαρκώς και δεόντως την απόφαση του (βλ. Άρθρο 26(1) του Νόμου 158(Ι)/99) και να μνημονεύσει τον λόγο απόρριψης της μιας από τις δύο εισηγήσεις - γνωμοδοτήσεις. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας γιατί δεν μνημονεύει με την δέουσα επάρκεια το λόγο απόρριψης της εισήγησης-γνωμοδότησης της Τεχνικής Επιτροπής.
Πρόσθετα τα πρακτικά έπρεπε να περιλαμβάνουν και τις θέσεις που είχε προβάλει η Τεχνική Επιτροπή ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών.
Μόνο με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Είναι πρόδηλο ότι το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν έχει ενεργήσει με τον πιο πάνω τρόπο.
3. Έχει νομολογηθεί ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και να τηρούν πρακτικά των συνεδριάσεων τους. Ωστόσο αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι στην απουσία νομοθετικής διάταξης που να ρυθμίζει το θέμα, η μη τήρηση πρακτικών από το συλλογικό όργανο δεν καθιστά, αφ' εαυτής, άκυρη την συγκεκριμένη διοικητική πράξη, εκτός αν η απουσία πρακτικών ή η ασάφειά τους, τείνει να στερήσει την πράξη της δέουσας αιτιολογίας.
Στην παρούσα υπόθεση η τήρηση πρακτικού που να περιέχει τις θέσεις της Τεχνικής Επιτροπής υπαγορεύεται όχι μόνο από τις αρχές του διοικητικού δικαίου, για να καθίσταται αιτιολογημένη η πράξη, αλλά και από την διαδικασία που είχε προκρίνει και εγκαινιάσει το ίδιο το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών. Είχε καλέσει την Τεχνική Επιτροπή για να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της αλλά το πρακτικό δεν περιέχει οποιαδήποτε αιτιολογία. Αν η Τεχνική Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τις εισηγήσεις αυτό έπρεπε να αναφέρεται στα πρακτικά. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη και λόγω της έλλειψης πρακτικού των θέσεων της Τεχνικής Επιτροπής ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου.
Για τους πιο πάνω λόγους - έλλειψη αιτιολογίας - η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
4. Περαιτέρω με το να αποφασίσει να καλέσει την Τεχνική Επιτροπή να αιτιολογήσει την εισήγησή της το Κεντρικό Συμβούλιο έχει αυτοδεσμεύσει τη διακριτική του εξουσία.
Στην παρούσα υπόθεση το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ενώ είχε αυτοδεσμευθεί να δώσει την ευκαιρία στην Τεχνική Επιτροπή να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της δεν υπάρχει τέτοια αιτιολόγηση στα σχετικά πρακτικά. Έπρεπε επομένως κατά τη σχετική συνεδρία να είχε ζητήσει από την Τεχνική Επιτροπή:
(α) Να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της.
(β) Να καταγράψει την αιτιολογία της Τεχνικής Επιτροπής στα πρακτικά.
Όπως έχει ήδη υποδειχθεί το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν έχει ενεργήσει όπως πιο πάνω. Επομένως το Κεντρικό Συμβούλιο έχει αγνοήσει αυθαίρετα την αυτοδέσμευσή του. Αυτό αποτελεί απόδειξη ασυνεπούς και αυθαίρετης ήτοι πλημμελούς ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Ράφτης v. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,
Hjilouca v. Republic (1969) 3 C.L.R. 570,
Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341,
Medcon Consruction a.ο. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535,
Michael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 206,
Kyprianou a.o. v. Republic (No.2) (1975) 3 C.L.R. 187,
Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248,
Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61,
Eleftheriou a.o. v. Central Bank of Cyprus (1980) 3 C.L.R. 85,
Cytechno Ltd v. Republic (1976) 3 C.L.R. 407.
Προσφυγή.
Αλ. Κουντουρή για Τ. Παπαδόπουλο, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 806/2001.
Αλ. Ταλιαδώρος για Κ. Χρυσοστομίδη, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 894/2001.
Στ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Οι πιο πάνω δύο προσφυγές έχουν συνεκδικαστεί. Στρέφονται και οι δύο κατά της απόφασης του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 2.8.2001 (η προσβαλλόμενη απόφαση) με την οποία η προσφορά για την αγορά και εγκατάσταση «Βιολογικού Σταθμού Αντλιοστασίων Δικτύου στις Πάνω Πλάτρες» κατακυρώθηκε στην εταιρεία C.P. Envirosystems & Cyprus Waterworks J.V. (το Ε.Μ.).
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις προσφυγές.
