ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 330
10 Απριλίου, 2002
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
TOTAL RENT-A-CAR LTD.,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ
ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 1148/1999)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνη περί τα πράγματα προβαλλόμενες κατά του κύρους φορολογικών αποφάσεων ― Υποχρεώσεις του φορολογούμενου για αποκάλυψη στοιχείων και βάρος αποδείξεως ― Οι λόγοι δεν στοιχειοθετήθηκαν στην κριθείσα περίπτωση.
Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Βεβαίωση του φόρου από τον ίδιο τον Έφορο με χρήση της κρίσης του κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο ―Άρθρο 34(1) του Ν.246/90 ― Προϋποθέσεις εφαρμογής ― Συνέτρεχαν σωρρευτικά στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια εταιρεία επεδίωξε την ακύρωση της σε βάρος της επιβολής φορολογίας πρστιθέμενης αξίας ύψους Λ.Κ.13.840,75 πλέον τόκους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η έρευνα του Εφόρου ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις. Ο Έφορος ενήργησε με βάση όλα τα στοιχεία που ήσαν ενώπιόν του, κατέληξε δε σε εύλογες διαπιστώσεις πολλές από τις οποίες εν μέρει έχει αποδεχθεί και η αιτήτρια.
Η αιτήτρια δεν παρουσίασε οτιδήποτε για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της περί πλάνης. Το βάρος της απόδειξης όσον αφορά ισχυρισμούς περί πραγματικών γεγονότων εναποτίθεται στον φορολογούμενο. Εάν δεν υποβάλει πλήρη στοιχεία κινδυνεύει να φορολογηθεί με βάση μόνο την έρευνα του Εφόρου.
Η αιτήτρια δεν έχει δώσει όλα τα στοιχεία τα οποία της εζητήθηκαν, προφασιζόμενη διάφορους λόγους, πράγμα που παραδέχεται. Η έρευνα του Εφόρου κατέδειξε ότι τα βιβλία και αρχεία των αιτητών ήσαν ελλειπή και περιείχαν σφάλματα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν εζητήθησαν οι αποδείξεις και τα τιμολόγια η αιτήτρια δεν παρουσίασε οτιδήποτε, ισχυριζόμενη ότι έχουν "πεταχτεί". Αποτελεί υποχρέωση του φορολογουμένου η αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας δεν ευσταθούν.
2. Στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν σωρηδόν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του Άρθρου 34(1) του Ν.246/90. Η αιτήτρια δεν τηρούσε τα αναγκαία έγγραφα και βιβλία, αρνήθηκε να προσκομίσει στοιχεία, δεν παρέσχε τις αναγκαίες διευκολύνσεις όταν της ζητήθηκαν και επίσης οι φορολογικές της δηλώσεις ήσαν ελλειπείς και περιείχαν σφάλματα.
Κατά συνέπεια ο Έφορος προχώρησε στον υπολογισμό του φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο όταν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης ή κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου.
Η απόφαση στην οποία κατέληξε ήταν εύλογη κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις και τα γεγονότα όπως φαίνονται στο φάκελο.
Η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, συμπληρούμενη από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χριστοφή Θεόδωρος και Σία Λτδ v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427,
Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "Οκάπι" Λτδ v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48,
Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21,
Boechel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E. R. 505,
Rahman (Trading as Khayan Restaurant) v. Customs and Excise Commissioners [1998] S.T.C. 826,
Blue Moon Trading Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1130,
Δημοκρατία v. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,
J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1989) 3(B) C.L.R. 92.
Προσφυγή.
Χρ. Πουργουρίδης και Π. Οικονόμου, για τους Αιτητές.
Ε. Αντωνίου, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια εταιρεία ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
"Απόφαση και/ή δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση και/ή πράξη του Καθ' ου η αίτηση που κοινοποιήθηκε εις τους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 7/7/99 και με την οποία καλούνται οι Αιτητές όπως καταβάλουν Φόρο ύψους Λ.Κ.13.840,75 πλέον τόκους είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιουδήποτε νομικού αποτελέσματος."
Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και υποκείμενη στο Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.). Έχει ως εμπορική δραστηριότητα τη μίσθωση αυτοκινήτων χωρίς οδηγό ("Ζ"), τη μίσθωση καταλυμάτων στα πλαίσια του ξενοδοχειακού τομέα και επιχείρηση ανθοπωλείου στη Λεμεσό.
