ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 903
11 Οκτωβρίου, 2002
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΑΝΤΕΛHΣ ΧΑΣΑΠΗ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 576/2001)
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Ταυτόχρονη επιδοκιμασία και αποδοκιμασία ― Δεν είναι επιτρεπτή από τη νομολογία ― Περιστάσεις εφαρμογής των νομολογιακών πορισμάτων στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Επανεξέταση μετά από ακύρωσή τους ― Κατά πόσο είναι δυνατό και/ή επιβάλλεται να διενεργηθούν προσωπικές συνεντεύξεις κατά την επανεξέταση ― Νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητική Πράξη ― Αιτιολογία ― Ακυρότητα μέρους της αιτιολογίας ― Διάσωση του κύρους της με βάση το εναπομένον έγκυρο μέρος.
Ακυρωτική απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Ενέργεια ― Η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο που κρίθηκε άκυρο από το Δικαστήριο.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Επανεξέταση μετά από ακύρωσή τους ― Κατά πόσο επιβάλλεται αναπομπή στην Συμβουλευτική Επιτροπή ― Περιστάσεις υπό τις οποίες δεν υπήρχε τέτοια υποχρέωση στην κριθείσα περίπτωση.
Έννομο Συμφέρον ― Αιτητή να προσβάλει πράξη από την οποία έχει ωφεληθεί.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσωπικές συνεντεύξεις ― Κριτήρια ― Η επιλογή τους εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια της Ε.Ε.Υ. ― Νόμιμα και επιτρεπτά τα κριτήρια στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προσωπικές συνεντεύξεις ― Παρουσία εκπροσώπου του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης κατά τη διεξαγωγή τους ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε νόμιμη στην κριθείσα περίπτωση.
Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ειδικά το κριτήριο της προσωπικής συνέντευξης και της πείρας με βάση την αρχαιότητα ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στην κριθείσα περίπτωση ― Υπέρμετρη βαρύτητα η οποία αποδόθηκε στο στοιχείο της συνέντευξης και πεπλανημένη κρίση της Ε.Ε.Υ. σχετικά με το στοιχείο της πείρας ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Ο αιτητής προσέβαλε την κατ' επανεξέταση προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Ενώ ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι ο Νόμος 44(Ι)/99 δεν τυγχάνει εφαρμογής, ταυτόχρονα επικαλείται τις πρόνοιες του Άρθρου 37Β (3) και (4) και υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επίκλησή τους. Αυτή η στάση συνιστά αποδοκιμασία και ταυτόχρονα επιδοκιμασία με σκοπό την προσπόριση οφέλους και δεν είναι επιτρεπτή από τη νομολογία μας.
2. Στη συνέχεια θα εξεταστεί η εγκυρότητα της προφορικής εξέτασης με βάση το Νόμο 7(Ι)/97 ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, συνιστά το νομοθετικό καθεστώς το οποίο διέπει το θέμα της προφορικής εξέτασης. Η προφορική εξέταση αποτελεί στοιχείο κρίσης το οποίο απαιτείται από το Νόμο (βλ. το Άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97).
Στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037 στο στάδιο της επανεξέτασης, μετά από ακυρωτική απόφαση, έλαβε χώραν νέα προφορική εξέταση από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Μετά από εκτεταμένη επισκόπηση της σχετικής νομολογίας κρίθηκε ότι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης ήταν αναγκαία κατά την επανεξέταση.
Στην Κοντογιώργη (πιο πάνω) η προφορική εξέταση απαιτείται από το Άρθρο 33(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90). Εδώ απαιτείται από το Άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97. Ισχύει επομένως ο λόγος (ratio) της Κοντογιώργη (πιο πάνω). Ακολουθεί πως η νέα προφορική εξέταση έχει διεξαχθεί νομίμως. Έστω και αν η Ε.Ε.Υ. έχει επικαλεσθεί και το Νόμο 44(Ι)/99 - και όχι μόνο το Νόμο 7(Ι)/97 - η εγκυρότητα της αιτιολογίας διασώζεται με βάση μόνο το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας ήτοι αυτή που αναφέρεται στο Άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97.
3. Θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής:
Εδώ το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης έχει καταστεί στοιχείο ή συντελεστής κρίσεως από το Άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97. Η μη λήψη υπόψη του αποτελέσματος της προσωπικής συνέντευξης σε σχέση με τον υποψήφιο Γιαννακίδη θα είχε σαν συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω της μη στάθμισης όλων των απαιτούμενων κατά νόμο παραγόντων.
Περαιτέρω εφόσον η λήψη υπόψη του αποτελέσματος της προσωπικής συνέντευξης προβλέπεται από το νόμο αποτελεί ένα ουσιώδη και σχετικό παράγοντα στη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου. Η μη λήψη υπόψη ενός σχετικού και ουσιώδους παράγοντα - εδώ του αποτελέσματος της προσωπικής συνέντευξης - οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί η σχετική διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου ασκείται με πλημμελή τρόπο και καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Ορθά και νόμιμα λοιπόν η Ε.Ε.Υ. έχει διενεργήσει νέες προσωπικές συνεντεύξεις κατά την επανεξέταση.
4. Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η τότε έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε γιατί αφορούσε 3 κενές θέσεις «ενώ τώρα έχουμε μόνον 2 κενές θέσεις». Επομένως η Ε.Ε.Υ. όφειλε να ζητήσει νέα έρευνα - έκθεση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που θα έπρεπε να συστήσει μόνο για 2 θέσεις άρα 6 και όχι 9 όπως η τότε έκθεση του 1997.
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί γιατί το Ε.Μ. Πολυβίου δεν ήταν υποψήφιος κατά την επανεξέταση. Επομένως ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να εγείρει θέμα σε σχέση με τον υποψήφιο εκείνο, ούτε και είχε υποχρέωση - η Ε.Ε.Υ. - να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή, γιατί με την ακυρωτική απόφαση δεν είχε διαπιστωθεί οποιαδήποτε πλημμέλεια της Συμβουλευτικής Επιτροπής και γιατί η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο που κρίθηκε άκυρο από το Δικαστήριο. Τέλος ο αιτητής δεν έχει ζημιωθεί από το γεγονός ότι σε περίπτωση παραπομπής του θέματος σε νέα Συμβουλευτική Επιτροπή η τελευταία θα σύστηνε 6 υποψηφίους αντί 9, γιατί έχει ωφεληθεί από το γεγονός της σύστασης 9 υποψηφίων με το να συμπεριληφθεί στον κατάλογο. Δεν έχει επομένως έννομο συμφέρον να προσβάλει πράξη από την οποία έχει ωφεληθεί.
5. Έχει νομολογηθεί ότι η επιλογή των κριτηρίων της προσωπικής συνέντευξης εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ. Η εγκυρότητά τους πρέπει πάντοτε να εξετάζεται σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και ευθύνες της επίδικης θέσης, δυνάμει του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα.
Λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης καθώς και των απαιτούμενων προσόντων, τα κριτήρια που έθεσε εδώ η Ε.Ε.Υ. ήταν από κάθε άποψη νόμιμα και επιτρεπτά.
Ειδικά και σε σχέση με το στοιχείο της γλωσσικής άνεσης αυτό υπαγορεύεται από την παραγ. (2) του σχεδίου υπηρεσίας και κυρίως από την απαίτηση για ανάληψη «εκπαιδευτικών μελετών». Η γλωσσική άνεση αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την εκπόνηση μιας εκπαιδευτικής μελέτης.
Αναφορικά με το στοιχείο της εμφάνισης αυτό έχει σχέση με την προσωπικότητα των υποψηφίων. Η τελευταία αποτελεί στοιχείο απόλυτα σχετικό με την εκτέλεση των διοικητικών καθηκόντων των υποψηφίων.
6. Η παρουσία της κας Κυπριανού επιτρέπεται και από το Νόμο 7(Ι)/97 (βλ. Άρθρο 5(10)). Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε τεθεί και στην Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 450 και είχε απορριφθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και επικυρωθεί από την Ολομέλεια (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.).
Στην παρούσα υπόθεση η κα. Κυπριανού έχει περιγραφεί ως εκπρόσωπος του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Μάλιστα το σχετικό πρακτικό παραπέμπει και στη σχετική επιστολή με την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί η εκπροσώπηση. Ο Νόμος - το Άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97 - επιτρέπει την παρουσία του εκπροσώπου του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Εφόσο το σχετικό πρακτικό παραπέμπει στην επιστολή εξουσιοδότησης λειτουργεί το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο δεν έχει ανατραπεί. Δεν παρίσταται, επομένως, ανάγκη να παρουσιασθεί η επιστολή εξουσιοδότησης.
7. Από την επίδικη απόφαση της Ε.Ε.Υ. προκύπτει σαφώς ότι λήφθηκε υπόψη η καλύτερη απόδοση των Ε.Μ. στην συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία.
Στην παρούσα υπόθεση η υπηρεσία του αιτητή - και των Ε.Μ. - έχει κριθεί από την Ε.Ε.Υ. ως πολύ επαρκής. Το δε κριτήριο των προσόντων, σύμφωνα με την Ε.Ε.Υ., δεν δίνει υπεροχή σε οποιοδήποτε υποψήφιο. Αναφορικά με το κριτήριο της αρχαιότητας τα Ε.Μ. υστερούν σε αρχαιότητα του αιτητή κατά 7 περίπου χρόνια.
Σε σχέση με το στοιχείο της αξίας με αναφορά στην ποιότητα της υπηρεσίας των 3 υποψηφίων ο αιτητής δεν υστερεί των Ε.Μ.. Το κριτήριο των προσόντων δεν δίνει υπεροχή στα Ε.Μ.. Τέλος υπάρχει συντριπτική υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα.
Δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο στοιχείο της απόδοσης των Ε.Μ. στην προφορική εξέταση. Το αποτέλεσμα της συνέντευξης δεν μπορεί να έχει τόση βαρύτητα έστω και σε υψηλόβαθμες θέσεις στην περίπτωση ενός διαχρονικά πολύ επαρκούς υπαλλήλου ο οποίος δεν υστερεί σε υπηρεσιακή επάρκεια και προσόντα των Ε.Μ. και υπερέχει συντριπτικά σε αρχαιότητα. Το αποτέλεσμα μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης δεν μπορεί να εξουδετερώνει και εκμηδενίζει μια πολύχρονη υπηρεσία, η οποία έχει χαρακτηρισθεί από την ίδια την Ε.Ε.Υ. ως πολύ επαρκής και να διαμορφώνει τόσο αποφασιστικά την τελική κρίση της Ε.Ε.Υ., ιδίως όταν έχει παραγνωρισθεί η αρχαιότητα του αιτητή, η οποία φτάνει μέχρι περίπου τα 7 χρόνια και ιδίως όταν τα Ε.Μ. δεν υπερέχουν σε υπηρεσιακή επάρκεια και προσόντα. Η Ε.Ε.Υ. έχει επομένως ενεργήσει καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Η απόφαση της ακυρώνεται γι' αυτό το λόγο.
8. Στη διαδικασία αιτιολόγησης της επιλογής των δύο Ε.Μ. η Ε.Ε.Υ. αναφέρθηκε σε νομολογία που έχει ασχοληθεί με την έννοια του όρου «πείρα». Αυτό που προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι η μακρά υπηρεσία δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η διάρκεια της υπηρεσίας αλλά τα αποτελέσματα της δουλειάς των υποψηφίων και η ένταση με την οποία ασχολούνται με ένα συγκεκριμένο τομέα εργασίας, με άλλα λόγια η ποιότητα της εργασίας.
Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Ε.Υ. έχει διαπιστώσει ότι η υπηρεσία των 3 υποψηφίων «ήταν πολύ επαρκής». Δεν έχει διαπιστώσει υπεροχή των Ε.Μ. αναφορικά με τον τομέα της υπηρεσιακής επάρκειας. Αυτή η διαπίστωση από μόνη της είναι ικανή να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι 3 υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε ό,τι αφορά την ποιότητα της εργασίας τους, τα αποτελέσματα της δουλειάς τους και την ένταση με την οποία είχαν καταπιαστεί με το συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι προκειμένου περί υποψηφίων οι οποίοι είναι ισοδύναμοι σε υπηρεσιακή επάρκεια ο υποψήφιος ο οποίος υπερέχει σε διάρκεια υπηρεσίας έχει περισσότερη πείρα. Ωστόσο η Ε.Ε.Υ. έκρινε ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι συνυποψήφιοι των δύο - Ε.Μ. - ως αρχαιότεροι έχουν περισσότερη πείρα. Η πιο πάνω κρίση της Ε.Ε.Υ. αναφορικά με το στοιχείο της πείρας είναι πεπλανημένη. Συνιστά μια νομικά πλημμελή αιτιολογία. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι' αυτό το λόγο.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Γιαννακίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 931/97 κ.ά., ημερ. 6.10.2000,
Ηλία κ.ά. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884,
Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037,
Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562,
Yerasimou v. Republic (1978) 3 C.L.R. 267,
Makris v. Republic (1968) 3 C.L.R. 508,
Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245,
Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134,
Yiallourides a.o. v. Republic (1969) 3 C.L.R. 379,
Frangides a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90,
Cyprus Cement Co Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 486,
Xapolytos a.o. v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703,
Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519,
Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732,
Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341,
Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,
Δημοκρατία κ.ά. v. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316,
Δημητρίου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102,
Κωνσταντινίδου v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 450,
Σαμουήλ v. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου (2000) 4 Α.Α.Δ. 856,
Δημοκρατία v. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
Ektorides v. Republic (1986) 3(C) C.L.R. 2198,
Κόκκινου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 166/2002, ημερ. 11.7.2002,
Νικολαΐδη κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 549,
Πούρος κ.ά. v. Χ"Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,
Σολωμού v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 881,
Χατζηλουκά v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643,
HadjiSavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76,
Anthoupolis Akinita Ltd a.o. v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ε. Καρακάννα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 1.
Π. Κυπριανού για Α. Παπαχαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος αρ. 2.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με απόφαση του ημερ. 6.10.2000 (η ακυρωτική απόφαση) στις Προσφυγές Αρ. 931/97, 591/98 και 597/98) το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την προαγωγή των Δημήτριου Πετράκη και Πολύβιου Πολυβίου στη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης (η επίδικη θέση) (βλ. Γιαννακίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 931/97 κ.ά. ημερ. 6.10.2000). Οι λόγοι ακύρωσης ήταν οι εξής:
(α) Η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Ε.Ε.Υ.) να αποκλείσει τον αιτητή Γιαννακίδη από τον τελικό κατάλογο έπασχε λόγω πεπλανημένης αιτιολογίας.
(β) Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. ότι τα Ε.Μ. υπερέχουν «σε αξία ή/και αρχαιότητα» των αιτητών Χασάπη και Δημητριάδου επάσχε από πλάνη η οποία ήταν ουσιώδης και είχε επιδράσει στην τελική κρίση της Ε.Ε.Υ..
(γ) Έλλειψη έρευνας αναφορικά με την κατοχή από το Ε.Μ. Πολυβίου του προσόντος της πολύ καλής γνώσης της Αγγλικής γλώσσας.
Μετά την ακυρωτική απόφαση η Ε.Ε.Υ. επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης στη συνεδρία της ημερ. 25.1.2001 και αποφάσισε την προαγωγή των Ανδρέα Βλάμη και Δημήτρη Πετράκη (τα Ε.Μ.) στην επίδικη θέση.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής, ο οποίος ήταν υποψήφιος για προαγωγή στην επίδικη θέση, επιδιώκει την ακύρωση της προαγωγής των Ε.Μ..
Οι λόγοι ακύρωσης.
Πρώτος λόγος ακύρωσης - Η απόφαση της Ε.Ε.Υ. για διεξαγωγή νέων συνεντεύξεων κατά την επανεξέταση είναι παράνομη, προϊόν πλάνης και άκυρη.
Το πραγματικό υπόβαθρο που σχετίζεται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης έχει ως εξής:
Στη συνεδρία της ημερ. 9.11.2000 η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να «προχωρήσει στην επανεξέταση της πλήρωσης των πιο πάνω θέσεων, που κενώθηκαν, υπό το φως των ευρημάτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά την ημερομηνία λήψης της ακυρωθείσας απόφασης».
Στη συνεδρία της ημερ. 15.1.2001 η Ε.Ε.Υ. ετοίμασε τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων. Ακολούθως αποφάσισε, «σύμφωνα με το εδάφιο 10 του άρθρου 5* του περί Διενέργειας Προαγωγών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1997 (Νόμος 7(Ι)/97)», να καλέσει τους υποψηφίους που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο σε προσωπική συνέντευξη στις 25 Ιανουαρίου 2001. Αποφάσισε, επίσης, όπως η επανεξέταση γίνει με «βάση τις πρόνοιες των εδαφίων (1), (2), (3) και (4)** του Τροποποιητικού Νόμου 44(Ι)/99». Περαιτέρω αποφάσισε ότι «δεν μπορεί να λάβει υπόψη της την εντύπωση που αποκόμισε κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις του ουσιώδους χρόνου, διότι στον τελικό κατάλογο που ετοίμασε συμπεριέλαβε τον υποψήφιο Αναστάσιο Γιαννακίδη, ο οποίος δεν είχε συμπεριληφθεί στον τελικό κατάλογο της προηγούμενης Επιτροπής και δεν είχε κληθεί σε συνέντευξη».