Τον Μάρτιο του έτους 2000 το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων ζήτησε προσφορές για εγκατάσταση βιολογικών μονάδων στις Πάνω Πλάτρες. Υποβλήθηκαν προσφορές από τους δύο αιτητές, το Ε.Μ. και από 4 άλλους προσφοροδότες. Οι 7 προσφορές που λήφθηκαν ανοίχθηκαν στις 26.1.2001 και στάληκαν στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, όπου αξιολογήθηκαν από τριμερή Επιτροπή Αξιολόγησης. Η τελευταία έκρινε ότι οι δύο φθηνότεροι προσφοροδότες ήτοι οι "Shipshore Cyprus Ltd" (αιτητές στην Προσφυγή 894/2001) και "Hydrotech Ltd" (αιτητές στην Προσφυγή 806/2001) «παρουσιάζουν σημαντικές αποκλίσεις από τις προδιαγραφές». Ο Διευθυντής του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων συμφώνησε με την εισήγηση της Επιτροπής Αξιολόγησης «για κατακύρωση της προσφοράς στον τρίτο φθηνότερο προσφοροδότη "C.P. Envirosystems & Cyprus Waterworks JV" (το Ε.Μ.) έναντι του ποσού των £216.309 συν Φ.Π.Α. για την αγορά και εγκατάσταση Βιολογικού Σταθμού στις Πλάτρες και £42.420 συν Φ.Π.Α. για τη λειτουργία και συντήρηση για περίοδο πέντε χρόνων (σύνολο £258.729 συν Φ.Π.Α.).
Στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης δίνονται λεπτομέρειες των αποκλίσεων (βλ. σελ. 47 και 48 της Έκθεσης Τεκ. 7 στην ένσταση).
Στη συνέχεια σύμφωνα με τους ισχύοντες Κανονισμούς η έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης υποβλήθηκε στην Τεχνική Επιτροπή του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων. Η Τεχνική Επιτροπή αφού μελέτησε το θέμα διαφώνησε με τις εισηγήσεις του Τμήματος και κοινοποίησε τις απόψεις της στον Πρόεδρο του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών με επιστολή της ημερ. 26.7.2001, η οποία έχει ως εξής:
«Προσφορά για την αγορά και εγκατάσταση Βιολογικού Σταθμού Αντλιοστασίων Δικτύου στις Πάνω Πλάτρες - Αρ. Προσφοράς 39/00/61.
Η Τεχνική Επιτροπή στις συνεδρίες της στις 29.6.2001, 5.7.2001 και 26.7.2001 εξέτασε την έκθεση αξιολόγησης που ετοίμασε το Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων και αναφέρει τα ακόλουθα:
(α) Η Τεχνική Επιτροπή κρίνει ότι η προσφορά του χαμηλότερου προσφοροδότη Shipshore (Cyprus) Ltd όπως υποβλήθηκε ανταποκρίνεται ουσιωδώς ως προς τους όρους και τις προδιαγραφές.
Όσον αφορά τις παρατηρήσεις του Τμήματος που αφορούν το σύστημα αερισμού και τις άλλες αποκλίσεις που αναφέρονται στην έκθεση αξιολόγησης η Επιτροπή κρίνει ότι είναι επουσιώδεις και μπορούν να διορθωθούν κατά την ετοιμασία του τελικού σχεδιασμού του έργου χωρίς καμιά οικονομική επιβάρυνση.
Σημειώνεται ότι το έργο είναι του τύπου με το 'κλειδί στο χέρι' (turn key) και ο Εργολάβος είναι υπεύθυνος για το σχεδιασμό εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος.
(β) Η δεύτερη φθηνότερη προσφορά από την εταιρεία Hydrotech και κρίνεται ότι ικανοποιεί ουσιωδώς τους όρους και τις προδιαγραφές.
Όσον αφορά τις παρατηρήσεις, αποκλίσεις που αναφέρονται στην έκθεση αξιολόγησης η Επιτροπή κρίνει ότι είναι επουσιώδεις και μπορούν να διορθωθούν κατά την ετοιμασία του τελικού σχεδιασμού του έργου χωρίς καμιά οικονομική επιβάρυνση.
(γ) Η Τρίτη φθηνότερη προσφορά από την εταιρεία C.P. Envirosystems & Cyprus Water Works κρίνεται ότι ικανοποιεί τους όρους και τις προδιαγραφές.
Η Εκπρόσωπος του Τμήματος κα Λία Γεωργίου, διατήρησε τη θέση του Τμήματος όπως αυτή διατυπώθηκε στην πιο πάνω επιστολή.»
Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ημερ. 2.8.2001. Στη συνεδρία εκείνη κλήθηκαν τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και η Τεχνική Επιτροπή. Εν όψει των λόγων ακύρωσης κρίνεται απαραίτητη η παράθεση των πρακτικών της σχετικής συνεδρίας:
«Προσφορά για την αγορά και εγκατάσταση Βιολογικού Σταθμού Αντλιοστασίων Δικτύου στις Πάνω Πλάτρες Αρ. Προσφοράς 39/00/61 (43/32)
(ι) Έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης που στάληκε με την επιστολή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, αρ. φακ. 39/00/61 ημερ. 18.6.2001 με ομόφωνη εισήγηση για κατακύρωση στον τρίτο φθηνότερο εντός προδιαγραφών προσφοροδότη, εταιρεία C.P. Envirosystems & Cyprus Waterworks J.V.
