ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PITSILLOS ν. C.B.C. (1982) 3 CLR 208
Medochemie Limited ν. Kυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Eφόρου Προνομίων Eυρεσιτεχνίας (1997) 3 ΑΑΔ 567
D J. Demades & Sons Ltd ν. Επιτρ. Προστασίας Ανταγωνισμού (1995) 4 ΑΑΔ 2442
Παπαδόπουλος ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (1996) 4 ΑΑΔ 2836
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2002) 4 ΑΑΔ 996
23 Οκτωβρίου, 2002
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΛΕΥΚΟΝΟΙΚΟ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
1. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ,
2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 499/2001)
Έννομο Συμφέρον ― Ίδιον και ενεστώς ― Οι δύο προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης του συμφέροντος από τη θεωρία και τη νομολογία ― Εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες απεκλείσθη η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ― Αποκλεισμός της actio popularis και του μελλοντικά υποθετικού επηρεασμού συμφερόντων.
Δίκαιο του Ανταγωνισμού ― Ο περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμος του 1999 (Ν.22(Ι)/99) ― Άρθρο 28 ― Ερμηνεία ως προς το απαιτούμενο έννομο συμφέρον, σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων ανάληψης δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο ― Γίνεται με βάση τη δικογραφία και όχι βάσει ισχυρισμών περί γεγονότων που εισάγονται με τη γραπτή αγόρευση.
Η αιτήτρια επεδίωξε την ακύρωση απόφασης της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, που διελάμβανε ότι η Επιτροπή δεν είχε αρμοδιότητα να αποφασίσει επί του ζητήματος που είχε θέσει ενώπιόν της η αιτήτρια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Στην ένσταση της ΕΠΑ και της Δημοκρατίας εγείρεται το βασικό προδικαστικό θέμα ότι η Αιτήτρια δεν έχει ίδιο ενεστώς συμφέρον που να της επιτρέπει να προσφύγει στο Δικαστήριο στα πλαίσια του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Η εισήγηση είναι ότι η Αιτήτρια, αυτοπεριγραφομένη στην προσφυγή ως Κύπριος καταναλωτής και/ή σαν ενδιαφερόμενος να ασχοληθεί στον τομέα της διανομής πετρελαιοειδών στην Κύπρο, δεν έχει καταδείξει ότι, ως Κύπριος καταναλωτής επηρεάζεται εξειδικευμένα και σε βαθμό μεγαλύτερο από ό,τι το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο από την απόφαση ώστε να έχει ίδιον συμφέρον, ή ότι, ως ενδιαφερόμενος να ασχοληθεί στον τομέα της διανομής πετρελαιοειδών στην Κύπρο το συμφέρον της είναι ενεστώς και όχι απλώς προοπτικό.
Οι εισηγήσεις αυτές είναι ορθές. Το ότι η Αιτήτρια είναι Κύπριος καταναλωτής δεν της προσδίδει ίδιον συμφέρον.
Το Σύνταγμα και η νομολογία δεν επιτρέπουν τη γενική νομιμοποίηση του κάθε καταναλωτή να προσφύγει. Η νομολογία στην οποία αναφέρεται ο συνήγορος για την Αιτήτρια σε στήριξη της θέσης του ότι η Αιτήτρια έχει ίδιο συμφέρον ως καταναλωτής κάθε άλλο παρά αντιστρατεύεται τη γενική αρχή.
2. Ούτε το Άρθρο 28 του Νόμου 22(1)/99, βοηθά την υπόθεση της αιτήτριας. Εκτός του ότι το κρινόμενο δεν είναι η δυνατότητα καταγγελίας παραβάσεων του Νόμου την οποία ρυθμίζει το Άρθρο 28 αλλά η ικανοποίηση του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, το ίδιο το Άρθρο 28 αναφέρεται στην ύπαρξη εννόμου συμφέροντος, ως προϋπόθεσης εφαρμογής του με όρους αντίστοιχους προς εκείνους του Άρθρου 146.2.
3. Αλλά ούτε και υπό την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου να ασχοληθεί στον τομέα της διανομής πετρελαιοειδών καταδεικνύει ενεστώς συμφέρον η Αιτήτρια. Το συμφέρον της Αιτήτριας δεν είναι ενεστώς, αλλά ούτε καν προοπτικό ή μελλοντικό. Είναι άκρως υποθετικό. Το ότι η Αιτήτρια ενδιαφέρεται να ασχοληθεί με τη διανομή πετρελαιοειδών, δείχνει όχι μόνο ότι δεν ασχολείται τώρα, αλλά και ότι δεν υπάρχει καν το υπόβαθρο δυνατότητας επηρεασμού της παρά μόνο στη βάση έλευσης μιας υποθετικής κατάστασης πραγμάτων που εξαρτάται από το αν θα αποφασίσει τελικά να ασχοληθεί με τη διανομή πετρελαιοειδών.
