ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 844
30 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΧΡΙΣΤΙΑΝΑ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΗ,
2. ΜΑΡΙΑ ΧΑΤΖΗΚΟΥ,
Αιτήτριες,
v.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟY ΙΔΡYΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 227/2001)
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Κατά πόσο εφαρμόζεται ως προς το Ρ.Ι.Κ. ο περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Έκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμος του 1990 (Ν.155/90) και ποιες οι συνέπειες της παράβασής του.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Προαγωγές ― Η δυνατότητα και ο ρόλος της λήψης των απόψεων ιεραρχικά προϊσταμένων των υποψηφίων αναφορικά με την καταλληλότητά τους ― Η λήψη των απόψεων και το περιεχόμενό τους κρίθηκαν έγκυρα στην κριθείσα περίπτωση.
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Περιστάσεις της νομιμότητας όλων των πτυχών της επίδικης προαγωγής ― Δέουσα έρευνα και αιτιολογία ― Έκδηλη υπεροχή και εύλογα εφικτή απόφαση.
Οι αιτήτριες επεδίωξαν την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Λειτουργού Β΄.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Αναφορικά με τον ισχυρισμό για λανθασμένη παραγνώριση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που συντάχθηκαν μετά το 1990, υιοθετείται η πρόσφατη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου στην Φλωρίδης κ.ά. ν. ΡΙΚ, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1097/00 και 1107/00, ημερ. 10.9.2002.
Προβλήθηκε από πλευράς αιτητριών, διαζευκτικά ο ισχυρισμός ότι ο Nόμος Aρ. 155/90 δεν εφαρμόζεται για το ΡΙΚ. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί γιατί ο Nόμος Aρ. 155/90 καλύπτει όλους τους ημικρατικούς οργανισμούς και σύμφωνα με το Άρθρο 3 (1) και (2) του νόμου, το ΡΙΚ περιλαμβάνεται στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του.
Το επιχείρημα των αιτητριών ότι, εφόσον οι υπηρεσιακές εκθέσεις μετά το 1990 έγιναν αποδεκτές από τις αιτήτριες, αυτές θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη ως αξιόπιστος δείκτης αξίας, δεν ευσταθεί αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με σαφή παρατυπία και παράνομη ενέργεια και θα καθιστούσε τη σύσταση άκυρη.
2. Το ζήτημα της σημασίας σύστασης προϊσταμένου που δίδεται στα πλαίσια προαγωγικής διαδικασίας προσωπικού του ΡΙΚ απασχόλησε την Ολομέλεια στην Αντωνάκης Πιερίδης ν. ΡΙΚ (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 61.
Είναι ορθό να αναζητούνται οι απόψεις των αρμοδίων στελεχών των καθ' ων η αίτηση σχετικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων για την πλήρωση κάποιας θέσης. Οι απόψεις του κου Παναγίδη ως Ανώτερου Λειτουργού του ΡΙΚ εν προκειμένω, δεν υπέχουν την τυπική σημασία που έχει η σύσταση προϊσταμένου τμήματος ωστόσο, συνέβαλαν στη διερεύνηση της καταλληλότητας των υποψηφίων από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ.
Εξάλλου, η λήψη διαφορετικών απόψεων, ακόμα και όταν αυτές δεν συνιστούν συστάσεις κατά την τυπική έννοια, βρίσκεται στα πλαίσια της υποχρέωσης που έχει το ΡΙΚ για έρευνα με προοπτική να διαπιστώσει το ίδιο το Συμβούλιο, την καταλληλότητα των υποψηφίων. Οι συγκεκριμένες δε «συστάσεις» διατυπώθηκαν από ιεραρχικά προϊσταμένους και ως εκ των καθηκόντων τους, τους πλέον αρμοδίους για να κρίνουν την αξία των υποψηφίων. Η αξιολογική κρίση που διατύπωσαν ορθά συνεκτιμήθηκε από το Συμβούλιο του ΡΙΚ κατά τη λήψη τελικής απόφασης.
3. Όσον αφορά στην αξία, κατόπιν παραμερισμού των υπηρεσιακών εκθέσεων, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις «συστάσεις» των προϊσταμένων ως ουσιώδες κριτήριο. Η θέση των αιτητριών ότι αυτή δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη ενέργεια δεν γίνεται δεκτή. Το Διοικητικό Συμβούλιο στηρίχθηκε στις απόψεις του Τμηματάρχη Προσωπικού ο οποίος ήταν Υπεύθυνος Λογιστηρίου και του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή ο οποίος εκ της πρώην ιδιότητάς του ως Αρχιλογιστής γνώριζε προσωπικά τους υποψήφιους.
Τα συγκεκριμένα πρόσωπα βρίσκονταν σε μοναδική θέση να εκφράσουν αξιολογική κρίση αναφορικά με την επίδοση και απόδοση των υποψηφίων.
4. Η έρευνα που διεξήγαγε το Διοικητικό Συμβούλιο ικανοποιούσε τα κριτήρια της δέουσας έρευνας. Δεν στοιχειοθετείται ουσιώδης πλάνη για κανένα από τα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου και οι ισχυρισμοί περί του αντιθέτου που διατυπώνουν οι αιτήτριες είναι αβάσιμοι. Η αιτιολογία των «συστάσεων» καθώς και της τελικής απόφασης, όπως συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων, είναι επαρκής για σκοπούς ελέγχου.
Οι αιτήτριες απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή. Στην απουσία έκδηλης υπεροχής, η επιλογή του καταλληλότερου αποτελεί ευθύνη του διοικητικού οργάνου στο οποίο εναποτίθεται η εξουσία για στελέχωση της υπηρεσίας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Φλωρίδης κ.ά. v. ΡΙΚ, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1097/00 κ.ά., ημερ. 10.9.2002,
Αττίκης κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 40/97 κ.ά., ημερ. 18.7.2000,
Χρυσάνθου v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 180/99, ημερ. 29.12.2000,
Παπαντωνίου v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 214/98, ημερ. 28.6.2001,
Δαμιανού v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 810,
Κουκουνίδης v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 46/01, ημερ. 30.11.2001,
Περικλέους v. Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 1058,
Myles v. Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, Υπόθ. Αρ. 863/96, ημερ. 13.1.1998,
Πιερίδης v. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 (Α) Α.Α.Δ. 61
Χ"Κυριάκου v. ΡΙΚ, Υπόθ. Αρ. 357/99, ημερ. 8/7/2002.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τις Αιτήτριες.
Π. Πολυβίου, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Μ. Τσιανή, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ) ημερ. 28.12.00 με την οποία προάχθηκε στη μόνιμη θέση Λειτουργού Β΄ από 31.12.2000 το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μύρια Πηλακούτα.
Οι αιτήτριες και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα υπέβαλαν αίτηση για την επίδικη θέση. Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ ασχολήθηκε με το θέμα της πλήρωσης της επίδικης θέσης σε συνεδρία που πραγματοποιήθηκε στις 28.12.2000. Προκύπτει από τα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας, ότι το Διοικητικό Συμβούλιο, είχε ενώπιόν του τα ακόλουθα έγγραφα:
1. Την Εγκύκλιο-Προκήρυξη της θέσης ημερ. 20.12.2000.
2. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης.
3. Τις αιτήσεις των υποψηφίων.
4. Βιογραφικά Σημειώματα των υποψηφίων.
5. Πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής ημερ. 28.12.2000.
6. Τους Προσωπικούς Φακέλους των υποψηφίων.
7. Τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων που περιέχουν τη βαθμολογία καθώς και την αξιολόγηση γενικά της απόδοσής τους για το σύνολο της υπηρεσίας τους στο ΡΙΚ.
