ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Περικλέους ν. Συμβ. Βελτ. Αγ. Νάπας (1993) 3 ΑΑΔ 579
Γρηγορίου Aναστάσιος ν. Aρχής Hλεκτρισμού Kύπρου (1998) 3 ΑΑΔ 728
Koυρσάρος Γιάννης ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1999) 3 ΑΑΔ 345
Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 ΑΑΔ 426
Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή Άλλου (Αρ. 1) (1996) 4 ΑΑΔ 1393
Ζήνωνος Ανδρέας και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 21
Κυπριακή Δημοκρατία, Χαράλαμπος Καψός ν. (Αρ. 2) (2001) 4 ΑΑΔ 177
Καψός Χαράλαμπος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2002) 4 ΑΑΔ 104
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
(2002) 4 ΑΑΔ 232
15 Mαρτίου, 2002
[ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΦΑΓΕΙΟΥ ΚΟΦΙΝΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 843/2000)
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Νόμιμη σύνθεση ― Συμμετοχή κατά τη συνεδρίαση του οργάνου προσώπων που δεν είναι μέλη του ― Ήταν σύννομη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Όργανο ― Συλλογικά όργανα ― Κλήτευση των μελών ― Κρίθηκε ότι υφίστατο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Βάρος αποδείξεως του αντίθετου.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχές ― Αρχή της αμεροληψίας ― Περιεχόμενο ― Δεν στοιχειοθετήθηκε ισχυρισμός περί αμεροληψίας στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Κεντρικό Σφαγείο Κοφίνου ― Υπάλληλοι ― Διαθεσιμότητα ― Καν. 64 των περί Κεντρικού Σφαγείου (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89) ― Περιστάσεις νομιμότητας της απόφασης περί διαθεσιμότητας του υπαλλήλου στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόφασης του καθ'ου η αίτηση να τον θέσει σε διαθεσιμότητα, με παράλληλη αποκοπή του ημίσεως των απολαβών του κατά τη διάρκειά της.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Είναι γεγονός ότι κατά την κρίσιμη συνεδρίαση - προκύπτει από το τηρηθέν πρακτικό - παρακάθησαν και οι τρεις υπάλληλοι του καθ' ου.
Η παράβαση των κανόνων και των νομοθετικών διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση και λειτουργία συλλογικού οργάνου αποτελεί λόγο ακύρωσης της διοικητικής πράξης που αυτό εξέδωσε. Δεν αποκλείεται ολότελα η παρουσία υπηρεσιακών παραγόντων για να δώσουν, λ.χ., πληροφορίες νοουμένου ότι θα αποχωρήσουν πριν να αρχίσει η ανταλλαγή απόψεων.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στην παρούσα περίπτωση, δηλαδή οι υπάλληλοι αποχώρησαν προτού αρχίσει η συζήτηση, όπως προκύπτει σαφώς από το σχετικό μέρος του πρακτικού.
2. Από τα πρακτικά πάλιν της συνεδρίασης φαίνεται ότι ο Πρόεδρος είχε κλητεύσει δεόντως τα μέλη.
Δεν ήταν δυνατό άλλωστε να παραστεί η συντριπτική πλειοψηφία, αν δεν υπήρξε προηγούμενη κλήτευση.
Είναι φανερό πως υπήρχε απαρτία, αφού παρέστησαν 16 μέλη περιλαμβανομένου του Δημάρχου και απουσίασαν μόνο τρία. Εν πάση περιπτώσει ο αιτητής, που έχει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του, δεν προσκόμισε οτιδήποτε για να το αποτινάξει.
3. Η αμεροληψία είναι συστατικό στοιχείο της αρχής της νομιμότητας.
Η απομάκρυνση υπαλλήλου του Σφαγείου από τα καθήκοντα του, εκκρεμούσης πειθαρχικής ή αστυνομικής έρευνας εναντίον του προβλέφθηκε ρητά από τον Καν. 64(1) των περί Κεντρικού Σφαγείου [(Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89)].