4. Ο συνήγορος για την Αιτήτρια στην αγόρευση του επιχειρεί να εισάξει αναφορά σε συμφωνία της Αιτήτριας με Γαλλική εταιρεία για συνεργασία στην εμπορία πετρελαιοειδών, ώστε η Αιτήτρια να αποκτά ενεστώς έννομο συμφέρον ως ανταγωνιστής των Mobil και Esso. Εκτός όμως από την άκρα αοριστία της αναφοράς αυτής, είναι δεδομένο ότι αναφορά σε συμφωνία της Αιτήτριας με Γαλλική εταιρεία, δεν γίνεται καθόλου στην προσφυγή και είναι ανεπίτρεπτο να επιχειρείται η εισαγωγή μαρτυρίας μέσω της αγόρευσης, ο σκοπός της οποίας είναι άλλος.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Thanos Club Hotels Ltd v. ETEK κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 323,
D. J. Demades & Sons Ltd v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (1995) 4 Α.Α.Δ. 2442,
Παπαδόπουλος v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (1996) 4 Α.Α.Δ. 2836,
Medochemie Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 567,
Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73.
Προσφυγή.
Κορφιώτης και Γ. Σαββίδης, για τους Αιτητές.
Μ. Μαλακτού, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Π. Πολυβίου, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 1 και 2.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το Επενδυτικό Συγκρότημα Συνεργατικών Εταιρειών Λευκόνοικο Λτδ ("η Αιτήτρια") με επιστολή των δικηγόρων του ημερομηνίας 21.3.2001 απευθύνθηκε προς την Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού με την οποία έφερε σε γνώση του ότι:
"Οι εταιρείες EXXON CORP. και MOBIL CORP. την 30/11/1999 έχουν συγχωνευθεί σε μια νέα εταιρεία που ονομάζεται EXXON MOBIL CORPORATION αφού η διαπραγμάτευση των μετοχών της κάθε μιας από αυτές ξεχωριστά στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης σταμάτησε κατά την πιο πάνω ημερομηνία.
Οι πιο πάνω εταιρείες μέχρι την συγχώνευση αλλά και μετά από αυτήν ελέγχουν τις κυπριακές εταιρείες που διατηρούν στην Κύπρο τις επιχειρήσεις διάθεσης πετρελαιοειδών που είναι γνωστές σαν MOBIL & ESSO.
Όπως πληροφορούμαστε οι υπ' αναφοράν εταιρείες δεν έχουν ανακοινώσει μέχρι σήμερα την πιο πάνω συγκέντρωση η οποία ενισχύει ακόμη περισσότερο την δεσπόζουσα θέση που η κάθε μια είχε και έχει στην Κυπριακή Αγορά στον τομέα της διάθεσης πετρελαιοειδών.
Για αυτό παρακαλούμε όπως μας πληροφορήσετε τί μέτρα η Υπηρεσία σας έλαβε ή προτίθεται να λάβει σχετικά με τα πιο πάνω, θα είμαστε δε στην διάθεση σας ή στην διάθεση οποιασδήποτε άλλης Αρχής η οποία είναι αρμόδια για το θέμα για να υποστηρίξουμε μεταξύ άλλων ότι οι πιο πάνω Αμερικάνικες Εταιρείες λειτουργούσαν ξεχωριστά και ανταγωνιστικά μέχρι την 30/11/1999."
Το Υπουργείο ήταν ήδη ενήμερο της συγχώνευσης, όπως προκύπτει από ταυτόσημες επιστολές προς αυτό των Mobil Oil Cyprus Ltd ("Mobil") και Esso Cyprus Inc ("Esso") ημερομηνίας 2.12.1999, οι οποίες ανάφεραν:
"As you may be aware, Exxon Corporation and Mobil Corporation announced the completion of their merger on November 30, 1999. For your information, a copy of the Exxon Mobil news release announcing the merger is attached.
......................................................................................................"
