ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 481

16 Μαΐου, 2002

[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΑΝΔΡΟYΛΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤIΝΟΥ,

2. ΣΤEΛΙΟΣ ΜΙΧΑHΛ,

    ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

   ΑΝΔΡΕΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ

    ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Aρ. 979/1999)

 

Έννομο Συμφέρον ― Ιδιοκτήτη ακίνητης ιδιοκτησίας να προσβάλλει αναθεωρημένη Δήλωση Πολιτικής (Πολεοδομικών Ζωνών) η οποία δεν μεταβάλλει το καθεστώς της ιδιοκτησίας του, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από προηγούμενες δημοσιεύσεις της Δήλωσης Πολιτικής.

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της δημοσίευσης των αναθεωρημένων Σχεδίων Πολεοδομικών Ζωνών - Ορίων Ανάπτυξης για το χωριό Ευρύχου, όπου και η επίδικη ιδιοκτησία τους.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Το έννομο συμφέρον αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής. Κατά τη νομολογία η προδικαστική αυτή ένσταση είναι δημοσίας τάξεως και μπορεί να τύχει εξέτασης από το Δικαστήριο αυτεπαγγέλτως (ex proprio motu) ακόμα και χωρίς να προταθεί από τους διαδίκους.

Κατά το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για να είναι δεκτή η προσφυγή πρέπει το έννομο συμφέρον του αιτητή να είναι άμεσο και ενεστώς και ο αιτητής να υφίσταται βλάβη λόγω του δεσμού του με την προσβαλλόμενη πράξη.

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές στρέφονται κατά του περιεχομένου της Γνωστοποίησης αρ. 728, ημερ. 11.6.1996, με την οποία, όπως αναφέρουν απορρίφθηκε η ένστασή τους. Σύμφωνα με την εν λόγω γνωστοποίηση, το νομικό και πραγματικό καθεστώς για τους αιτητές και τα επίδικα κτήματά τους ουσιαστικά παρέμεινε αναλλοίωτο, αφού αυτή επαναλαμβάνει τις όποιες μεταβολές επέφεραν προηγούμενες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και περιέχονται στις δημοσιευμένες γνωστοποιήσεις, την ΑΔΠ 2048/92 και ΑΔΠ 437/96. Οι αιτητές σε καμιά ενέργεια δεν προέβησαν εναντίον των πιο πάνω γνωστοποιήσεων.

Η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να επικυρώσει το Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής ως έχει είτε να επιφέρει σε αυτό τις κατά την κρίση του αναγκαίες τροποποιήσεις πηγάζει από το εδάφιο (7) του Άρθρου 18 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου Ν. 90/72 (όπως τροποποιήθηκε).

Με το θέμα ασχολήθηκε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία και υιοθετείται.

Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν τη γνωστοποίηση αρ. 728 της 11.6.1999.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ κ.ά. v. Ψαλτά (2001) 3 Α.Α.Δ. 834,

Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73,

Τσαγγάρης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 434,

Ιωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 983/99, ημερ. 11.2.2002,

Χριστοφίδου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1057/98, ημερ. 2.6.1998.

Προσφυγή.

Ι. Νικολάου, για τους Αιτητές.

Δ. Καλλίγερος, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές στην παρούσα προσφυγή ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:-

"Α. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, που δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ, Ατομικές Διοικητικές Πράξεις, της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, με ημερομηνία 11.6.99, αριθμό γνωστοποίησης 728, και με την οποία αποφάσισαν να απορρίψουν και/ή δεν αποδέκτηκαν την ένσταση, που ο ιδιοκτήτης ή οι αιτητές είχαν υποβάλει στον καθ' ου η αίτηση με αρ. 2, αναφορικά με τα Σχέδια Πολεοδομικών Ζωνών-Ορίων Ανάπτυξης που είχαν γνωστοποιηθεί για το χωρίον Ευρύχου, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

Β. Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση, που δημσοιεύθηκε στο Παράρτημα Τρίτο, Μέρος ΙΙ, Ατομικές Διοικητικές Πράξεις, της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, με ημερομηνία 11.6.99, αριθμό γνωστοποίησης 728, και με την οποία απόρριψαν την ένσταση του ιδιοκτήτη και/ή των αιτητών και έχουν εγκρίνει τα Σχέδια Πολεοδομικών Ζωνών-Ορίων Ανάπτυξης για την κοινότητα Ευρύχου, που κατατέθηκαν στα Επαρχιακά Γραφεία Πολεοδομίας και Οικήσεως της Επαρχίας Λευκωσίας, είναι εξ υπαρχής άκυρη και/ή στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."