Υπήρχε εν προκειμένω καταγγελία, σοβαρής μορφής και με απροσδιόριστες επιπτώσεις, περί επηρεασμού μαρτύρων από τον αιτητή ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η αστυνομική έρευνα. Τι αναμενόταν; Να αδρανήσει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, στον οποίο έφτασε η καταγγελία; Αυτό θα συνιστούσε παράβαση καθήκοντος από μέρους του. Η άμεση σύγκληση συνεδρίασης του Συμβουλίου για να επιληφθεί του ζητήματος ήταν επιβεβλημένη ενέργεια. Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται η εκτέλεση καθήκοντος ως μεροληπτική και εχθρική στάση που έχει σκοπό να πλήξει τον υπάλληλο. Ούτε το γεγονός ότι ο Πρόεδρος με επιστολή ημερ. 4/5/2000 ζήτησε εξηγήσεις από τον αιτητή γιατί δεν έγιναν τα δέοντα διαβήματα για την ανανέωση του διορισμού του Συμβουλίου αποτελεί απόδειξη, όπως ουσιαστικά έγινε εισήγηση, των εκδικητικών ελατηρίων του Προέδρου. Το στοιχείο όμως που δείχνει πόσο ανυπόστατη είναι η κατηγορία της μεροληπτικότητας είναι ότι ο αιτητής θα μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα σε προγενέστερο χρόνο, μόλις άρχισε η έρευνα, πράγμα που δεν έγινε.
4. Το Συμβούλιο είχε ενώπιόν του τους μάρτυρες και μπορούσε να σχηματίσει ιδία γνώση. Δεν είναι η περίπτωση ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών, για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση καταγραφής.
5. Παραμένει να εξεταστεί αν η απόφαση για διαθεσιμότητα είναι αιτιολογημένη, δηλαδή, αν εξειδικεύονται οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος και κατά πόσο προηγήθηκε δέουσα έρευνα.
Η αποτελεσματικότητα της έρευνας και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων αναμφίβολα συνιστούν λόγους δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα.
Τα στοιχεία αυτά εξειδικεύουν με πληρότητα και την επίδικη απόφαση που λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα και αιτιολογήθηκε με όση πληρότητα απαιτεί η περίπτωση. Αιτιολογημένη είναι επίσης η απόφαση για μείωση κατά το 1/2 των απολαβών του διαρκούσης της έρευνας. Το Συμβούλιο αποφάσισε το θέμα στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει ο Καν. 64(2).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Βασιλείου v. Δήμου Παραλιμνίου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393,
Ζήνωνος κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 21,
Σταυρινίδης v. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 426,
Περικλέους v. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579,
Γρηγορίου v. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728,
Κουρσάρος v. Α.Η.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 345,
Καψός v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 177,
Καψός v. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 104.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Μιχαηλίδης, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKHTAΣ, Δ.: Αντικείμενο της προσφυγής αυτής είναι η απόφαση του Συμβουλίου του Κεντρικού Σφαγείου Κοφίνου (καθ' ου η αίτηση) να θέσει σε διαθεσιμότητα τον αιτητή και γενικό διευθυντή του. Και τούτο διότι "περιήλθαν σε γνώση του Προέδρου ορισμένες πληροφορίες ως προς τη στάση του (αιτητή) έναντι κάποιων μαρτύρων" (έτσι αναφέρεται στο αιτητικό της προσφυγής).
Η σχετική καταγγελία κατά του αιτητή έγινε την 1/6/2000. Βρισκόταν τότε σε εκκρεμότητα αστυνομική έρευνα εναντίον του για διερεύνηση άλλων καταγγελιών σε βάρος του ότι: (α) οικειοποιήθηκε χρήματα που είσπραξε από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την απουσία από την εργασία του λόγω εμπλοκής και τραυματισμού του σε αυτοκινητικό δυστύχημα, αλλά παρέλειψε να τα αποδώσει στο καθού, που του είχε ήδη καταβάλει τους μισθούς του. (β) χρησιμοποίησε υπαλλήλους του Σφαγείου για να διεκπεραιώσουν προσωπικές του δουλειές, αλλά δικαιολογούσε την παράνομη απασχόληση τους είτε παραχωρώντας τους άδεια απουσίας είτε θεωρώντας την τέτοια απασχόληση τους ως υπερωριακή εργασία. και (γ) χρησιμοποίησε τα μεταφορικά μέσα και καύσιμα του Σφαγείου για εξυπηρέτηση του σκοπού του αυτού.
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου (και Δήμαρχος Λευκωσίας) συγκάλεσε συνεδρίαση για την επομένη 2/6/2000 στην οποία παρέστησαν 16 από τα 19 μέλη του Συμβουλίου, περιλαμβανομένου και του Προέδρου του. Κλήθηκαν δύο μάρτυρες - υπάλληλοι του Σφαγείου - που βεβαίωσαν ότι ο αιτητής προσπάθησε να τους επηρεάσει. Το Συμβούλιο τότε αποφάσισε να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά την περίοδο που θα διαρκούσε η έρευνα "και μέχρι την τελική απόφαση επί της όλης υποθέσεως". Η απόφαση απομάκρυνσης του αιτητή από τα καθήκοντά του τού διαβιβάστηκε αυθημερόν διά τηλεφώνου. Ακολούθησε δε και επιστολή του καθού ημερ. 7/6/2000. Ας σημειωθεί ότι τελικά καταχωρήθηκε κατά του αιτητή, καθώς και του οικονομικού διευθυντή του καθού Ιωάννη Αντωνίου, του οποίου τις δραστηριότητες διερευνούσε παράλληλα η Αστυνομία, ποινική υπόθεση, που ορίστηκε για ακρόαση το Δεκέμβριο του 2001. Το μακρό κατηγορητήριο από 33 κατηγορίες επισυνάφθηκε στην αγόρευση του δικηγόρου του Σφαγείου.
Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω την απόφαση:
"ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
Επειδή διερευνώνται από την Αστυνομία αδικήματα εναντίον του Γενικού Διευθυντή, Αντώνη Μιχαηλίδη και του Οικονομικού Διευθυντή, Ιωάννη Αντωνίου σε βάρος του Κεντρικού Σφαγείου με σκοπό την ποινική τους δίωξη και επειδή περιήλθαν σε γνώση του Συμβουλίου ορισμένες πληροφορίες ως προς τη στάση των εν λόγω υπαλλήλων έναντι ορισμένων πιθανών μαρτύρων στην εν λόγω υπόθεση, το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να θέσει αμέσως σε διαθεσιμότητα τους πιο πάνω ανωτέρους υπαλλήλους προς το δημόσιο συμφέρον σύμφωνα με τον Κανονισμό 64 (Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κ.Δ.Π. 88/89 και με σκοπό να μην επηρεασθούν αλλά και να επισπευσθούν οι αστυνομικές έρευνες. Η διαθεσιμότητα των εν λόγω υπαλλήλων θα ισχύει καθ' όλη τη διάρκεια της έρευνας και μέχρι την τελική απόφαση επί της όλης υποθέσεως.
2. Το Συμβούλιο αποφάσισε επίσης όπως κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας οι εν λόγω υπάλληλοι λαμβάνουν μόνο το 50% του μισθού τους.
3. Το Συμβούλιο αναθέτει, σύμφωνα με το άρθρο 9(δ) του βασικού Νόμου 69/71 ως έχει τροποποιηθεί, από σήμερα, στο νυν Σύμβουλο/Επιτηρητή στο Κεντρικό Σφαγείο, Στέλιο Γεωργιάδη, την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του Γενικού Διευθυντή."