Το Υπουργείο είχε τότε υποδείξει προς τις Mobil και Esso ότι όφειλαν να κοινοποιήσουν τη συγχώνευση στην Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών στα πλαίσια του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 1999 (Ν.22(1)/99), ο οποίος ετέθη σε ισχύ στις 19.3.1999. Η Mobil και η Esso, με ταυτόσημες επιστολές ημερομηνίας 28.12.1999, διαβίβασαν προς το Υπουργείο τη θέση τους ότι ο εν λόγω Νόμος δεν είχε εφαρμογή στη συγχώνευση εφ' όσον:
"(i) The above Law, as is clear from section 13(1)(a) thereof, applies to a number of events, including the conclusion of the relevant Agreement, whichever occurs first. In our case, the definitive Agreement and Plan of Merger was concluded between Mobil Corporation and EXXON Corporation on 1.12.1998. This Merger Agreement was valid and enforceable as from December 1, 1998, and what alone remained to be satisfied was a series of conditions and requirements preceding the completion and consummation of the Merger. The Completion of the Merger was announced on 30 November 1999, but, we repeat, the Merger Agreement was concluded and was valid and enforceable as of December 1, 1998.
The relevant European Directive (Council Regulation 4064/89) is formulated along similar lines, focusing on "the conclusion of the Agreement" (Article 4.1).
................................................................................................."
Το θέμα απασχόλησε τότε την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού ("ΕΠΑ") η οποία στην πορεία των πραγμάτων ζήτησε γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα. Η γνωμάτευση εδόθη στις 1.2.2001 και ήταν ότι, εφ' όσον η κρίσιμη ημερομηνία βάσει του Νόμου 22(1)/99 είναι η ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας συγχώνευσης, ο Νόμος δεν είχε εφαρμογή στην εν λόγω συγχώνευση η συμφωνία για την οποία έγινε την 1.12.1998, δηλαδή πριν από την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Στη βάση της γνωμάτευσης, η ΕΠΑ αποφάσισε στις 13.2.2001 ότι:
"... το θέμα αυτό δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής και ότι καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα όπως και η Γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, ότι η συγχώνευση έλαβε χώρα πριν την ψήφιση της σχετικής νομοθεσίας και η νομοθεσία δεν έχει αναδρομική ισχύ. Συγκεκριμένα η συγχώνευση έλαβε χώρα 1.12.1998 ενώ η ψήφιση της νομοθεσίας και συγκεκριμένα του Νόμου 22(1) του 1999 έγινε στις 19.3.1999."
Ακολούθησε η προαναφερθείσα επιστολή των δικηγόρων της Αιτήτριας, η οποία εστάλη με κοινοποίηση και προς την ΕΠΑ, προς την οποία η ΕΠΑ απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 4.4.2001 ότι είχε ήδη επιληφθεί του θέματος και αποφασίσει ως ανωτέρω.
Η προσφυγή που ακολούθησε και στρέφεται τόσο εναντίον της ΕΠΑ όσο και εναντίον της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ζητά ακύρωση της απόφασης που περιέχεται στην Επιστολή της ΕΠΑ ημερομηνίας 4.4.2001 καθώς και δήλωση ότι το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού παρέλειψε να ασκήσει τις εξουσίες και τα καθήκοντα του δυνάμει του Νόμου 22(1)/99 και να απαντήσει στο αίτημα της Αιτήτριας.
Στην ένσταση της ΕΠΑ και της Δημοκρατίας εγείρεται το βασικό προδικαστικό θέμα ότι η Αιτήτρια δεν έχει ίδιο ενεστώς συμφέρον που να της επιτρέπει να προσφύγει στο Δικαστήριο στα πλαίσια του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος. Όπως αναπτύσσεται στην αγόρευση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία, η εισήγηση είναι ότι η Αιτήτρια, αυτοπεριγραφομένη στην προσφυγή ως "Κύπριος καταναλωτής και/ή σαν ενδιαφερόμενος να ασχοληθεί στον τομέα της διανομής πετρελαιοειδών στην Κύπρο", δεν έχει καταδείξει ότι, ως "Κύπριος καταναλωτής" επηρεάζεται εξειδικευμένα και σε βαθμό μεγαλύτερο από ότι το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο από την απόφαση ώστε να έχει "ίδιον" συμφέρον, ή ότι, ως "ενδιαφερόμενος να ασχοληθεί στον τομέα της διανομής πετρελαιοειδών στην Κύπρο" το συμφέρον της είναι "ενεστώς" και όχι απλώς προοπτικό.
Οι εισηγήσεις αυτές με βρίσκουν σύμφωνο. Το ότι η Αιτήτρια είναι Κύπριος καταναλωτής δεν της προσδίδει ίδιον συμφέρον. Η κα Μαλαχτού παραπέμπει στη φιλοσοφία που διέπει τον κανόνα του ίδιου συμφέροντος όπως διατυπώνεται στο Τσάτσο, Η Αίτηση Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας (3η έκδ. σ. 31). Η φιλοσοφία αυτή διέπει και την απόφαση της Ολομέλειας στις υποθέσεις Thanos Club Hotels Ltd v. ΕΤΕΚ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 323. Όπως το έθεσε ο Νικολάου, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, στη σελ. 332:
"Δεν επιδέχεται αμφισβήτησης η αναγκαιότητα για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Σε σχέση με το οποίο, το ενδιαφέρον του κοινού μπορεί, κυρίως μέσω οργανωμένων συνόλων, να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο. Δεν ακολουθεί όμως πως ενόψει αυτού παρέχεται γενικά η δυνατότητα προσβολής διοικητικών αποφάσεων που αφορούν στο περιβάλλον, με προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Δεν είναι παραδεκτή στο σύστημα μας η actio popularis: βλ. Pitsillos v. Cyprus Broadcasting Corporation (1982) 3 C.L.R. 208."
Και στην σελ. 337:
"... η γενική νομιμοποίηση θα σήμαινε την αναγνώριση του actio pupularis ..."
Το στοιχείο αυτό ελλείπει στην προκειμένη περίπτωση που η επίκληση ίδιου συμφέροντος στηρίζεται στην ιδιότητα του Κύπριου καταναλωτή εφ' όσον δεν καταδεικνύεται ότι η Αιτήτρια, ως καταναλωτής, επηρεάζεται με συγκεκριμένα ιδιαίτερο και άμεσο τρόπο που να καθιστά το συμφέρον της ίδιο. Το Σύνταγμα και η νομολογία δεν επιτρέπουν τη γενική νομιμοποίηση του κάθε καταναλωτή να προσφύγει. Η νομολογία στην οποία αναφέρεται ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια σε στήριξη της θέσης του ότι η Αιτήτρια έχει ίδιο συμφέρον ως καταναλωτής κάθε άλλο παρά αντιστρατεύεται τη γενική αρχή. Τόσο η D.J. Demades & Sons Ltd v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (1995) 4 Α.Α.Δ. 2442, όσο και η Παπαδόπουλος ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (1996) 4 Α.Α.Δ. 2836, ήσαν υποθέσεις στις οποίες όχι μόνο δεν ηγέρθη θέμα εννόμου συμφέροντος αλλά και στις οποίες το έννομο συμφέρον βασίζετο ακριβώς σε άμεσο και εξειδικευμένο τρόπο επηρεασμού του Αιτητή από την προσβαλλόμενη απόφαση.
Ούτε βέβαια και το άρθρο 28 του Νόμου 22(1)/99, στο οποίο επίσης αναφέρεται ο κ. Κορφιώτης, βοηθά την υπόθεσή του. Εκτός του ότι το κρινόμενο δεν είναι η δυνατότητα καταγγελίας παραβάσεων του Νόμου την οποία ρυθμίζει το άρθρο 28 αλλά η ικανοποίηση του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος, το ίδιο το άρθρο 28 αναφέρεται στην ύπαρξη εννόμου συμφέροντος ως προϋπόθεσης εφαρμογής του με όρους αντίστοιχους προς εκείνους του Άρθρου 146.2.
Αλλά ούτε και υπό την ιδιότητα του ενδιαφερόμενου να ασχοληθεί στον τομέα της διανομής πετρελαιοειδών καταδεικνύει ενεστώς συμφέρον η Αιτήτρια. Όπως παρατηρεί η κα Μαλαχτού, παραπέμποντας στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Medochemie Ltd v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 567, στη βάση αυτή το συμφέρον της Αιτήτριας δεν θα ήταν ενεστώς, θα έλεγα δε ούτε καν προοπτικό ή μελλοντικό αλλά άκρως υποθετικό. Το ότι η Αιτήτρια "ενδιαφέρεται" να ασχοληθεί με τη διανομή πετρελαιοειδών δείχνει όχι μόνο ότι δεν ασχολείται τώρα αλλά και ότι δεν υπάρχει καν το υπόβαθρο δυνατότητας επηρεασμού της παρά μόνο στη βάση έλευσης μιας υποθετικής κατάστασης πραγμάτων που εξαρτάται από το αν θα αποφασίσει τελικά να ασχοληθεί με τη διανομή πετρελαιοειδών. Όπως το έθεσε ο Πικής, Π., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στη Medochemie, ανωτέρω, στη σ. 572:
"Το συμφέρον των αιτητών, όπως προσδιορίζεται από τους ίδιους, συναρτάται με τις μελλοντικές προοπτικές της επιχειρηματικής τους δραστηριότητας. Το ενδεχόμενο να προβούν στην κατασκευή φαρμάκων, τα οποία καλύπτονται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, πιθανολογείται ως προοπτική του μέλλοντος. Απολήγει το συμφέρον, το οποίο επικαλούνται, να είναι μελλοντικό και σε μεγάλο βαθμό θεωρητικό. Ελλείπει ολοσχερώς το στοιχείο του άμεσου επηρεασμού υφιστάμενου συμφέροντος, υλικού ή ηθικού, από την απόφαση η οποία προσβάλλεται. Και πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία, στη Γεωργίου ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81, να εξετάσουμε τη φύση του συμφέροντος το οποίο απαιτείται από το Άρθρο 146.2 για τη νομιμοποίηση προσώπου να προσβάλει πράξη ή απόφαση διοικητικής αρχής ή οργάνου.
Το ακόλουθο απόσπασμα είναι αποκαλυπτικό ως προς τη φύση του συμφέροντος το οποίο απαιτείται:
'Ο δυσμενής επηρεασμός του νομιμοποιητικού, για την άσκηση προσφυγής συμφέροντος, πρέπει να προκαλείται κατά το χρόνο έκδοσης της πράξης ή απόφασης. Συνεπώς, το συμφέρον πρέπει να είναι "ενεστώς". Πιθανός μελλοντικός επηρεασμός δεν επενεργεί στο παρόν. Για το λόγο αυτό, η ματαίωση προσδοκίας του μέλλοντος δεν καθιστά την προσφυγή παραδεχτή. Όμως, όπου πλήττεται συμφέρον, δεν παύει να υφίσταται το δικαίωμα για προσφυγή, για το λόγο ότι ο επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, εφόσον καταφαίνεται ότι θα επέλθει με βεβαιότητα. (Βλ. Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, Π.Δ. Δαγτόγλου Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη και συμπληρωμένη 1994, παρα. 537-545.)'"
Ούτε βέβαια θα ήταν η προκειμένη, όπως παρατηρεί και η κα Μαλαχτού, περίπτωση που το μεν συμφέρον θίγεται τώρα ο δε επηρεασμός θα εκδηλωθεί στο μέλλον, όπως στην αναφερόμενη υπόθεση Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Αιτήτρια στην αγόρευση του επιχειρεί να εισάξει αναφορά σε συμφωνία της Αιτήτριας με Γαλλική εταιρεία για συνεργασία στην εμπορία πετρελαιοειδών, ώστε η Αιτήτρια να αποκτά ενεστώς έννομο συμφέρον ως ανταγωνιστής των Mobil και Esso. Εκτός όμως από την άκρα αοριστία της αναφοράς αυτής, είναι δεδομένο ότι, όπως ελέχθη και στη Χαραλάμπους, ανωτέρω, στην οποία παραπέμπει η κα Μαλαχτού, σ. 82:
"... τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαίτησης"
Ομοίως και στη Medochemie, ανωτέρω, στη σ. 572:
"Ορθή υπήρξε η θέση του Δικαστηρίου να εξετάσει το παραδεχτό της προσφυγής, υπό το πρίσμα του συμφέροντος των εφεσειόντων (αιτητών), όπως διαγράφεται σ' αυτή. Η δικογραφία αποτελεί το μέσο στοιχειοθέτησης των προϋποθέσεων για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί του επίδικου θέματος."
Αναφορά σε συμφωνία της Αιτήτριας με Γαλλική εταιρεία δεν γίνεται καθόλου στην προσφυγή και είναι ανεπίτρεπτο να επιχειρείται η εισαγωγή μαρτυρίας μέσω της αγόρευσης, ο σκοπός της οποίας είναι άλλος.
Στην ένσταση εγείρεται και άλλο προδικαστικό θέμα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή καθ' όσον με αυτή απλώς διαπιστώθηκε ότι η ΕΠΑ εστερείτο δικαιοδοσίας να επιληφθεί του θέματος. Το θέμα αυτό δεν αναπτύσσεται στην αγόρευση ως τέτοιο, αφού, όπως η κα Μαλαχτού αναγνωρίζει, η έκβαση του εξαρτάται, επί των δικών του όρων, από την ορθότητα της απόφασης ότι η συγχώνευση ήταν εκτός της δικαιοδοσίας της ΕΠΑ ως θέμα ουσίας της προσφυγής. Δεν είναι ορθό ή αναγκαίο, εν όψει της κατάληξής μου ότι η Αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον, να αποφασίσω τα περαιτέρω αυτά θέματα που αφορούν την ουσία της προσφυγής.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με £500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ της Δημοκρατίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.