Το Συμβούλιο αφού έκρινε ότι και οι 4 υποψήφιες πληρούσαν τις προϋποθέσεις καταλληλότητας για τη θέση, κάλεσε ενώπιόν του τον Τμηματάρχη Προσωπικού και Διοίκησης προκειμένου να δώσει τη σύστασή του. Μεταφέρω αυτούσιο το περιεχόμενο της σύστασης του κ. Παναγίδη:
«Έχω μελετήσει και έχω λάβει υπόψη το περιεχόμενο των φακέλων των υποψηφίων. Αγνόησα το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους για την περίοδο από το 1990 μέχρι σήμερα, γιατί δεν συντάχθηκαν με βάση τον Νόμο 155/90 που απαιτεί οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις για τους υπαλλήλους των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου να συντάσσονται με Κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις των οικείων Νόμων.
Όμως, και αν ακόμη δεν αγνοούσα το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων της περιόδου μετά το 1990, δεν θα διαφοροποιούσα την εκτίμηση και σύσταση μου για την καταλληλότερη από τις υποψήφιες για τη θέση γιατί η εικόνα της αξίας τους, όπως κατοπτρίζεται στις βαθμολογίες στις εν λόγω Εκθέσεις είναι η ίδια, δηλ. έχουν όλοι γενική βαθμολογία Α΄.
Και οι 4 υποψήφιες είναι πολύ καλοί υπάλληλοι και εκτελούν πολύ ικανοποιητικά τα καθήκοντα στον τομέα που υπηρετούν. Όλες έχουν διοριστεί την ίδια ημερομηνία στο ΡΙΚ. Η Χατζήκκου Μαρία κατέχει πανεπιστημιακό δίπλωμα, ενώ η Πηλακούτα Μύρια κατέχει εξειδικευμένα λογιστικά προσόντα.
Μεταξύ των υποψηφίων, ξεχωρίζω την Πηλακούτα Μύρια για την εργατικότητα, το ζήλο, την ευσυνειδησία, την υπευθυνότητα και τις γνώσεις της. Παρόλον που η επιλογή δεν είναι εύκολη, κρίνω ότι έχει υπεροχή έναντι των άλλων υποψηφίων και την θεωρώ καταλληλότερη να εκτελέσει τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Ως εκ τούτου την συστήνω για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.»
Στη συνέχεια, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής αναφέρθηκε στους υποψήφιους ως εξής:
«Γνωρίζω καλά την εργασία των υποψηφίων, διότι διετέλεσα Αρχιλογιστής του ΡΙΚ και τώρα κατέχω τη θέση του Διευθυντή Διοικήσεως & Οικονομικών. Εκτελώ καθήκοντα Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Επομένως έχω προσωπική γνώση και των τεσσάρων υποψηφίων και ιδιαίτερα της εργασίας και ικανοτήτων τους.
Και οι τέσσερις υποψήφιες είναι πολύ καλές στην εργασία τους και στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, όμως η Πηλακούτα Μύρια, η οποία βρίσκεται στο τελικό στάδιο των εξετάσεων για την απόκτηση του διπλώματος ACCA, υπερτερεί από πλευράς γνώσεων που αφορούν τις λογιστικές εργασίες και συνολικής γνώσης των εργασιών των άλλων τμημάτων του ΡΙΚ. Έχει επίσης οργανωτικές ικανότητες και ειδικές γνώσεις που αφορούν τη σύγχρονη τεχνολογία. Είναι επίσης πολύ ευσυνείδητη, γρήγορη στη σκέψη, ικανή, συνεπής και πολύ εργατική, με ευθυκρισία και ισχυρή προσωπικότητα. Επιδεικνύει υψηλό αίσθημα ευθύνης. Έχω την άποψη - χωρίς να υποτιμώ τους άλλους υποψηφίους - ότι υπερέχει αυτών και επομένως, χωρίς κανένα δισταγμό, θεωρώ ότι η Πηλακούτα Μύρια είναι καταλληλότερη για διεκπεραίωση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης και κατά συνέπεια την συστήνω για προαγωγή στη θέση του Λογιστικού Λειτουργού Β΄.»
Μετά την αποχώρηση του Αν. Γενικού Διευθυντή και του κ. Παναγίδη, το Συμβούλιο προέβη σε συζήτηση και λήψη της τελικής του απόφασης. Στα πρακτικά της συνεδρίας ημερ. 28.12.00 καταγράφονται τα εξής:
«Το Συμβούλιο προχώρησε στην αξιολόγηση της κάθε υποψήφιας χωριστά και σε σύγκριση με την κάθε μία από τις άλλες υποψήφιες. Το Συμβούλιο εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από τους φακέλους των υποψηφίων και έλαβε υπόψη τη σύσταση του Τμ/ρχη Προσωπικού & Διοίκησης, ως επίσης και τη σύσταση του Αν. Γενικού Διευθυντή. Αγνόησε το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων της περιόδου μετά το 1990, γιατί συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου 155/90.
Το Συμβούλιο συνεκτιμώντας όλα τα ενώπιον του στοιχεία αναφορικά με τις υποψήφιες, σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, υιοθέτησε τις συστάσεις του Τμ/ρχη Προσωπικού & Διοίκησης και του Αν. Γενικού Διευθυντή και τα δικαιολογητικά τους και έκρινε, με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας και με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση, ότι η καταλληλότερη για προαγωγή είναι Πηλακούτα Μύρια και αποφάσισε ομόφωνα την προαγωγή της στη θέση «Λογιστικός Λειτουργός Β΄» από τις 31.12.2000.
Το Συμβούλιο, όπως προαναφέρθηκε, αγνόησε το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων μετά το 1990 γιατί συντάχθηκαν κατά παράβαση του Νόμου 155/90. Εν πάση, όμως περιπτώσει, το Συμβούλιο έκρινε ότι, ακόμη και αν δεν αγνοούντο οι εν λόγω Εκθέσεις δεν θα αλλοίωναν την εικόνα της αξίας των υποψηφίων, γιατί στις εν λόγω Εκθέσεις όλες οι υποψήφιες έχουν γενική βαθμολογία Α΄.
Το Συμβούλιο έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στις συστάσεις του Τμ/ρχη Προσωπικού & Διοίκησης και του Αν. Γενικού Διευθυντή που γνωρίζουν καλά τα προσόντα, την εργασία και την καταλληλότητα για την πλήρωση της θέσης Λογιστικού Λειτουργού Β΄ των υποψηφίων.
Το Συμβούλιο σημείωσε ότι οι συστάσεις των Προϊσταμένων είναι διαφωτιστικές της αξίας των υποψηφίων και επομένως έδωσε ιδιαίτερη σημασία στις σαφείς συστάσεις, τόσο του Τμ/ρχη Προσωπικού & Διοίκησης όσο και του Αν. Γενικού Διευθυντή.»
Οι αιτήτριες υποβάλλουν ότι για τους πιο κάτω λόγους πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση:
(1) Εσφαλμένα και λειτουργώντας κάτω από νομική πλάνη, ο κ. Παναγίδης, ο Υπεύθυνος Λογιστηρίου και το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ αγνόησαν το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που συντάχθηκαν μετά το 1990.
(2) Η σύσταση του κ. Παναγίδη και η σύσταση του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή είναι εσφαλμένες και συγκρούονται με τα στοιχεία των φακέλων. Ο κ. Παναγίδης κατά τη σύσταση του τελούσε υπό πλάνη και έλαβε υπόψη του ανύπαρκτο πρόσθετο προσόν του ενδιαφερόμενου προσώπου.
(3) Αμφισβήτηση της αρμοδιότητας του κ. Παναγίδη και του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή να συστήσουν και οι δύο.
(4) Το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ λειτούργησε υπό πλάνη, σύγχυση και αντίθετα στη χρηστή διοίκηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί νόμιμη έρευνα και στερείται αιτιολογίας.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για λανθασμένη παραγνώριση των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που συντάχθηκαν μετά το 1990, υιοθετώ ό,τι ανέφερα για το θέμα στην πρόσφατη απόφασή μου στην Φλωρίδης κ.ά. ν. ΡΙΚ, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 1097/00 και 1107/00, ημερ. 10.9.2002:
«Το άρθρο 3 του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Αξιολόγηση, Ελευθερία Εκφρασης Γνώμης και Πολιτικά Δικαιώματα Υπαλλήλων) Νόμου του 1990 - αρ. 155/90, επιβάλλει τη σύνταξη υπηρεσιακών εκθέσεων για όλους τους υπαλλήλους των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή οποιουδήποτε άλλου οργανισμού δημοσίου δικαίου που είχε ιδρυθεί ή θα ιδρυόταν για το δημόσιο συμφέρον από νόμο και των οποίων τα κεφάλαια είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από την κυβέρνηση. Το άρθρο 3 του εν λόγω νόμου, προβλέπει επίσης ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάσσονται με βάση τους κανονισμούς που εκδίδονται σύμφωνα με τους οικείους νόμους.
Επειδή, οι υπηρεσιακές εκθέσεις που είχε ενώπιόν του το Συμβούλιο του ΡΙΚ είχαν συνταχθεί κατά παράβαση των προνοιών του νόμου 155/90 το Συμβούλιο, ακολουθώντας γραπτή υπόδειξη του νομικού συμβούλου του ΡΙΚ που βρισκόταν στο φάκελο εργασίας ορθά αγνόησε τις εν λόγω υπηρεσιακές εκθέσεις. (Βλ. Αττίκης κ.ά. ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 40/97 κ.ά., ημερ. 18.7.2000, Χρυσάνθου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 180/99, ημερ. 29.12.2000, Παπαντωνίου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 214/98, ημερ. 28.6.2001, Δαμιανού ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 4 Α.Α.Δ. 810, Κουκουνίδης ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 46/01, ημερ. 30.11.2001 και συναφώς Περικλέους ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1997) 4 Α.Α.Δ. 1058 και Myles ν. Κυπριακού Πρακτορείου Ειδήσεων, Υπόθ. Αρ. 863/96, ημερ. 13.1.1998).»
Προβλήθηκε από πλευράς αιτητριών, διαζευκτικά ο ισχυρισμός ότι ο νόμος αρ. 155/90 δεν εφαρμόζεται για το ΡΙΚ. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί γιατί ο νόμος αρ. 155/90 καλύπτει όλους τους ημικρατικούς οργανισμούς και σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) και (2) του νόμου, το ΡΙΚ περιλαμβάνεται στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του. (Βλ. Αττίκης κ.ά. πιο πάνω).
Ο κ. Παναγίδης αναφέρει στη σύστασή του ότι αγνόησε το περιεχόμενο των υπηρεσιακών εκθέσεων οι οποίες, εν πάση περιπτώσει, εμφανίζουν τις υποψήφιες να ισοβαθμούν στην αξία. Το επιχείρημα των αιτητριών ότι, εφόσον οι υπηρεσιακές εκθέσεις μετά το 1990 έγιναν αποδεκτές από τις αιτήτριες, αυτές θα έπρεπε να είχαν ληφθεί υπόψη ως αξιόπιστος δείκτης αξίας, δεν ευσταθεί αφού κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με σαφή παρατυπία και παράνομη ενέργεια εκ μέρους του κ. Παναγίδη και θα καθιστούσε τη σύστασή του άκυρη.
Όπως έχει προαναφερθεί, το Συμβούλιο είχε ενώπιόν του τόσο τη «σύσταση» του κ. Παναγίδη, ο οποίος εκτελούσε καθήκοντα Υπεύθυνου του Λογιστηρίου, όσο και τις απόψεις του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή, ο οποίος διετέλεσε Αρχιλογιστής, που συνέπιπταν ως προς το συστηνόμενο πρόσωπο για προαγωγή. Οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι η διπλή σύσταση είναι άγνωστη στους σχετικούς Κανονισμούς του ΡΙΚ.
Το ζήτημα της σημασίας σύστασης προϊσταμένου που δίδεται στα πλαίσια προαγωγικής διαδικασίας προσωπικού του ΡΙΚ απασχόλησε την Ολομέλεια στην Αντωνάκης Πιερίδης ν. ΡΙΚ (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 61, όπου λέχθηκαν τα εξής:
«Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί. Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου των καθ' ων η αίτηση να μην εξασφαλίσουν κατά την επανεξέταση νέα σύσταση από τον αρμόδιο προϊστάμενο, δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας ούτε και επηρέασε τη νομιμότητα της διαδικασίας. Σύμφωνα με τους περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμούς του 1987, ΚΔΠ 317/87, η υποβολή σύστασης εκ μέρους του προϊσταμένου δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση στη διαδικασία διορισμού ή προαγωγής.
Όπως χαρακτηριστικά επισημάνθηκε στην υπόθεση Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ν. Κωνσταντινίδου (1997) 3 Α.Α.Δ. 338, οι απόψεις που διατυπώνονται από οποιοδήποτε τμηματάρχη για την καταλληλότητα των υποψήφιων δεν υπέχουν τη σημασία που έχει η σύσταση προϊστάμενου τμήματος του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).»
Είναι ορθό να αναζητούνται οι απόψεις των αρμοδίων στελεχών των καθ' ων η αίτηση σχετικά με την καταλληλότητα των υποψηφίων για την πλήρωση κάποιας θέσης. Οι απόψεις του κου Παναγίδη ως Ανώτερου Λειτουργού του ΡΙΚ, δεν υπέχουν την τυπική σημασία που έχει η σύσταση προϊσταμένου τμήματος ωστόσο, συνέβαλαν στη διερεύνηση της καταλληλότητας των υποψηφίων από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ.
Εξάλλου, η λήψη διαφορετικών απόψεων, ακόμα και όταν αυτές δεν συνιστούν συστάσεις κατά την τυπική έννοια, βρίσκεται στα πλαίσια της υποχρέωσης που έχει το ΡΙΚ για έρευνα με προοπτική να διαπιστώσει το ίδιο το Συμβούλιο, την καταλληλότητα των υποψηφίων. Οι συγκεκριμένες δε «συστάσεις» διατυπώθηκαν από ιεραρχικά προϊσταμένους και ως εκ των καθηκόντων τους, των πλέον αρμοδίων για να κρίνουν την αξία των υποψηφίων. Η αξιολογική κρίση που διατύπωσαν ορθά συνεκτιμήθηκε από το Συμβούλιο του ΡΙΚ κατά τη λήψη τελικής απόφασης.
Τα κριτήρια επιλογής με βάση τα οποία κρίνονται οι υποψήφιοι που ήδη υπηρετούν στο ίδρυμα είναι σύμφωνα με τον Κανονισμό 4(1) του περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Διορισμοί και Προαγωγαί) Κανονισμών του 1987 (Κ.Δ.Π. 317/87) η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα.
Σύμφωνα με τον Καν. 4(3) «προσόντα είναι τα διαλαμβανόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα» και στην προκείμενη περίπτωση, οι υποψήφιοι θα πρέπει να «εκτελούν σε αυξημένο βαθμό ευθύνης συνήθη λογιστικά καθήκοντα» κατά την περιγραφή του Σχεδίου Υπηρεσίας.
Έχοντας υπόψη τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται πιο πάνω, η εικόνα που παρουσιάζουν οι υποψήφιες, είναι η ακόλουθη:
Όσον αφορά τα προσόντα, η αιτήτρια 1 έχει BSc in Business Administration του Αμερικανικού Κολλεγίου της Αθήνας, η αιτήτρια 2 έχει πτυχίο Οικονομικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και πιστοποιητικό επιτυχίας στις εξετάσεις Accounting Higher του LCC, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο το οποίο είναι μέλος του ΑΑΤ έχει πιστοποιητικό διετούς φοίτησης στο Intercollege για απόκτηση διπλώματος ΑΑΤ (Association of Accounting Technicians) πιστοποιητικό επιτυχίας στις εξετάσεις Acc Higher του LCC, πιστοποιητικό του ACCA (2nd level) (The Chartered Association of Certified Technicians) καθώς και βεβαίωση του ACCA για επιτυχία στις εξετάσεις Accounting and Audit Practice του Tax Planning.
Όσον αφορά στην αξία, κατόπιν παραμερισμού των υπηρεσιακών εκθέσεων, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τις «συστάσεις» των προϊσταμένων ως ουσιώδες κριτήριο. Η θέση των αιτητριών ότι αυτή δεν ήταν η πλέον ενδεδειγμένη ενέργεια δεν με βρίσκει σύμφωνο. Μάλιστα οι ίδιες οι αιτήτριες ισχυρίζονται ότι «το διοικητικό συμβούλιο θα μπορούσε να ζητήσει συνεκτίμηση της αξίας εκάστου υποψηφίου, από όσους τους γνώριζαν». Αυτό ακριβώς έκανε το Διοικητικό Συμβούλιο αφού στηρίχθηκε στις απόψεις του Τμηματάρχη Προσωπικού ο οποίος ήταν Υπεύθυνος Λογιστηρίου και από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή ο οποίος εκ της πρώην ιδιότητάς του ως Αρχιλογιστής γνώριζε προσωπικά τους υποψήφιους.
Τα συγκεκριμένα πρόσωπα βρίσκονταν σε μοναδική θέση να εκφράσουν αξιολογική κρίση αναφορικά με την επίδοση και απόδοση των υποψηφίων καθώς και για το κατά πόσο οι ιδιότητές τους ικανοποιούν τις ανάγκες της συγκεκριμένης εργασίας. Οι πηγές της γνώσης αλλά και η προσωπική τους γνώση για τους υποψηφίους καταγράφονται στις «συστάσεις» τους κατά τρόπο που είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος.
Έχω την άπόψη ότι οι «συστάσεις» των προϊσταμένων που κρίνουν ως καταλληλότερη για την προαγωγή το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, όχι μόνο δεν συγκρούονται με το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων αλλά οι καταγραφόμενοι λόγοι προτίμησης ικανοποιούν και τα κριτήρια αιτιολόγησης.
Η συνεκτίμηση όλων των στοιχείων και ιδιαίτερα το προβάδισμα του ενδιαφερόμενου προσώπου σε αξία καθώς και τα εξειδικευμένα προσόντα που αποδίδοντο στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο και από τους δύο προϊσταμένους, καθιστούσε την επιλογή από το Διοικητικό Συμβούλιο, εύλογα εφικτή. Κρίνω ότι η έρευνα που διεξήγαγε το Διοικητικό Συμβούλιο ικανοποιούσε τα κριτήρια της δέουσας έρευνας.
Δεν στοιχειοθετείται ουσιώδης πλάνη για κανένα από τα προσόντα του ενδιαφερόμενου προσώπου και οι ισχυρισμοί περί του αντιθέτου που διατυπώνουν οι αιτήτριες είναι αβάσιμοι.
Η αιτιολογία των «συστάσεων» καθώς και της τελικής απόφασης όπως συμπληρώνεται από τα στοιχεία των φακέλων, είναι επαρκής για σκοπούς ελέγχου.
Οι αιτήτριες απέτυχαν να αποδείξουν έκδηλη υπεροχή. Στην απουσία έκδηλης υπεροχής, η επιλογή του καταλληλότερου αποτελεί ευθύνη του διοικητικού οργάνου στο οποίο εναποτίθεται η εξουσία για στελέχωση της υπηρεσίας. (Βλ. Χ"Κυριάκου ν. ΡΙΚ, Υπόθ. Αρ. 357/99, ημερ. 8.7.2002).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