Θα δούμε τώρα για ποιούς λόγους ο αιτητής επιζητεί την ακύρωση της απόφασης. Το βασικό που εγείρει ο δικηγόρος του είναι ότι η ενέργεια του Συμβουλίου αποσκοπούσε σε αλλότριο σκοπό, που υπαγορεύθηκε από την εμπάθεια, την εχθρότητα και προκατάληψη του Προέδρου κατά του προσώπου του αιτητή. Κατά την άποψή του, αυτό τεκμαίρεται από την εσπευσμένη σύγκληση της συνεδρίασης, την ενημέρωση της Αστυνομίας για την πρόθεση του Προέδρου να εισηγηθεί το μέτρο της διαθεσιμότητας και την παρουσίαση των δύο υπαλλήλων στη συνεδρίαση, ως να επρόκειτο περί δίκης. Ακόμη ο Πρόεδρος, σε παρατήρηση μέλους του Συμβουλίου για την πορεία της αστυνομικής έρευνας, που έβαινε προς συμπλήρωση, επέμεινε να παραμείνει ο αιτητής σε διαθεσιμότητα μέχρι τέλους. Περαιτέρω, ο Πρόεδρος απέδωσε ευθύνη στον αιτητή γιατί δε συγκροτήθηκε έγκαιρα το Συμβούλιο με αποτέλεσμα το τελευταίο να μην μπορεί να επιληφθεί της πειθαρχικής υπόθεσης, όταν ορίστηκε για ακρόαση.
Αναφορικά με την προκατάληψη, ο κ. Αγγελίδης παρέπεμψε στη Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 4 Α.Α.Δ. 1393. Δε βλέπω όμως πως η υπόθεση ενισχύει τα επιχειρήματα του, αφού ο λόγος ακύρωσης της απόφασης διαθεσιμότητας ήταν η συμμετοχή του Δημάρχου, που κατήγγειλε τον υπάλληλο για ατασθαλίες και ήταν ο κατήγορος του, στο πειθαρχικό όργανο ταυτόχρονα και ως κριτής του. Υπήρχε με άλλα λόγια παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, που δεν υπάρχει και δεν προβάλλεται στην προκείμενη περίπτωση.
Έχει ακόμη λεχθεί ότι το Συμβούλιο ενήργησε με βάση εξωγενή στοιχεία και στηρίχθηκε στην ανεπιβεβαίωτη προσωπική γνώση μερικών μελών του. Βάλλεται επίσης η νομιμότητα της απόφασης για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Αμφισβητείται δε η ύπαρξη λόγων δημοσίου συμφέροντος, που θα δικαιολογούσε την απομάκρυνση του υπαλλήλου ως και η εξειδίκευση τέτοιων λόγων, όπως επιτάσσει η νομολογία. Και επίσης η μείωση κατά 50% των απολαβών του αιτητή στη διάρκεια της διαθεσιμότητας. Χαρακτηρίζεται ως αναιτιολόγητη.
Περαιτέρω προβλήθηκε ως λόγος ακύρωσης η κακή σύνθεση του Συμβουλίου. Κατά τον αιτητή, κατά την κρίσιμη συνεδρίαση, παραβρέθηκαν πρόσωπα που δεν είναι μέλη του ούτε η συμμετοχή τους προβλέπεται από οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη. Και τέλος ότι απουσίασαν τρία μέλη του Συμβουλίου "που είναι άγνωστα αν κλήθηκαν δεόντως".
Επιβάλλεται να προηγηθεί η εξέταση των δύο τελευταίων ισχυρισμών. Είναι γεγονός ότι κατά την κρίσιμη συνεδρίαση - προκύπτει από το τηρηθέν πρακτικό - παρακάθησαν και οι παρακάτω τρεις υπάλληλοι του καθού: ο σύμβουλος/επιτηρητής Στέλιος Γεωργιάδης (βλ. ανωτέρω), ο σύμβουλος εργασιακών σχέσεων Χρίστος Βανέζος και η στενογράφος Μαρία Μελετίου. Ο δε κ. Γεωργιάδης βεβαίωσε ότι η καταγγελία που εξέταζε το Συμβούλιο έγινε μερικές ημέρες πριν από τη συνεδρίαση στον ίδιο. Σύμφωνα με το άρθρ. 6(5) του περί Σφαγείων Νόμου, αρ. 69/81, όπως τροποποιήθηκε, σε κάθε συνεδρίαση τηρούνται πρακτικά. Είναι για το λόγο αυτό που φαίνεται ότι κλήθηκε η κα Μελετίου.
Η παράβαση των κανόνων και των νομοθετικών διατάξεων που καθορίζουν τη σύνθεση και λειτουργία συλλογικού οργάνου αποτελεί λόγο ακύρωσης της διοικητικής πράξης που αυτό εξέδωσε. Δεν αποκλείεται ολότελα η παρουσία υπηρεσιακών παραγόντων για να δώσουν, λ.χ., πληροφορίες νοουμένου ότι θα αποχωρήσουν πριν να αρχίσει η ανταλλαγή απόψεων: βλ. ενδεικτικά Ζήνωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 21.
Αυτό ακριβώς συνέβη και στην παρούσα περίπτωση, δηλαδή οι υπάλληλοι αποχώρησαν προτού αρχίσει η συζήτηση, όπως προκύπτει σαφώς από το σχετικό μέρος του πρακτικού, που παραθέτω:
"Στη συνέχεια ο Πρόεδρος του Συμβουλίου κάλεσε τους παρακαθήμενους από την υπηρεσία, καθώς επίσης και την πρακτικογράφο, να αποχωρήσουν από τη συνεδρία, πράγμα που έκαναν και αφού παρέμειναν στη συνεδρία μόνο τα μέλη του Συμβουλίου, έγινε ανταλλαγή απόψεων μεταξύ τους επί του όλου θέματος. Τέλος το Συμβούλιο κατέληξε στην ακόλουθη απόφαση ......"
Επομένως δεν ευσταθεί ο λόγος ακυρότητας για κακή σύνθεση.
Κλήτευση μελών
Από τα πρακτικά πάλιν της συνεδρίασης φαίνεται ότι ο Πρόεδρος είχε κλητεύσει δεόντως τα μέλη. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
"Ο κ. Δημητριάδης αρχίζοντας ευχαρίστησε τους παρισταμένους που ανταποκρίθηκαν σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα στη συνεδρία αυτή και είπε ότι υπάρχει ένα μόνο θέμα για συζήτηση, το οποίο είναι σοβαρό."
Δεν ήταν δυνατό να παραστεί η συντριπτική πλειοψηφία (πλην των τριών), αν δεν υπήρξε προηγούμενη κλήτευση.
Σύμφωνα με το άρθρ. 6(3) του Ν. 69/81 "το ήμισυ πλέον του αριθμού των μελών του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου αυτού συνιστώσιν απαρτίαν." Εδώ είναι φανερό πως υπήρχε απαρτία, αφού παρέστησαν 16 μέλη περιλαμβανομένου του Δημάρχου και απουσίασαν μόνο τρία. Εν πάση περιπτώσει ο αιτητής, που έχει το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού του, δεν προσκόμισε οτιδήποτε για να το αποτινάξει.
Διαθεσιμότητα - μεροληψία - εχθρότητα Προέδρου - αιτιολογία και δέουσα έρευνα - προσωπική γνώση που έμεινε άγνωστη
Η αμεροληψία είναι συστατικό στοιχείο της αρχής της νομιμότητας. Όπως υπογραμμίσαμε στη Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 426:
"Ο διοικούμενος έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη κρίση της διοίκησης σε κάθε περίπτωση. Απόφαση που φέρει το στίγμα της προκατάληψης υπόκειται σε ακύρωση. Η ανάγκη αμεροληψίας του οργάνου που συμμετέσχε στη λήψη της απόφασης αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητάς της. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι συνδέεται άμεσα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, που είναι εμπεδωμένη με συνταγματικές διατάξεις, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.
...............................................................................................................
............ Η προκατάληψη πρέπει να στοιχειοθετείται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων. ...."
Η απομάκρυνση υπαλλήλου του Σφαγείου από τα καθήκοντα του, εκκρεμούσης πειθαρχικής ή αστυνομικής έρευνας εναντίον του προβλέφθηκε ρητά από τον Καν. 64(1) των περί Κεντρικού Σφαγείου [(Όροι Υπηρεσίας Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 88/89)]. Σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό:
"64.(1) Εάν έρευνα πειθαρχικού αδικήματος διαταχθή, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του κανονισμού 60, κατά τινος υπαλλήλου ή επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης επί σκοπώ ποινικής διώξεως αυτού, το Συμβούλιον δύναται, εάν το δημόσιον συμφέρον απαιτή τούτο, να θέση εις διαθεσιμότητα τον υπάλληλον διαρκούσης της ερεύνης και μέχρι τελικής αποφάσεως επί της υποθέσεως."
Για τη φύση της διαθεσιμότητας και το δικαιολογητικό λόγο που επιτρέπει την προσφυγή της διοίκησης στο μέτρο, μάς διαφωτίζει η υπόθεση Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579:
"Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η διαθεσιμότητα δεν αποτελεί πειθαρχικό μέτρο ή πειθαρχική ποινή και ούτε έχει τιμωρητικό χαρακτήρα αλλά αποτελεί προληπτικό διοικητικό μέτρο για διευκόλυνση της περάτωσης μιας πειθαρχικής διαδικασίας.
2. Ο μόνος λόγος για να τεθεί ένας υπάλληλος σε διαθεσιμότητα είναι το δημόσιο συμφέρον κατά τη διερεύνηση πειθαρχικών αδικημάτων εναντίον του, προς αποφυγή του ενδεχομένου επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας. Οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος πρέπει να αιτιολογούνται ειδικά στην απόφαση του διοικητικού οργάνου. Για τον προσδιορισμό του δημοσίου συμφέροντος είναι απαραίτητη η αποκάλυψη της αληθούς φύσης των παραπτωμάτων ώστε το δημόσιο συμφέρον να εξειδικεύεται με συγκεκριμένα περιστατικά και να προσδιορίζεται με τρόπο που να καθιστά εφικτό το δικαστικό του έλεγχο."
Εδώ υπήρχε καταγγελία, σοβαρής μορφής και με απροσδιόριστες επιπτώσεις, περί επηρεασμού μαρτύρων από τον αιτητή ενόσω βρισκόταν σε εξέλιξη η αστυνομική έρευνα. Τι αναμενόταν; Να αδρανήσει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, στον οποίο έφτασε η καταγγελία; Αυτό θα συνιστούσε παράβαση καθήκοντος από μέρους του. Η άμεση σύγκληση συνεδρίασης του Συμβουλίου για να επιληφθεί του ζητήματος ήταν επιβεβλημένη ενέργεια. Δεν μπορεί να εκλαμβάνεται η εκτέλεση καθήκοντος ως μεροληπτική και εχθρική στάση που έχει σκοπό να πλήξει τον υπάλληλο. Ούτε το γεγονός ότι ο Πρόεδρος με επιστολή ημερ. 4/5/2000 ζήτησε εξηγήσεις από τον αιτητή γιατί δεν έγιναν τα δέοντα διαβήματα για την ανανέωση του διορισμού του Συμβουλίου αποτελεί απόδειξη, όπως ουσιαστικά έγινε εισήγηση, των εκδικητικών ελατηρίων του Προέδρου. Το στοιχείο όμως που δείχνει πόσο ανυπόστατη είναι η κατηγορία της μεροληπτικότητας είναι ότι ο αιτητής θα μπορούσε να τεθεί σε διαθεσιμότητα σε προγενέστερο χρόνο, μόλις άρχισε η έρευνα, πράγμα που δεν έγινε.
Δεν βλέπω επίσης πώς μπορεί βάσιμα να επικριθεί ο τρόπος που επέλεξε ο Πρόεδρος να χειρισθεί το ζήτημα, καλώντας ενώπιον του ίδιου του Συμβουλίου τους δύο μάρτυρες για να βεβαιώσουν τον ισχυρισμό τους. Αν μη τι άλλο δείχνει διαφάνεια, αρχή που πρέπει να τηρείται σ' αυτές τις περιπτώσεις. Έδωσε δε την ευκαιρία στο κάθε μέλος να μορφώσει άποψη. Αυτό απαντά και το άλλο παράπονο του κ. Αγγελίδη ότι το Συμβούλιο πήρε απόφαση στη βάση εξωγενών στοιχείων ή με ανεπιβεβαίωτη γνώση κάποιων μελών, που δεν άκουσαν τα άλλα μέλη. Πιστεύω πως οι δύο υποθέσεις που με παρέπεμψε ο αιτητής: Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ. (1998) 3 Α.Α.Δ. 728 και Κουρσάρος ν. Α.Η.Κ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 345, δεν προωθούν τους ισχυρισμούς του ούτε ισχύουν στην κρινόμενη περίπτωση, που όλες οι πληροφορίες καταγράφονται στο πρακτικό. Το Συμβούλιο είχε ενώπιόν του τους μάρτυρες και μπορούσε να σχηματίσει ιδία γνώση. Δεν είναι η περίπτωση ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών, για τις οποίες υπάρχει υποχρέωση καταγραφής.
Παραμένει να εξεταστεί αν η απόφαση για διαθεσιμότητα είναι αιτιολογημένη, δηλαδή, αν εξειδικεύονται οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος και κατά πόσο προηγήθηκε δέουσα έρευνα. Όπως είδαμε, ο Καν. 64 καθιστά την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος προϋπόθεση για την απομάκρυνση του υπαλλήλου με το μέτρο της διαθεσιμότητας. Ως προς την έννοια του όρου "δημόσιο συμφέρον" παραπέμπω στην Καψός ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 177. Βλ. επίσης την υπόθεση Περικλέους, ανωτέρω.
Θεωρώ χρήσιμη και την παρακάτω αναφορά από την Καψός ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 104:
"Η αποτελεσματικότητα της έρευνας και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων αναμφίβολα συνιστούν λόγους δημόσιου συμφέροντος που δικαιολογεί τη θέση του υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα."
Τα στοιχεία αυτά εξειδικεύουν με πληρότητα την επίδικη απόφαση που λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα και αιτιολογήθηκε με όση πληρότητα απαιτεί η περίπτωση. Αιτιολογημένη είναι επίσης η απόφαση για μείωση κατά το 1/2 των απολαβών του διαρκούσης της έρευνας. Το Συμβούλιο αποφάσισε το θέμα στο πλαίσιο της διακριτικής εξουσίας που του παρέχει ο Καν. 64(2):
"(1) .......................................................................................................
(2) Ειδοποίησις ότι ετέθη ούτω εις διαθεσιμότητα δίδεται εγγράφως εις τον υπάλληλον το ταχύτερον, επί τούτω δε αι εξουσίαι, τα προνόμια και τα ωφελήματα του υπαλλήλου αναστέλλονται διαρκούντως του διαστήματος της διαθεσιμότητας:
Νοείται ότι το Συμβούλιον επιτρέπει εις τον υπάλληλον να λαμβάνη μέρος των απολαβών της θέσεως αυτού, ουχί ολιγώτερον του ημίσεος, ως το Συμβούλιον ήθελε κρίνει.
............................................................................................................."
Η προσφυγή απορρίπτεται. Με έξοδα εναντίον του αιτητή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.