Οι αιτητές είναι διαχειριστές του τεμαχίου με αρ. 97/3/1, Φ/Σχ. XVIII.53 που βρίσκεται στη διοικητική περιοχή Ευρύχου. Τα Σχέδια των Πολεοδομικών Ζωνών του Χωρίου Ευρύχου τροποποιήθηκαν το 1992, με τη δημοσίευση της Α.Δ.Π. 2048 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 2760 και ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1992, αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία μελέτης των ενστάσεων που είχε αρχίσει το 1991. Η ιδιοκτησία των αιτητών βρισκόταν εκτός των Ζωνών Ανάπτυξης της κοινότητας σε Ζώνη Γ3 (συντελεστής δόμησης 0,10:1, ποσοστό κάλυψης 0,10:1 και ανώτατος αριθμός ορόφων 2).

Στις 22.3.1996 δημοσιεύτηκε η Έκθεση του Υπουργού Εσωτερικών σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 34Α(5) του Νόμου.  Στην έκθεση γινόταν μια γενική εκτίμηση των αναπτυξιακών εξελίξεων μετά την πρώτη δημοσίευση της Δήλωσης Πολιτικής και καθοριζόταν το πλαίσιο στρατηγικής που θα έπρεπε να ακολουθηθεί κατά τη διαδικασία αναθεώρησης και τροποποίησης της Δήλωσης Πολιτικής και των Πολεοδομικών Ζωνών των κοινοτήτων της υπαίθρου που αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της.

Με βάση το άρθρο 34Α(6) στις 11.4.1996 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αρ. 3051 γνωστοποίηση (Α.Δ.Π. 437) για αναθεώρηση και τροποποίηση της Δήλωσης Πολιτικής και των Πολεοδομικών Ζωνών αριθμού χωριών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρύχου. Η ιδιοκτησία των αιτητών παρέμεινε, σύμφωνα με τα δημοσιευθέντα Σχέδια Πολεοδομικών Ζωνών, στη Ζώνη Γ3, όπου ίσχυαν οι ίδιες πρόνοιες που περιγράφονται στην παράγραφο 2.

Σύμφωνα με το άρθρο 35Α(9) του Νόμου, εντός χρονικής περιόδου οκτώ μηνών από τη δημοσίευση της Α.Δ.Π. 437/96 υποβλήθηκαν ενστάσεις προς τον Υπουργό Εσωτερικών εναντίον των τροποποιημένων Σχεδίων των Πολεοδομικών Ζωνών.

Οι ενστάσεις που υποβλήθηκαν κατά των προνοιών των Πολεοδομικών Ζωνών Ευρύχου μελετήθηκαν με βάση τη διαδικασία που αποφάσισε ο Υπουργός Εσωτερικών. Στην πρώτη φάση της διαδικασίας, οι ενστάσεις μελετήθηκαν λεπτομερώς από Επαρχιακή Συμβουλευτική Επιτροπή (Ε.Σ.Ε.), όπως αυτή καθορίζεται στις οδηγίες του Υπουργού. Η Ε.Σ.Ε. συγκέντρωσε και αξιολόγησε τα στοιχεία και δεδομένα κάθε επιμέρους ένστασης σε συνδυασμό με επιτόπια επίσκεψη.

Στη συνέχεια, οι εισηγήσεις στις οποίες κατέληξε η Ε.Σ.Ε. διαβιβάστηκαν στον Υπουργό Εσωτερικών, καθώς και στο Κεντρικό Συντονιστικό Κλιμάκιο (Κ.Σ.Κ.), όπως αυτό συνεστήθηκε με βάση τις οδηγίες του Υπουργού. Το Κ.Σ.Κ. μελέτησε τις ενστάσεις, τις εκθέσεις και εισηγήσεις της Ε.Σ.Ε., όπου καταγράφονται και οι απόψεις της οικείας Τοπικής Αρχής για θέματα που προέκυπταν είτε από ένσταση της Αρχής είτε από ενστάσεις ιδιωτών. Το Κ.Σ.Κ. διαμόρφωσε τις δικές τους απόψεις και εισηγήσεις, αναφορικά με την οριστικοποίηση των Πολεοδομικών Ζωνών της κάθε κοινότητας, τις οποίες υπέβαλε στον Υπουργό Εσωτερικών, σύμφωνα με τις σχετικές οδηγίες.

Μετά την ολοκλήρωση των πιο πάνω διαδικασιών ο Υπουργός Εσωτερικών υπέβαλε Πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 34Α(10) του Νόμου, για την τροποποίηση των Πολεοδομικών Ζωνών διάφορων κοινοτήτων της υπαίθρου, περιλαμβανομένης της Ευρύχου. Η απόφαση για την επικύρωση/τροποποίηση των Πολεοδομικών Ζωνών λήφθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 34Α(11) του Νόμου, από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 27.5.99. Ακολούθησε η δημοσίευση της Γνωστοποίησης Α.Δ.Π. 728 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 3332, ημερομηνίας 11.6.1999.

Με τη δημοσίευση της τροποποίησης των Πολεοδομικών Ζωνών Ευρύχου το 1992, ως αποτέλεσμα της τότε διαδικασίας μελέτης των ενστάσεων, η ιδιοκτησία των αιτητών εντάχθηκε στη Ζώνη Υπαίθρου Γ3. Με τη δημοσίευση της αναθεώρησης/τροποποίησης των Πολεοδομικών Ζωνών της Κοινότητας (Α.Δ.Π. 437/96), η ιδιοκτησία των αιτητών παρέμεινε στην ίδια ζώνη Γ3. Οι αιτητές υπέβαλαν ένσταση εναντίον των προνοιών της Δήλωσης Πολιτικής (Πολεοδομικών Ζωνών Ευρύχου) με αίτημα την ένταξη του αναφερόμενου τεμαχίου σε Οικιστική Ζώνη. Η εν λόγω ένσταση μελετήθηκε σύμφωνα με τις διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 6, 7 και 8 πιο πάνω. Με τις τροποποιήσεις που δημοσιεύτηκαν με την Α.Δ.Π. 728/99, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας μελέτης των ενστάσεων, το τεμάχιο των αιτητών παρέμεινε σε Ζώνη Γ3, έχοντας τους ίδιους συντελεστές ανάπτυξης που ίσχυαν με την Α.Δ.Π. 437/96 και Α.Δ.Π. 2048/92. Οι δυνατότητες αξιοποίησης της ιδιοκτησίας δεν διαφοροποιήθηκαν ως αποτέλεσμα της δημοσίευσης των Γνωστοποιήσεων Α.Δ.Π. 437/96, 2958/92 και 728/99.

Στην ένστασή τους οι αιτητές υποστήριξαν ότι η υπόλοιπη περιοχή γύρω από το τεμάχιό τους βρίσκεται μέσα σε Οικιστική Ζώνη και η ιδιοκτησία τους εφάπτεται της Ζώνης αυτής. Όπως φαίνεται στο χωρομετρικό σχέδιο του Παραρτήματος Α το τεμάχιο βρίσκεται ανατολικά του υπεραστικού δρόμου Λευκωσίας-Τροόδους, όπου η περιοχή είναι ενταγμένη σε Ζώνη Γ3 και όχι Οικιστική. Σημειώνεται ότι σε όλες τις φάσεις μελέτης των ενστάσεων, διαπιστώθηκε ότι η έκταση για την ικανοποίηση των προβλεπτών αναγκών στέγασης του πληθυσμού. Η επέκταση των Οικιστικών Ζωνών στα ανατολικά του αυτοκινητόδρομου και η συμπερίληψη του αναφερόμενου τεμαχίου σε Οικιστική Ζώνη θεωρήθηκε πρόωρη, αχρείαστη σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες ανάπτυξης της κοινότητας και ανεπιθύμητη, δεδομένου ότι θα επιβάρυνε σημαντικά την οδική ασφάλεια σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό άξονα. Σημειώνεται, επίσης, ότι κατά μήκος του υπεραστικού δρόμου, υπάρχει απομονωτική λωρίδα η οποία δεν επιτρέπει την απ' ευθείας πρόσβαση στα εφαπτόμενα τεμάχια.

Οι αιτητές προβάλλουν ως λόγους ακύρωσης την έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα, πλάνη περί το νόμο, έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της ισότητας κατ'  εφαρμογή του Άρθρου 28 του Συντάγματος.

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει για πρώτη φορά στη γραπτή του αγόρευση προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη τροποποίηση των πολεοδομικών ζωνών, γιατί, όπως αναφέρουν, αυτή δεν διαφοροποίησε το καθεστώς ανάπτυξης της ιδιοκτησίας τους. Οι αιτητές δεν είχαν προσβάλει τις πράξεις που αλλοίωσαν το καθεστώς ιδιοκτησίας τους με τη δημοσίευση της Α.Δ.Π. 2048 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 23.12.1992.

Το έννομο συμφέρον αποτελεί, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής.  Κατά τη νομολογία η προδικαστική αυτή ένσταση είναι δημοσίας τάξεως και μπορεί να τύχει εξέτασης από το Δικαστήριο αυτοδικαίως (ex proprio motu) ακόμα και χωρίς να προταθεί από τους διαδίκους.

Κατά το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος για να είναι δεκτή η προσφυγή πρέπει το έννομο συμφέρον του αιτητή να είναι άμεσο και ενεστώς και ο αιτητής να υφίσταται βλάβη λόγω του δεσμού του με την προσβαλλόμενη πράξη. (Βλέπε: Εταιρεία Αστικών Λεωφορείων Πάφου (ΑΛΕΠΑ) Λτδ. κ.ά. ν. Ψαλτά (2001) 3 Α.Α.Δ. 834, Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 73, Τσαγγάρης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 434).

Στο σύγγραμμα του καθηγητή Ε. Σπηλιωτοπούλου "Διοικητικό Δίκαιο ΙΙ", 8η έκδοση, 1997 στη σελίδα 467 αναφέρονται τα εξής:-

"Έννομο συμφέρον για την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως (Δ/μα 18/1989, άρθρο 47) υπάρχει όταν συντρέχουν οι εξής δύο προϋποθέσεις α) η προσβαλλόμενη πράξη έχει προκαλέσει ηθική ή υλική βλάβη στον αιτούντα και β) ο αιτών υφίσταται τη βλάβη αυτή με ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου, δηλαδή, να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση του αιτούντος με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 4037/1979, 86/1988)11."

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές στρέφονται κατά του περιεχομένου της Γνωστοποίησης αρ. 728, ημερ. 11.6.1996, με την οποία, όπως αναφέρουν απορρίφθηκε η ένστασή τους. Σύμφωνα με την εν λόγω γνωστοποίηση, το νομικό και πραγματικό καθεστώς για τους αιτητές και τα επίδικα κτήματα τους ουσιαστικά παρέμεινε αναλλοίωτο, αφού αυτή επαναλαμβάνει τις όποιες μεταβολές επέφεραν προηγούμενες αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου και περιέχονται στις δημοσιευμένες γνωστοποιήσεις, την Α.Δ.Π. 2048/92 και Α.Δ.Π. 437/96. Οι αιτητές σε καμιά ενέργεια δεν προέβησαν εναντίον των πιο πάνω γνωστοποιήσεων.

Η εξουσία του Υπουργικού Συμβουλίου να επικυρώσει το Τοπικό Σχέδιο ή Σχέδιο Περιοχής ως έχει είτε να επιφέρει σε αυτό τις κατά την κρίση του αναγκαίες τροποποιήσεις πηγάζει από το εδάφιο (7) του άρθρου 18 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/72 (όπως τροποποιήθηκε).

Με το θέμα ασχολήθηκε η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Ιωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 983/99, ημερ. 11.2.2002, ο Γαβριηλίδης, Δ. ανέφερε τα εξής επί του ιδίου θέματος με τα οποία συμφωνώ:-

"Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την επίδικη τροποποίηση των πολεοδομικών ζωνών, ήτοι την Α.Δ.Π. 605/99, για το λόγο ότι η τροποποίηση δεν επηρέασε τα τεμάχιά τους τα οποία απλώς "παρέμειναν" στο ίδιο πολεοδομικό καθεστώς που δημιουργήθηκε με την Α.Δ.Π. 2048/92.

Η ένσταση ευσταθεί. Η ύπαρξη ιδίου, ενεστώτος εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος το οποίο εθίγη ευθέως και αμέσως από την προσβαλλόμενη πράξη, απόφαση ή παράλειψη της διοίκησης, κατά τρόπο ώστε, η βλάβη ή η ζημιά την οποία επικαλείται να είναι άμεση συνέπεια της προσβαλλόμενης πράξης, απόφασης ή παράλειψης αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής. Στην προκείμενη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη τροποποίηση των πολεοδομικών ζωνών, δεν εθίγη έννομο συμφέρον των αιτητών, εφόσον με αυτή δεν επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή στο καθεστώς ζωνών που είχε ήδη επιβληθεί στα εν λόγω τεμάχια από το 1992 με την Α.Δ.Π. 2048/92. Η οποιαδήποτε βλάβη στα έννομα συμφέροντα των αιτητών προέκυψε από την πράξη αυτή, που δεν προσβλήθηκε με προσφυγή, και όχι από την τροποποίηση των πολεοδομικών ζωνών που επήλθε με την προσβαλλόμενη πράξη, ήτοι την Α.Δ.Π. 605/99."

Σχετική και με παρόμοιο θέμα είναι και η υπόθεση Χριστοφίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1057/98, ημερ. 2.6.1998 στην οποία ο Αρτέμης, Δ. κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα.

Κατά συνέπεια η προδικαστική ένσταση των καθ'ων η αίτηση ευσταθεί. Οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν τη γνωστοποίηση αρ. 728 της 11.6.1999.

Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο