ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 746
13 Σεπτεμβρίου, 2002
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΡΑΤΖΙΩΤΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΣΥΜΒΟΥΛIΟΥ ΕΜΠΟΡIΑΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ
ΕΛΑΙΟΚΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ (ΣΕΚΕΠ),
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 619/2000)
Συμβούλιο Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων ― Διορισμοί ― Η απαίτηση εγκεκριμένου σχεδίου υπηρεσίας προκειμένου να διενεργηθεί διορισμός ― Καν. 5 των περί του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 285/92) ― Περιστάσεις παραβίασης της διάταξης στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.
Διοικητική Πράξη ― Ανάκληση ― Ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξης ― Το ζήτημα του χρόνου εντός του οποίου οφείλει να αποφασιστεί ― Περιστάσεις νομιμότητας της ανάκλησης στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέφυγε κατά της ανάκλησης του διορισμού του στη θέση Γενικού Γραφέα/Αποθηκαρίου, 3½ περίπου έτη μετά τη διενέργεια του διορισμού.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο, κατά παράβαση του Κανονισμού 5(2) της Κ.Δ.Π. 285/92, πλήρωσε την επίδικη θέση χωρίς να έχει εγκριθεί οποτεδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας της από τον Υπουργό. Επομένως, η πράξη διορισμού του αιτητή ήταν παράνομη διοικητική πράξη, υποκείμενη σε ανάκληση σύμφωνα με τις αρχές οι οποίες διέπουν την ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων. Ήταν, δηλαδή, επιτρεπτή μέσα σε εύλογο χρόνο και, εφόσον το επέβαλλε το δημόσιο συμφέρον, οποτεδήποτε.
Η ανάκληση του παράνομου διορισμού μετά παρέλευση 3½ περίπου χρόνων, έγινε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα και, εν πάση περιπτώσει, επιβαλλόταν από το δημόσιο συμφέρον εφόσον ο αιτητής είχε διορισθεί σε μη νομοθετημένη θέση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενη Υπόθεση:
Ιωαννίδου v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100.
Προσφυγή.
Α. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.
Λ. Βασιλείου, για το Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Το 1985 ο αιτητής διορίσθηκε στη θέση Αποθηκάριου του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων (ΣΕΚΕΠ) επί ωρομίσθιας βάσεως. Στις 27.5.1996 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕΠ (το Συμβούλιο), με επιστολή του προς το Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (το Υπουργείο), ζήτησε την έγκριση του Σχεδίου Υπηρεσίας προτεινόμενης θέσης Γενικού Γραφέα/Αποθηκάριου. Το Υπουργείο, όμως, δεν έκρινε σκόπιμη την έγκριση του Σχεδίου Υπηρεσίας και ενημέρωσε σχετικά το Συμβούλιο με επιστολή του, ημερομηνίας 20.11.1996. Μετά μια βδομάδα, στις 28.11.1996, το Συμβούλιο αποφάσισε την πλήρωση της θέσης Γενικού Γραφέα/Αποθηκάριου με τη μέθοδο της μετάταξης. Και, διόρισε τον αιτητή στη θέση Γενικού Γραφέα/Αποθηκάριου από 1.1.1997 επί δοκιμασία για περίοδο δύο ετών. Μετά 3 ½ περίπου χρόνια, με επιστολή του προς το Συμβούλιο, ημερομηνίας 9.2.2000, το Υπουργείο, αφού σημείωσε ότι ο διορισμός του αιτητή στη θέση Γενικού Γραφέα/Αποθηκάριου έγινε χωρίς να υπάρχει νόμιμα εγκριμένο Σχέδιο Υπηρεσίας, υπέδειξε την ανάκληση της σχετικής απόφασης. Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο, κατά τη συνεδρία του της 24.2.2000, ανακάλεσε την απόφαση διορισμού του αιτητή στη θέση Γενικού Γραφέα/Αποθηκάριου από 1.1.1997 και τον επανένταξε στο ωρομίσθιο προσωπικό. Η ανακλητική απόφαση κοινοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή ημερομηνίας 25.2.2000 και είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η ανάκληση του διορισμού του αιτητή από το Συμβούλιο παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης και τις αρχές οι οποίες διέπουν την ανάκληση των διοικητικών πράξεων.
Ο προβαλλόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ευσταθεί.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 5(1) των περί του Συμβουλίου Εμπορίας Κυπριακών Ελαιοκομικών Προϊόντων (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1992 (Κ.Δ.Π. 285/92):
«Η κατηγορία της κάθε θέσης, τα καθήκοντα και οι ευθύνες που συνεπάγεται, καθώς και τα απαιτούμενα για διορισμό ή προαγωγή σε αυτήν προσόντα, καθορίζονται στα οικεία σχέδια υπηρεσίας που καταρτίζονται από το Συμβούλιο και εγκρίνονται από τον Υπουργό.»
Στην προκείμενη περίπτωση, το Συμβούλιο, κατά παράβαση του πιο πάνω Κανονισμού 5(2), πλήρωσε την επίδικη θέση χωρίς να έχει εγκριθεί οποτεδήποτε Σχέδιο Υπηρεσίας της από τον Υπουργό. Επομένως, η πράξη διορισμού του αιτητή ήταν παράνομη διοικητική πράξη υποκείμενη σε ανάκληση σύμφωνα με τις αρχές οι οποίες διέπουν την ανάκληση των παράνομων διοικητικών πράξεων. Ήταν, δηλαδή, επιτρεπτή μέσα σε εύλογο χρόνο και, εφόσον το επέβαλλε το δημόσιο συμφέρον, οποτεδήποτε. (Βλ., μεταξύ άλλων, Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 100).
Έχω την άποψη ότι, στην περίπτωση του αιτητή, η ανάκληση του παράνομου διορισμού του, μετά παρέλευση 3½ περίπου χρόνων, έγινε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα* και, εν πάση περιπτώσει, επιβαλλόταν από το δημόσιο συμφέρον εφόσον αυτός είχε διορισθεί σε μη νομοθετημένη θέση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
* Στην Ελλάδα, με τον ΑΝ261/1968 «περί χρόνου ανακλήσεως παράνομων διοικητικών πράξεων» (άρθρο Μόνον), επιδιώχθηκε η γενική ρύθμιση του θέματος της ανακλήσεως των παράνομων ατομικών διοικητικών πράξεων. Ο χρόνος εντός του οποίου επιτρέπεται η ανάκληση προσδιορίζεται ως «εύλογος» εφόσον είναι χρόνος «ήσσων 5ετίας τουλάχιστον» από την έκδοση των πράξεων. (Βλ. Α.Ι. Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 6η Έκδοση 2000, σελ. 583 επ.)