Οι λόγοι αποκλεισμού του φθηνότερου προσφοροδότη, Shipshore (Cyprus) Ltd και του δεύτερου φθηνότερου προσφοροδότη Hydrotech καταγράφονται λεπτομερώς στις σελίδες 47 και 48 της έκθεσης αξιολόγησης.
(ιι) Επιστολή της Τεχνικής Επιτροπής Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, αρ. φακ. Τ. 281/56/96/20 ημερ. 26.7.2001 με την οποία η Επιτροπή κρίνει ότι η προσφορά του χαμηλότερου προσφοροδότη Shipshore (Cyprus) Ltd όπως υποβλήθηκε ανταποκρίνεται ουσιωδώς ως προς τους όρους και τις προδιαγραφές. Το ίδιο ισχύει και για την πρόταση του δεύτερου φθηνότερου προσφοροδότη Hydrotech.
Όσον αφορά τις παρατηρήσεις του Τμήματος που αφορούν το σύστημα αερισμού και τις άλλες αποκλίσεις που αναφέρονται στην έκθεση αξιολόγησης η Επιτροπή κρίνει ότι είναι επουσιώδεις και μπορούν να διορθωθούν κατά την ετοιμασία του τελικού σχεδιασμού των έργων χωρίς καμιά οικονομική επιβάρυνση.
Σημειώνεται ότι το έργο είναι του τύπου με το 'κλειδί στο χέρι' (turn key) και ο εργολάβος είναι υπεύθυνος για το σχεδιασμό, εγκατάσταση και λειτουργία του συστήματος.
Ο Πρόεδρος εξήγησε ότι ο λόγος που κλήθηκαν τόσο η Τεχνική Επιτροπή όσο και η Επιτροπή Αξιολόγησης είναι για να δοθεί η ευκαιρία στην Τεχνική Επιτροπή να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της εφόσον στην έκθεση της δεν έγινε τεκμηρίωση των απόψεών της.
Διεξήχθη εκτενής συζήτηση επί του θέματος η οποία επικεντρώθηκε στη διαφορά απόψεως της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Τεχνικής Επιτροπής κατά πόσο οι αποκλίσεις των δύο φθηνότερων προσφοροδοτών είναι ουσιώδεις ή επουσιώδεις.
Ο κ. Α. Χασαπόπουλος, Εκπρόσωπος της Γενικού Ελεγκτή - Παρατηρητής, ζήτησε όπως καταγραφούν οι πιο κάτω απόψεις της Υπηρεσίας του.
'Ενόψει της διαφωνίας μεταξύ των εκθέσεων αξιολόγησης της Επιτροπής του Τμήματος και της Τεχνικής Επιτροπής, η Ελεγκτική Υπηρεσία εισηγείται, για το δημόσιο συμφέρον, όπως διοριστεί ad-hoc Επιτροπή, σύμφωνα με τις πρόνοιες της Νομοθεσίας, για εξέταση του θέματος και υποβολή έκθεσης εντός μιας (1) εβδομάδας, ώστε να ληφθεί απόφαση από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών'.
Η θέση του Προέδρου του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών όσον αφορά την πιο πάνω τοποθέτηση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας είναι ότι τόσο η Επιτροπή Αξιολόγησης όσο και η Τεχνική Επιτροπή είχαν αρκετό χρόνο στη διάθεση τους για να αξιολογήσουν τις υποβληθείσες προσφορές. Πέραν τούτου κλήθηκαν για να παραστούν στη συνεδρία του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών. Ο διορισμός Ad-Hoc Επιτροπής δεν θα προσφέρει οποιαδήποτε περισσότερα στοιχεία και πληροφορίες, εφόσον δίνεται η ευκαιρία της αντιπαραβολής των θέσεων των Επιτροπών κατά τη συζήτηση του θέματος. Εξάλλου έχοντας υπόψη το ιστορικό της υπόθεσης και τις διαμαρτυρίες κάποιων προσφοροδοτών εξέφρασε σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο θα ήταν δυνατό να υποβληθεί έκθεση εντός μιας εβδομάδας, εφόσον οι άλλες επιτροπές είχαν ασχοληθεί με το θέμα για μεγάλο χρονικό διάστημα, γεγονός που θα δημιουργούσε περαιτέρω καθυστέρηση και προβλήματα στην κατακύρωση της προσφοράς.
Σε ερώτηση του Προέδρου κατά πόσο σε περίπτωση αποδοχής των δυο φθηνότερων προσφορών ως υποβλήθηκαν - χωρίς αναπροσαρμογή - τα συστήματα θα μπορούσαν να είναι ουσιαστικά ανταποκρινόμενα στις προδιαγραφόμενες απαιτήσεις, τα μέλη της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Τεχνικής Επιτροπής εξέφρασαν τις ίδιες τοποθετήσεις, δηλαδή η Επιτροπή Αξιολόγησης ομόφωνα επανέλαβε ότι οι δύο φθηνότερες προσφορές δεν ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις προδιαγραφές ενώ η Τεχνική Επιτροπή διατήρησε τη θέση της ότι οι αποκλίσεις των φθηνότερων προσφορών δεν θεωρούνται ουσιώδεις.
Σε απάντηση της ερώτησης του Προέδρου η κα. Λ. Γεωργίου, μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης ανέφερε ότι ο αποκλίσεις που παρουσιάζουν οι δυο φθηνότερες προσφορές στα αντλιοστάσια και στα 'blowers' θεωρούνται ουσιώδεις. Ιδιαίτερα η απόκλιση στα 'blowers' θεωρείται πολύ ουσιώδης επειδή, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά η κα. Γεωργίου, αυτά θεωρούνται οι πνεύμονες του βιολογικού σταθμού.
Ο Πρόεδρος σχολίασε επίσης την τοποθέτηση της Τεχνικής Επιτροπής, ότι το έργο είναι του τύπου 'με το κλειδί στο χέρι' (turn key) και ανέφερε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι οι προδιαγραφές με βάση τις οποίες προκηρύχθηκε η προσφορά είναι δυνατό να αγνοηθούν. Αυτό θα ήταν ενάντια στις αρχές που διέπουν την διαδικασία των δημόσιων προσφορών. Αυτό θα μπορούσε να ισχύσει αν οι προσφορές προκηρύσσονταν χωρίς τεχνικές προδιαγραφές και το ζητούμενο ήταν η παράδοση τελικού προϊόντος με μόνη δήλωση την τιμή.
Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τα πιο πάνω κατακύρωσε ομόφωνα την προσφορά, σύμφωνα με τις εισηγήσεις του Τμήματος, στον τρίτο φθηνότερο εντός προδιαγραφών προσφοροδότη εταιρεία C.P. Envirosystems & Cyprus Waterworks J.V. έναντι του ποσού των £216.309 συν Φ.Π.Α. για την αγορά και εγκατάσταση Βιολογικού Σταθμού στις Πλάτρες και £42.420 συν Φ.Π.Α. για τη λειτουργία και συντήρηση για περίοδο πέντε χρόνων.»
Η προδικαστική ένσταση.
Οι καθ' ων η αίτηση έχουν εγείρει προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκαν ότι «οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη πράξη και/ή απόφαση καθότι η προσφορά τους δεν πληρούσε βασικούς όρους του διαγωνισμού».
Αρχίζω με την εξέταση της προδικαστικής ένστασης. Οι αιτητές είχαν υποβάλει προσφορά η οποία αξιολογήθηκε. Έχει νομολογηθεί ότι «ο συμμετασχών εις δημοπρασίαν έχει έννομο συμφέρον προς προσβολήν της πράξεως κατακυρώσεως» και ότι ο αποκλεισθείς της δημοπρασίας νομιμοποιείται να την προσβάλει για λόγους που αναφέρονται στον αποκλεισμό του (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 264). Οι λόγοι ακύρωσης που έχουν προβάλει και οι δύο αιτητές αναφέρονται στον αποκλεισμό τους. Συγκεκριμένα:
(α) Οι αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 806/2001 υποστήριξαν ότι η απόκλιση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών από την εισήγηση της Τεχνικής Επιτροπής ήταν παράνομη λόγω έλλειψης ειδικής αιτιολογίας. Υποστήριξαν, επίσης, ότι η απόφαση του Συμβουλίου ότι η προσφορά τους ήταν εκτός προδιαγραφών ήταν παράνομη και πεπλανημένη λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας.
(β) Οι αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 894/2001 υπέβαλαν ότι η απόρριψη της προσφοράς τους η οποία ήταν η φθηνότερη «είναι αποτέλεσμα υπέρβασης των ορίων ή πλημμελούς άσκησης της διακριτικής εξουσίας των καθ' ων η αίτηση, έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της χρηστής διοίκησης, είναι προϊόν έλλειψης δέουσας έρευνας ή πλημμελούς έρευνας και στερείται νόμιμης και/ή επαρκούς αιτιολογίας». Αναφέρθηκαν, επίσης, στα πρακτικά σύμφωνα με τα οποία «διεξήχθη εκτενής συζήτηση επί του θέματος η οποία επικεντρώθηκε στη διαφορά απόψεως της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Τεχνικής Επιτροπής κατά πόσο οι αποκλίσεις των δύο φθηνότερων προσφοροδοτών είναι ουσιώδεις ή επουσιώδεις».
Υπέβαλαν τα εξής σε σχέση με τα πιο πάνω πρακτικά:
«Παρ' όλα αυτά, στα σχετικά πρακτικά δεν αναγράφεται τί συγκεκριμένα ανέφεραν τα μέλη της Τεχνικής Επιτροπής ή με ποιό τρόπο αιτιολόγησαν την εισήγηση τους ότι οι κατ' ισχυρισμόν αποκλίσεις στην προσφορά της Αιτήτριας ήσαν επουσιώδεις. Επομένως, η παράλειψη των Καθ' ων η Αίτηση να καταγράψουν στα πρακτικά τα συγκεκριμένα σχόλια των μελών της Τεχνικής Επιτροπής έχει σαν αποτέλεσμα να αποστερείται το Δικαστήριο της δυνατότητας και της ευκαιρίας να κρίνει ποιά από τις δύο απόψεις ήταν δικαιολογημένη και ειδικότερα κατά πόσον ήταν ορθή και δικαιολογημένη η άποψη της Επιτροπής Αξιολόγησης ότι οι αποκλίσεις ήταν ουσιώδεις ή η άποψη της Τεχνικής Επιτροπής ότι οι συγκεκριμένες αποκλίσεις ήταν επουσιώδεις.»
Τέλος οι αιτητές στην Προσφυγή Αρ. 894/2001 υπέβαλαν ότι από το όλο περιεχόμενο των πρακτικών της συνεδρίας του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών, ημερ. 2.8.2001, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών ούτε σχημάτισαν γνώμη ούτε αποφάσισαν κατά πόσον οι αποκλίσεις στην προσφορά τους ήσαν ουσιώδεις ή επουσιώδεις. Παρέμειναν μέχρι το τέλος σε αμφιβολία όσον αφορά τη φύση των αποκλίσεων, αλλά αποφάσισαν να κατακυρώσουν την προσφορά στον τρίτο (και όχι στον πρώτο) φθηνότερο προσφοροδότη, απλώς και μόνο για να μην υπάρξει άλλη καθυστέρηση στην κατακύρωση της προσφοράς. Επομένως - κατέληξαν - η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.
Εν όψει του ότι οι λόγοι ακύρωσης που έχουν προβάλει οι αιτητές αναφέρονται στον αποκλεισμό τους κρίνω ότι νομιμοποιούνται να προσβάλουν την κατακύρωση της προσφοράς.
Αυτό που προκύπτει για εξέταση είναι κατά πόσο η απόφαση αποκλεισμού των αιτητών ήταν έγκυρη. Από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι οι προσφορές των δύο αιτητών ήταν οι φθηνότερες αλλά αποκλείσθηκαν γιατί «δεν ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις προδιαγραφές».
Ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών είχαν τεθεί δύο αντίθετες γνωμοδοτήσεις. Σύμφωνα με την γνωμοδότηση της Επιτροπής Αξιολόγησης οι προσφορές των δύο αιτητών παρουσίαζαν σημαντικές αποκλίσεις από τις προδιαγραφές. Σύμφωνα με την γνωμοδότηση της Τεχνικής Επιτροπής Προσφορών η μεν προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή 806/2001 «ικανοποιεί ουσιωδώς τους όρους και τις προδιαγραφές» η δε προσφορά των αιτητών στην Προσφυγή 894/2001 «ανταποκρίνεται ουσιωδώς ως προς τους όρους και τις προδιαγραφές». Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών είχε εντοπίσει την απουσία σύμπτωσης μεταξύ των δύο γνωμοδοτήσεων. Για το λόγο αυτό κάλεσε και τις δύο Επιτροπές στη συνεδρία του Συμβουλίου «για να δοθεί η ευκαιρία στην Τεχνική Επιτροπή να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της εφόσον στην έκθεση της δεν έγινε τεκμηρίωση των απόψεων της». Σύμφωνα με τα πρακτικά «διεξήχθη εκτενής συζήτηση επί του θέματος η οποία επικεντρώθηκε στη διαφορά απόψεων της Επιτροπής Αξιολόγησης και της Τεχνικής Επιτροπής κατά πόσο οι αποκλίσεις των δύο φθηνότερων προσφοροδοτών είναι ουσιώδεις ή επουσιώδεις». Περαιτέρω, σύμφωνα με τα πρακτικά η Επιτροπή Αξιολόγησης «ομόφωνα επανέλαβε ότι οι δύο φθηνότερες προσφορές δεν ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις προδιαγραφές ενώ η Τεχνική Επιτροπή διατήρησε τη θέση της ότι οι αποκλίσεις των φθηνότερων προσφορών δεν θεωρούνται ουσιώδεις».
Σύμφωνα με το άρθρο 26(1) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) οι διοικητικές πράξεις οι οποίες εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας πρέπει να είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένες, ιδίως όταν πρόκειται για πράξεις οι οποίες, ανάμεσα σ' άλλα, «είναι αντίθετες ως προς το περιεχόμενο τους με προηγηθείσα γνωμοδότηση, πρόταση, εισήγηση ή έκθεση αρμοδίου οργάνου ή με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου».
Η πιο πάνω πρόνοια αποτελεί κωδικοποίηση των αρχών που έχουν διαμορφωθεί από τη Νομολογία (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 188: «Ελλείπουσα αιτιολογία δεν δύναται να συμπληρωθεί εκ συγκρουόμενων προς άλληλα στοιχείων του φακέλου: 377, 464(45), 295(54), διότι εν τη περιπτώσει ταύτη, η αναπλήρωσις της αιτιολογίας υπό του ακυρωτικού ενέχει ουσιαστικήν στάθμισιν μη επιτρεπτήν: 267(45). Ούτω π.χ. αναιτιολόγητος τυγχάνει απόφασις εκδοθείσα εν όψει δύο αντιθέτων γνωμοδοτήσεων αρμοδίως συνταχθεισών, μη μνημονεύουσα τον λόγον της απορρίψεως της μιας εκ τούτων: 1391(48)»). Βλ. επίσης Δαγτόγλου «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο», 3η έκδοση, παράγ. 642: «Εκ της φύσεώς τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις, των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στήριξαν. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αναφέρει στη νομολογία του διάφορες (εν μέρει αλληλοκαλυπτόμενες) κατηγορίες διοικητικών πράξεων που είναι αιτιολογητέες εκ φύσεως. .................................. δ) Πράξεις που αποκλίνουν από προηγούμενες γνώμες συμβουλευτικών οργάνων ή μη υποχρεωτικά πορίσματα ανακριτικών επιτροπών». Βλ. και Σαρμά "Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας", Β' έκδοση, σελ. 132: "Κατά την παγία νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ 482/1996, 369/1978, 1704/1981) επί απλής γνωμοδοτήσεως το αποφασίζον όργανον δεν οφείλει μεν να συμμορφωθεί προς την γνωμοδότησιν ή επί πλειόνων γνωμοδοτήσεων προς ωρισμένην εκ τούτων, πλην υποχρεούται να αιτιολογήση την απόκλισιν του από της ληφθείσης γνώμης και δη εφ' όσον η γνώμη αυτή προέρχεται εξ οργάνου συντεθειμένου εκ προσώπων, κεκτημένων ειδικάς γνώσεις και εμπειρίαν".
Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστή όλα τα στοιχεία τα απαραίτητα για τη διακρίβωση της νομιμότητας της πράξεως. Πρέπει δε να είναι σαφής, ειδική και συγκεκριμένη «κατά την πραγματικήν της βάσιν» (βλ. Πορίσματα Νομολογίας, πιο πάνω, σελ. 183).
Παρατηρώ: Ενώ η Τεχνική Επιτροπή κλήθηκε να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της τα πρακτικά δεν περιέχουν οποιαδήποτε αιτιολογία των εισηγήσεων της Τεχνικής Επιτροπής. Κάμνουν αναφορά σε εκτενή συζήτηση επί του θέματος της διαφοράς απόψεων των δύο Επιτροπών και στη διατήρηση της θέσης της Τεχνικής Επιτροπής. Αναφέρουν επίσης ότι τα μέλη των δύο Επιτροπών «εξέφρασαν τις ίδιες τοποθετήσεις, δηλαδή η Επιτροπή Αξιολόγησης ομόφωνα επανέλαβε ότι οι δύο φθηνότερες προσφορές δεν ανταποκρίνονται ουσιαστικά στις προδιαγραφές ενώ η Τεχνική Επιτροπή διατήρησε τη θέση ότι οι αποκλίσεις των φθηνότερων προσφορών δεν θεωρούνται ουσιώδεις».
Η απόφαση του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών καταλήγει με την κατακύρωση της προσφοράς στο Ε.Μ. «αφού έλαβε σοβαρά υπόψη τα πιο πάνω». Από το σχετικό πρακτικό προκύπτει ότι «τα πιο πάνω» αποτελούνται:
(α) Από τις θέσεις των δυο Επιτροπών.
(β) Την απάντηση που έδωσε το μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης κα. Λ. Γεωργίου στον Πρόεδρο του Συμβουλίου σύμφωνα με την οποία οι αποκλίσεις των προσφορών στα αντλιοστάσια και στα «blowers» θεωρούνται ουσιώδεις και η απόκλιση στα «blowers» θεωρείται πολύ ουσιώδης επειδή αυτά θεωρούνται οι πνεύμονες του βιολογικού σταθμού (βλ. πρακτικά, στη σελ. 6, πιο πάνω).
(γ) Τα σχόλια του Προέδρου του Συμβουλίου επί της τοποθέτησης της Τεχνικής Επιτροπής ότι το έργο «είναι του τύπου με το κλειδί στο χέρι (turn key)».
Σχετικά με την παραγ. (α) είναι σαφές ότι οι θέσεις των δυο Επιτροπών ήταν αντίθετες. Αυτή η διαφωνία των δύο Επιτροπών επέβαλλε στο Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών την υποχρέωση να αιτιολογήσει επαρκώς και δεόντως την απόφαση του (βλ. άρθρο 26(1) του Νόμου 158(Ι)/99) και να μνημονεύσει τον λόγο απόρριψης της μιας από τις δύο εισηγήσεις - γνωμοδοτήσεις (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, πιο πάνω, σελ. 188). Τα όσα ανέφερε το μέλος της Επιτροπής Αξιολόγησης κα. Λ. Γεωργίου (βλ. παραγ. (β) πιο πάνω) δε συνιστούν δέουσα και επαρκή αιτιολογία η οποία μνημονεύει τον λόγο απόρριψης της έκθεσης-γνωμοδότησης της Τεχνικής Επιτροπής. Αποτελούν απλώς επανάληψη των θέσεων της Επιτροπής Αξιολόγησης. Το ίδιο ισχύει και για τα σχόλια του Προέδρου του Συμβουλίου (βλ. παραγ. (γ) πιο πάνω, στη σελ. 11). Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς και δέουσας αιτιολογίας γιατί δεν μνημονεύει με την δέουσα επάρκεια το λόγο απόρριψης της εισήγησης-γνωμοδότησης της Τεχνικής Επιτροπής.
Πρόσθετα λαμβάνω υπόψη ότι:
(1) Το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών είχε καλέσει την Τεχνική Επιτροπή για να της δώσει την ευκαιρία «να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της εφόσον στην έκθεση της δεν έγινε τεκμηρίωση των απόψεών της».
(2) Καθώς φαίνεται από τα πρακτικά η Τεχνική Επιτροπή πρόβαλε κάποιες θέσεις ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου οι οποίες δεν καταγράφονται στα πρακτικά.
Εν όψει των όσων αναφέρονται στις παραγ. (1) και (2) πιο πάνω τα πρακτικά έπρεπε να περιλαμβάνουν και τις θέσεις που είχε προβάλει η Τεχνική Επιτροπή ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών.
Συγκεκριμένα: Εφόσον σύμφωνα με την έκθεση της Τεχνικής Επιτροπής οι αποκλίσεις που αναφέρονται στην έκθεση της Επιτροπής Αξιολόγησης «ήταν επουσιώδεις» και εφόσον η Τεχνική Επιτροπή είχε κληθεί ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου Προσφορών για να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της, το Κεντρικό Συμβούλιο έπρεπε να είχε καλέσει την Τεχνική Επιτροπή (α) να αιτιολογήσει γιατί οι αποκλίσεις ήταν επουσιώδεις, και (β να καταγράψει την αιτιολογία στα πρακτικά.
Μόνο με τον τρόπο αυτό καθίσταται δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Είναι πρόδηλο ότι το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν έχει ενεργήσει με τον πιο πάνω τρόπο.
Έχει νομολογηθεί ότι τα συλλογικά όργανα πρέπει να λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και να τηρούν πρακτικά των συνεδριάσεων τους (Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Hjilouca v. Republic (1969) 3 C.L.R. 570, Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Medcon Construction a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535, Michael v. Republic (1972) 3 C.L.R. 206, Kyprianou a.o. v. Republic (No. 2) (1975) 3 C.L.R. 187, Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248, Ioannou v. Republic (1977) 3 C.L.R. 61, Eleftheriou a.o. v. Central Bank of Cyprus (1980) 3 C.L.R. 85). Ωστόσο αποτελεί καλώς θεμελιωμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι στην απουσία νομοθετικής διάταξης που να ρυθμίζει το θέμα, η μη τήρηση πρακτικών από το συλλογικό όργανο δεν καθιστά, αφ' εαυτής, άκυρη την συγκεκριμένη διοικητική πράξη, εκτός αν η απουσία πρακτικών ή η ασάφεια τους τείνει να στερήσει την πράξη της δέουσας αιτιολογίας (Κυριακόπουλος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, Τόμος 2, σελ. 26, Στασινόπουλος, Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων (1951) σελ. 223, Hjilouca (πιο πάνω) στη σελ. 574, Kyprianou (πιο πάνω) στις σελ. 193 και 194, και Ellinas v. Republic (1975) 3 C.L.R. 248, 253, 254).
O σχετικός κανόνας διατυπώνεται ως εξής στον Στασινόπουλο (πιο πάνω) σελ. 223:
«5) Η τήρησις πρακτικών - Η τήρησις πρακτικών κατά τας συνεδριάσεις των συλλογικών διοικητικών οργάνων είναι ενδεδειγμένη και αν ο νόμος δεν απαιτή ταύτην ρητώς, ίνα διαπιστούνται κατά τρόπον επίσημον τα κατά την παραγωγήν της διοικητικής πράξεως λαβόντα χώραν, άτινα δύνανται να χρησιμεύσωσιν εις την ανεύρεσιν της αιτιολογίας και της νομικής αυτής βάσεως. Αλλ' η μη τήρησις πρακτικού δεν επάγεται ακυρότητα της πράξεως, η οποία συνετάχθη αυτοτελώς, ούτε δε ελαττώματα υπάρχοντα εις το τυχόν συνταχθέν πρακτικόν είναι δυνατόν να θίξωσι το κύρος της πράξεως, η οποία, καθ' εαυτήν κρινόμενη, είναι νόμιμος. Οσάκις όμως η πράξις, καίτοι είναι ως εκ της φύσεως της αιτιολογητέα, εκδίδεται εν τούτοις άνευ αιτιολογίας, η έλλειψις αύτη αιτιολογίας εντός του σώματος της πράξεως, θα ήτο δυνατόν ν' αναπληρωθή εκ του πρακτικού. Διά τούτο, η έλλειψις πρακτικού εις τοιαύτας περιπτώσεις, είναι δυνατόν να οδηγήση εις κρίσιν περί αναιτιολογήτου της πράξεως και ακυρότητα αυτής δια τον λόγον τούτον.»
Στην παρούσα υπόθεση η τήρηση πρακτικού που να περιέχει τις θέσεις της Τεχνικής Επιτροπής υπαγορεύεται όχι μόνο από τις πιο πάνω αρχές του διοικητικού δικαίου, για να καθίσταται αιτιολογημένη η πράξη, αλλά και από την διαδικασία που είχε προκρίνει και εγκαινιάσει το ίδιο το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών. Είχε καλέσει την Τεχνική Επιτροπή για να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της αλλά το πρακτικό δεν περιέχει οποιαδήποτε αιτιολογία. Αν η Τεχνική Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τις εισηγήσεις αυτό έπρεπε να αναφέρεται στα πρακτικά. Έπεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση τυγχάνει αναιτιολόγητη και λόγω της έλλειψης πρακτικού των θέσεων της Τεχνικής Επιτροπής ενώπιον του Κεντρικού Συμβουλίου.
Για τους πιο πάνω λόγους - έλλειψη αιτιολογίας - η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Περαιτέρω με το να αποφασίσει να καλέσει την Τεχνική Επιτροπή να αιτιολογήσει την εισήγηση της το Κεντρικό Συμβούλιο έχει αυτοδεσμεύσει τη διακριτική του εξουσία. Εδώ έχει τη θέση του το ακόλουθο απόσπασμα από το «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων» του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, εκ. 1951, σελ. 333, το οποίο έχει αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Cytechno Ltd v. Republic (1976) 3 C.L.R. 407:
«Η περίπτωσις της αυτοδεσμεύσεως της διακριτικής εξουσίας, ήτοι η οικειοθελής υπαγωγή αυτής εις τύπους και δεσμεύσεις, μη επιβαλλομένας, αλλ' ουδ' απαγορευμένας υπό του νόμου, δεν αποκλείεται, ως συνιστώσα εκλογήν μέσων προς μόρφωσιν κρίσεως. Συνέπεια όμως της αυτοδεσμεύσεως ταύτης είναι ότι δεν δύναται εφεξής ν' αγνοηθή αύτη αυθαιρέτως υπό του προκαλέσαντος αυτήν οργάνου, διότι τούτο θ' απετέλει απόδειξιν ασυνεπούς και αυθαιρέτου, ήτοι πλημμελούς ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας.»
Στην παρούσα υπόθεση το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ενώ είχε αυτοδεσμευθεί να δώσει την ευκαιρία στην Τεχνική Επιτροπή να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της δεν υπάρχει τέτοια αιτιολόγηση στα σχετικά πρακτικά. Έπρεπε επομένως κατά τη σχετική συνεδρία να είχε ζητήσει από την Τεχνική Επιτροπή:
(α) Να αιτιολογήσει τις εισηγήσεις της.
(β) Να καταγράψει την αιτιολογία της Τεχνικής Επιτροπής στα πρακτικά.
Όπως έχει ήδη υποδειχθεί το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών δεν έχει ενεργήσει όπως πιο πάνω. Επομένως το Κεντρικό Συμβούλιο έχει αγνοήσει αυθαίρετα την αυτοδέσμευση του. Αυτό «αποτελεί απόδειξη ασυνεπούς και αυθαίρετης ήτοι πλημμελούς ασκήσεως της διακριτικής εξουσίας». Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι' αυτό το λόγο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.