Το Επαρχιακό Γραφείο Φ.Π.Α. Λεμεσού, ασκώντας τις εξουσίες του με βάση την περί Φόρου Προσιθέμενης Αξίας Νομοθεσία (Ν. 246/90), διενήργησε επίσκεψη ελέγχου στα υποστατικά του Αιτητή, η οποία άρχισε στις 7 Σεπτεμβρίου 1998 και ολοκληρώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1998. Κατά την επίσκεψη εξετάστηκαν τα βιβλία, τα αρχεία τα οποία ο Αιτητής τηρούσε για τις φορολογικές περιόδους από την 1.7.92 μέχρι την 31.5.98 καθώς και άλλα στοιχεία για την επιχείρηση του Αιτητή.
Από την εξέταση των τηρούμενων βιβλίων, των αρχείων και των άλλων στοιχείων για την επιχείρηση διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα:
(α) Ο αιτητής δεν καταχωρούσε στα βιβλία του όλες τις εισπράξεις του από φορολογητέες παροχές υπηρεσιών τις οποίες πραγματοποιούσε με αποτέλεσμα να μην έχει αποδώσει όλο τον οφειλόμενο φόρο εκροών. Συγκεκριμένα:
Ο αιτητής μίσθωνε καταλύματα στα πλαίσια του ξενοδοχειακού τομέα με αντιπαροχή χωρίς να καταχωρεί τις εισπράξεις αυτές στα βιβλία και αρχεία του και χωρίς να αποδίδει τον ανάλογο φόρο εκροών. Ελάχιστα από τα αντίτυπα των εντύπων προκρατήσεων τα οποία ζητήθηκαν προσκομίστηκαν.
Ο αιτητής πραγματοποιούσε μισθώσεις επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης με αντιπαροχή χωρίς να καταχωρεί τις εισπράξεις στα βιβλία του και να αποδίδει τον ανάλογο φόρο εκροών.
Ο αιτητής δεν τηρούσε οποιαδήποτε στοιχεία για τη διακύμανση των αποθεμάτων της επιχείρησης του ανθοπωλείου την οποίαν διατηρούσε. Επιπρόσθετα με βάση τα στοιχεία των αγορών του και το μέσο σταθμικό περιθώριο κέρδους υπήρχαν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι ο αιτητής δεν απόδωσε όλο τον φόρο εκροών από τις εισπράξεις του ανθοπωλείου.
Ο λογαριασμός του ταμείου παρουσίαζε συχνά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα αρνητικά υπόλοιπα.
Ο αιτητής παρείχε φορολογητέες υπηρεσίες σε άλλη εταιρεία χωρίς να αποδίδει τον ανάλογο φόρο εκροών.
Ο αιτητής είχε εκδώσει τιμολόγιο στο οποίο αναγραφόταν ξεχωριστά ποσό φόρου εκροών χωρίς να το αποδώσει.
Ο αιτητής πιστώθηκε με ποσό φόρου ύψους £7.417,98 για το οποίο δεν παρέχεται δικαίωμα με πίστωση από τη Νομοθεσία. Συγκεκριμένα:-
Ποσό £6.755,70 αφορούσε φόρο ο οποίος επιβάρυνε την αγορά αυτοκινήτων των οποίων τα τιμολόγια αγοράς και οι τίτλοι ιδιοκτησίας δεν ήσαν στο όνομα του αιτητή. Σύμφωνα με τον κανονισμό 3(2)(α) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φόρος Εισροών) Κανονισμών του 1991 [Κ.Δ.Π. 208/91] και τον κανονισμό 4(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φορολογικά Τιμολόγια) Κανονισμών του 1991 [Κ.Δ.Π. 215/91] οποιοδήποτε πρόσωπο διεκδικεί για πίστωση ποσό φόρου θα πρέπει να διαθέτει εκδομένο στο όνομα του.
Ποσό £575,33 αφορούσε φόρο ο οποίος επιβάρυνε τις δαπάνες αγοράς επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης. Σύμφωνα με το άρθρο 25(13)(ζ)(ι) του Ν. 246/90 δεν παρέχεται δικαίωμα πίστωσης του φόρου αυτού.
Ποσό £86,95 αφορούσε φόρο ο οποίος επιβάρυνε τις δαπάνες αγορών του αιτητή και για τον οποίον δεν είχε στην κατοχή του τα αναγκαία έγγραφα όπως προνοεί το άρθρο 25(10) του Ν. 246/90 και ο κανονισμός 3(1) των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φόρος Εισροών) Κανονισμών του 1991 [Κ.Δ.Π. 208/91].
Με βάση τα πιο πανω δεδομένα οι αρμόδιοι λειτουργοί της Υπηρεσίας ΦΠΑ έκριναν ότι ο αιτητής δεν απέδωσε ολόκληρο το ποσό του φόρου εκροών, ο οποίος αναλογούσε στις φορολογητέες παραδόσεις αγαθών και/ή φορολογητέες παροχές υπηρεσιών που πραγματοποίησε κατά τις φορολογικές περιόδους από 1.7.93 μέχρι 31.5.98. Στη διαπίστωση αυτή κατέληξαν αφού προέβησαν στις ακόλουθες ενέργειες:-
(α) Υπολόγισαν ότι η μέση τιμή χρέωσης για κάθε μέρα μίσθωσης του κάθε οχήματος άνευ οδηγού τύπου "Ζ" ήταν £13,30. Υπολογίστηκε ότι κάθε όχημα μισθωνόταν κατά μέσον όρο 237 ημέρες ετησίως. Από τα στοιχεία αυτά υπολογίστηκε ότι οι συνολικές εισπράξεις από τις μισθώσεις αυτές (14 οχήματα κατά μέσο όρο) ανερχόταν στο ποσό των £261.090,66.
(β) Υπολόγισαν ότι η μέση τιμή χρέωσης για κάθε μέρα μίσθωσης του κάθε επιβατικού αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσης ήταν £7,90. Υπολογίστηκε ότι κάθε όχημα μισθωνόταν κατά μέσον όρο 100 ημέρες ετησίως. Από τα στοιχεία αυτά υπολογίστηκε ότι οι συνολικές εισπράξεις από τις μισθώσεις αυτές (10 αυτοκίνητα κατά μέσο όρο) ανέρχονταν στο ποσό των £46.741,66.
(γ) Υπολόγισαν ότι η μέση τιμή χρέωσης για κάθε μέρα μίσθωσης καταλύματος μέσα στα πλαίσια της ξενοδοχειακής βιομηχανίας ήταν £13,80. Υπολογίστηκε ότι τα καταλύματα αυτά μισθώθηκαν για 3481 ημέρες και οι συνολικές εισπράξεις σε £48.037,96.
(δ) Υπολόγισαν ότι το Μέσο Σταθμικό Περιθώριο Κέρδους του αιτητή στο ανθοπωλείο ήταν 73% και αφού λήφθηκε υπόψη ότι είχε απώλειες ύψους £2.039,27 από το κόστος αγοράς υπολόγισαν ότι οι συνολικές εισπράξεις του ήταν ύψους £67.030,96.
(ε) Υπολόγισαν με βάση τα πιο πάνω ότι οι συνολικές εκροές του αιτητή ήσαν ύψους £422.901,08 και ο φόρος εκροών τον οποίον ο αιτητής δεν απόδωσε £10.636,97.
(στ) Υπολόγισαν ότι ο αιτητής δε απόδωσε φόρο εκροών ύψους £1.282,50 από την παροχή υπηρεσιών σε άλλη εταιρεία με αντιπαροχή ύψους £3.000,00 ετησίως.
(ζ) Υπολόγισαν ότι ο αιτητής δεν απόδωσε φόρο εκροών ύψους £1.259,00 τον οποίον είχε επιβάλει κατά την έκδοση τιμολογίου στις 8.2.95 αξίας £15.741,00.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις ο Έφορος ΦΠΑ έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες ο αιτητής υπέβαλε για τις φορολογικές περιόδους από 1.7.93 μέχρι 31.5.98 ήταν ελλιπείς και/ή περιείχαν σφάλματα. Ως εκ τούτου ο Έφορος προέβηκε σε βεβαίωση φόρου, για μεν το φόρο εκροών δυνάμει του άρθρου 34(2) του Ν. 246/90 και στη συνέχεια ειδοποίησε τον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 25 Ιανουαρίου, 1999. Σύμφωνα με την επιστολή ο αιτητής όφειλε να καταβάλει στον Έφορο ποσό ύψους £20.453,50.
Η αιτήτρια καταχώρησε στις 25.5.1999 την υπ' αριθμό 688/99 προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου ημερ. 25.1.99. Τελικά όμως την απέσυρε γιατί εν τω μεταξύ ο Έφορος αναθεώρησε την επίδικη απόφαση στις 7.7.1999. Συγκεκριμένα ο Έφορος, επανεξετάζοντας τη θέση του, απεφάσισε ότι η αιτήτρια μπορούσε να πιστωθεί, στις περιπτώσεις ενοικιαγορών, το ποσό του φόρου το οποίο επιβάρυνε τις αγορές των αυτοκινήτων έστω και αν ο τίτλος ιδιοκτησίας ήταν σε άλλο πρόσωπο και όχι στην ίδια την αιτήτρια. Στην παρούσα περίπτωση οι τίτλοι των αυτοκινήτων ήσαν στο όνομα του Διευθυντή της αιτήτριας.
Με βάση την πιο πάνω θέση, ο Έφορος αναθεώρησε στις 7.7.1999 τη βεβαίωση φόρου της 25.1.1999 αναφορικά με το ποσό των £6.755,70 το οποίο αφορούσε φόρο ο οποίος επιβάρυνε την αγορά των αυτοκινήτων. Σύμφωνα με τη νέα απόφαση του Εφόρου (επίδικη) το ύψος της βεβαίωσης μειώθηκε από £20.596,45 σε £13.840,75.
Εναντίον της απόφασης αυτής του Εφόρου καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή. Προβάλλονται ως λόγοι ακύρωσης (α) η έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους του Εφόρου με συνέπεια την πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα (β) η κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου, (γ) η εσφαλμένη αιτιολογία της επίδικης απόφασης.
Ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι ο Έφορος δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία τα οποία η ίδια έθεσε από τα οποία προέκυπτε ότι η ενοικίαση των οχημάτων "Ζ" εγένοντο για 175 μέρες το χρόνο και όχι 237 όπως αποφάσισε ο Έφορος. Ως εκ τούτου ισχυρίζεται ότι ο Έφορος επλανήθη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και ότι δεν διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα.
Έχω διεξέλθει με προσοχή το περιεχόμενο του φακέλου. Η έρευνα του Εφόρου ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις. Ο Έφορος ενήργησε με βάση όλα τα στοιχεία που ήσαν ενώπιον του, κατέληξε δε σε εύλογες διαπιστώσεις πολλές από τις οποίες εν μέρει έχει αποδεχθεί και η αιτήτρια.
Η αιτήτρια δεν παρουσίασε οτιδήποτε για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της περί πλάνης. Το βάρος της απόδειξης όσον αφορά ισχυρισμούς περί πραγματικών γεγονότων εναποτίθεται στον φορολογούμενο. Εάν δεν υποβάλει πλήρη στοιχεία κινδυνεύει να φορολογηθεί με βάση μόνο την έρευνα του Εφόρου (Βλέπε: Χριστοφή Θεόδωρος και Σία Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427, Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "Οκάπι" Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48).
Η αιτήτρια δεν έχει δώσει όλα τα στοιχεία τα οποία της εζητήθηκαν, προφασιζόμενη διάφορους λόγους, πράγμα που παραδέχεται. Η έρευνα του Εφόρου κατέδειξε ότι τα βιβλία και αρχεία των αιτητών ήσαν ελλειπή και περιείχαν σφάλματα. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όταν εζητήθησαν οι αποδείξεις και τα τιμολόγια η αιτήτρια δεν παρουσίασε οτιδήποτε, ισχυριζόμενη ότι έχουν "πεταχτεί". Αποτελεί υποχρέωση του φορολογουμένου η αποκάλυψη όλων των στοιχείων που τείνουν να προσδιορίσουν τις φορολογικές του υποχρεώσεις. Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας περί πλάνης περί τα πράγματα και έλλειψης δέουσας έρευνας δεν ευσταθούν. Σύμφωνα με τη νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος "ο λόγος περί πλάνης τυγχάνει απορριπτέος οσάκις προβάλλεται αορίστως και δεν αποδεικνύεται εκ των στοιχείων του φακέλου ή υπ' αυτού του αιτούντος". (Βλέπε: Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 267-8).
Ο σχετικός λόγος περί πλάνης και έλλειψης δέουσας έρευνας απορρίπτεται.
Ως δεύτερο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια προβάλλει την κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας εκ μέρους του Εφόρου. Στη συγκεκριμένη υπόθεση ο Έφορος άσκησε την εξουσία του εφαρμόζοντας το άρθρο 34(1) του Νόμου που έχει ως ακολούθως:-
"34(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό."
Το πότε και υπό ποιές προϋποθέσεις εφαρμόζεται το πιο πάνω άρθρο του Νόμου έχει αναλυθεί στην απόφαση Kokos Athanasiou Motors Ltd. v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21 στην οποία έχουν λεχθεί τα εξής:-
"Σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 34(1) ο Έφορος νομιμοποιείται να ασκήσει τις εξουσίες του εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που θέτει η διάταξη. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών είναι και (α) η μή τήρηση των αναγκαίων εγγράφων και (β) η υποβολή φορολογικών δηλώσεων οι οποίες είναι ελλειπείς ή περιέχουν σφάλματα. Με βάση την επίδικη απόφαση του Εφόρου η ύπαρξη των πιο πάνω δύο προϋποθέσεων ήταν δεδομένη. Καμιά μαρτυρία ή παράθεση άλλων γεγονότων δεν υπήρξε από την εφεσείουσα που να αμφισβητεί την ύπαρξη των πιο πάνω προϋποθέσεων. Αντίθετα υπήρχε ομολογία από την εφεσείουσα ότι δεν τηρούσε όλα τα έγγραφα που απαιτεί η σχετική νομοθεσία όπως το βιβλίο αποθεμάτων και περαιτέρω ότι άλλα στοιχεία ήσαν ελλειπή.
Κατά συνέπεια ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ορθά ο Έφορος προχώρησε στη βεβαίωση του φόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) του Νόμου.
Ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ότι ενεργοποιείται η εξουσία του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 34(1) μόνο όταν συντρέχει μεν η προϋπόθεση της μή τήρησης των αναγκαίων εγγράφων αλλά συγχρόνως ο φορολογούμενος να μην παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις προς επιβεβαίωση του φόρου δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η κάθε μια από τις προϋποθέσεις του άρθρου 34(1) από μόνη της ενεργοποιεί την εξουσία του Εφόρου για βεβαίωση του φόρου. Η μη παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων, όταν ζητηθεί τούτο από τον Έφορο, αποτελεί ιδιαίτερη προϋπόθεση ενεργοποίησης της εξουσίας του Εφόρου, ανεξάρτητη από τη μη τήρηση των αναγκαίων εγγράφων. Δεν μπορεί να συνταυτισθεί η προϋπόθεση της μη τήρησης των αναγκαίων εγγράφων και βιβλίων με την παροχή διευκολύνσεων από τον φορολογούμενο. Ακριβώς η παροχή διευκολύνσεων είναι η παρουσίαση των εγγράφων και βιβλίων, για τη διευκόλυνση του Εφόρου στο έργο του, της βεβαίωσης του φόρου."
Στην παρούσα υπόθεση συντρέχουν σωρηδόν οι προϋποθέσεις αυτές. Η αιτήτρια δεν τηρούσε τα αναγκαία έγγραφα και βιβλία, αρνήθηκε να προσκομίσει στοιχεία ούτε δε παρέσχε τις αναγκαίες διευκολύνσεις όταν της ζητήθηκαν και επίσης οι φορολογικές της δηλώσεις ήσαν ελλειπείς και περιείχαν σφάλματα.
Κατά συνέπεια ο Έφορος προχώρησε στον υπολογισμό του φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του με βάση τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του. Το Δικαστήριο μπορεί να επέμβει μόνο όταν συντρέχει περίπτωση υπέρβασης ή κακής χρήσης της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου. (Βλέπε: Van Boechel v. Customs and Excise Commissioners [1981] 2 All E. R. 505, Rahman (Trading as Khayan Restaurant) v. Customs and Excise Commissioners [1998] S.T.C. 826, και Kokos Athanasiou Motors Ltd. (πιο πάνω)).
Δεν έχω διαπιστώσει οποιαδήποτε υπέρβαση ή κακή χρήση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου στην παρούσα υπόθεση. Η απόφαση στην οποία κατέληξε ήταν εύλογη κάτω από τις δοσμένες περιστάσεις και τα γεγονότα όπως φαίνονται στο φάκελο. (Βλέπε: Blue Moon Trading Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1130).
Ισχυρίζεται ακόμα η αιτήτρια ότι η επίδικη απόφαση του Εφόρου είναι αναιτιολόγητη.
Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης φαίνεται στην απόφαση του Εφόρου που καταγράφεται στην επιστολή του προς την αιτήτρια, ημερ. 25.1.99. Περαιτέρω συμπληρώνεται από το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης που περιέχεται στο διοικητικό φάκελο, πράγμα επιτρεπτό από τη νομολογία. (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47, J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) C.L.R. 94).
Έχω καταλήξει ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, συμπληρούμενη από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.