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε:
(α) Ο Νόμος 44(Ι)/99 «δεν αφορά το Νόμο 7(Ι)/97 με βάση τον οποίο έπρεπε να γίνει η επανεξέταση».
(β) Η Ε.Ε.Υ. έχει δικαίωμα να καλέσει τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη εκ νέου «μόνο εάν η ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε κρίνει νομικά ελαττωματική την τότε προσωπική συνέντευξη».
(γ) Η ακυρωτική απόφαση «αποφάσισε ακύρωση με βάση άλλους λόγους». Επομένως με βάση τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 37Β του Νόμου 44(Ι)/99 τα οποία η ίδια η Ε.Ε.Υ. ανέφερε ότι εφάρμοσε δεν μπορούσε να διενεργήσει νέες προσωπικές συνεντεύξεις, αφού οι παλαιές δεν είχαν θιγεί από την ακυρωτική απόφαση.
(δ) Οι επίδικες προσωπικές συνεντεύξεις «ήσαν αναμφίβολα εκτός του νομικού (Ν. 7(Ι)/97) και πραγματικού καθεστώτος του ουσιώδους χρόνου κατά παράβαση του δεδικασμένου και των αρχών της επανεξέτασης.»
Παρατηρώ: Ενώ ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ότι ο Νόμος 44(Ι)/99 δεν τυγχάνει εφαρμογής (βλ. παραγ. (α), πιο πάνω) ταυτόχρονα επικαλείται τις πρόνοιες του άρθρου 37Β (3) και (4) και υποστηρίζει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την επίκληση τους. Αυτή η στάση συνιστά αποδοκιμασία και ταυτόχρονα επιδοκιμασία με σκοπό την προσπόριση οφέλους και δεν είναι επιτρεπτή από τη νομολογία μας (βλ. Ηλία κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 884 - απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας).
Στη συνέχεια θα εξεταστεί η εγκυρότητα της προφορικής εξέτασης με βάση το Νόμο 7(Ι)/97 ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, συνιστά το νομοθετικό καθεστώς το οποίο διέπει το θέμα της προφορικής εξέτασης. Η προφορική εξέταση αποτελεί στοιχείο κρίσης το οποίο απαιτείται από το Νόμο (βλ. το πιο πάνω άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97).
Στη Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037 στο στάδιο της επανεξέτασης, μετά από ακυρωτική απόφαση, έλαβε χώραν νέα προφορική εξέταση από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Μετά από εκτεταμένη επισκόπηση της σχετικής νομολογίας κρίθηκε ότι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης ήταν αναγκαία κατά την επανεξέταση. Στην απόφαση της πλειοψηφίας η οποία ετοιμάσθηκε από τον Νικολάου, Δ., το θέμα τέθηκε ως εξής:
«Κατά τη γνώμη μας, τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου νόημα έχουν και ισχύουν στην έκταση που καλύπτουν τις ανάγκες της υπόθεσης. Αν υπολείπονται του νομοθετικά προβλεπόμενου συνόλου των στοιχείων κρίσης, συμπληρώνονται όσο καλύτερα οι περιστάσεις το επιτρέπουν. Το αντικείμενο εξακολουθεί να ανατρέχει στο χρόνο της πρώτης εξέτασης με αναφορά στον οποίο διεξάγονται τα περαιτέρω, όσο είναι ανθρωπίνως δυνατό, αφού ο χρόνος μπορεί να επιδράσει στις δυνατότητες των υποψηφίων - στην προσωπικότητα, γνώση, εμπειρία τους κτλ. - και μπορεί εξάλλου να μεσολαβεί μια νέα υποκειμενικότητα άποψης και κρίσης όπου τον λόγο έχουν πλέον άλλα πρόσωπα, δηλαδή, νέος προϊστάμενος ή νέα μέλη του αποφασίζοντος οργάνου.
........................................................................................................
Καταλήγουμε λοιπόν ότι η διεξαγωγή προφορικής εξέτασης από την Ε.Ε.Υ. ήταν αναγκαία κατά την επανεξέταση. Διαφορετικά η επανεξέταση θα απέληγε σε διορισμό κατά παράβαση επιτακτικής νομοθετικής πρόνοιας. Η πρωτόδικο άποψη θα πρέπει επομένως να παραμεριστεί.»
Στην Κοντογιώργη (πιο πάνω) η προφορική εξέταση απαιτείται από το άρθρο 33(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90). Εδώ απαιτείται από το άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97. Ισχύει επομένως ο λόγος (ratio) της Κοντογιώργη (πιο πάνω). Ακολουθεί πως η νέα προφορική εξέταση έχει διεξαχθεί νομίμως. Έστω και αν η Ε.Ε.Υ. έχει επικαλεσθεί και το Νόμο 44(Ι)/99 - και όχι μόνο το Νόμο 7(Ι)/97 - η εγκυρότητα της αιτιολογίας διασώζεται με βάση μόνο το πρώτο σκέλος της αιτιολογίας ήτοι αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97 (Pikis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 562, Yerasimou v. Republic (1978) 3 C.L.R. 267).
Θα πρέπει να προστεθούν και τα εξής:
Εδώ το αποτέλεσμα της προσωπικής συνέντευξης έχει καταστεί στοιχείο ή συντελεστής κρίσεως από το άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97. Η μη λήψη υπόψη του αποτελέσματος της προσωπικής συνέντευξης σε σχέση με τον υποψήφιο Γιαννακίδη θα είχε σαν συνέπεια την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω της «μη στάθμισης όλων των απαιτούμενων κατά νόμο παραγόντων (βλ. Ιωάννη Σαρμά «Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 132).
Περαιτέρω εφόσον η λήψη υπόψη του αποτελέσματος της προσωπικής συνέντευξης προβλέπεται από το νόμο αποτελεί ένα ουσιώδη και σχετικό παράγοντα στη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψηφίου. Η μη λήψη υπόψη ενός σχετικού και ουσιώδους παράγοντα - εδώ του αποτελέσματος της προσωπικής συνέντευξης - οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης γιατί η σχετική διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου ασκείται με πλημμελή τρόπο και καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Makris v. Republic (1968) 3 C.L.R. 508, Iordanou v. Republic (1967) 3 C.L.R. 245, Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134, Yiallourides a.o. v. Republic (1969) 3 C.L.R. 379, Frangides a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 90, Cyprus Cement Co. Ltd v. Republic (1973) 3 C.L.R. 486, Xapolytos a.o. v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732 και Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341).
Ορθά και νόμιμα λοιπόν η Ε.Ε.Υ. έχει διενεργήσει νέες προσωπικές συνεντεύξεις.
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε.
Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η τότε έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έπασχε γιατί αφορούσε 3 κενές θέσεις «ενώ τώρα έχουμε μόνον 2 κενές θέσεις». Η διαπιστωθείσα από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Γιαννακίδη (πιο πάνω) έλλειψη δέουσας έρευνας για το Ε.Μ. Πολυβίου αφορούσε και την τότε έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής την οποία συμπαρέσυρε σε ακύρωση. Επομένως - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - η «Ε.Ε.Υ. όφειλε να ζητήσει νέα έρευνα - έκθεση από τη Συμβουλευτική Επιτροπή που θα έπρεπε να συστήσει μόνο για 2 θέσεις άρα 6 και όχι 9 όπως η τότε έκθεση του 1997».
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί γιατί ο κ. Πολυβίου δεν ήταν υποψήφιος κατά την επανεξέταση. Επομένως ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον να εγείρει θέμα σε σχέση με τον υποψήφιο εκείνο, ούτε και είχε υποχρέωση - η Ε.Ε.Υ. - να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή γιατί με την ακυρωτική απόφαση δεν είχε διαπιστωθεί οποιαδήποτε πλημμέλεια της Συμβουλευτικής Επιτροπής και γιατί η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο που κρίθηκε άκυρο από το Δικαστήριο (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517). Τέλος ο αιτητής δεν έχει ζημιωθεί από το γεγονός ότι σε περίπτωση παραπομπής του θέματος σε νέα Συμβουλευτική Επιτροπή η τελευταία θα σύστηνε 6 υποψηφίους αντί 9, γιατί έχει ωφεληθεί από το γεγονός της σύστασης 9 υποψηφίων με το να συμπεριληφθεί στον κατάλογο. Δεν έχει επομένως έννομο συμφέρον να προσβάλει πράξη από την οποία έχει ωφεληθεί.
Τρίτος λόγος ακύρωσης - Τα κριτήρια της προσωπικής συνέντευξης ήταν εξωγενή.
Το πραγματικό βάθρο του πιο πάνω λόγου ακύρωσης έχει ως εξής:
Στη συνεδρία της ημερ. 15.1.2001 η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε ότι για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις θα ληφθούν υπόψη τα πιο κάτω κριτήρια που ίσχυαν και κατά τις συνεντεύξεις του ουσιώδους χρόνου:
«................................................................................................
11.1 Βαθμός ενημέρωσης σε θέματα της εκπαίδευσης και σε οργανωτικά και διοικητικά θέματα της Δημοτικής Εκπαίδευσης.
11.2 Βαθμός ενημέρωσης πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα.
11.3 Γνώση ευθυνών και καθηκόντων του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων.
11.4 Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων.
11.5 Μεθοδική τεκμηρίωση των απόψεων.
11.6 Εμφάνιση και προσωπικότητα.»
Στην ίδια συνεδρία αποφασίσθηκαν και τα εξής:
«13. Για την ίση μεταχείριση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη θα χρησιμοποιηθούν παράλληλες ερωτήσεις στους ακόλουθους τομείς:
13.1 Σύγχρονες εξελίξεις σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα (σχετικά άρθρα και βιβλία που μελέτησαν, ανάλυση βασικών ιδεών που αναφέρονται στα εν λόγω άρθρα και βιβλία και των προεκτάσεων τους στην εκπαίδευση).
13.2 Ευθύνες και καθήκοντα του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, ενέργειες και αποφάσεις σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, δραστηριότητες προγραμματισμού και αξιολόγησης εκπαιδευτικών λειτουργών και σχολικής μονάδας.
13.3 Οργανωτικά και διοικητικά θέματα της Δημοτικής Εκπαίδευσης (ανάλυση οργανωτικών και διοικητικών προβλημάτων και εναλλακτικές σκέψεις για τη λύση τους).
Αναμένεται ότι οι απαντήσεις σε ερωτήσεις που σχετίζονται με τους παραπάνω τομείς θα παράσχουν αρκετές ενδείξεις για να αξιολογηθεί η επάρκεια των υποψηφίων και στα έξι κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 2.»
Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι τα κριτήρια και οι τομείς εξέτασης που καθόρισε η Ε.Ε.Υ. με βάση τα οποία διεξήχθηκαν οι συνεντεύξεις «και τα οποία ήταν μεταγενέστερα του ουσιώδους χρόνου, έξω από ότι ο Νόμος 7(Ι)/97 πρόβλεπε τέθηκαν αυθαίρετα χωρίς να προειδοποιηθούν οι επανεξετασθέντες». Ο κ. Αγγελίδης αναφέρθηκε ειδικά στα στοιχεία της «γλωσσικής άνεσης και της εμφάνισης» για να υποστηρίξει ότι ήταν εξωγενή και απόλυτα άσχετα προς τα απαιτούμενα «υπό του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα ή τα κριτήρια επιλογής (αρχαιότητα, προσόντα, αξία) του Νόμου».
Έχει νομολογηθεί ότι η επιλογή των κριτηρίων εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ. (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 102). Η εγκυρότητά τους πρέπει πάντοτε να εξετάζεται σε συνάρτηση με τα καθήκοντα και ευθύνες* της επίδικης θέσης, δυνάμει του οικείου σχεδίου υπηρεσίας, καθώς και τα απαιτούμενα προσόντα*.
Λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων και ευθυνών της θέσης καθώς και των απαιτούμενων προσόντων, κρίνω πως τα κριτήρια που έθεσε η Ε.Ε.Υ. ήταν από κάθε άποψη νόμιμα και επιτρεπτά.
Ειδικά και σε σχέση με το στοιχείο της γλωσσικής άνεσης το οποίο έχει επικαλεσθεί ο κ. Αγγελίδης αυτό υπαγορεύεται από την παραγ. (2) του σχεδίου υπηρεσίας και κυρίως από την απαίτηση για ανάληψη «εκπαιδευτικών μελετών». Θεωρώ ότι η γλωσσική άνεση αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την εκπόνηση μιας εκπαιδευτικής μελέτης.
Αναφορικά με το στοιχείο της εμφάνισης αυτό έχει σχέση με την προσωπικότητα των υποψηφίων. Η τελευταία αποτελεί στοιχείο απόλυτα σχετικό με την εκτέλεση των διοικητικών καθηκόντων των υποψηφίων (βλ. παραγ. (2) του σχεδίου υπηρεσίας). Ακολουθεί πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Η παρουσία της κας Αικατερίνης Κυπριανού στις συνεντεύξεις ήταν παράνομη.
Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης φαίνονται στα πρακτικά της συνεδρίας της ημερ. 25.1.2001. Τα παραθέτω:
«2. Στις συνεντεύξεις παρίσταται η κα. Αικατερίνη Κυπριανού, Πρώτος Λειτουργός Εκπαίδευσης, ως εκπρόσωπος του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης (βλ. έγγραφο με αρ. ΥΠΠ. 111/87/7Π και ημερ. 22.1.2001). Η κα. Κυπριανού, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(9) των περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων 1969 έως (αρ. 4) του 2000, εκφέρει τις κρίσεις της για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές ως ακολούθως:
1525Π Βλάμης Ανδρέας Πάρα Πολύ Καλά+
2879 Γιαννακίδης Αναστάσιος Μέτρια
3567 Δημητριάδου-
Παπαγαβριήλ Μαρία Πολύ Καλά
1526Π Παπανικολάου Νικόλαος Πολύ Καλά
1529Π Πετράκης Δημήτρης Πάρα Πολύ Καλά+
2944 Χασάπης Παντελής Μέτρια
3. Μετά την αποχώρηση της κας Αικ. Κυπριανού, η Επιτροπή προβαίνει στην αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις, με βάση τα κριτήρια που ορίζονται στη νομοθεσία (βλ. άρθρο 35Β(10) (β) και όπως αυτά καθορίστηκαν ειδικότερα στη συνεδρία της 8/2001 με ημερ. 15.1.2001.»
Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η παρουσία «του μη αρμόδιου Λειτουργού (κα. Κυπριανού) ως δήθεν εκπροσώπου του Διευθυντή κατά το άρθρο 35Β (α) οδηγεί σε ακύρωση αφού δεν εφαρμόζετο το άρθρο αυτό. Η υπό εξέταση διαδικασία αφορούσε τον ξεχωριστό για τη Δημοτική Εκπαίδευση Νόμο 7(Ι)/97». Ούτε, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, «υπάρχει θέμα εξουσιοδότησης ενώπιον της Ε.Ε.Υ.».
Η παρουσία της κας Κυπριανού επιτρέπεται και από το Νόμο 7(Ι)/97 (βλ. άρθρο 5(10)) τον οποίο έχει επικαλεσθεί ο κ. Αγγελίδης. Παρόμοιος λόγος ακύρωσης είχε τεθεί και στην Κωνσταντινίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 450 και είχε απορριφθεί από το Πρωτόδικο Δικαστήριο και επικυρωθεί από την Ολομέλεια (απόφαση Κωνσταντινίδη, Δ.). Παραθέτω την προσέγγιση της Ολομέλειας:
«Η συμμετοχή του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης
Σύμφωνα με το άρθρο 5(10) του Ν. 7(Ι)/97 'κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές'. Κατά την εισήγηση, ο Α. Λοϊζίδης που διατύπωσε κρίση ως προς την απόδοση των υποψηφίων, δεν ήταν εξουσιοδοτημένος και αυτό συνιστούσε αιτία ακυρότητας όλης της διαδικασίας. Πρωτοδίκως επισημάνθηκε το τεκμήριο της κανονικότητας που λειτουργεί στη σφαίρα του διοικητικού δικαίου και, στην απουσία στοιχείων που θα το ανέτρεπαν ή θα το έκαμπταν, το βάρος της προσκόμισης των οποίων έφερε η εφεσείουσα, με παραπομπή και στην απόφαση του Νικολάου, Δ., στην Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 951, ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αβάσιμος. Σχετική είναι και η απόφαση του Αρτεμίδη, Δ., στην Ιωάννου ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 158 την οποία επικαλέστηκε ενώπιόν μας η εφεσίβλητη.
Είναι η εισήγηση της εφεσείουσας πως ήταν εικασία του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η θεώρηση του Α. Λοϊζίδη ως εκπροσώπου των ενδιαφερομένων. Όπως προτείνει, θα έπρεπε να υπάρχει και να φαίνεται στα πρακτικά πράξη εξουσιοδότησής του. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται παρέμβασή μας. Πράγματι λειτουργεί εδώ και δεν ανετράπη το τεκμήριο της κανονικότητας και σημειώνουμε πως στα πρακτικά καταγράφεται ότι, μετά τη συνέντευξη, ο Α. Λοϊζίδης προέβη στις κρίσεις του σύμφωνα με το άρθρο 5(10) του πιο πάνω Νόμου. Επομένως, με κατ' ευθείαν παραπομπή στην ιδιότητά του ως εκπροσώπου, όπως ο Νόμος ορίζει.»
Στην παρούσα υπόθεση η κα. Κυπριανού έχει περιγραφεί ως εκπρόσωπος του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Μάλιστα το σχετικό πρακτικό παραπέμπει και στη σχετική επιστολή με την οποία έχει εξουσιοδοτηθεί η εκπροσώπηση. Ο Νόμος - το άρθρο 5(10) του Νόμου 7(Ι)/97 - επιτρέπει την παρουσία του εκπροσώπου του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Εφόσο το σχετικό πρακτικό παραπέμπει στην επιστολή εξουσιοδότησης λειτουργεί το τεκμήριο της κανονικότητας, το οποίο δεν έχει ανατραπεί. Δεν παρίσταται, επομένως, ανάγκη να παρουσιασθεί η επιστολή εξουσιοδότησης. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Πέμπτος λόγος ακύρωσης - Πάσχει και από μόνη της η απόφαση της Ε.Ε.Υ..
Τα γεγονότα που σχετίζονται με τον πιο πάνω λόγο ακύρωσης φαίνονται στα πρακτικά της συνεδρίας της Ε.Ε.Υ. ημερ. 25.1.2001.
Η Ε.Ε.Υ. προσέγγισε ως εξής το κριτήριο της αξίας:
«4.1 Αξία: Για την επιμέτρηση της αξίας η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου και του φακέλου υπηρεσιακών εκθέσεων (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι βαθμολογίες που περιέχονται στις υπηρεσιακές εκθέσεις, για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω (βλ. πρακτικά 15.1.2001, παράγραφος (4) και, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους, την εντύπωση που αποκόμισε κατά την προσωπική συνέντευξη.
4.1.1. Από τη μελέτη των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων προκύπτουν τα παράκατω:
4.1.1.1. Όλοι οι υποψήφιοι υπηρέτησαν το εκπαιδευτικό σύστημα από τη θέση δασκάλου, βοηθού διευθυντή και διευθυντή σχολείου. Η υπηρεσία τους αυτή κρίθηκε με τα εκάστοτε ισχύοντα κριτήρια πολύ επαρκής, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου υπηρεσιακών εκθέσεων. (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)
4.1.1.2. Όλοι οι υποψήφιοι προχώρησαν σε περαιτέρω σπουδές και απέκτησαν επιπρόσθετα προσόντα. Ως προς τα εν λόγω προσόντα ξεχωρίζουν οι Ανδρέας Βλάμης, Μαρία Δημητριάδου-Παπαγαβριήλ, Νίκος Παπανικολάου και Δημήτριος Πετράκης γιατί αυτά είναι ιδιαιτέρως σχετικά είτε με τη διοίκηση της εκπαίδευσης είτε σχετικά με την εκπαίδευση.
4.1.1.3. Οι υποψήφιοι Ανδρέας Βλάμης και Δημήτριος Πετράκης υπερτερούν των άλλων υποψηφίων ως προς την κοινωνική και πολιτιστική δράση. Στον προσωπικό φάκελο του κου Ανδρέα Βλάμη υπάρχουν τρεις συγχαρητήριες επιστολές του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης για την εν λόγω δράση. Προκύπτει επίσης ότι ο εν λόγω υποψήφιος έχει συγγραφική δράση (8 θεατρικά έργα). Στο ενεργητικό του κου Δ. Πετράκη συγκαταλέγονται η συνδικαλιστική του δράση και μια συγχαρητήρια επιστολή του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης.
4.1.2. Με βάση την απόδοση στη συνέντευξη οι υποψήφιοι κατατάσσονται ως ακολούθως:
Πάρα Πολύ Καλά+ Βλάμης Ανδρέας (Ε.Μ.)
Πετράκης Δημήτρης (Ε.Μ.)
Καλά+ Δημητριάδου-Παπαγαβριήλ
Μαρία (Αιτήρια στην Προσ. 577/2001)
Παπανικολάου Νικόλαος
Καλά Χασάπης Παντελής (Αιτητής
στην Προσ. 576/2001)
Μέτρια Γιαννακίδης Αναστάσιος
4.1.3 Λαμβάνοντας υπόψη και την απόδοση στη συνέντευξη ως συμπληρωματικού στοιχείου κρίσης για την αξία, στοιχείο το οποίο η Επιτροπή κρίνει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη δεδομένου ότι η θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης είναι υψηλόβαθμη στην ιεραρχία της Δημοτικής Εκπαίδευσης και πως η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων της προϋποθέτει πρόσωπα που γνωρίζουν τις σύγχρονες τάσεις στη δημοτική εκπαίδευση και τα οποία διαθέτουν προσωπικότητα, οι υποψήφιοι Ανδρέας Βλάμης και Δημήτριος Πετράκης υπερτερούν των συνυποψηφίων τους.»
Αφού κατέγραψε τα προσόντα των υποψηφίων η Ε.Ε.Υ. ασχολήθηκε με τη συνεκτίμηση των τριών νόμιμων κριτηρίων - αξία, προσόντα, αρχαιότητα. Διαπίστωσε τα ακόλουθα:
«5.1 Στο κριτήριο 'αξία', όπως αυτό εκφράζεται μέσα από το περιεχόμενο του προσωπικού φακέλου, του φακέλου υπηρεσιακών εκθέσεων και την απόδοση στη συνέντευξη, επικρατέστεροι υποψήφιοι είναι οι ακόλουθοι:
Βλάμης Ανδρέας (Ε.Μ.)
Πετράκης Δημήτριος (Ε.Μ.)
Είναι η θέση της Επιτροπής ότι για υψηλόβαθμες θέσεις στην ιεραρχία της εκπαίδευσης, όπως είναι η θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, η διακριτική της ευχέρεια είναι ευρεία και για το λόγο αυτό η Επιτροπή προσδίδει στο στοιχείο της αξίας ιδιαίτερη βαρύτητα. Σημειώνεται ότι στο κριτήριο αυτό συμψηφίζεται η αξία όπως εκφράζεται στον προσωπικό φάκελο και το φάκελο υπηρεσιακών εκθέσεων και η απόδοση στη συνέντευξη, όπως κρίθηκε με κριτήρια ιδιαιτέρως σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Ανάμεσα στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνονται ο βαθμός ενημέρωσης σε εκπαιδευτικά θέματα, η κατανόηση των ευθυνών και καθηκόντων της θέσης, η δεξιότητα επικοινωνίας και η προσωπικότητα (άνετη παρουσία, προσαρμοστικότητα, ευελιξία). Κρίνεται ότι η άσκηση συμβουλευτικού και καθοδηγητικού έργου, η επιθεώρηση σχολείων, η οργάνωση και διεξαγωγή συνεδρίων και η οργάνωση και διεξαγωγή ερευνών, όπως προνοεί το οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας, απαιτούν άτομο με ισχυρή προσωπικότητα και πλήρως ενημερωμένο σε εκπαιδευτικά θέματα.»
Ακολούθως η Ε.Ε.Υ. ασχολήθηκε με τα κριτήρια της αρχαιότητας και των προσόντων. Παραθέτω τις σχετικές διαπιστώσεις της:
5.2 Στο κριτήριο 'αρχαιότητα' υπερέχει ο Παντελής Χασάπης και η Δημητριάδου-Παπαγαβριήλ Μαρία. Είναι η άποψη της Επιτροπής ότι η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία για υψηλόβαθμες θέσεις όπως αυτή του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης και μάλιστα όταν η θέση προκηρύσσεται ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, η νομολογία δέχεται πως η σημασία της αρχαιότητας είναι περιορισμένη.
5.3 Από τη μελέτη των προσόντων προκύπτει ότι επιπρόσθετα προσόντα (σε επίπεδο Masters) έχουν οι υποψήφιοι Δημητριάδου-Παπαγαβριήλ Μαρία και Πετράκης Δημήτριος. Επιπρόσθετα προσόντα σε επίπεδο B.Ed. έχει ο Βλάμης Ανδρέας. Ανάλογο με το B.Ed. προσόν έχει ο Παπανικολάου Νίκος. Η μονοετής μετεκπαίδευση του Αναστάσιου Γιαννακίδη ως επιπρόσθετο προσόν αφορά πρόγραμμα παρακολούθησης και όχι προγράμματος με εξετάσεις. Τα επιπρόσθετα προσόντα του Παντελή Χασάπη (πτυχίο Πολιτικής Επιστημών και πιστοποιητικό μελισσοκομίας) είναι μερικώς σχετικά με τα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης. Τα παραπάνω προσόντα έχουν οριακή σημασία, αφού το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν προνοεί ότι αυτά αποτελούν πλεονέκτημα. Είναι νομολογημένο άλλωστε (βλ. Σαμουήλ ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης Κύπρου (2000) 4 Α.Α.Δ. 856) ότι 'μεταπτυχιακά προσόντα πέραν των απαιτούμενων από το σχέδιο υπηρεσίας είναι γνωστό ότι δεν μπορούν να προσδώσουν υπεροχή σ' αυτόν που τα κατέχει'.»
Με βάση τα ανωτέρω, η Ε.Ε.Υ. έκρινε ότι επικρατέστεροι υποψήφιοι για τη θέση είναι οι Ανδρέας Βλάμης και Δημήτρης Πετράκης. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στο παρακάτω σκεπτικό:
«5.4.1 Οι υποψήφιοι Δημήτρης Πετράκης και Ανδρέας Βλάμης υπερτερούν όλων των μη προαχθέντων στο κριτήριο της αξίας.
5.4.2 Το κριτήριο των προσόντων δεν δίνει υπεροχή σε οποιοδήποτε υποψήφιο (Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου). Γεγονός παραμένει ωστόσο ότι οι δύο προτεινόμενοι για προαγωγή δεν υστερούν σε προσόντα έναντι των συνυποψηφίων τους.
5.4.3 Οι δύο προτεινόμενοι για προαγωγή υστερούν σε αρχαιότητα έναντι του κου Παντελή Χασάπη κατά 6 χρόνια, 11 μήνες και 14 ημέρες, έναντι της κας Μαρίας Δημητριάδου-Παπαγαβριήλ κατά 3 χρόνια και έναντι του κου Ανάστασιου Γιαννακίδη και Νίκου Παπανικολάου κατά 2 χρόνια. Το κρίσιμο ερώτημα, συνεπώς, που αντιμετωπίζει η Επιτροπή είναι κατά πόσο η πιο πάνω υπεροχή σε αρχαιότητα υπερσκελίζει την υπεροχή σε αξία των κ.κ. Ανδρέα Βλάμη και Δημήτριου Πετράκη. Η Επιτροπή απαντά αρνητικά στο ερώτημα αυτό. Έχει ενώπιόν της όλα τα στοιχεία των αιτητών και προβαίνει στις ανάλογες συγκρίσεις. Λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η επίδικη θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία της δημοτικής εκπαίδευσης (Τρίτη κατά σειρά μετά το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης και τον Πρώτο Λειτουργό Δημοτικής Εκπαίδευσης). Λαμβάνει επίσης υπόψη το γεγονός ότι η θέση προκηρύχθηκε ως θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Σύμφωνα με τη νομολογία, οι θέσεις πρώτου διορισμου και προαγωγής, μεταξύ άλλων, έχουν σκοπό να προσελκύσουν ικανούς υποψηφίους πράγμα που καθιστά περιορισμένης σημασίας το στοιχείο της αρχαιότητας. Στη Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 αναφέρονται τα εξής:
'.... Η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την αρχαιότητα του εφεσίβλητου, στην οποία έκαμε ειδική αναφορά. Παρατήρησε όμως ορθά, ότι η αρχαιότητα για σκοπούς πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής αποτελεί στοιχείο περιορισμένης σημασίας, ιδιαίτερα για διευθυντικές θέσεις όπως η παρούσα περίπτωση. Η Επιτροπή καθήκον είχε να συνεκτιμήσει όλα τα στοιχεία για την επιλογή του καλύτερου υποψηφίου.'
Ανάλογη υπήρξε η θέση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην Ektorides v. Republic (1986) 3(C) C.L.R. 2198.»
Η Ε.Ε.Υ. ασχολήθηκε και με το θέμα της πείρας των υποψηφίων. Έκρινε ότι οι συνυποψήφιοι των Ε.Μ., ως αρχαιότεροι στην υπηρεσία, δεν είχαν περισσότεροι πείρα. Καταγράφω το σκεπτικό της:
«Ούτε και μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι συνυποψήφιοι των προτεινομένων είχαν, ως αρχαιότεροι στην υπηρεσία, περισσότερη πείρα. Όλοι οι υποψήφιοι ήταν διευθυντές σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης κατά τον ουσιώδη χρόνο και ασκούσαν καθήκοντα διαφορετικά από αυτά που περιλαμβάνει η επίδικη θέση. Αλλά και αυτό να ληφθεί υπόψη, δηλαδή ο χρόνος υπηρεσίας στην προηγούμενη θέση, και πάλι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι συνυποψήφιοι των δύο ως αρχαιότεροι έχουν περισσότερη πείρα. Στη Σαμουήλ ν. Αρχής Βιομηχανικής Κατάρτισης (2000) 4 Α.Α.Δ. 856, σελ. 870 κρίθηκε ότι:
'Η έννοια της πείρας δεν ταυτίζεται με την έννοια της υπηρεσίας. Η πείρα μπορεί να αποκτηθεί μόνο με την εκτέλεση των καθηκόντων. Στην Papapetrou v. Republic 2 R.S.C.C. 61, ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Forsthoff ερμήνευσε τη λέξη 'πείρα' με αναφορά στο επίδικο σχέδιο υπηρεσίας ως εξής:
'The term 'experience' inevitably contains the notion of knowledge acquired through acting in certain capacity and cannot reasonably (be) interpreted as amounting merely to knowledge acquired through observation and study.'
Στη Hadjisavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76 αναφέρονται τα εξής σχετικά με το προσόν της πείρας:
'Πείρα αποτελεί τις πρακτικές γνώσεις που αποκτούνται από την εκτέλεση συγκεκριμένου είδους εργασίας. Η μακρά υπηρεσία δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας καταπιάνεται με ένα συγκεκριμένο τομέα εργασίας και τα αποτελέσματα της δουλειάς του είναι ίσοι, αν όχι πιο σπουδαίοι δείκτες πείρας. Είναι γι' αυτό το λόγο που η πείρα δεν καταγράφεται σαν ξεχωριστός παράγοντας τον οποίο η Επιτροπή θα λάβει υπόψη. Η πείρα ανατανακλάται όχι μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία.'
Στην προκείμενη περίπτωση διαπιστώνεται ότι η πείρα των ενδιαφερόμενων μερών σε τομείς που έχουν σχέση με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης κτήθηκε όχι μόνο από τη διάρκεια της υπηρεσίας αλλά και από την αξία.»
Το τελικό συμπέρασμα της Ε.Ε.Υ. έχει ως εξής:
«5.4.4. Συμπερασματικά, από τον συμψηφισμό των ανωτέρω στοιχείων και την εικόνα που προκύπτει από τη συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων 'αξία-προσόντα-αρχαιότητα', κρίνει η Επιτροπή ότι οι δύο προτεινόμενοι για προαγωγή Ανδρέας Βλάμης και Δημήτρης Πετράκης είναι οι καταλληλότεροι να καταλάβουν τη θέση. Από την υπεροχή τους, όπως τεκμηριώνεται στις πιο πάνω παραγράφους, κρίνεται ότι είναι οι πλέον κατάλληλοι να αναλάβουν καθοδηγητικό και εποπτικό έργο, όπως προνοεί το σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης.
6. Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η Επιτροπή αποφασίζει να προσφέρει προαγωγή στους πιο κάτω εκπαιδευτικούς λειτουργούς στη θέση Επιθεωρήτη Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης, από 4ης Σεπτεμβρίου, 1997:
1525Π Βλάμης Ανδρέας
1529Π Πετράκης Δημήτρης.»
Ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε ότι η αξία του αιτητή δεν μπορεί να μειωθεί από τη συνέντευξη. Ο τρόπος δε αξιολόγησης της πάσχει. Η συνέντευξη - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - δεν μπορεί να είναι το αποφασιστικό και βαρύνον στοιχείο επιλογής, είναι συμπληρωματικό στοιχείο. Ο αιτητής υπερτερεί έκδηλα σε αρχαιότητα έναντι των Ε.Μ. και η αρχαιότητα έχει παραγνωρισθεί από την Ε.Ε.Υ.. Ο αιτητής - κατέληξε ο κ. Αγγελίδης - «με μια εξαίρετη σταδιοδρομία και προσόντα απεδείκνυε αντικειμενικά και από ανύποπτο χρόνο καθημερινά την αξία του. Δεν μπορούσε η λιγόλεπτη συνέντευξη της οποίας η κρίση είναι υποκειμενική να οδηγήσει στην ανατροπή της αντικειμενικής υπεροχής του αιτητή».
Από τα πιο πάνω πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 25.1.2001 προκύπτουν τα εξής:
1. Η υπηρεσία των 3 υποψηφίων «κρίθηκε με τα εκάστοτε ισχύοντα κριτήρια πολύ επαρκής».
2. Το κριτήριο των προσόντων «δεν δίνει υπεροχή σε οποιοδήποτε υποψήφιο».
3. Τα Ε.Μ. υστερούν σε αρχαιότητα του αιτητή κατά 6 χρόνια, 11 μήνες και 14 ημέρες.
Από την απόφαση της Ε.Ε.Υ. προκύπτει σαφώς ότι λήφθηκε υπόψη η καλύτερη απόδοση των Ε.Μ. στην συνέντευηξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Κόκκινου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 166/2002, ημερ. 11.7.2002 το θέμα της βαρύτητας που μπορεί να δοθεί στην προσωπική συνέντευξη έχει τεθεί ως εξής:
«Έχει νομολογηθεί ότι σε υψηλόβαθμες θέσεις το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης αποτελεί στοιχείο στο οποίο μπορεί να δοθεί αυξημένη βαρύτητα (Πούρος κ.ά. ν. Χ"Στεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643) και ότι η αρχαιότητα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία (Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105). Ωστόσο αυτές οι θέσεις της νομολογίας δεν τυγχάνουν εφαρμογής όπου ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία. Η αρχή αυτή προκύπτει από τα νομολογηθέντα στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921 από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
'Ο Μιχαήλ Αντωνίου ήταν αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου προσώπου στη θέση Πρώτου Διοικητικού Λειτουργού κατά δέκα χρόνια. Προάχθηκε σ' αυτή από το 1985 και επί σειρά ετών χειριζόταν θέματα πολιτικής αεροπορίας. Η απόδοσή του, όπως την καταγράφουν οι ετήσιες εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις, ήταν σταθερά εξαίρετη και, πάντως, όπως διαπίστωσε και η ίδια η ΕΔΥ ήταν καλύτερη, έστω οριακά, από εκείνη του ενδιαφερόμενου προσώπου. Τελικά, δεν υστερούσε έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου ούτε ως προς τα προσόντα. Ήταν και οι δύο κάτοχοι μεταπτυχιακού.
Εν τούτοις, ο Γενικός Διευθυντής σύστησε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ως υπερέχοντα, παραπέμποντας σε συνεκτίμηση, για σκοπούς σύγκρισης των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι, στα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Δεν απαιτείτο από το Νόμο να ήταν αιτιολογημένη η σύσταση και συζητήθηκε πρωτοδίκως αν περιέχει αιτιολόγηση η οποία, σε τέτοια περίπτωση, θα υπόκειτο σε έλεγχο. Δεν νομίζουμε ότι χρειάζεται να επεκταθούμε προς τέτοιες κατευθύνσεις. Ο συνάδελφος μας στο τέλος δεν συμπεριέλαβε και τη σύσταση ως στοιχείο που προσθέτει στη συγκριτική καταλληλότητα του ενδιαφερόμενου προσώπου. Θεώρησε πως μόνο τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης απέληγαν να τον ευνοούν και, όπως είδαμε, εξέτασε το ζήτημα της βαρύτητας που τους προσδόθηκε. Ορθά, όπως κρίνουμε και εμείς. Είναι θεμελιωμένο πως η σύσταση χάνει τη δύναμη της όταν απλώς αναπαράγει τα στοιχεία των φακέλων αλλά εδώ δεν εξαγόταν και νόημα από τη σύσταση ώστε, όσο και αν δεν έπασχε κατά τύπο, να εδικαιολογείτο να της προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα. Στα δύο κριτήρια στα οποία παρέπεμψε (αξία, αρχαιότητα) υπερέχει ο Μ. Αντωνίου και στο τρίτο (προσόντα) ήταν ίσοι.
Η εντύπωση από την προφορική εξέταση είναι βέβαια παράγοντας σχετικός προς την αξία των υποψηφίων ιδιαίτερα στις περιπτώσεις θέσεων όπως η παρούσα. Ανάλογα μάλιστα με τους συσχετισμούς, ενδεχομένως και αποφασιστικής σημασίας. Εδώ όμως το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκε ως γενικά σχεδόν εξαίρετος ενώ ο Μ. Αντωνίου ως πολύ καλός υπερνίκησε, ως στοιχείο συγκριτικής αξίας, την επί σειρά ετών αναγνωρισθείσα αντικειμενικά και συγκριτικά ψηλή αξία του Μ. Αντωνίου μαζί, βέβαια, και με όσα συνεπαγόταν η κατά δέκα ολόκληρα χρόνια αρχαιότητά του έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου.
Συμφωνούμε με το συνάδελφο μας πως δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις από την προφορική εξέταση. Η Δημοκρατία επικαλέστηκε νομολογία αναφορικά με τη σχετικά μειωμένη αξία της αρχαιότητας στην περίπτωση θέσεων που βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία. Αυτό, όμως, σε συνάρτηση προς τα άλλα κριτήρια, ιδίως εκείνο της αξίας. Σε σχέση με την οποία διαχρονικά, κάθε άλλο παρά υστερούσε ο Μ. Αντωνίου έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου. Ενώ, όπως ήδη σημειώσαμε, και ως προς τα προσόντα ήταν ίσοι.
Οι εφέσεις των Στ. Βασιλείου και Ι. Δημητρίου επιτυγχάνουν. Ως προς το θέμα τους η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η απόφαση της ΕΔΥ ακυρώνεται και με αναφορά στην κατοχή από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του προσόντος της πολύ καλής γνώσης θεμάτων πολιτικής αεροπορίας. Η έφεση της Δημοκρατίας απορρίπτεται. Τα έξοδα, περιλαμβανομένων και εκείνων της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται σε βάρος της Δημοκρατίας.'
Τα γεγονότα της Αντωνίου (πιο πάνω) τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Ο αιτητής υπερείχε σε αρχαιότητα - κατά τρία σχεδόν έτη - η απόδοση του όπως καταγράφουν οι υπηρεσιακές εκθέσεις ήταν σταθερά εξαίρετη και δεν υστερούσε σε προσόντα του Ε.Μ..
........................................................................................................
Λαμβανομένων λοιπόν υπόψη των στοιχείων της αξίας, στο οποίο διαχρονικά ο αιτητής ουδέποτε υστέρησε του Ε.Μ., της αρχαιότητας και των προσόντων, θεωρώ ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση του Ε.Μ. στην προφορική εξέταση.
Το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης δεν μπορεί να έχει τόση αποφασιστικότητα έστω και σε υψηλόβαθμες θέσεις στην περίπτωση ενός διαχρονικά εξαίρετου υπαλλήλου ο οποίος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε προσόντα. Η Ε.Δ.Υ. έχει επομένως ενεργήσει καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Η απόφαση της ακυρώνεται και γι' αυτό το λόγο.»
Βλ. και Νικολαΐδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 549 (απόφαση Νικήτα, Δ.):
«Εκείνο που προκαλεί έντονο προβληματισμό ενόψει της ουσιαστικής ισοδυναμίας στον τομέα της αξίας και των προσόντων είναι η σημασία που έχει προσλάβει η προσωπική συνέντευξη. Η νομολογία θεωρεί ότι το μέσο αυτό έχει μεγαλύτερη σημασία σε θέσεις, όπως εδώ, πρώτου διορισμού και προαγωγής. Είναι όμως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης, όπως το θεώρησε η Επιτροπή και όπως προβλέπει ο νόμος του 1995 και δεν έχει αναχθεί σε αυτοτελές κριτήριο που μπορεί να αποτελέσει το δείκτη επιλογής. Ιδίως όταν παραγνωρίζεται αρχαιότητα, που σε μερικές περιπτώσεις, όπως φαίνεται από τους πίνακες φτάνει μέχρι 7 χρόνια χωρίς να παρέχεται δικαιολογία. Έστω, και αν η μισθολογική κατάταξη είναι η υπ' αρ. 12-13 (συνδυασμένες κλίμακες), που μπορεί η θέση να χαρακτηρισθεί ως υψηλόβαθμη. Στη Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387 υπογραμμίστηκε ότι:
'Η σταδιοδρομία των υποψηφίων και η αποτίμηση της δεν μπορεί να τίθεται σε δεύτερη μοίρα και να αφήνεται να επισκιασθεί με την πρόσδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση. Ο συνυπολογισμός του αποτελέσματος της δεν υποβάθμισε τη σημασία της αξίας των υποψηφίων στο βαθμό που την αποκαλύπτει η αποτίμηση της σταδιοδρομίας τους μέσα από τις υπηρεσιακές εκθέσεις.'
Βλ. περαιτέρω Χ"Στεφάνου κ.ά. v. Πούρος κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και την Σολωμού ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 881 (συσχετισμός αποτελέσματος συνέντευξης και αρχαιότητας).
Έχω ήδη αποφασίσει ότι η προαγωγή των Ε.Μ. Γ. Μούσκου, Σ. Γεωργιάδη και Α. Παπαντωνίου ακυρώνεται για έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με το επίπεδο γνώσης της αγγλικής με βάση τα κατεχόμενα πιστοποιητικά. Πέραν τούτου ακυρώνεται, με την εξαίρεση της Αν. Πετρίδου, που έχει μεγάλη αρχαιότητα έναντι πάντων, και η προαγωγή των Γ. Γεωργίου, Α. Μακρή, Π. Νικολάου, Κ. Πρωτοπαπά και Α. Μυτιληναίου. Στην περίπτωση τους είναι κατάδηλο πως είχε ειδικό βάρος το αποτέλεσμα της συνέντευξης. Διαμόρφωσε αποφασιστικά την κρίση της Επιτροπής, έξω από το πνεύμα της νομολογίας που έχω παραθέσει.
Η σχετική αρχαιότητα του κάθε αιτητή (είναι από 1 χρόνο 3 μήνες μέχρι και 7 χρόνια) προκύπτει από τους Πίνακες Α και Β. Δεν εξηγεί πειστικά η Επιτροπή γιατί παραγνωρίστηκε. Η Πετρίδου είχε προαχθεί το 1977 στην προηγούμενη θέση. Η αρχαιότητά της φτάνει και μέχρι 11 χρόνια. Στα υπόλοιπα στοιχεία ισοβαθμία και στη συνέντευξη βαθμολογήθηκε με το χαρακτηρισμό 'εξαιρετικά'.»
Στην παρούσα υπόθεση η υπηρεσία του αιτητή - και των Ε.Μ. - έχει κριθεί από την Ε.Ε.Υ. ως πολύ επαρκής. Το δε κριτήριο των προσόντων, σύμφωνα με την Ε.Ε.Υ., δεν «δίνει υπεροχή σε οποιοδήποτε υποψήφιο». Αναφορικά με το κριτήριο της αρχαιότητας τα Ε.Μ. υστερούν σε αρχαιότητα του αιτητή κατά 7 περίπου χρόνια.
Λαμβάνω υπόψη ότι σε σχέση με το στοιχείο της αξίας με αναφορά στην ποιότητα της υπηρεσίας των 3 υποψηφίων ο αιτητής δεν υστερεί των Ε.Μ.. Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη ότι το κριτήριο των προσόντων δεν δίνει υπεροχή στα Ε.Μ.. Τέλος λαμβάνω υπόψη την συντριπτική υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα.
Κρίνω ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο στοιχείο της απόδοσης των Ε.Μ. στην προφορική εξέταση. Όπως και στις υποθέσεις Αντωνίου και Κόκκινου (πιο πάνω) το αποτέλεσμα της συνέντευξης δεν μπορεί να έχει τόση βαρύτητα έστω και σε υψηλόβαθμες θέσεις στην περίπτωση ενός διαχρονικά πολύ επαρκούς υπαλλήλου ο οποίος δεν υστερεί σε υπηρεσιακή επάρκεια και προσόντα των Ε.Μ. και υπερέχει συντριπτικά σε αρχαιότητα. Το αποτέλεσμα μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης δεν μπορεί να εξουδετερώνει και εκμηδενίζει μια πολύχρονη υπηρεσία, η οποία έχει χαρακτηρισθεί από την ίδια την Ε.Ε.Υ. ως «πολύ επαρκής» και να διαμορφώνει τόσο αποφασιστικά την τελική κρίση της Ε.Ε.Υ., ιδίως όταν έχει παραγνωρισθεί η αρχαιότητα του αιτητή η οποία φτάνει μέχρι περίπου τα 7 χρόνια και ιδίως όταν τα Ε.Μ. δεν υπερέχουν σε υπηρεσιακή επάρκεια και προσόντα. Η Ε.Ε.Υ. έχει επομένως ενεργήσει καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Η απόφαση της ακυρώνεται γι' αυτό το λόγο.
Στη διαδικασία αιτιολόγησης της επιλογής των δύο Ε.Μ. η Ε.Ε.Υ. αναφέρθηκε σε νομολογία που έχει ασχοληθεί με την έννοια του όρου «πείρα». Αυτό που προκύπτει από τη νομολογία είναι ότι η μακρά υπηρεσία δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η διάρκεια της υπηρεσίας αλλά τα αποτελέσματα της δουλειάς των υποψηφίων και η ένταση με την οποία ασχολούνται με ένα συγκεκριμένο τομέα εργασίας, με άλλα λόγια η ποιότητα της εργασίας.
Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Ε.Υ. έχει διαπιστώσει ότι η υπηρεσία των 3 υποψηφίων «ήταν πολύ επαρκής». Δεν έχει διαπιστώσει υπεροχή των Ε.Μ. αναφορικά με τον τομέα της υπηρεσιακής επάρκειας. Αυτή η διαπίστωση από μόνη της είναι ικανή να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι 3 υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι σε ότι αφορά την ποιότητα της εργασίας τους, τα αποτελέσματα της δουλειάς τους και την ένταση με την οποία είχαν καταπιαστεί με το συγκεκριμένο τομέα εργασίας. Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι προκειμένου περί υποψηφίων οι οποίοι είναι ισοδύναμοι σε υπηρεσιακή επάρκεια ο υποψήφιος ο οποίος υπερέχει σε διάρκεια υπηρεσίας έχει περισσότερη πείρα (βλ. Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643). Ωστόσο η Ε.Ε.Υ. έκρινε ότι «δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι συνυποψήφιοι των δύο - Ε.Μ. - ως αρχαιότεροι έχουν περισσότερη πείρα». Έχοντας υπόψη τη θέση της νομολογίας επί του θέματος της πείρας (βλ. HadjiSavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76), την ισοδυναμία των 3 υποψηφίων σε ό,τι αφορά το στοιχείο της υπηρεσιακής επάρκειας και την συντριπτική αρχαιότητα του αιτητή, θεωρώ ότι η πιο πάνω κρίση της Ε.Ε.Υ. αναφορικά με το στοιχείο της πείρας είναι πεπλανημένη. Συνιστά μια νομικά πλημμελή αιτιολογία (legally defective reasoning) (βλ. Anthoupolis Akinita Ltd a.o. v. Republic (1980) 3 C.L.R. 296). Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι' αυτό το λόγο.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Καμιά διαταγή για τα έξοδα των ενδιαφερομένων μερών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
* Το εδάφιο 10 του άρθρου 5 του Ν. 7(Ι)/97 έχει ως εξής:
«(10) Στη συνέχεια η Επιτροπή καλεί τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπική συνέντευξη:
Νοείται ότι κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ' αυτές.»
** Τα εδάφια (1), (2), (3) και (4) του άρθρου 37Β του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας(Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 1999 (44(Ι)/99) έχουν ως εξής:
«37Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των πιο κάτω εδαφίων του παρόντος άρθρου, σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της Επιτροπής με την οποία αποφασίστηκε προαγωγή εκπαιδευτικού λειτουργού, η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφασή της, χωρίς να υποβάλει εκ νέου την υπόθεση στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και τα όσα έχουν κριθεί στην ακυρωτική απόφαση.
(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), αν, μετά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης, αλλάξει το νομικό καθεστώς, κατά την επανεξέταση λαμβάνεται υπόψη το νέο νομικό καθεστώς, αν αυτό -
(α) Έχει αναδρομική ισχύ.
(β) ρυθμίζει θέματα διαδικασίας για αξιολόγηση εκπαιδευτικών λειτουργών ή για διενέργεια προαγωγών εκπαιδευτικών λειτουργών.
(3) Τηρουμένων των διατάξειων του εδαφίου (4), κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η εντύπωση που αποκόμισε η Επιτροπή κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ανεξάρτητα από τα αν έχει στο μεταξύ αλλάξει η σύνθεσή της.
(4) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), αν, με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η κρίση της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις είναι νομικά ελαττωματική, η Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, καλεί τους υποψηφίους σε νέες προσωπικές συνεντεύξεις.»
* Τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης και τα απαιτούμενα προσόντα έχουν ως εξής:
«Καθήκοντα και Ευθύνες
Σύμφωνα με σχετικές οδηγίες ή/και με βάση το οικείο πρόγραμμα:
(1) (α) Αναλαμβάνει την επιθεώρηση σχολείων δημοτικής εκπαίδευσης και την επιθεώρηση και καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού τους και συνεργάζεται με τους διευθυντές για την αντιμετώπιση διοικητικών και εκπαιδευτικών θεμάτων των σχολείων όπως επίσης και με τους επιθεωρητές ειδικών μαθημάτων πάνω σε θέματα της ειδικότητάς τους.
(β) Μετέχει ενεργά στην οργάνωση και διεξαγωγή εκπαιδευτικών συνεδρίων και επιμορφωτικών μαθημάτων για το διδακτικό προσωπικό.
(2) Αναλαμβάνει διοικητικά ή/και άλλα ειδικά καθήκοντα, π.χ. συντονισμό, προγραμματισμό, ανάπτυξη προγραμμάτων, εκπαιδευτικές μελέτες, έρευνες, εξετάσεις κτλ.»
* Απαιτούμενα προσόντα:
(4) Ενημερότητα πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις στον τομέα του, τα προβλήματα και τις τάσεις της δημοτικής εκπαίδευσης στην Κύπρο και σε άλλες χώρες.
(5) Πολύ καλή γνώση μιας τουλάχιστον από τις επικρατέστερες ευρωπαϊκές γλώσσες.»