ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 361

17 Απριλίου, 2002

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

(Yπόθεση Aρ. 35/2000)

ΣΤΑΛΩ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

 

(Yπόθεση Aρ. 259/2000)

ΧΑΡAΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 35/2000, 259/2000)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας και η κρίση ως προς τη συνδρομή των αναγκαίων προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου ― Όρια επέμβασης του ακυρωτικού δικαστηρίου ― Περιστάσεις νομιμότητας της διεξαχθείσας διαδικασίας στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Ε.Δ.Υ. ― Οι αιτιάσεις περί αναιτιολόγητου των σχετικών κρίσεων κρίθηκαν αβάσιμες στην κριθείσα περίπτωση.

Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Σύνθεση ― Ισχυρισμοί περί παράνομης σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στο πλαίσιο διαδικασίας πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού απορρίφθηκαν στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Ειδικά το θέμα της παρουσίας γραμματέα/πρακτικογράφου και λειτουργού που βοηθεί την Ε.Δ.Υ. κατά τη διεξαγωγή της προφορικής συνέντευξης (Άρθρο 33(10) του Ν.1/1990).

Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση του διορισμού των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 1/9/98 (λόγω επανεξέτασης).

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τις προσφυγές, αποφάσισε ότι:

1.  Η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και η κρίση ως προς τη συνδρομή των αναγκαίων τυπικών προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων, αποτελεί αυτοτελές προκριματικό ζήτημα, η λύση του οποίου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση αυτή, εκτός αν η λύση που δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα, ούτε ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κατοχής των αναγκαίων προσόντων, αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου.

     Ενδελεχής έρευνα του διοικητικού φακέλου, των προσωπικών φακέλων των ενδιαφερομένων μερών και των αιτήσεων που υποβλήθηκαν εκ μέρους των αιτητών δεν αποκαλύπτει οποιασδήποτε μορφής πλημμέλεια σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την Ε.Δ.Υ..

2.  Υπό το φως των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης, οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν περί αναιτιολόγητων κρίσεων τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Ε.Δ.Υ. σχετικά με τα αποτελέσματα των προφορικών εξετάσεων, κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.

3.      Εξίσου απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε υπό το καθεστώς πλάνης καταλήγοντας σε αυθαίρετες εκτιμήσεις για την εκ μέρους των υποψηφίων κατοχή των απαιτούμενων στο Σχέδιο Υπηρεσίας ακαδημαϊκών τίτλων και του επιπρόσθετου προσόντος. Στην Ε.Δ.Υ. και στη Συμβουλευτική Επιτροπή επαφίεται η ερμηνεία και εφαρμογή του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας και η διαπίστωση της συνδρομής των τυπικών προσόντων, η δε δικαστική παρέμβαση περιορίζεται στον έλεγχο της επάρκειας της έρευνας που διενεργήθηκε, της τήρησης των ορίων της διακριτικής ευχέρειας και στη διάγνωση εμφιλοχώρησης πλάνης ως προς την πραγματική κατάσταση. Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου υποστηρίζει τη νομιμότητα των επιλογών της Ε.Δ.Υ. Τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο πανεπιστημιακά διπλώματα ή τίτλους σε κατάλληλο θέμα, διέθεταν δε όλοι, εξαιρουμένων των ενδιαφερομένων Μανδρίτη και Αυγουστίδη το επιπρόσθετο προσόν. Η αιτήτρια Παπαντωνίου κατείχε επίσης το επιπρόσθετο προσόν. Η Ε.Δ.Υ. ως το αποφασίζον όργανο είχε τη διακριτική ευχέρεια να συνεκτιμήσει όλους τους σχετικούς παράγοντες και να καταλήξει στην επιλογή της, παρέχοντας επαρκή αιτιολογία για την προτίμησή της. Αυτό έπραξε.

     Οι σχετικοί ισχυρισμοί περί έλλειψης προσόντων, πλάνης και υπεροχής των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών απορρίπτονται.

4.  Μένει να εξετασθεί το θέμα τη νόμιμης σύνθεσης των οργάνων.  Ο δικηγόρος του αιτητή στην 259/00 αμφισβήτησε τη νομιμότητα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ισχυριζόμενος ότι περιλήφθηκε σε αυτήν κατά παράβαση του Άρθρου 32(1)(α)(ιι) του Ν. 1/1990 λειτουργός που υπηρετούσε στο εξωτερικό, ενώ παραγκωνίσθηκε όπως ισχυρίζεται πρέσβης που υπηρετούσε στην Κύπρο με αποτέλεσμα να συσταθεί παράτυπα η Επιτροπή, με συμμετοχή Πληρεξουσίων Υπουργών. Επανερχόμενος δε, εισηγείται στα πλαίσια της απαντητικής του αγόρευσης, ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατέστη πάσχουσα λόγω της παρουσίας σε αυτήν του Γραμματέα Χ. Παπαχριστοφόρου «προσώπου αναρμοδίου» και «μη εκ του νόμου προβλεπομένου».  Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν ευσταθούν.

