ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 287

29 Μαρτίου, 2002

[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΣΠΡΟΥ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1158/2000)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Διερεύνηση της κατοχής πλεονεκτήματος και αρνητική σχετική απόφαση της Ε.Δ.Υ. ― Εν όψει της αρνητικής κρίσης της Ε.Δ.Υ. η μέθοδος διερεύνησης που υιοθετήθηκε συνιστά άσχετο παράγοντα.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Όροι νομιμοτήτας ― Ειδικά το ζήτημα της διαβούλευσής του με τους προϊσταμένους των υποψηφίων ― Νομολογιακά πορίσματα και υιοθέτησή τους στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Προσωπική γνώση του για τους υποψηφίους και δυνατότητα αξιοποίησής της.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Υπηρεσιακές εκθέσεις ― Συνυπολογισμός του συνόλου της υπηρεσίας των υποψηφίων ― Βαρύτητα των αξιολογήσεων των τελευταίων ετών ― Περιστάσεις οριακής αξιολογικής υπεροχής υποψηφίου στην κριθείσα περίπτωση.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συστάσεις Προϊσταμένου ― Όροι νομιμότητας ― Αιτιολογία ― Πλημμελής, πεπλανημένη και αντιφατικά η αιτιολογία της σύστασης στην κριθείσα περίπτωση.

Ο αιτητής προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Πρώτου Φαρμακοποιού.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Εφόσον κρίθηκε ότι το επίμαχο προσόν δεν αποτελεί πλεονέκτημα η μέθοδος διερεύνησης που είχε υιοθετηθεί από την Ε.Δ.Υ. συνιστά ένα εντελώς άσχετο παράγοντα. Δεν έχει διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Τα προσόντα του Ε.Μ. ήταν υπόψη της Ε.Δ.Υ. και ήταν γι' αυτό το λόγο που η Ε.Δ.Υ. είχε προβεί στη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας. Η παρέμβαση του Ε.Μ. δεν είχε προσθέσει οτιδήποτε στα όσα ήταν ήδη υπόψη της Ε.Δ.Υ..

2.  Η διαβούλευση του Διευθυντή με τους Προϊσταμένους των υποψηφίων έχει τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας.

     Ούτε και είναι απαραίτητη η αποκάλυψη των απόψεων των Προϊσταμένων.

     Από την στιγμή που δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση η μη αποκάλυψη του περιεχομένου των διαβουλεύσεων και της ταυτότητας των ατόμων με τα οποία έγιναν οι διαβουλεύσεις δεν καθιστά την σύσταση τρωτή και αναιτιολόγητη εντός της έννοιας του Άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90.

3.  Η προσωπική γνώση του Διευθυντή τεκμαίρεται από τη φύση της διευθυντικής θέσης την οποία κατέχει. Ως Διευθυντής τεκμαίρεται ότι έχει γνώση της αξίας και των δυνατοτήτων των υφισταμένων του. Μπορεί, κατά τη διαμόρφωση της σύστασής του, να κάμει χρήση της προσωπικής του γνώσης.

4.  Έχει νομολογηθεί ότι κατά την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων για σκοπούς προαγωγής προσμετρά το σύνολο της υπηρεσίας τους περιλαμβανομένης και της βαθμολόγησής τους σε όλα τα στάδια της υπηρεσίας, με απόδοση, όμως, μεγαλύτερης σημασίας στις τελευταίες εκθέσεις που κατοπτρίζουν την εξέλιξη των υποψηφίων.

     Η δήλωση του Διευθυντή εν προκειμένω περί οριακής υπεροχής του Ε.Μ. σε αξία βρίσκει έρεισμα στις υπηρεσιακές εκθέσεις της περιόδου που προηγείται των τελευταίων πέντε ετών.

5.  Η σύσταση περαιτέρω κάμνει απλώς μια γενική αναφορά σε υπεροχή του Ε.Μ. στις ικανότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης. Δεν προσδιορίζει ποιές είναι αυτές οι ικανότητες όπως απαιτείται από τη νομολογία. Ούτε και εξειδικεύει τα δεδομένα στη βάση των οποίων ο Διευθυντής έχει διαμορφώσει την άποψη ότι το Ε.Μ. υπερέχει στις ικανότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης.

     Επομένως, η σύσταση δεν είναι αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από το Άρθρο 35(4) του Νόμου 1/90.

6.  Υπάρχει και άλλος λόγος ο οποίος οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτός σχετίζεται με το τελευταίο μέρος της σύστασης του Διευθυντή σύμφωνα με το οποίο «τα τελευταία χρόνια οι αξιολογήσεις των υποψηφίων έχουν ισοπεδωθεί, όμως η Ιωαννίδου έχει τις καλύτερες ή ίσες περίπου συστάσεις στα προηγούμενα χρόνια».

     Έχει νομολογηθεί ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το περιεχόμενό τους και δεν πρέπει να αναιρούνται ή να ανασκευάζονται. Η σχετική αναφορά του Διευθυντή σκοπό είχε να μειώσει την αξιοπιστία και το κύρος των υπηρεσιακών εκθέσεων.

     Η σύσταση του Διευθυντή ήταν πεπλανημένη. Είναι άγνωστο ποιός ήταν ο βαθμός επηρεασμού της προσβαλλόμενης απόφασης από τη δήλωση. Βέβαιο είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή στο σύνολό της λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ.. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο ότι λήφθηκε υπό το κράτος της πιο πάνω πεπλανημένης δήλωσης του Διευθυντή.

7.  Περαιτέρω, η σύσταση είναι αντιφατική. Από την μια ο Διευθυντής ρίχνει σκιά στην αξιοπιστία των υπηρεσιακών εκθέσεων με το να κάμνει λόγο για ισοπέδωσή τους και από την άλλη επιχειρεί να οικοδομήσει επί των υπηρεσιακών εκθέσεων με το να αναφέρει ότι το Ε.Μ. υπερέχει, έστω και οριακά, σε αξία. Η πιο πάνω αντίφαση καθιστά τη σύσταση του Διευθυντή αναιτιολόγητη.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Λύωνας κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038,

Γεωργιάδου v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480,

Δημοκρατία v. Πιτσιλλίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330,

Μαυρομμάτη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662,

Παναγιώτου v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2877,

Παπαδόπουλος v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2360,

Παπαϊωάννου κ.ά. v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713,

Κουρσάρος v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345,

Γρηγορίου v. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,

Georghiades a.o. v. Republic (1975) 3 C.L.R. 143,

HjiGregoriou v. Republic (1975) 3 C.L.R. 477,

Ζαχαρία v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 858,

Μαυρομμάτη v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662,

Λεωνίδου κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385,

Στυλιανού κ.ά. v. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,

Frangoulides v. Republic (No.1) (1966) 3 C.L.R. 20,

Metalock (Near East) Ltd v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351,

Piperi a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 366.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.

Ν. Χαραλάμπους, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Aρ. 1.

Cur. adv. vult.

KAΛΛΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ανώτερος Φαρμακοποιός, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες. Ήταν υποψήφιος για τη θέση Πρώτου Φαρμακοποιού (η επίδικη θέση) η οποία είναι θέση προαγωγής. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας(η Ε.Δ.Υ.) με απόφαση της ημερ. 27.4.2000 (η προσβαλλόμενη απόφαση) επέλεξε για προαγωγή την Ελένη Ιωαννίδου (το Ε.Μ.) στην επίδικη θέση. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

Σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας της επίδικης θέσης «μεταπτυχιακό προσόν ή μεταπτυχιακές σπουδές στη Φαρμακευτική ή σε κλάδο της Φαρμακευτικής ή σε θέματα σχετικά με τις ευθύνες και αρμοδιότητες των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών θα αποτελεί πλεονέκτημα».

Κατά την εξέταση του θέματος κατοχής του πλεονεκτήματος του μεταπτυχιακού προσόντος η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι στον Προσωπικό Φάκελο του Ε.Μ. υπάρχουν αντίγραφα διπλώματος "Diploma/Certificate of Studies/Master of Herbology" του Emerson College of Herbology και πιστοποιητικού Fellowship του Emerson College Research Council, Toronto, Ontario. Ενόψει τούτου, η Ε.Δ.Υ. έκρινε σκόπιμο όπως, προτού προχωρήσει στην περαιτέρω εξέταση της διαδικασίας πλήρωσης της επίδικης θέσης, διερευνήσει το θέμα μέσω του Γενικού Πρόξενου της Δημοκρατίας στο Οντάριο του Καναδά.

Σαν αποτέλεσμα της διερεύνησης ενώπιον της Ε.Δ.Υ. τέθηκε επιστολή ημερομηνίας 9.3.2000 του Γενικού Πρόξενου της Δημοκρατίας, Τορόντο, Οντάριο, Καναδάς, σύμφωνα με την οποία κανένα κολλέγιο με τέτοιο όνομα είναι/ήταν εγγεγραμμένο στο Ministry of Training, Colleges and Universities της περιφέρειας του Οντάριο.

Ενώπιον της Ε.Δ.Υ. τέθηκε, επίσης, επιστολή του Ε.Μ. ημερ. 9.3.2000, στην οποία αναφέρει ότι στον χρόνο που υπέβαλλε το εν λόγω «δίπλωμα», το οποίο δεν είναι ακαδημαϊκό, δεν το υπόβαλλε ως «τίτλο σπουδών που διεκδικεί οποιαδήποτε άλλη πίστωση για σκοπούς αξιολόγησης παρά μόνο ως ένδειξη του ενδιαφέροντος» της για το θέμα.

Με βάση τα πιο πάνω η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το προσόν που το Ε.Μ. κατέχει δεν αποτελεί πλεονέκτημα. Περαιτέρω η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι ούτε οποιοσδήποτε άλλος υποψήφιος κατέχει προσόν, του επιπέδου και της διάρκειας που απαιτείται, το οποίο μπορεί να του λογιστεί ως πλεονέκτημα.

Για την πιο πάνω απόφαση της η Ε.Δ.Υ. ενημέρωσε το Διευθυντή των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών (ο Διευθυντής) στη συνεδρία της ημερ. 27.4.2000, τον οποίο κάλεσε να προβεί σε συστάσεις. Παραθέτω τη σύστασή του:

«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω προσωπική γνώση της απόδοσής και προσφοράς τους. Προκειμένου όμως να προβώ σε σύσταση έχω διαβουλευθεί με τους οικείους προϊσταμένους αναφορικά με τις ικανότητες και δυνατότητες ενός εκάστου να αναλάβει τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, αξία, προσόντα, αρχαιότητα, κρίνω ως καταλληλότερη και συστήνω για προαγωγή την Ιωαννίδου Ελένη.

Η συστηνόμενη, σε σύγκριση με τους υποψηφίους που προηγούνται σε αρχαιότητα μεταξύ των οποίων και ο Άσπρος Δημήτριος που προηγείται σε αρχαιότητα σημαντικά, υπερέχει έστω και οριακά σε αξία. Σε σύγκριση με τους υποψηφίους που έπονται σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία. Υπερέχει επίσης όλων στις ικανότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντά και τις ευθύνες αυτής της θέσης που είναι πολύ ψηλά στην ιεραρχία.

Η Iωαννίδου επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εργασία που αναλαμβάνει στον τομέα της επιθεώρησης. Έχει ιδιαίτερη έφεση για προσφορά, υποβάλλει εποικοδομητικές εισηγήσεις για επίλυση προβλημάτων και επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο στην εργασία της.

Σημείωσα ότι τα τελευταία χρόνια οι αξιολογήσεις των υποψηφίων έχουν ισοπεδωθεί, όμως η Ιωαννίδου έχει καλύτερες ή ίσες περίπου αξιολογήσεις στα προηγούμενα χρόνια.»

Ακολούθως η Ε.Δ.Υ. έκρινε ότι το Ε.Μ. υπερέχει των άλλων υποψηφίων, την επέλεξε ως την πιο κατάλληλη και  αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτήν προαγωγή στην επίδικη θέση. Έλαβε υπόψη τις εμπιστευτικές/υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. Έλαβε, επίσης, υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, την αρχαιότητα τους καθώς και τις κρίσεις και τη σύσταση του Διευθυντή.

Επιλέγοντας το Ε.Μ. η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι αυτή υστερεί σε αρχαιότητα έναντι των υποψηφίων Άσπρου Δημήτριου (κατά δέκα περίπου έτη στην παρούσα θέση) και Πασιουρτίδου Θεοδώρας οριακά (κατά δύο περίπου έτη στη θέση εισδοχής την περίοδο 1972-74). Έκρινε όμως ότι η αρχαιότητα - παρόλο που λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται - δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία για θέση υψηλά στην ιεραρχία που ακολουθεί εκείνη του Διευθυντή λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι στα λοιπά στοιχεία υπερέχει. Η Επιτροπή σημείωσε συγκεκριμένα ότι το Ε.Μ. υπερέχει συνολικά σε αξία αυτών και, περιπλέον, έχει την υπέρ της σύσταση του Διευθυντή, στοιχείο που προσθέτει στην αξία.

Η διερεύνηση του θέματος της κατοχής του πλεονεκτήματος του μεταπτυχιακού προσόντος από το Ε.Μ. έχει αποτελέσει την αφορμή για την προβολή του πρώτου λόγου ακύρωσης. Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η Ε.Δ.Υ. έπρεπε να είχε αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ αντί στο Γενικό Πρόξενο του Καναδά.  Υπέβαλε, επίσης, ότι η πιο πάνω επιστολή του Ε.Μ. ημερ. 9.3.2000 αποτελεί «άμεση/προκλητική επέμβαση του Ε.Μ.». Η Ε.Δ.Υ. - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - έπρεπε να ερευνήσει πως έγινε η διαρροή του θέματος προς το Ε.Μ. κατά τρόπο μη σύμφωνο προς τη χρηστή διοίκηση γιατί δεν είναι επιτρετπόν να διαρρέουν τέτοια θέματα. Με την επιστολή του το Ε.Μ. αποπειράθηκε και έπεισε φαίνεται την Ε.Δ.Υ. ότι «είχε εν πάση περιπτώσει μεγάλη αξία το προσόν τούτο».

Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Εφόσον κρίθηκε ότι το επίμαχο προσόν δεν αποτελεί πλεονέκτημα η μέθοδος διερεύνησης που είχε υιοθετηθεί από την Ε.Δ.Υ. συνιστά ένα εντελώς άσχετο παράγοντα. Τα ίδια ισχύουν και για το θέμα της διαρροής.  Δεν έχει διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Τα προσόντα του Ε.Μ. ήταν υπόψη της Ε.Δ.Υ. και ήταν γι' αυτό το λόγο που η Ε.Δ.Υ. είχε προβεί στη διεξαγωγή της σχετικής έρευνας. Η παρέμβαση του Ε.Μ. δεν είχε προσθέσει οτιδήποτε στα όσα ήταν ήδη υπόψη της Ε.Δ.Υ.. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.

Με τον επόμενο λόγο ακύρωσης ο κ. Αγγελίδης υπέβαλε πως η σύσταση του Διευθυντή «πάσχει ως αναιτιολόγητη, γενική, αόριστη, συγκρουόμενη προς τα στοιχεία των φακέλων και ως αναπλάθουσα το περιεχόμενο των φακέλων».

Ο κ. Αγγελίδης διερωτήθηκε τί σημαίνει η αναφορά του Διευθυντή σε «διαβουλεύσεις» με τους οικείους προϊσταμένους. Υπέβαλε ότι η λέξη «διαβούλευση» δεν σημαίνει τίποτε ούτε παρέχει αιτιολογία με όποιον και αν έγινε». Διερωτήθηκε, επίσης, ποιά η αιτιολογία της συγκεκριμένης ανάγκης για διαβούλευση και ποιό το περιεχόμενο της. Τέλος διερωτήθηκε γιατί «προσθέτει ο Διευθυντής την προσωπική γνώση του μήπως για να ανατρέψει τα στοιχεία των φακέλων;».

Η διαβούλευση του Διευθυντή με τους Προϊσταμένους των υποψηφίων έχει τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας (βλ. Λύωνας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2038 (απόφαση της Ολομέλειας): «Ο Προϊστάμενος Τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, πριν προβεί σε συστάσεις .... Ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνα του μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις»).

Ούτε και είναι απαραίτητη η αποκάλυψη των απόψεων των Προϊσταμένων. Αυτή η αρχή έχει επιβεβαιωθεί στη Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2480 στην οποία προβλήθηκε ισχυρισμός ότι στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφηκαν οι απόψεις που εξέφρασαν διάφοροι λειτουργοί προς τον Προϊστάμενο του Τμήματος, ο οποίος έκαμε τις δικές του συστάσεις αναφορικά με τους υποψηφίους. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι: "Η Νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο Προϊστάμενος Τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά".

Η απόφαση της Ολομέλειας στη Γεωργιάδου έχει επιλύσει αυθεντικά το θέμα του κατά πόσο υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων που άκουσε ο Προϊστάμενος Τμήματος από άλλους λειτουργούς. Από την στιγμή που δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση η μη αποκάλυψη του περιεχομένου των διαβουλεύσεων και της ταυτότητας των ατόμων με τα οποία έγιναν οι διαβουλεύσεις δεν καθιστά την σύσταση τρωτή και αναιτιολόγητη εντός της έννοιας του άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90 (Βλ. Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4330, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662, Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 4 Α.Α.Δ. 2877, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2360 και Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 713).

Κρίνω, επομένως, ότι τα όσα υπέβαλε ο κ. Αγγελίδης σε σχέση με το θέμα των διαβουλεύσεων δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία.

Αναφορικά με τις προσωπικές γνώσεις του Διευθυντή η νομολογία στην οποία έχει αναφερθεί ο κ. Αγγελίδης (Κουρσάρος ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 Α.Α.Δ. 345 και Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728) αναφέρεται σε προσωπική γνώση των μελών του διορίζοντος οργάνου και όχι του Διευθυντή. Δεν τυγχάνει, επομένως, εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Η προσωπική γνώση του Διευθυντή τεκμαίρεται από τη φύση της διευθυντικής θέσης την οποία κατέχει. Ως Διευθυντής τεκμαίρεται ότι έχει γνώση της αξίας και των δυνατοτήτων των υφισταμένων του. Μπορεί, κατά τη διαμόρφωση της σύστασης του, να κάμει χρήση της προσωπικής του γνώσης. Το σχετικό επιχείρημα του κ. Αγγελίδη δεν ευσταθεί.

Στη συνέχεια θα εξεταστεί ο ισχυρισμός του κ. Αγγελίδη περί του αναιτιολόγητου της σύστασης.

Εξέταση του περιεχομένου της σύστασης αποκαλύπτει ότι ο Διευθυντής σύστησε το Ε.Μ. γιατί:

(1)  Υπερέχει έστω και οριακά σε αξία του αιτητή ο οποίος προηγείται σημαντικά σε αρχαιότητα κατά 10 περίπου έτη.

(2)  Υπερέχει όλων στις ικανότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης που είναι πολύ ψηλά στην ιεραρχία.

(3)  Επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στην εργασία που αναλαμβάνει στον τομέα της επιθεώρησης.

(4)  Έχει ιδιαίτερη έφεση για προσφορά, υποβάλλει εποικοδομητικές εισηγήσεις για επίλυση προβλημάτων και επιδεικνύει υπερβάλλοντα ζήλο στην εργασία της.

Αρχίζω με τον πρώτο λόγο - οριακή υπεροχή σε αξία. Έχει νομολογηθεί ότι κατά την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων για σκοπούς προαγωγής προσμετρά το σύνολο της υπηρεσίας τους περιλαμβανομένης και της βαθμολόγησης τους (αξιολόγηση τους) σε όλα τα στάδια της υπηρεσίας, με απόδοση, όμως, μεγαλύτερης σημασίας στις τελευταίες εκθέσεις που κατοπτρίζουν την εξέλιξη των  υποψηφίων (Georghiades a.o. v. Republic (1975) 3 C.L.R. 143, 151, HjiGregoriou v. Republic (1975) 3 C.L.R. 477, 483, Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ. 858, 860, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 355: «Κατά γενικήν αρχήν το αρμόδιον προς διενέργειαν προαγωγών όργανον οφείλει να σταθμίσει το σύνολον της σταδιοδρομίας του κτινόμενου υπαλλήλου και πάντα τα στοιχεία τ' αναφερόμενα εις την υπαλληλικήν ικανότητα και ποιότητα αυτού, εφ' όσον ο νόμος δεν αποκλείει τούτο ρητώς ... Δεν είναι συνεπώς νόμιμος η  κρίσις, οσάκις προς σχηματισμόν αυτής ελήφθησαν υπ' όψιν ωρισμένα μόνον εκ των στοιχείων τούτων, ως π.χ. στοιχεία ωρισμένης χρονικής περιόδου ή ωρισμένης μόνον κατηγορίας ...»).

Εξέταση του συνόλου της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων αποκαλύπτει ότι:

(α)   Οι δύο υποψήφιοι έχουν βαθμολογηθεί με την ίδια βαθμολογία κατά τα τελευταία 5 έτη (1995-1999) και κατά την περίοδο 1985-1991.

(β)   Το Ε.Μ. έχει τύχει καλύτερης βαθμολογίας κατά την περίοδο 1976-1984 και 1992-1994.

Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη του συνόλου της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων διαπιστώνω ότι η δήλωση του Διευθυντή περί οριακής υπεροχής του Ε.Μ. σε αξία βρίσκει έρεισμα στις υπηρεσιακές εκθέσεις της περιόδου που προηγείται των τελευταίων πέντε ετών.

Σε σχέση με το δεύτερο λόγο, ήτοι την υπεροχή στις ικανότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και τις ευθύνες της θέσης έχει νομολογηθεί (βλ. Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385) ότι η απαίτηση του άρθρου 34(5) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν 1/90) για αιτιολογημένες συστάσεις «ικανοποιείται όταν η σύσταση περιέχει την άποψη του Διευθυντή για τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων μιας θέσης και τα δεδομένα στη βάση των οποίων έχει διαμορφωθεί η άποψη του Διευθυντή ότι ο συστηνόμενος είναι ο αξιότερος από τη άποψη της συγκέντρωσης των αρετών, ικανοτήτων και ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης» (βλ. και Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου (1994) 3 Α.Α.Δ. 387).

Παρατηρώ: Στην παρούσα υπόθεση η σύσταση κάμνει απλώς μια γενική αναφορά σε υπεροχή του Ε.Μ. στις ικανότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της θέσης. Δεν προσδιορίζει ποιές είναι αυτές οι ικανότητες όπως απαιτείται από τη νομολογία (βλ. Λεωνίδου, πιο πάνω). Ούτε και εξειδικεύει τα δεδομένα στη βάση των οποίων ο Διευθυντής έχει διαμορφώσει την άποψη ότι το Ε.Μ. υπερέχει στις ικανότητες να ανταποκριθεί στα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης.

Κρίνω, επομένως, ότι η σύσταση δεν είναι αιτιολογημένη, όπως απαιτείται από το άρθρο 35(4) του Νόμου 1/90. Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Πρέπει να τονιστεί ότι οι λόγοι της σύστασης που μνημονεύονται στις παραγ. 3 και 4 (βλ. σελ. 7, πιο πάνω) δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι παρέχουν την αιτιολογία της σύστασης για τους πιο κάτω λόγους:

(α)  Δεν έχουν υποδειχθεί από το Διευθυντή ότι συνιστούν τις αρετές, ικανότητες και ιδιότητες που χρειάζονται για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης.

(β)  Δεν έχει λεχθεί από το Διευθυντή ότι συνιστούν τα δεδομένα τα οποία τον οδήγησαν στην επίδικη σύσταση του.

Υπάρχει και άλλος λόγος ο οποίος οδηγεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτός σχετίζεται με το τελευταίο μέρος της σύστασης του Διευθυντή σύμφωνα με το οποίο «τα τελευταία χρόνια οι αξιολογήσεις των υποψηφίων έχουν ισοπεδωθεί, όμως η Ιωαννίδου έχει τις καλύτερες ή ίσες περίπου συστάσεις στα προηγούμενα χρόνια».

Έχει νομολογηθεί ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το περιεχόμενο τους και δεν πρέπει να αναιρούνται ή να ανασκευάζονται (βλ. Frangoulides v. Republic (No. 1) (1966) 3 C.L.R. 20, 28). Θεωρώ ότι η σχετική αναφορά του Διευθυντή σκοπό είχε να μειώσει την αξιοπιστία και το κύρος των υπηρεσιακών εκθέσεων. Τί άλλο νόημα μπορεί να έχει η αναφορά του σε «ισοπέδωση». Το μήνυμα της δήλωσης του ήταν το εξής:

Να μην ληφθούν υπόψη οι αξιολογήσεις των τελευταίων 5 ετών - στις οποίες οι δύο υποψήφιοι ισοβαθμούν - αλλά οι προηγούμε�νες αξιολογήσεις στις οποίες υπερέχει το Ε.Μ.. Κρίνω επομένως ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν πεπλανημένη. Είναι άγνωστο ποιός ήταν ο βαθμός επηρεασμού της προσβαλλόμενης απόφασης από τη δήλωση. Βέβαιο είναι ότι η σύσταση του Διευθυντή στο σύνολό της λήφθηκε υπόψη από την Ε.Δ.Υ.. Κρίνω, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο ότι λήφθηκε υπό το κράτος της πιο πάνω πεπλανημένης δήλωσης του Διευθυντή (βλ. Metalock (Near East) Ltd v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351, Piperi a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 366).

Πρέπει επί του προκειμένου να προστεθούν και τα εξής:

Από την εξέταση των υπηρεσιακών εκθέσεων προκύπτει ότι ο Διευθυντής ήταν ένας από τους αξιολογούντες λειτουργούς των δύο υποψηφίων για την περίοδο 1990-1999. Ήταν, επίσης, ο προσυπογράφων Λειτουργός για την περίοδο 1981-1989. Επομένως  ο Διευθυντής έχει συμβάλει αποφασιστικά στην «ισοπέδωση» - όπως ο ίδιος της έχει αποκαλέσει - των αξιολογήσεων. Ενώ οι αξιολογήσεις έγιναν με την δική του συμμετοχή επεχείρησε να ρίξει σκιά στην αξιοπιστία τους. Αντί ο Διευθυντής να προβεί στην αυτοκριτική του για την - κατά τον ίδιο - «ισοπέδωση» των αξιολογήσεων για την οποία είχε διαδραματίσει τον κύριο ρόλο επιχείρησε να μειώσει την αξία τους.

Θεωρώ, περαιτέρω, ότι η σύσταση είναι αντιφατική. Από την μια ο Διευθυντής ρίχνει σκιά στην αξιοπιστία των υπηρεσιακών εκθέσεων με το να κάμνει λόγο για ισοπέδωση τους και από την άλλη επιχειρεί να οικοδομήσει επί των υπηρεσιακών εκθέσεων με το να αναφέρει ότι το Ε.Μ. υπερέχει, έστω και οριακά, σε αξία. Η πιο πάνω αντίφαση καθιστά τη σύσταση του Διευθυντή αναιτιολόγητη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 186-187: «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος ή περιέχουσα αντιφατικάς προτάσεις, αναιρούσας αλλήλας»).

Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα.  Καμιά διαταγή για τα έξοδα του ενδιαφερόμενου μέρους.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο