ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 869
7 Οκτωβρίου, 2002
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BRIAN JOHN SEMMENS,
Αιτητής,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΔΙΑ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 811/2001)
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Νομική φύση της απέλασης ― Αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη σε αντίθεση προς τη σύλληψη για σκοπούς απέλασης η οποία συνιστά μόνο πράξη εκτελέσεως μη υποκείμενη σε προσφυγή.
Αλλοδαποί ― Καθεστώς παραμονής τους στη Δημοκρατία ― Συνταγματικό, νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο ― Το κυριαρχικό δικαίωμα απέλασης και οι προϋποθέσεις σύννομης άσκησής του ― Τηρήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Αλλοδαποί ― Απέλαση ― Δεν προαπαιτείται ποινική καταδίκη για την έκδοση του σχετικού διατάγματος ― Ειδικά το ζήτημα της προηγούμενης ακρόασης του απελαυνόμενου.
Ο αιτητής προσέβαλε τόσο το διάταγμα απέλασής του από τη χώρα, όσο και την πράξη της σύλληψής του που διενεργήθηκε για να εκτελεστεί το διάταγμα απέλασης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Το διάταγμα απέλασης είναι καθοριστικό, τόσο του δικαιώματος παραμονής αλλοδαπού στη χώρα, όσο και προσδιοριστικό της υπόστασής του αλλοδαπού, εφόσον καθίσταται απαγορευμένος μετανάστης.
Αντιθέτως, η σύλληψη αλλοδαπού, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα απέλασης, συνιστά διοικητικό μέτρο παρεπόμενο του διατάγματος απέλασης που ήδη επέφερε το έννομο αποτέλεσμα και αποβλέπει στην εκτέλεσή του. Με αυτό το σκεπτικό η πράξη σύλληψης του αιτητή ημερ. 19.9.01 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
2. Το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της, αποτελεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έκφραση της κυριαρχίας της. Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης.
Το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου. Τα κατοχυρωμένα από διεθνείς συμβάσεις και το Σύνταγμα δικαιώματα του αλλοδαπού προστατεύονται.
Τηρουμένων των διαδικασιών που περιγράφονται στους οικείους Κανονισμούς και λόγω της ακύρωσης της προσωρινής άδειας του αιτητή (βάσει της Διάταξης 6(1)(κ) του νόμου), ο οποίος διέμενε στην Κύπρο κατά παράβαση των όρων της άδειας του ήτοι της απασχόλησης του ως Διευθυντή στην εταιρεία του "Charlton Investments Ltd", ο αιτητής αυτομάτως κατέστη απαγορευμένος μετανάστης και δεν είχε πλέον δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Ακυρωθείσης της άδειας απασχόλησης, ο αιτητής δεν είχε πλέον από την 1.6.01 έννομη αξίωση παραμονής και εγκατάστασης στη χώρα και η μόνη προστασία που θα του προσφέρετο ήταν να τύχει καλόπιστης εξέτασης της υπόθεσής του.
Εφόσον ο αιτητής παρέμεινε στην Κύπρο μετά την ακύρωση της άδειας παραμονής του χωρίς την έγκριση των αρμοδίων αρχών, και χωρίς να προσβάλλει αυτή την απόφαση είναι αμφίβολο κατά πόσο έχει παρόν έννομο συμφέρον το οποίο θα επηρεαστεί από ενδεχόμενη ακύρωση του διατάγματος απέλασης.
Ανεξάρτητα όμως από την αναγνώριση εννόμου συμφέροντος στον αιτητή να προσβάλει την επίδικη πράξη, εφόσον προτού ληφθεί το μέτρο της απέλασης διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα η οποία κατέληξε σε πραγματικά ερείσματα για την ενεργοποίηση (κάτω από το Άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105), της εξουσίας του Ανώτερου Λειτουργού Μεταναστεύσεως το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης.
Η εφαρμογή του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και σχετικών κανονισμών, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των καθ' ων η αίτηση και σε αυτές περιλαμβάνεται και η απέλαση.
3. Ο ισχυρισμός του αιτητή για παραβίαση των δικαιωμάτων του από της ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα, δεν ευσταθεί. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ ούτε βέβαια από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
4. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή. Η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από το φάκελο και ειδικότερα από τις εκθέσεις της ΚΥΠ και του τμήματος Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας. Τα στοιχεία συνιστούν επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης, τόσο για το διοικούμενο, όσο και για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου.
5. Η απέλαση δεν αποτελεί τιμωρία, αλλά διοικητικό μέτρο που συνίσταται σε διάταγμα προς αλλοδαπό να εγκαταλείψει τη χώρα και εκπορεύεται από το δικαίωμα εδαφικής κυριαρχίας του κράτους έπεται πως για σκοπούς απέλασης δεν απαιτείται καταδίκη.
6. Το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το Άρθρο 43 του Ν. 158(1)/99 στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκήθηκε από τον αιτητή στην έκταση που οι περιστάσεις και η φύση της υπόθεσης δικαιολογούν. Εξάλλου, η απέλαση δεν αποτελεί ούτε τιμωρία ούτε πειθαρχική κύρωση, ώστε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να ακουσθεί ο αιτητής.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474,
Kadivari προσωπικώς και/ή μέσω της πλεσιεστέρας φίλης του Ξένιας Σταυρινίδου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924,
Moyo a.o. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203,
Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401,
Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583,
Suleiman v. Republic (1987) 3(A) C.L.R. 224,
Mushtaq v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479,
Mohammedi κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 559,
Karaliotis v. Republic (1987) 3(C) C.L.R. 1701,
Θεοφάνους v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507,
Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594,
Takialdin v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2535,
Mardini v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1021,
Παπακόκκινου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510,
Σκορδή v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 858/2001, ημερ. 22.5.2002.
Προσφυγή.
Τ. Άνιφτου για Γ. Χαραλαμπίδη, για τον Αιτητή.
Μ. Παπαϊωάννου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Βρετανός υπήκοος. Ήρθε στην Κύπρο στις 6.4.2000 και του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 18.7.02. Κατά την παραμονή του στην Κύπρο εργαζόταν στην εταιρεία διεθνών επιχειρήσεων "Charlton Investments Ltd" στη Λεμεσό. Στην Κύπρο νυμφεύθηκε αλλοδαπή από την Ουκρανία.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης με σημειώματα του προς τον Αρχηγό Αστυνομίας και το Διοικητή της ΚΥΠ ζήτησε πληροφορίες για τον αιτητή. Έγινε έρευνα για τη συλλογή πληροφοριών και ετοιμάστηκαν εκθέσεις οι οποίες διαβιβάστηκαν στον Ανώτερο Λειτουργό Μετανάστευσης.
Σύμφωνα με το περιεχόμενο των εκθέσεων ο αιτητής είχε σχέσεις με άτομα που απασχόλησαν κατά καιρούς την αστυνομία, επισκεπτόταν τα κατεχόμενα, εξυμνούσε το καθεστώς Ντεκτάς και μετέφερε από την Αγγλία κοπέλες τις οποίες εξέδιδε.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης, ενόψει των πιο πάνω εκθέσεων, αποφάσισε την ακύρωση της άδειας παραμονής του αιτητή στην Κύπρο και με επιστολή του ημερ. 1.6.2001 τον πληροφόρησε για την απόφασή του και ότι έπρεπε να αναχωρήσει από τη χώρα εντός 14 ημερών. Αντίγραφο της εν λόγω επιστολής επιδόθηκε στον αιτητή στις 25.6.2001 από άνδρες του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λεμεσού ενώ ταυτόχρονα κλήθηκε να αναχωρήσει αμέσως από την Κύπρο. Ο αιτητής αρνήθηκε να φύγει αμέσως από την Κύπρο και είπε πως θα εξέταζε προσωπικά το θέμα με τον Λειτουργό Μετανάστευσης. Με επιστολή του δικηγόρου του ημερομηνίας 5.7.01, ζήτησε να πληροφορηθεί τους λόγους τερματισμού της παραμονής του στην Κύπρο και παράλληλα, διατύπωσε κάποια παράπονα. Ζήτησε επίσης συνάντηση με το Λειτουργό Μετανάστευσης για κατ' ιδία συζήτηση του θέματος.
Κατόπιν των ανωτέρω, ζητήθηκαν εκ νέου οι απόψεις του Διοικητή της ΚΥΠ ο οποίος με σημείωμά του ημερ. 16.8.2001 υιοθέτησε τις προηγούμενες απόψεις του επί του θέματος και επιπρόσθετα ανέφερε ότι σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες του, ο αιτητής είχε καταδικαστεί στην Αγγλία για κλοπές, απάτες και παράνομη κατοχή όπλων.
Ο Λειτουργός Μετανάστευσης με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, αποφάσισε ότι ο αιτητής ήταν ανεπιθύμητο πρόσωπο στην Κύπρο και με επιστολή του ημερομηνίας 28.8.01 προς τους δικηγόρους του αιτητή τους πληροφορούσε ότι ο πελάτης τους είναι ανεπιθύμητος στην Κύπρο και γι' αυτό δεν μπορεί να του παραχωρηθεί άδεια παραμονής. Ζήτησε επίσης να συμβουλεύσουν τον πελάτη τους να αναχωρήσει από την Κύπρο χωρίς άλλη καθυστέρηση. Στην ίδια επιστολή είχε επίσης επισυναφθεί προγενέστερη επιστολή προς τον αιτητή ημερ. 1.6.2001 με την οποία, καθώς έχει αναφερθεί, επληροφορείτο για την ακύρωση της άδειας παραμονής και εκαλείτο να αναχωρήσει εντός 14 ημερών από την ημερομηνία της εν λόγω επιστολής.
Κατόπιν οδηγιών του Λειτουργού Μετανάστευσης εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του αιτητή δυνάμει των προνοιών του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 τα δε στοιχεία του καταχωρήθηκαν στο stop list.
Στις 19.9.01 ο αιτητής συνελήφθη στη Λεμεσό βάσει των εκδοθέντων διαταγμάτων κράτησης και απέλασης και απελάθηκε αυθημερόν.
Με την υπό κρίση αίτηση ο αιτητής αξιώνει τις πιο κάτω θεραπείες:
(α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση απέλασης του αιτητή από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι άκυρη και/ή εστερημένη οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.
(β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη της σύλληψης του αιτητή που επεσυνέβη στις 19.09.2001 στις 9.30 πμ για σκοπούς απέλασής του είναι παράνομη και/ή άκυρη.»
Η προσφυγή στηρίζεται στα πιο κάτω νομικά σημεία:
«(α) Η ως άνω πράξη και/ή απόφαση απέλασης του αιτητή από το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι αντίθετη προς τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 όπως ετροποποιήθηκε και δεν συντρέχουν οιοιδήποτε λόγοι διά την απέλασή του.
(β) Η ως άνω πράξη και/ή απόφαση συνιστά υπέρβαση εξουσίας και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή ο Καθ' ου η αίτηση άσκησε την διακριτική του ευχέρεια εσφαλμένα, κατά παράβαση του άρθρου 48 του Ν. 158(1)/99 (Μέρους ΙΧ).
(γ) Ο καθ' ου η αίτηση έκδοσε διοικητική πράξη και/ή απόφαση δυσμενή για τον αιτητή έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας, άνευ αιτιολογίας και/ή κατόπιν ελλειπούς και/ή ασαφούς και/ή γενικής και/ή αόριστης αιτιολογίας ώστε να καθιστά την πράξη νομικά αναιτιολόγητη και/ή κατόπιν εσφαλμένης αιτιολογίας, κατά παράβαση του Μέρους V του Ν. 158(1)/99.
(δ) Η ως άνω πράξη και/ή απόφαση ελήφθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή όπως διατυπώνεται στο άρθρο 43 του Ν. 158(1)/99 (Μέρους VIII).
(ε) Η ως άνω πράξη και/ή απόφαση ελήφθηκε κατά παράβαση των άρθρων 8, 9, 11 και 13, του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και των άρθρων 3-5 του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικού) Νόμου 39/62 και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης διά την προάσπισιν των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, άρθρα 3, 5 και 6 και την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
(στ) Η ως άνω πράξη και/ή απόφαση αποτελεί πλάνη περί τα πράγματα κατά παράβαση του άρθρου 46 του Ν. 158(1)/99 (Μέρους ΙΧ).
(ζ) Ουδέποτε επεδόθη εις τον αιτητή οιονδήποτε διάταγμα απέλασης κατά παράβαση της κειμένης νομοθεσίας και/ή των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.»
Οι καθ' ων η αίτηση απαντούν σε όλους τους ισχυρισμούς και την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από πλευράς αιτητή. Καθόσον αφορά την ζητούμενη υπό στοιχείο (β) θεραπεία (ανωτέρω) οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η πράξη σύλληψης του αιτητή ημερομηνίας 19.9.01 δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και συνεπώς η προσφυγή επί τούτου είναι απαράδεκτη.
Ο αιτητής κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης με βάση το άρθρο 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105 (ο «νόμος»). Η σύλληψη ατόμου το οποίο δεν αναχωρεί οικειοθελώς από την Κύπρο ενώ έχει εκδοθεί εναντίον του διάταγμα απέλασης, αποσκοπεί στην εκτέλεση του εν λόγω διατάγματος και είναι το μέσο εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης.
Η σύλληψη και κράτηση απαγορευμένου μετανάστη προβλέπεται ρητά στον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο Κεφ. 105 (άρθρα 13 και 14) και στο άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος, σε αντίθεση με την καταχώρηση των στοιχείων του στον κατάλογο απαγορευμένων προσώπων (stop-list) που δεν έχει νομική υπόσταση. Ωστόσο, οι δύο αυτές ενέργειες της Διοίκησης δεν μπορούν να παράγουν από μόνες τους έννομα αποτελέσματα, αλλά αποτελούν πράξεις εκτέλεσης του διατάγματος απέλασης το οποίο, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. (Βλ. Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474).
Το διάταγμα απέλασης είναι καθοριστικό, τόσο του δικαιώματος παραμονής αλλοδαπού στη χώρα όσο και προσδιοριστικό της υπόστασής του, αλλοδαπού εφόσον, καθίσταται απαγορευμένος μετανάστης.
Αντιθέτως, η σύλληψη αλλοδαπού, εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα απέλασης, συνιστά διοικητικό μέτρο παρεπόμενο του διατάγματος απέλασης που ήδη επέφερε το έννομο αποτέλεσμα και αποβλέπει στην εκτέλεσή του. Με αυτό το σκεπτικό, έχω τη γνώμη πως η προδικαστική ένσταση ευσταθεί και συναφώς αποφαίνομαι ότι η πράξη σύλληψης του αιτητή ημερ. 19.9.01 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η ζητούμενη με την παρ. (α) της αίτησης θεραπεία, έχει ως αντικείμενο την απόφαση απέλασης του αιτητή. Μολονότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν προσδιορίζεται με την αναγκαία σαφήνεια ώστε να διακρίνεται επακριβώς εντούτοις, οι ατέλειες στην περιγραφή της δεν θέτουν εκ ποδών τη διαδικασία εφόσον η προσφυγή είναι εμπρόθεσμη. Βλ. Kadivari προσωπικώς και/ή μέσω της πλησιεστέρας φίλης του Ξένιας Σταυρινίδου v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924.
Αναφορικά με το δικαίωμα του κράτους να ρυθμίζει θέματα που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφος της Δημοκρατίας το άρθρο 32 του Συντάγματος προβλέπει:
"Ουδέν εκ των διαλαμβανομένων εν τω παρόντι μέρει εμποδίζει την Δημοκρατίαν να ρυθμίση διά νόμου οιονδήποτε θέμα σχετικόν προς τους αλλοδαπούς κατά τρόπον συνάδοντα προς το διεθνές δίκαιον."
Το δικαίωμα μιας χώρας να ρυθμίζει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπών στο έδαφός της αποτελεί σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο έκφραση της κυριαρχίας της. Βλ. Moyo a.o. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203. Η διακριτική εξουσία του κράτους να αποφασίζει επί θεμάτων που αφορούν την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της χώρας δεν είναι απεριόριστη. Η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση με καλή πίστη και εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα το δικαστήριο δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης της απόφασης. Βλ. Reyes v. Δημοκρατίας (1996) 4 Α.Α.Δ. 401, Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3(D) C.L.R. 2583, Suleiman v. Republic (1987) 3(A) C.L.R. 224 και Mushtaq v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479.
Το τεκμήριο υπέρ της καλόπιστης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης παραμένει ακλόνητο μέχρι απόδειξης του αντιθέτου. Βλ. Suleiman v. Republic (ανωτέρω). Τα κατοχυρωμένα από διεθνείς συμβάσεις και το Σύνταγμα δικαιώματα του αλλοδαπού προστατεύονται. Βλ. Mohammedi κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 559, Karaliotis v. Republic (1987) 3(C) C.L.R. 1701.
Ακολουθεί πως η διοίκηση έχει καθήκον να εξετάζει την κάθε περίπτωση αλλοδαπού με κριτήρια το διεθνές δίκαιο και την αρχή της καλής πίστης. Βέβαια, η υποκειμενική εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων ανήκει στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης «ήτις ως τοιαύτη είναι ανέλεγκτος υπό του Ακυρωτικού». Βλ. Θ.Δ. Τσάτσου «Η αίτησις ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 250, και Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 507 και Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 594, 692.
Τo ερώτημα που τίθεται είναι αν η απόφαση απέλασης του αιτητή ήταν εύλογα επιτρεπτή και ελήφθη καλόπιστα με βάση τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα τα πορίσματα της έρευνας των αρμοδίων υπηρεσιών, όπως εκτίθενται στις ειδικές τους εκθέσεις οι οποίες συνεκτιμήθηκαν από τον Αν. Λειτουργό Μεταναστεύσεως πριν την έκδοση της επίδικης απόφασης.
Ο αιτητής είχε δικαίωμα παραμονής προσωρινά στο έδαφος της Δημοκρατίας ως κάτοχος άδειας απασχόλησης που θα έληγε στις 18.7.02. Η άδειά του όμως ακυρώθηκε την 1.6.01. Οι λόγοι γι' αυτή την κρίσιμη απόφαση, η οποία σημειωτέον δεν προσβλήθηκε από τον αιτητή, δεν αντικρούονται από τα στοιχεία του φακέλου. Συνοψίζονται στο ότι ο αιτητής εφέρετο:
(α) να έχει σχέσεις με άτομα που απασχόλησαν την Αστυνομία,
(β) επισκεπτόταν τα κατεχόμενα και εξυμνούσε το καθεστώς Ντεκτάς,
(γ) μετέφερε από την Αγγλία γυναίκες τις οποίες εξέδιδε έναντι αδράς αμοιβής.
Τηρουμένων των διαδικασιών που περιγράφονται στους οικείους Κανονισμούς και λόγω της ακύρωσης της προσωρινής άδειας του αιτητή (βάσει της διάταξης 6(1)(κ) του νόμου), ο οποίος διέμενε στην Κύπρο κατά παράβαση των όρων της άδειας του ήτοι της απασχόλησης του ως Διευθυντή στην εταιρεία του "Charlton Investments Ltd", ο αιτητής αυτομάτως κατέστη απαγορευμένος μετανάστης και δεν είχε πλέον δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο. Ακυρωθείσης της άδειας απασχόλησης, ο αιτητής δεν είχε πλέον από την 1.6.01 έννομη αξίωση παραμονής και εγκατάστασης στη χώρα και η μόνη προστασία που θα του προσφέρετο ήταν να τύχει καλόπιστης εξέτασης της υπόθεσής του. (Βλ. Takialdin v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 2535 και Mardini v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1021).
Εφόσον ο αιτητής παρέμεινε στην Κύπρο μετά την ακύρωση της άδειας παραμονής του χωρίς την έγκριση των αρμοδίων αρχών, και χωρίς να προσβάλλει αυτή την απόφαση είναι αμφίβολο κατά πόσο έχει παρόν έννομο συμφέρον το οποίο θα επηρεαστεί από ενδεχόμενη ακύρωση του διατάγματος απέλασης (Βλ. Moyo πιο πάνω).
Ανεξάρτητα όμως από την αναγνώριση εννόμου συμφέροντος στον αιτητή να προσβάλει την επίδικη πράξη, εφόσον προτού ληφθεί το μέτρο της απέλασης διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα η οποία κατέληξε σε πραγματικά ερείσματα για την ενεργοποίηση (κάτω από το άρθρο 14 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου Κεφ. 105), της εξουσίας του Ανώτερου Λειτουργού Μεταναστεύσεως το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ουσιαστική κρίση της Διοίκησης.
Η εφαρμογή του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου και σχετικών κανονισμών, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των καθ' ων η αίτηση και σε αυτές περιλαμβάνεται και η απέλαση.
Ο ισχυρισμός του αιτητή για παραβίαση των δικαιωμάτων του από της ΕΣΔΑ και το Σύνταγμα, δεν ευσταθεί. Έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί ότι το δικαίωμα αλλοδαπού να παραμείνει στην επικράτεια μιας χώρας δεν διασφαλίζεται ούτε από την ΕΣΔΑ ούτε βέβαια από το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Έχοντας υπόψη τους λόγους που οδήγησαν τους καθ' ων η αίτηση στην απέλαση του αιτητή και με δεδομένη την ευρεία εξουσία του Λειτουργού Μεταναστεύσεως κάτω από τις πρόνοιες του Νόμου σε θέματα αλλοδαπών, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή. Η αιτιολογία της απόφασης συμπληρώνεται από το φάκελο και ειδικότερα από τις εκθέσεις της ΚΥΠ και του τμήματος Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας. Τα στοιχεία συνιστούν επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης, τόσο για το διοικούμενο, όσο και για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου.
Μετά από ενδελεχή έρευνα στο φάκελο που κατατέθηκε ενώπιόν μου, δεν φάνηκε να εμφιλοχώρησε στην απόφαση του Αν. Λειτουργού Μεταναστεύσεως οποιαδήποτε πλάνη. Τίποτα από όσα επικαλείται ο αιτητής με τις γραπτές του αγορεύσεις δεν τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό του περί πραγματικής πλάνης.
Ο αιτητής πρόβαλε ότι οι λόγοι για τους οποίους απελάθηκε ήταν μόνο υποθέσεις και ότι κανένα ποινικό μέτρο δεν ασκήθηκε εναντίον του. Η απέλαση δεν αποτελεί τιμωρία αλλά διοικητικό μέτρο που συνίσταται σε διάταγμα προς αλλοδαπό να εγκαταλείψει τη χώρα και εκπορεύεται από το δικαίωμα εδαφικής κυριαρχίας του κράτους. έπεται πως για σκοπούς απέλασης δεν απαιτείται καταδίκη. (Oppenheim on International Law, πρώτος τόμος, 8η έκδοση, παρ. 325),
Περαιτέρω, ο αιτητής ισχυρίσθηκε ότι αποστερήθηκε του δικαιώματος ακροάσεως. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί γιατί ο αιτητής είχε την ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του τόσο στα γραφεία του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λεμεσού όπου κλήθηκε, και εξέφρασε επίσης τις απόψεις του μέσω των δικηγόρων του με γραπτή επιστολή ημερ. 5.7.01. Το δικαίωμα που διασφαλίζεται από το άρθρο 43 του Ν. 158(1)/99 στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκήθηκε από τον αιτητή στην έκταση που οι περιστάσεις και η φύση της υπόθεσης δικαιολογούν. Εξάλλου, η απέλαση δεν αποτελεί ούτε τιμωρία ούτε πειθαρχική κύρωση ώστε να προκύπτει άμεσα η ανάγκη να ακουσθεί ο αιτητής. (Βλ. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510 και Σκορδή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 858/01, ημερ. 22.5.2002).
Δεν έχει τεθεί ενώπιόν μου ο,τιδήποτε που να τείνει να καταδείξει ότι η διοίκηση ενήργησε με κακή πίστη ως προς τον αιτητή. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνω βάσιμο λόγο που να δικαιολογεί την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.