     Το σχετικό πρακτικό αποκαλύπτει την παρουσία του Α. Σιάμπου Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ο οποίος αποχώρησε λόγω νομικού κωλύματος ως προς την συμμετοχή του και των κ.κ. Χ. Πασιαρδή, Ν. Μακρή, Πρέσβεων και Κ. Μαλλιώτη και Χ. Γιάγκου, Πληρεξουσίων Υπουργών. Ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρει κατά αόριστο τρόπο ότι κατά την επίδικη συνεδρία «παραγκωνίσθηκε πρέσβης που υπήρχε και υπηρετούσε στην Κύπρο και διορίσθηκαν ως μέλη πληρεξούσιοι υπουργοί». Ο ισχυρισμός αυτός, αφού παρέμεινε μετέωρος και χωρίς επαρκή τεκμηρίωση είναι καταδικασμένος σε απόρριψη. Εξίσου απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί παράνομης παρουσίας του πρέσβη Πασιαρδή, γιατί όπως λέχθηκε υπηρετούσε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό. Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και το σχετικό έγγραφο της υπηρεσιακής κατάστασης του πιο πάνω προσώπου, κατά την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης της Επιτροπής, δηλαδή στις 23.1.98, υπηρετούσε στην Κύπρο, ενώ η μετάθεσή του στην Αθήνα έλαβε χώρα στις 1.4.98. Ήταν, έτσι, νόμιμη η συμμετοχή του στην Συμβουλευτική Επιτροπή.

5.  Το θέμα της παρουσίας πρακτικογράφου ή γραμματέα κατά τις συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων αντιμετωπίστηκε νομολογιακά.

     Η παρουσία κατά τη συνεδρίαση του Χ. Παπαχριστοφόρου, Αν. Διοικητικού Λειτουργού του Υπουργείου Εξωτερικών υπό την ιδιότητα του ως Γραμματέα, ο οποίος βοήθησε όπως φαίνεται στα πρακτικά την Επιτροπή, διαβάζοντας σε αυτήν τις 206 αιτήσεις που υποβλήθηκαν, δεν κατέστησε, υπό το φως και της νομολογίας πάσχουσα τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αβάσιμος, τέλος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί παράνομης παρουσίας εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διαδικασία των προφορικών συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος σε αυτή την περίπτωση.  Σχετικό είναι το Άρθρο 33(10) του Ν. 1/1990.

Παρά την αντίθετη άποψη των αιτητών, νόμιμα κλήθηκε και παρέστη στη διαδικασία εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ως αποτέλεσμα ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. και δέουσας έρευνας, είναι δε επαρκώς αιτιολογημένη.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Δημοκρατία v. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485,

Δημοκρατία v. Κυπρή (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2600,

Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1253,

Δημοκρατία v. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347,

Mytides v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 737,

Βασιλείου v. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1487,

Συμεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145,

Παναγιώτου v. Υπουργού Παιδείας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2395.

Προσφυγή.

Α. Παπαντωνίου, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 35/2000.

Γ. Σεραφείμ για Ε. Ελευθερίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 259/2000.

Ε. Λοϊζίδου, για την Καθ' ης η αίτηση.

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Σιάμπου.

Α. Παναγιώτου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Ιερομονάχου και στις 2 προσφυγές.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ Δ.: Οι πιο πάνω προσφυγές έχουν συνεκδικασθεί. Παρουσιάζουν κοινά σημεία γεγονότων και νόμου, η επίδικη δε απόφαση λήφθηκε στην ίδια συνεδρία της αρμόδιας αρχής. Οι αιτητές αξιώνουν την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ( Ε.Δ.Υ.) με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Σταύρος Αυγουστίδης, Έλενα Μηνά, Άλκης Ιερομονάχου, Αντώνης Μανδρίτης, Έλενα Ράφτη, Θεσσαλία-Σαλίνα Σιάμπου και Κούλα Σοφιανού στη μόνιμη (Τακτικός Προϋπολογισμός) θέση Ακόλουθου, Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 1.9.98, απόφαση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.12.99.

Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από επανεξέταση του θέματος της πλήρωσης επτά μόνιμων θέσεων Ακόλουθου οι οποίες παρέμειναν κενές κατόπιν ανάκλησης της σχετικής απόφασης με την οποίαν είχαν αρχικά διορισθεί σε αυτές τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η αρχική απόφαση διορισμού των ενδιαφερομένων λήφθηκε στις 19.6.98. Είχε τότε προσβληθεί με Προσφυγές (Αρ. 884/98, 804/98 και 872/98) κατά την εκδίκαση των οποίων, η Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας είχε με επιστολή της (6.9.99) ενημερώσει την Ε.Δ.Υ. ότι ενόψει της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ. 485 δεν είχε πρόθεση υποστήριξης της νομιμότητας των αμφισβητούμενων διορισμών. Το περιεχόμενο της επιστολής που προαναφέρθηκε αποτέλεσε το έρεισμα για την ανάκληση από την Ε.Δ.Υ. της απόφασης για το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών. Η απόφαση για την ανάκληση λήφθηκε κατά τη συνεδρία της 12.10.98 κατά την οποίαν επίσης αποφασίσθηκε να ειδοποιηθούν σχετικά τα ενδιαφερόμενα μέρη και να επανεξετασθεί το θέμα της πλήρωσης των θέσεων το συντομότερο. Η Ε.Δ.Υ. προχώρησε τελικά στην επανεξέταση στις 18.10.99. Σύμφωνα με τα όσα καταγράφτηκαν στα πρακτικά (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 3 στην Ένσταση) η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι για τους σκοπούς της επανεξέτασης θα ελαμβάνοντο υπόψη εικοσιοκτώ υποψήφιοι οι οποίοι είχαν προσέλθει στην ενώπιόν της προφορική εξέταση κατά την προηγούμενη διαδικασία. Η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε να μη δώσει βαρύτητα στα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης που προηγήθηκε της εμφάνισης των υποψηφίων ενώπιόν της και είχε διενεργηθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών, σημειώνοντας ότι αυτή αποτελούσε προαπαιτούμενο για διακρίβωση του δικαιώματος υποψηφίου για διεκδίκηση θέσης όπως προνοείται στο Σχέδιο Υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, η Ε.Δ.Υ. προχώρησε σε γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων, λαμβάνοντας, όπως σημειώθηκε, δεόντως υπόψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία και το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Όπως προκύπτει από τα σχετικά πρακτικά, η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε, προς το σκοπό της λήψης τελικής απόφασης και εφόσον επρόκειτο περί επανεξέτασης μετά από ανάκληση απόφασης που είχε ληφθεί από την Ε.Δ.Υ. με την ίδια σύνθεση, να λάβει υπόψη και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση αιτιολογώντας δεόντως τις εντυπώσεις της από αυτήν, με βάση τις προσωπικές σημειώσεις που ο Πρόεδρος και τα μέλη της τηρούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο. Στη συνέχεια η Ε.Δ.Υ. λαμβάνοντας υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, επαναδιορίζοντας στις επίδικες θέσεις τα ενδιαφερόμενα μέρη αναδρομικά από 1.9.98, ημερομηνία που ίσχυε ο διορισμός τους που είχε ακυρωθεί με την ανάκληση.

Η αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας στην Προσφυγή Αρ. 35/2000 επικεντρώνεται σε τρεις λόγους ακύρωσης. Υπήρξε κατά την άποψή του, στη συγκεκριμένη περίπτωση, παραβίαση της αρχής που επιβάλλει στη διοίκηση την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου. Επικαλείται υπεροχή της αιτήτριας έναντι των ενδιαφερομένων μερών, υποβάλλοντας ότι η μη επιλογή της συνιστά υπέρβαση των ορίων της διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου. Αναπτύσσοντας δε τον πιο πάνω ισχυρισμό, εισηγείται πως η αιτήτρια υπερείχε στα «αντικειμενικά στοιχεία κρίσης», συγκέντρωσε εξαιρετική βαθμολογία κατά τον γραπτό διαγωνισμό της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αξιολογήθηκε σε αρκετά υψηλό επίπεδο κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της ίδιας Επιτροπής και διέθετε, όπως ήταν διαπιστωμένο, το επιπρόσθετο προσόν και ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. Εντούτοις η αιτήτρια δεν επελέγη, παρά το γεγονός ότι υπερείχε, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος της, έκδηλα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Σ. Αυγουστίδη. Όπως εισηγείται περαιτέρω ο δικηγόρος της αιτήτριας, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε υπό το καθεστώς «πραγματικής και νομικής» πλάνης αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων των γραπτών εξετάσεων αποδεικνύει, κατά το δικηγόρο της, υπεροχή της αιτήτριας σχετικά με το επίπεδο γνώσης της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Προβάλλεται ακόμα το επιχείρημα ότι, σε αντίθεση με την αιτήτρια, τα ενδιαφερόμενα μέρη Σ. Αυγουστίδης και Α. Μανδρίτης δεν διέθεταν το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της γαλλικής ή άλλης γλώσσας.

Υποβάλλεται τέλος ο ισχυρισμός ότι η τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ. για το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών, είναι ασαφής, λήφθηκε χωρίς τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και στερείται αιτιολογίας.

Παρόμοιους νομικούς ισχυρισμούς διατυπώνει και ο δικηγόρος του αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 259/2000. Υποστηρίζει και αυτός την ύπαρξη πλάνης εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. αναφορικά με την κατοχή πρόσθετων ακαδημαϊκών προσόντων από τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Ιερομονάχου και Κ. Σοφιανού για την οποία μάλιστα υποβάλλεται ο ισχυρισμός ότι δεν πληρούσε τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, μη κατέχοντας πανεπιστημιακό δίπλωμα σε κατάλληλο θέμα. Παρόμοιος ισχυρισμός γίνεται και σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Μηνά. Προβάλλεται επίσης το επιχείρημα ότι η αξιολόγηση των ακαδημαϊκών τίτλων και των πιστοποιητικών απόδειξης της κατοχής του επιπρόσθετου προσόντος εκ μέρους των υποψηφίων, έγινε πεπλανημένα από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η εγκυρότητα των κρίσεων της οποίας αμφισβητείται ως αναιτιολόγητη. Ο δικηγόρος του αιτητή επαναλαμβάνει, όπως και ο συνάδελφος του στην Προσφυγή Αρ. 35/2000, τους ισχυρισμούς για έλλειψη αιτιολογίας των κρίσεων της Ε.Δ.Υ. και της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις, εισηγείται ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε από την Ε.Δ.Υ. ότι έπρεπε να δοθεί βαρύνουσα σημασία στην ενώπιον της προφορική εξέταση και υποβάλλει ότι η Ε.Δ.Υ., ενεργώντας καθ' υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας, παρέλειψε να προβεί σε δική της έρευνα,υιοθετώντας αβασάνιστα τα πορίσματα της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Προστίθεται τέλος, ένας ακόμη λόγος ακυρότητας: Παράτυπη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και επίσης παράνομη παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών κατά την κρίσιμη συνεδρία της Ε.Δ.Υ.

Η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση προβάλλει προδικαστική ένσταση επικαλούμενη εκπρόθεσμη άσκηση της Προσφυγής Αρ. 35/2000. Απορρίπτοντας δε τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν εκ μέρους των αιτητών, παραπέμπει στο πρακτικό της κρίσιμης συνεδρίας της Ε.Δ.Υ. όπου αναφέρεται, σε ότι αφορά την αιτήτρια στην Προσφυγή Αρ. 35/2000, πως λήφθηκε υπόψη το γεγονός της ψηλής αξιολόγησης της από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, εντούτοις υστέρησε σημαντικά έναντι των επιλεγέντων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Απαντώντας στον ισχυρισμό περί ύπαρξης πλάνης κατά την εκτίμηση των προσόντων των υποψηφίων, η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση τονίζει πως δεν υπήρξε οποιασδήποτε μορφής πλάνη, εφόσον όπως αποδεικνύεται από τα καταγραφέντα στο σχετικό πρακτικό η Ε.Δ.Υ. γνώριζε ότι τα ενδιαφερομένα μέρη Αυγουστίδης και Μανδρίτης δεν κατείχαν το επιπρόσθετο προσόν και ότι ορισμένοι εκ των ανθυποψηφίων τους το κατείχαν, πλην όμως έκρινε πως οι τελικώς επιλεγέντες υπερτερούσαν ως αποτέλεσμα συνυπολογισμού «όλων των ουσιωδών στοιχείων κρίσης» και της καλύτερης απόδοσης τους στην προφορική εξέταση της Ε.Δ.Υ. Αναφορικά με το επιχείρημα ότι παραγκωνίσθηκε η υψηλή βαθμολογία της αιτήτριας στη γραπτή εξέταση, η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποβάλλει ότι αυτό δεν ευσταθεί και παραπέμπει στο σχετικό πρακτικό όπου η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε πως δεν απέδωσε βαρύτητα σε αυτό το στοιχείο γιατί αποτελούσε ουσιαστικά διαδικασία με σκοπό τη διαπίστωση κατοχής προσόντος και όχι συγκριτικό στοιχείο. Σε ό,τι αφορά δε τον ισχυρισμό περί μη κατοχής των απαιτούμενων ακαδημαϊκών προσόντων από το ενδιαφερόμενο μέρος Ε. Ράφτη, τον απορρίπτει ως αβάσιμο, υποδεικνύοντας με αναφορά στο διοικητικό φάκελο ότι αυτή κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο σε κατάλληλο θέμα. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον αιτητή στην Προσφυγή Αρ. 259/2000, τους απορρίπτει επίσης ως αβάσιμους. Δεν ευσταθεί, κατά την άποψη της, ο ισχυρισμός για ύπαρξη πλάνης εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. ως προς την κατοχή προσόντων από τα ενδιαφερόμενα μέρη Α. Ιερομονάχου και Ε. Μηνά. Ο πρώτος κατείχε, σύμφωνα με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, το επιπρόσθετο προσόν της γνώσης της γαλλικής γλώσσας, η δε δεύτερη κρίθηκε προσοντούχος βάσει του M.Sc. in European Studies (the University of London) που κατείχε, ενώ της πιστώθηκε επίσης το επιπρόσθετο προσόν της γαλλικής γλώσσας. Ούτε στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Σοφιανού υπήρξε, κατά τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση οποιαδήποτε παρατυπία, αφού σε αυτήν πιστώθηκε το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της ισπανικής γλώσσας βάσει του Μ.Α. in Spanish Language and Literature (Purdue University, U.S.A.) που κατείχε. Απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους της Συμβουλευτικής προς το σκοπό της διαπίστωσης της κατοχής γνώσης της γλώσσας, όπου αυτή πιστώθηκε ως επιπρόσθετο προσόν, επισημαίνοντας ότι, όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, οι υποψήφιοι που διεκδικούσαν επιπρόσθετο προσόν το οποίο δεν κατείχαν κατά τεκμήριο, εξετάστηκαν γραπτώς ή/και προφορικά. Η Ε.Δ.Υ., συνεχίζει στην εισήγησή της η δικηγόρος της Δημοκρατίας, έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην ενώπιον της προφορική εξέταση και στις εντυπώσεις για τους υποψήφιους που αποκόμισε από αυτήν, η δε γραπτή εξέταση που προηγήθηκε δεν παραγκωνίσθηκε αφού αυτή λήφθηκε υπόψη για το σκοπό διαπίστωσης κατοχής προσόντος, όπως προαναφέρθηκε. Θεωρεί επίσης απορριπτέους τους ισχυρισμούς περί υπεροχής του αιτητή Σ. Χαραλάμπους έναντι του ενδιαφερομένου Σ. Αυγουστίδη αφού όπως υποδεικνύει, η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη στην τελική αξιολόγηση, εκτός από την προφορική συνέντευξη, και τα προσόντα των υποψηφίων.  Αποδεδειγμένα, ο αιτητής, συνεχίζει στην εισήγησή της η δικηγόρος της Δημοκρατίας, υστέρησε στους δύο αυτούς τομείς έναντι του ενδιαφερομένου μέρους. Το ίδιο ισχύει και για την περίπτωση του ενδιαφερομένου μέρους Ε. Μηνά.

Η δικηγόρος της Δημοκρατίας, ολοκληρώνει την παράθεση των επιχειρημάτων της, υπερασπιζόμενη τη νομιμότητα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, υποδεικνύοντας πως η συμμετοχή σε αυτήν του Πρέσβη Χ. Πασιαρδή πληρούσε τις τυπικές προϋποθέσεις, ενώ η παρουσία εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών κατά τη προφορική συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προβλέπεται στο άρθρο 33(10) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990).

Η προδικαστική ένσταση που εγείρεται στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, φαίνεται αβάσιμη και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί. Η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 17.12.99, η δε προσφυγή με αριθμό 35/2000, με την οποία επιζητείται η ανατροπή της, καταχωρίστηκε στις 11.1.2000, εντός δηλαδή της προβλεπόμενης στο Σύνταγμα προθεσμίας.

Το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης προβλέπει στην παράγραφο (3) («Απαιτούμενα προσόντα») τα ακόλουθα:

«3. Απαιτούμενα προσόντα:

(α) Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος σε κατάλληλο θέμα (π.χ. τα νομικά (περιλαμβανομένου του Barrister-at-Law) τις πολιτικές, οικονομικές, κλασικές επιστήμες, κλπ.).

Σημ.: Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.

(β) Άριστη γνώση της Ελληνικής ή Τουρκικής και πολύ καλή γνώση της Αγγλικής. Καλή γνώση της Γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας θα αποτελεί επιπρόσθετο προσόν.

Σημ.: Αναφορικά με τους υποψηφίους -

(ι) Των οποίων η μητρική γλώσσα δεν είναι η Ελληνική και δεν έχουν απολυτήριο Ελληνικού Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης και

(ιι) οι οποίοι, δυνάμει του Άρθρου 2.3 του Συντάγματος, επέλεξαν να ανήκουν στην Ελληνική κοινότητα,

απαιτείται μόνο καλή γνώση της Ελληνικής γλώσσας, νοουμένου ότι θα έχουν άριστη γνώση της Αγγλικής γλώσσας.

(γ) Ευρεία γνώση των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων της Κύπρου και ικανοποιητικό επίπεδο κατάρτισης και ενημέρωσης στις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις.

(δ) Ακεραιότητα χαρακτήρα, ευθυκρισία, πρωτοβουλία, ζήλος και ικανότητα ανάληψης ευθύνης.

(ε) Επιτυχία σε ειδικό γραπτό διαγωνισμό, που θα διεξαχθεί από το Υπουργείο Εξωτερικών.

(στ) Πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα.»

Σύμφωνα με την πάγια επί του θέματος νομολογιακή αρχή η ερμηνεία και εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και η κρίση ως προς τη συνδρομή των αναγκαίων τυπικών προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων, αποτελεί αυτοτελές προκριματικό ζήτημα, η λύση του οποίου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμόδιου οργάνου. Το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση αυτή, εκτός αν η λύση που δόθηκε δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή (Δημοκρατία ν. Κυπρή (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2600, Lewis v. Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1253, Δημοκρατία ν. Υψαρίδη κ.ά. (Αρ. 2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 347, 354-355). Πρέπει ακόμα να επισημανθεί ότι το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα, ούτε ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κατοχής των αναγκαίων προσόντων, αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας επαρκούς έρευνας προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας του οργάνου (βλ. σχετικά Mytides v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 737, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1994) 4 Α.Α.Δ. 1487, Συμεωνίδου κ.ά ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145).

Ενδελεχής έρευνα του διοικητικού φακέλου, των προσωπικών φακέλων των ενδιαφερομένων μερών και των αιτήσεων που υποβλήθηκαν εκ μέρους των αιτητών δεν αποκαλύπτει οποιασδήποτε μορφής πλημμέλεια σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την Ε.Δ.Υ.. Ο γραπτός διαγωνισμός που διενεργήθηκε από τριμελή Εξεταστική Επιτροπή προβλέπεται όπως ήδη επισημάνθηκε στην παρ. (3)(ε) του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης Ακολούθου, προς το σκοπό της διαπίστωσης της εκ μέρους των υποψηφίων κατοχής συγκεκριμένων προσόντων, τα οποία ρητά απαριθμούνται.

Όπως ορθά υποδείχθηκε από τη δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση και το συνήγορο του ενδιαφερομένου μέρους Θ. Σιάμπου, ο ειδικός αυτός διαγωνισμός δεν είναι ανταγωνιστικού χαρακτήρα αλλά γίνεται για να διαπιστωθεί η απαιτούμενη άριστη γνώση της ελληνικής γλώσσας, η πολύ καλή γνώση της αγγλικής και η «ευρεία γνώση των πολιτικών και οικονομικών πραγμάτων της Κύπρου και το ικανοποιητικό επίπεδο κατάρτισης και ενημέρωσης στις διεθνείς πολιτικές και οικονομικές υποθέσεις.». Ως επιτυχόντες θεωρήθηκαν υποψήφιοι που συγκέντρωσαν τουλάχιστον 50% της βαθμολογίας που αναλογούσε σε κάθε μία από τις τέσσερεις ενότητες του διαγωνισμού. Τόσο οι αιτητές, όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη, συγκέντρωσαν μέση γενική βαθμολογία άνω του 50% και ως εκ τούτου θεωρήθηκαν προσοντούχοι. Έτυχαν στη συνέχεια αξιολόγησης μέσω προφορικής συνέντευξης ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Οι εντυπώσεις που αποκόμισε η Συμβουλευτική Επιτροπή καταγράφονται στο Παράρτημα 11, όπου περιγράφονται με σαφήνεια, οι δυνατότητες και αδυναμίες που επέδειξαν οι υποψήφιοι κατά την προφορική εξέταση. Στο Παράρτημα 12, η Συμβουλευτική Επιτροπή προχωρεί στην «τελική αξιολόγηση» των υποψηφίων που πέτυχαν στο γραπτό διαγωνισμό και προσήλθαν ακολούθως στην ενώπιον της προφορική εξέταση. Χρησιμοποιώντας προφανώς τα δικά της κριτήρια η Συμβουλευτική Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψηφίους λαμβάνοντας υπόψη την εικόνα που αναδυόταν μέσω της προφορικής και της γραπτής εξέτασης σε συνδυασμό με τα ακαδημαϊκά προσόντα τους και την κατοχή του επιπρόσθετου προσόντος καλής γνώσης ξένης γλώσσας. Η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μαζί με τον κατάλογο των ακαδημαϊκών προσόντων, των επιπρόσθετων προσόντων και των πλεονεκτημάτων όπου αυτά κατέχοντο, τέθηκε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προς το σκοπό της τελικής επιλογής. Οι υποψήφιοι που περιλήφθηκαν στον τελικό κατάλογο μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη προσήλθαν σε προφορική εξέταση ενώπιον της Ε.Δ.Υ. η οποία αξιολόγησε την απόδοσή τους.

Η Ε.Δ.Υ. έκρινε στη συνέχεια τους υποψηφίους που εμφανίσθηκαν στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αξιολογώντας τα ενδιαφερόμενα μέρη Θ. Σιάμπου ως «εξαίρετη», Α. Μανδρίτη ως «πάρα πολύ καλό+» και τους Σ. Αυγουστίδη, Α. Ιερομονάχου, Ε. Μηνά, Ε. Ράφτη και Κ. Σοφιανού, ως «πάρα πολύ καλούς».  Ο αιτητής Χ. Χαραλάμπους κρίθηκε ως «καλός+» και η αιτήτρια Σ. Παπαντωνίου «σχεδόν πολύ καλή».

Η τελική αξιολόγηση της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων, όσο και τα κριτήρια και η αιτιολογία για την επί μέρους αξιολόγηση, φαίνονται στο συνημμένο «Παράρτημα» που όπως σημειώνεται από την Ε.Δ.Υ. αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του πρακτικού. Πράγματι, διαπιστώνεται ότι στο συγκεκριμένο πίνακα καταγράφεται η απόδοση των 28 υποψηφίων στην προφορική συνέντευξη ενώπιον της Ε.Δ.Υ. με αναλυτική περιγραφή των επί μέρους στοιχείων αξιολόγησης. Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν περί αναιτιολόγητων κρίσεων τόσο της Συμβουλευτικής Επιτροπής όσο και της Ε.Δ.Υ. σχετικά με τα αποτελέσματα των προφορικών εξετάσεων, κρίνονται αβάσιμες και απορρίπτονται.

Εξίσου απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός ότι η Ε.Δ.Υ. ενήργησε υπό το καθεστώς πλάνης καταλήγοντας σε αυθαίρετες εκτιμήσεις για την εκ μέρους των υποψηφίων κατοχή των απαιτούμενων στο Σχέδιο Υπηρεσίας ακαδημαϊκών τίτλων και του επιπρόσθετου προσόντος. Το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτεί πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο σε κατάλληλο θέμα ενώ καλή γνώση της γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας θεωρείται επιπρόσθετο προσόν.  Στο Παράρτημα (13) της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταγράφονται οι ακαδημαϊκοί τίτλοι και τα πρόσθετα προσόντα των υποψηφίων μεταξύ των οποίων είναι και οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Η Ε.Δ.Υ. τα είχε επίσης ενώπιον της κατά τη λήψη της επίδικης απόφασης. Στα δύο αυτά όργανα επαφίεται η ερμηνεία και εφαρμογή του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας και η διαπίστωση της συνδρομής των τυπικών προσόντων, η δε δικαστική παρέμβαση περιορίζεται στον έλεγχο της επάρκειας της έρευνας που διενεργήθηκε, της τήρησης των ορίων της διακριτικής ευχέρειας και στη διάγνωση εμφιλοχώρησης πλάνης ως προς την πραγματική κατάσταση. Το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου υποστηρίζει τη νομιμότητα των επιλογών της Ε.Δ.Υ. Τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο πανεπιστημιακά διπλώματα ή τίτλους σε κατάλληλο θέμα, διέθεταν δε όλοι, εξαιρουμένων των ενδιαφερομένων Μανδρίτη και Αυγουστίδη το επιπρόσθετο προσόν. Η αιτήτρια Παπαντωνίου κατείχε επίσης το επιπρόσθετο προσόν. Η Ε.Δ.Υ. ως το αποφασίζον όργανο είχε τη διακριτική ευχέρεια να συνεκτιμήσει όλους τους σχετικούς παράγοντες και να καταλήξει στην επιλογή της, παρέχοντας επαρκή αιτιολογία για την προτίμησή της. Αυτό έπραξε, όπως φαίνεται από το ακόλουθο απόσπασμα των πρακτικών της κρίσιμης συνεδρίας:

«Η Επιτροπή, επιλέγοντας τους πιο πάνω, έλαβε υπόψη ότι αυτοί στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση αξιολογήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο από τους μη επιλεγέντες. Οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν επίσης σε πολύ ψηλό επίπεδο και από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

Οι εκ των επιλεγέντων Ιερομονάχου, Μηνά, Ράφτη, Σιάμπου και Σοφιανού κατέχουν το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της Γαλλικής ή άλλης ξένης γλώσσας, και επιπλέον αυτοί, καθώς και ο Αυγουστίδης Σταύρος, που επίσης επιλέγηκε, κατέχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, τα οποία αν και δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου η Επιτροπή τους απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα.

Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να σημειώσει ότι οι εκ των επιλεγέντων Αυγουστίδης και Μανδρίτης δε διαθέτουν το επιπρόσθετο προσόν, ενώ ορισμένοι από τους υποψηφίους που δεν επιλέγηκαν το διαθέτουν. Ωστόσο, σε ένα συνυπολογισμό όλων των ουσιωδών στοιχείων κρίσης, συμπεριλαμβανομένης της υπέρτερης αξιολόγησής τους στην ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, και υπό το φως της φύσης των καθηκόντων και υποχρεώσεων του κατόχου της θέσης καθώς και της απαιτούμενης προσωπικότητας, η Επιτροπή έκρινε ότι αυτοί γενικά υπερέχουν και τους επέλεξε.

Ειδικότερα για τις υποψήφιες Έλληνα Χρυστάλλα, Παπαντωνίου Στάλω και Χατζηστυλλή Μαρία, οι οποίες δεν επιλέγηκαν, η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι αυτές αξιολογήθηκαν σε αρκετά ψηλό επίπεδο από τη Συμβουλευτική επιτροπή στην ενώπιόν της προφορική εξέταση και επίσης ότι διαθέτουν το επιπρόσθετο προσόν καθώς και ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα. Η Επιτροπή, ωστόσο, έλαβε υπόψη ότι οι εν λόγω υποψήφιες υστέρησαν σημαντικά έναντι των επιλεγέντων στην αξιολόγηση της Επιτροπής στην ενώπιον της προφορική εξέταση.  Συγκεκριμένα, η Έλληνα αξιολογήθηκε ως Πολύ καλή+ και οι Παπαντωνίου και Χατζηστυλλή ως Σχεδόν πολύ καλές, ενώ από τους επιλεγέντες η Σιάμπου αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη, ο Μανδρίτης ως Πάρα πολύ καλός+ και οι Αυγουστίδης, Ιερομονάχου, Μηνά, Ράφτη και Σοφιανού ως Πάρα πολύ καλοί. Ενόψει των πιο πάνω και υπό το φως της φύσης των καθηκόντων και υποχρεώσεων του κατόχου της θέσης καθώς και της απαιτούμενης προσωπικότητας, η Επιτροπή έκρινε ότι οι Έλληνα, Παπαντωνίου και Χατζηστυλλή γενικά υστέρησαν έναντι των επιλεγέντων.»

Τα επιχειρήματα που υποβλήθηκαν εκ μέρους των αιτητών δεν μπορούν ενόψει των όσων καταγράφηκαν στο πιο πάνω πρακτικό σε συνάρτηση με το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, να ευσταθήσουν. Δόθηκε αιτιολογία για την προτίμηση της Ε.Δ.Υ. προς τα ενδιαφερόμενα μέρη Αυγουστίδη και Μανδρίτη, οι οποίοι δεν κατείχαν μεν το επιπρόσθετο προσόν της καλής γνώσης της Γαλλικής ή άλλης γλώσσας, αλλά διέθεταν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα απολύτως σχετικά με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης, όπως το Master of Arts (International Relations and European Studies) του πρώτου και το Πιστοποιητικό του Ινστιτούτου Διεθνούς Δημοσίου Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του δεύτερου. Υπερείχαν περαιτέρω, όπως σημειώθηκε, στο βαθμό αξιολόγησης στην ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική συνέντευξη. Ανεδαφικός κρίνεται επίσης ο ισχυρισμός περί πλάνης των αρμοδίων οργάνων ως προς τη διαπίστωση κατοχής του απαιτούμενου στην παρ. 3(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας Πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου σε κατάλληλο θέμα. Το ενδιαφερόμενο μέρος Ράφτη κατείχε «Bachelor of Arts" του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών (Faculty of Social Sciences) του Πανεπιστημίου Kent στο θέμα Politics and International Relations, είχε δε "Master of Philosophy" του Πανεπιστημίου του Cambridge. Ο ενδιαφερόμενος Ιερομονάχου, του οποίου η καταλληλότητα του πανεπιστημιακού του τίτλου επίσης αμφισβητήθηκε, κατείχε "Bachelor of Science" στα Οικονομικά (Economics) θέμα το οποίο ρητά προβλέπεται στην ενδεικτική απαρίθμηση του Σχεδίου Υπηρεσίας. Η ενδιαφερόμενη Σοφιανού διέθετε Bachelor of Arts στον τομέα των Διεθνών Σχέσεων και Επικοινωνίας (Public Relations and Communications) και "Master of Arts" στην Ισπανική Γλώσσα και Λογοτεχνία, η δε ενδιαφερόμενη Μηνά είχε μεν δίπλωμα "Bachelor of Business Administration" του Cyprus College, απέκτησε όμως στη συνέχεια και κατείχε κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης "Master of Science" μεταπτυχιακό δηλαδή τίτλο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου στις Ευρωπαϊκές σπουδές (European Studies). Η παρ. 3(α) του Σχεδίου Υπηρεσίας (βλ. πιο πάνω) περιλαμβάνει σημείωση με την πρόβλεψη ότι «ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο.» Άρα εύλογα θεωρήθηκε ως προσοντούχος με βάση την καταλληλότητα του μεταπτυχιακού της τίτλου.  Οι σχετικοί ισχυρισμοί περί έλλειψης προσόντων, πλάνης και υπεροχής των αιτητών έναντι των ενδιαφερομένων μερών απορρίπτονται.

Μένει να εξετασθεί το θέμα τη νόμιμης σύνθεσης των οργάνων.  Ο δικηγόρος του αιτητή στην 259/00 αμφισβήτησε τη νομιμότητα της σύνθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ισχυριζόμενος ότι περιλήφθηκε σε αυτήν κατά παράβαση του άρθρου 32(1)(α)(ιι) του Ν. 1/1990 λειτουργός που υπηρετούσε στο εξωτερικό, ενώ παραγκωνίσθηκε όπως ισχυρίζεται πρέσβης που υπηρετούσε στην Κύπρο με αποτέλεσμα να συσταθεί παράτυπα η Επιτροπή, με συμμετοχή Πληρεξουσίων Υπουργών. Επανερχόμενος δε, εισηγείται στα πλαίσια της απαντητικής του αγόρευσης, ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατέστη πάσχουσα λόγω της παρουσίας σε αυτήν του Γραμματέα Χ. Παπαχριστοφόρου «προσώπου αναρμοδίου» και «μη εκ του νόμου προβλεπομένου». Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν ευσταθούν. Η σχετική νομοθετική πρόβλεψη (άρθρο 32(1)(α) του Ν.1/1990) έχει ως ακολούθως:

«32(1) Συνιστώνται οι ακόλουθες Συμβουλευτικές Επιτροπές για να συμβουλεύουν την Επιτροπή σε σχέση με την πλήρωση κενών θέσεων Πρώτου Διορισμού ή Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, αφού εξαιρεθούν οι περιπτώσεις πλήρωσης των θέσεων Προϊσταμένων  Τμημάτων:

(α) Για την πλήρωση κενών θέσεων σε Υπουργείο και στο Γραφείο Προγραμματισμού συνιστάται Επιτροπή:

(ι)  Από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου ή του Γραφείου Προγραμματισμού που θα ενεργεί ως Πρόεδρος. και

(ιι) από τέσσερις άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά το Γενικό Διευθυντή, εφόσον υπηρετούν στην Κύπρο.»

Το σχετικό πρακτικό αποκαλύπτει την παρουσία του Α. Σιάμπου Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου ο οποίος αποχώρησε λόγω νομικού κωλύματος ως προς την συμμετοχή του και των κ.κ. Χ. Πασιαρδή, Ν. Μακρή, Πρέσβεων και Κ. Μαλλιώτη και Χ. Γιάγκου, Πληρεξουσίων Υπουργών. Ο δικηγόρος του αιτητή αναφέρει κατά αόριστο τρόπο ότι κατά την επίδικη συνεδρία «παραγκωνίσθηκε πρέσβης που υπήρχε και υπηρετούσε στην Κύπρο και διορίσθηκαν ως μέλη πληρεξούσιοι υπουργοί». Ο ισχυρισμός αυτός, αφού παρέμεινε μετέωρος και χωρίς επαρκή τεκμηρίωση είναι καταδικασμένος σε απόρριψη. Εξίσου απορριπτέος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί παράνομης παρουσίας του πρέσβη Πασιαρδή, γιατί όπως λέχθηκε υπηρετούσε κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα στο εξωτερικό. Όπως προκύπτει από το διοικητικό φάκελο και το σχετικό έγγραφο της υπηρεσιακής κατάστασης του πιο πάνω προσώπου, κατά την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασης της Επιτροπής, δηλαδή στις 23.1.98, υπηρετούσε στην Κύπρο, ενώ η μετάθεσή του στην Αθήνα έλαβε χώρα στις 1.4.98. Ήταν, έτσι, νόμιμη η συμμετοχή του στην Συμβουλευτική Επιτροπή.

Το θέμα της παρουσίας πρακτικογράφου ή γραμματέα κατά τις συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων αντιμετωπίστηκε νομολογιακά.

Στην υπόθεση Παναγιώτου ν. Υπουργού Παιδείας κ.ά. (1993) 4 Α.Α.Δ. 2395, στη σελ. 2401 τονίσθηκαν τα εξής:

«Επίσης ανεπίτρεπτη είναι η απλή παρουσία ατόμων ξένων προς τη νόμιμη συγκρότηση του συλλογικού οργάνου έστω και αν τα άτομα αυτά δεν έλαβαν οποιοδήποτε μέρος στη διαδικασία.

Στις πιο πάνω γενικές αρχές δεν προσκρούει η απλή παρουσία, κατά τη συνεδρία των συλλογικών οργάνων, ατόμων και υπαλλήλων που έχουν άμεση λειτουργική σχέση με το συλλογικό όργανο όπως για παράδειγμα γραμματέας, πρακτικογράφος, αναπληρωτές τακτικών μελών κ.λ.π. οι οποίοι ούτε συμμετείχαν στις συζητήσεις ή τη ψηφοφορία ούτε προκύπτει ότι συνέβαλαν καθ' οιονδήποτε τρόπο στη λήψη της απόφασης. Βλ. Σ.Ε. 2002/63, 3685/72».

Η παρουσία κατά τη συνεδρίαση του Χ. Παπαχριστοφόρου, Αν. Διοικητικού Λειτουργού του Υπουργείου Εξωτερικών υπό την ιδιότητα του ως Γραμματέα, ο οποίος βοήθησε όπως φαίνεται στα πρακτικά την Επιτροπή, διαβάζοντας σε αυτήν τις 206 αιτήσεις που υποβλήθηκαν, δεν κατέστησε, υπό το φως και της νομολογίας που προαναφέρθηκε, πάσχουσα τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Αβάσιμος, τέλος κρίνεται και ο ισχυρισμός περί παράνομης παρουσίας εκπροσώπου του Υπουργείου Εξωτερικών κατά τη διαδικασία των προφορικών συνεντεύξεων ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Ο νόμος είναι ξεκάθαρος σε αυτή την περίπτωση. Το άρθρο 33(10) του Ν. 1/1990 προβλέπει τα εξής:

«(10) Η Επιτροπή, πριν κάμει την τελική επιλογή, καλεί σε προφορική εξέταση τους υποψηφίους που περιλαμβάνονται στον τελικό κατάλογο. Κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων η Επιτροπή μπορεί να βοηθείται από λειτουργό ή λειτουργούς που λόγω των ειδικών τους γνώσεων είναι σε θέση να βοηθήσουν.»

Συνεπώς και παρά την αντίθετη άποψη των αιτητών, νόμιμα κλήθηκε και παρέστη στη διαδικασία εκπρόσωπος του Υπουργείου Εξωτερικών. Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή, ως αποτέλεσμα ορθής άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Δ.Υ. και δέουσας έρευνας, είναι δε για τους λόγους που προεκτέθηκαν, επαρκώς αιτιολογημένη.

Οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα εναντίον των αιτητών.

Οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο