ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
YIANNAKIS S. DROUSSIOTIS ν. REPUBLIC (MINISTRY OF FINANCE AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 15
GEORGHIADES ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 525
RAINBOW ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 846
PANAYIOTOU ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 857
Παΐκκος Aλέξανδρος ν. Γενικού Eισαγγελέα της Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 592
Colakides Development Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 977
Aμάνι Eντερπράισες (Xάουσες) Λτδ ν. Δημοκρατίας (Aρ.2) (1990) 3 ΑΑΔ 1041
Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 ΑΑΔ 346
Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στ. Ιωαννίδη (1991) 3 ΑΑΔ 398
Colakides Dev. Co. Ltd ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 239
"""Οκαπι"" Λτδ." ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1995) 3 ΑΑΔ 48
Γκαράνης Στέλιος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 13
Φράγκου Στέφανος ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 270
Θεόδωρος Xριστοφή & Σία Λτδ ν. Yπουργού Oικονομικών και Άλλου (1998) 3 ΑΑΔ 427
Kυριάκου Φάνης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 ΑΑΔ 565
Food Preserving & Canning Industries Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 564
Σουβλάκια - Γύρος "Κρητικός" Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 935
Ιωνίδου Λούλλα Ακίνητα Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 ΑΑΔ 1011
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2002) 4 ΑΑΔ 192
22 Φεβρουαρίου, 2002
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 24, 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ ΛΤΔ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η
ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 307/2001)
Φορολογία ― Φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών ― Κριτήρια για το χαρακτηρισμό διάθεσης ως κεφαλαιουχικού ή εμπορικού χαρακτήρα ― Βάρος αποδείξεως ― Η απαίτηση συνεργασίας του φορολογούμενου με τον Έφορο και η υποχρέωση παροχής των απαραίτητων φορολογικών στοιχείων ― Η επιβολή φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών κρίθηκε λογικά εφικτή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας και νόμιμης αιτιολογίας ― Δεν στοιχειοθετήθηκαν ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Αρμοδιότητα ― Αρμοδιότητα έκδοσης φορολογικών πράξεων ― Εκ του νόμου δυνατότητα εξουσιοδότησης λειτουργού του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων προς το σκοπό αυτό ― Άρθρο 2 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 έως 1995 ― Περιστάσεις εφαρμογής του στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές επεδίωξαν την ακύρωση της σε βάρος τους επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών (αντί φορολογίας εισοδήματος) σε σχέση με πώληση τριών διαμερισμάτων τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Επίδικο, εν προκειμένω είναι το κατά πόσο, έχοντας υπόψη τα γεγονότα και το Νόμο, η επίδικη πώληση των επιδίκων διαμερισμάτων συνιστά εμπορική πράξη και συνεπώς το κέρδος υπόκειται σε φορολογία φόρου εισοδήματος αντί σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών.
Το βάρος απόδειξης ότι η επίδικη πώληση συνιστά εμπορική πράξη το φέρουν οι αιτητές.
Είναι νομολογημένο ότι η εγκυρότητα της φορολογίας κρίνεται με βάση τα γεγονότα που ήταν ενώπιον του Διευθυντή κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Περαιτέρω: Σύμφωνα με πάγια θέση της νομολογίας ο φορολογούμενος έχει νομική υποχρέωση να δίδει στον Έφορο πλήρη στοιχεία και να υποβάλλει αληθείς και τεκμηριωμένους λογαριασμούς. Όταν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει στοιχεία αναλαμβάνει τον κίνδυνο να φορολογηθεί με βάση μόνο την έρευνα που διενεργεί ο Έφορος, οπόταν η απόφαση του Διευθυντή κρίνεται εύλογα επιτρεπτή.
Εύλογα επιτρεπτή κρίνεται και η απόφαση του Διευθυντή οσάκις ο φορολογούμενος παραλείπει να συνεργασθεί με σκοπό να φορολογηθεί με βάση τον τρόπο που ο ίδιος έχει επιλέξει να φορολογηθεί.
Οι αιτητές επικαλούνται τώρα το καταστατικό τους. Έχει ωστόσο νομολογηθεί ότι οι σκοποί μιας εταιρείας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο καταστατικό τους, δεν συνιστούν το αποκλειστικό κριτήριο για την κατάταξη μιας πώλησης ως συνιστώσης εμπορία. Η συγκεκριμένη δοσοληψία που αποτελεί το αντικείμενο της φορολόγησης εξετάζεται υπό το φως όλων των γεγονότων που την περιβάλλουν.
Τα κριτήρια στη βάση των οποίων αποφασίζεται κατά πόσο μια πράξη αποτελεί εμπορική πράξη έχουν τεθεί στην Αμάνι Εντερπράισες (Χάουσες) Λτδ v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1041.
Λαμβάνονται υπόψη τα σχετικά κριτήρια σε συνάρτηση με τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν του ο Έφορος.
Περαιτέρω λαμβάνονται υπόψη ότι οι αιτητές δεν έθεσαν ενώπιον του Εφόρου οποιαδήποτε στοιχεία σε σχέση με προηγούμενες αγοραπωλησίες κτημάτων.
Τέλος λαμβάνονται υπόψη οι λόγοι οι οποίοι οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στην άρνηση των αιτητών να δώσουν τα στοιχεία τα οποία τους ζητήθηκαν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων που ο Έφορος είχε ενώπιόν του.
2. Οι αιτητές υπέβαλαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να είναι αποτέλεσμα έρευνας όλων των γεγονότων των σχετικών με την υπόθεση και να μην είναι αποτέλεσμα αυθαίρετης ενέργειας και/ή παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης.
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ο Διευθυντής με την επιστολή του ημερ. 22.12.2000 είχε εγκαινιάσει την υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιβαλλόμενη έρευνα. Τα όσα ζήτησε από τους αιτητές - τεκμηρίωση των λόγων της ένστασης και υποβολή λογαριασμών φόρου εισοδήματος - αποτελούσαν ζητήματα απαραίτητα για τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας. Ο Έφορος είχε ενεργήσει μέσα στα πλαίσια του Νόμου και της χρηστής διοίκησης. Οι αιτητές δεν συνεργάστηκαν. Δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση την οποία υπέχει ο κάθε φορολογούμενος για την υποβολή φορολογικών στοιχείων. Δεν μπορούν να επικαλούνται τη δική τους άρνηση για να θεμελιώσουν έλλειψη δέουσας έρευνας ούτε και τίθεται θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Ο Διευθυντής τους έδωσε την ευκαιρία να ακουστούν αλλά οι αιτητές δεν επωφελήθηκαν της ευκαιρίας.
3. Οι αιτητές υπέβαλαν ότι δεν παρουσιάστηκε απόφαση αρμοδίου οργάνου, που στην προκείμενη περίπτωση ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.
Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογημένη απόφαση της Διοίκησης βρίσκεται στην επιστολή του Διευθυντή ημερ. 26.1.2001. Η επιστολή υπογράφεται από το λειτουργό Π. Παπανικολάου «για Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων». Σύμφωνα με το Άρθρο 2 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 μέχρι 1995 «Διευθυντής» σημαίνει «τον Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, περιλαμβάνει δε πάντα υπ' αυτού εξουσιοδοτηθέντα επί τούτω Λειτουργόν του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων». Με έγγραφό του ημερ. 16.11.1990 ο Διευθυντής εξουσιοδότησε τον πιο πάνω Λειτουργό να ενεργεί ως Λειτουργός για την δέουσα εφαρμογή των πιο πάνω Νόμων και να υπογράφει εκ μέρους του όλα τα έγγραφα εκτός εκείνων που απαιτείται ειδικά από το Νόμο να υπογράφονται από το Διευθυντή.
4. Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Το περιεχόμενό της είναι τέτοιο που καθιστά απόλυτα εφικτό τον δικαστικό έλεγχο. Είναι, επομένως, πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1,
Θεόδωρος Χριστοφή & Σία Λτδ v. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427,
Rainbow v. Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 846,
Δημοκρατία v. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ (1997) 3 Α.Α.Δ. 356,
Panayiotou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 857,
Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "Οκάπι" Λτδ v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48,
Σουβλάκια-Γύρος «Κρητικός» Λτδ v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935,
Κυριάκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 565,
Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ v. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011,
Georghiades v. Republic (1980) 3 C.L.R. 525,
Δημοκρατία v. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 398,
Food Preserving & Canning Industries Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 564,
Αμάνι Εντερπράισες (Χάουσες) Λτδ v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1041,
Δημοκρατία v. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346,
Colakides Development Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 239,
Κτηματική Εταιρεία Α. Χατζησάββα Λτδ v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 593,
Droushiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15,
Φυτεία Φόιζα Λτδ v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1121,
Γκαράνης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 13,
Φυτεία Φόιζα Λτδ v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 45,
Φράγκου v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270.
Προσφυγή.
Τ. Άνιφτου, για τους Αιτητές.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (ο Διευθυντής) ημερ. 26.1.2001 με την οποία τους έχει επιβληθεί φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών αντί φορολογία φόρου εισοδήματος, σε σχέση με την πώληση 3 διαμερισμάτων τους.
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.
Την 7.3.1993 οι αιτητές συμφώνησαν με την εταιρεία Yiapanis & Ioannou Developers Ltd να διαθέσουν με αντιπαροχή 3 οικόπεδα τους στη Μέσα Γειτονιά με σκοπό την ανέγερση πολυκατοικίας. Τα οικόπεδα τους τα είχε παραχωρήσει μέτοχος τους «δια δωρεάς». Ενώ η πολυκατοικία βρισκόταν υπό ανέγερση οι αιτητές επώλησαν, μεταξύ 12.11.93 και 14.10.94, τρία διαμερίσματα τα οποία τους είχαν παραχωρηθεί δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας. Ο Διευθυντής επέβαλε στους αιτητές φορολογίες κεφαλαιουχικών κερδών (βλ. αποφάσεις του ημερ. 1.12.98 και 5.3.99, Παραρτήματα Β1-Β3 στην ένσταση). Οι αιτητές υπέβαλαν ενστάσεις. Ισχυρίσθηκαν ότι το κέρδος που προκύπτει από τις πωλήσεις των διαμερισμάτων είναι εμπορικό και «φορολογείται στο Νόμο Περί Φόρου Εισοδήματος αντί στον Περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο» (βλ. Παραρτήματα Γ1-Γ3 στην ένσταση). Με επιστολή του ημερ. 22.12.2000 ο Διευθυντής ζήτησε από τους αιτητές όπως τεκμηριώσουν γραπτώς εντός 15 ημερών τους λόγους για τους οποίους το κέρδος από την πώληση των διαμερισμάτων θα έπρεπε, σύμφωνα με την άποψη τους, να είχε υπαχθεί στο Νόμο περί Φόρου Εισοδήματος, και όπως υποβάλουν Λογαριασμούς Φόρου Εισοδήματος για τα έτη 1993 μέχρι και το 1999 για τα οποία δεν είχαν υποβληθεί λογαριασμοί (βλ. επιστολή του Διευθυντή ημερ. 22.12.2000, Παράρτημα Δ στην ένσταση). Οι αιτητές δεν ανταποκρίθηκαν. Δεν υπόβαλαν «κανένα στοιχείο με το οποίο να τεκμηριώνεται ο πιο πάνω ισχυρισμός τους ούτε και υπέβαλαν Λογαριασμούς Φόρου Εισοδήματος». Στις 26.1.2001 ο Διευθυντής μετά από εξέταση της υπόθεσης πήρε απόφαση για τις ενστάσεις και έστειλε Ειδοποίηση Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών (βλ. Παραρτήματα Ε1-Ε4 στην ένσταση). Στην επιστολή ημερ. 26.1.2001 η οποία συνόδευε τις πιο πάνω ειδοποιήσεις αναφέρονται, ανάμεσα σ' άλλα, και τα εξής:
«Παρόλο που με επιστολή μου ημερομηνίας 22.12.2000 σας καλούσα να τεκμηριώσετε την ένσταση σας και να δώσετε γραπτώς τους λόγους για τους οποίους κατά την άποψη σας πρέπει να δεχθώ την άποψη σας, και ταυτόχρονα να υποβάλετε λογαριασμούς της εταιρείας για τα έτη 1993-1999 εντούτοις μέχρι σήμερα παραλείψατε να το πράξετε.
Αφού μελέτησα τις πιο πάνω ενστάσεις σας, αποφάσισα ότι ορθώς, το κέρδος που προέκυψε από τις πωλήσεις των διαμερισμάτων φορολογήθηκε στον Περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο 135/90 για τους πιο κάτω λόγους:
1. Τα πιο πάνω διαμερίσματα απεκτήθησαν από την εταιρεία σας δια αντιπαροχής 70/100 μεριδίων των οικοπέδων σας με αριθμούς εγγραφής Ε204, Ε205 και Ε206 τα οποία διαθέσατε στην Εταιρεία Yiappanis & Ioannou Developers Ltd η οποία έκτισε τα πιο πάνω διαμερίσματα.
2. Όταν έγινε η διάθεση δια αντιπαροχής των οικοπέδων σας, υποβάλατε δήλωση και διεκδικούσατε το κέρδος να υπαχθεί στον Περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο λόγω του ότι τα οικόπεδα η εταιρεία σας τα απέκτησε δια δωρεάς από μέτοχο της το 1964 και η θέση σας έγινε αποδεκτή από το γραφείο μας.
3. Εφόσον πάγια θέση σας ήταν ότι το κέρδος που προκύπτει από τις διαθέσεις οικοπέδων σας στη Μέσα Γειτονιά υπάγεται στον Περί Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμο, δεν μπορώ τώρα να δεχτώ τη θέση σας ότι το κέρδος που προκύπτει από τις πωλήσεις των διαμερισμάτων, τα οποία αποκτήσατε δια αντιπαροχής μεριδίων των οικοπέδων σας στην πιο πάνω περιοχή υπάγεται στον Περί Φόρου Εισοδήματος Νόμο εφόσον σε καμιά εμπορική πράξη δεν προβήκατε αλλά απλώς διαθέσατε ένα Κεφαλαιουχικό στοιχείο που αντικατέστησε το Κεφαλαιουχικό στοιχείο που κατείχατε προηγουμένως.
4. Παρόλο που στις ενστάσεις σας διεκδικείτε ότι το κέρδος από τις πωλήσεις των διαμερισμάτων σας υπάγεται στον Περί Φόρου Εισοδήματος Νόμο για τα έτη 1993 και 1994 που έγιναν οι διαθέσεις των διαμερισμάτων, παραλείψατε να υποβάλετε λογαριασμούς στους οποίους να δηλώνετε το κέρδος. Στις προσωρινές δηλώσεις φορολογίας που υποβάλατε σαν εισόδημα της εταιρείας για το 1993 αναφέρεται η λέξη ουδέν και για το 1994 NIL.
5. Όσον αφορά τη διεκδίκηση του Φόρου Κεφαλαιουχικών Κερδών τον οποίο πληρώσατε, σας πληροφορώ ότι το ποσό που πληρώθηκε αφορά τη διάθεση του μεριδίου των οικοπέδων που διαθέσατε και όχι δαπάνη για την απόκτηση των 4 καταστημάτων και 6 διαμερισμάτων και ως εκ τούτου δεν το δικαιούστε σαν έξοδο.»
Οι λόγοι ακύρωσης.
Πρώτος λόγος ακύρωσης - Παράνομη και υπό νομική και πραγματική πλάνη η προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι αιτητές υπέβαλαν ότι η πώληση των επιδίκων διαμερισμάτων ήταν εμπορική πράξη που υπόκειται σε φορολογία φόρου εισοδήματος και όχι φορολογία κεφαλαιουχικών κερδών. Τόνισαν ότι κύριοι σκοποί της εταιρείας (βλ. το καταστατικό της και το ειδικό ψήφισμα ημερ. 8.4.92) είναι η «απόκτηση, πώληση, αγορά, κατοχή, ενοικίαση, η εν γένει αξιοποίηση και η εκμετάλλευση κάθε φύσεως ακίνητης ιδιοκτησίας κλπ. καθώς και η διενέργεια κάθε φύσεως εμπορικής πράξης κλπ.». Υποστήριξαν ότι ο Διευθυντής είχε οφειλόμενη εκ του Νόμου υποχρέωση να εφαρμόσει τις πρόνοιες του Άρθρου 5(1) (α) των Περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων εφόσον συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του και όμως δεν το έπραξε «παρά τη σχετική επίκληση από τους αιτητές». Ο Διευθυντής - κατέληξαν οι αιτητές - παραβίασε το Νόμο τελώντας υπό νομική πλάνη.
Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο, έχοντας υπόψη τα γεγονότα και το Νόμο, η επίδικη πώληση των επιδίκων διαμερισμάτων συνιστά εμπορική πράξη και συνεπώς το κέρδος υπόκειται σε φορολογία φόρου εισοδήματος αντί σε φόρο κεφαλαιουχικών κερδών.
Το βάρος απόδειξης ότι η επίδικη πώληση συνιστά εμπορική πράξη το φέρουν οι αιτητές (Βλ. Coussoumides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 1 και Θεόδωρος Χριστοφή & Σία Λτδ ν. Υπουργού Οικονομικών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 427).
Στην παρούσα υπόθεση ο Διευθυντής κάλεσε τους αιτητές να τεκμηριώσουν την ένσταση τους και να δώσουν γραπτώς τους λόγους για τους οποίους το κέρδος από την πώληση των επιδίκων διαμερισμάτων θα έπρεπε να υπαχθεί στον Νόμο περί Φόρου Εισοδήματος. Ταυτόχρονα τους κάλεσε να υποβάλουν λογαριασμούς για τα έτη 1993-1999. Ωστόσο οι αιτητές δεν ανταποκρίθηκαν. Δεν υπέβαλαν οποιοδήποτε στοιχείο.
Είναι νομολογημένο ότι η εγκυρότητα της φορολογίας κρίνεται με βάση τα γεγονότα που ήταν ενώπιον του Διευθυντή κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης (Θεόδωρος Χριστοφή & Σία Λτδ, πιο πάνω). Περαιτέρω: Σύμφωνα με πάγια θέση της νομολογίας ο φορολογούμενος έχει νομική υποχρέωση να δίδει στον Έφορο πλήρη στοιχεία και να υποβάλλει αληθείς και τεκμηριωμένους λογαριασμούς. Όταν ο φορολογούμενος δεν υποβάλλει στοιχεία αναλαμβάνει τον κίνδυνο να φορολογηθεί με βάση μόνο την έρευνα που διενεργεί ο Έφορος, οπόταν η απόφαση του Διευθυντή κρίνεται εύλογα επιτρεπτή (Βλ. Rainbow v. Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 846, Δημοκρατία ν. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ (1997) 3 Α.Α.Δ. 356, Panayiotou v. Republic (1984) 3 C.L.R. 857, Ζαχαροπλαστικές Επιχειρήσεις "Οκάπι" Λτδ ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 48, Θεόδωρος Χριστοφή & Σία Λτδ (πιο πάνω), Σουβλάκια-Γύρος «Κρητικός» Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935 και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 565.
Εύλογα επιτρεπτή κρίνεται και η απόφαση του Διευθυντή οσάκις ο φορολογούμενος παραλείπει να συνεργασθεί με σκοπό να φορολογηθεί με βάση τον τρόπο που ο ίδιος έχει επιλέξει να φορολογηθεί (Ακίνητα Λούλλας Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011).
Οι αιτητές επικαλούνται τώρα το καταστατικό τους. Έχει ωστόσο νομολογηθεί ότι οι σκοποί μιας εταιρείας, όπως αυτοί προσδιορίζονται στο καταστατικό τους, δεν συνιστούν το αποκλειστικό κριτήριο για την κατάταξη μιας πώλησης ως συνιστώσης εμπορία. Η συγκεκριμένη δοσοληψία που αποτελεί το αντικείμενο της φορολόγησης εξετάζεται υπό το φως όλων των γεγονότων που την περιβάλλουν (Georghiades v. Republic (1980) 3 C.L.R. 525, Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στέφανου Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 398 και Food Preserving & Canning Industries Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 564).
Τα κριτήρια στη βάση των οποίων αποφασίζεται κατά πόσο μια πράξη αποτελεί εμπορική πράξη έχουν τεθεί στην Aμάνι Εντερπράισες (Χάουσες) Λτδ v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1990) 3 Α.Α.Δ. 1041. Τα παραθέτω:
«Το Δικαστήριο τούτο σε σειρά υποθέσεων, οι οποίες αναφέρονται και σε μεγάλη έκταση στις υποθέσεις Αλέξανδρος Παΐκος ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 592 και Colakides Development Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 977, έχει καθορίσει τις αρχές του τι συνιστά εμπορία γης ή ποιά πράξη έχει το χαρακτήρα εμπορίας. Δεν υπάρχει μια συγκεκριμένη απόφαση στην οποία καθορίστηκαν εξαντλητικά όλα τα κριτήρια και αυτό τονίζεται σε όλες, αλλά το σύνολο των υποθέσεων περιλαμβάνει ένα αριθμό κριτηρίων που είναι τα ακόλουθα:
1. Το αντικείμενο της περιουσίας.
2. Η χρονική περίοδος της ιδιοκτησίας.
3. Η συχνότητα παρομοίων πράξεων.
4. Συμπληρωματική εργασία που γίνεται σχετικά με την περιουσία που πωλείται.
5. Περιστάσεις που ευθύνονται για την πώληση.
6. Κίνητρο.
7. Μέθοδος χρηματοδότησης.
8. Γνώση του ιδιοκτήτη. Έχει σημασία κατά πόσον την πράξη αυτή την κάμνει κάποιος ο οποίος δεν έχει καμιά σχέση με το επάγγελμα ή μια εταιρεία που ιδρύθηκε για τον σκοπό αυτό.
9. Ο τρόπος απόκτησης· Και
10. Το τι γίνεται με το προϊόν της πωλήσεως.»
(Βλ. και Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346, 356, 357, Στέφανος Ιωαννίδη Λτδ (πιο πάνω), Colakides Development Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 239, 249, Κτηματική Εταιρεία Α. Χατζησάββα Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 593, 600, Droushiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15, Φυτεία Φόιζα Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1121, Food Preserving & Canning Industries Ltd (πιο πάνω), Γκαράνης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 13 και Φυτεία Φόιζα Λτδ ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 45).
Λαμβάνω υπόψη τα σχετικά κριτήρια σε συνάρτηση με τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν του ο Έφορος. Αυτά ήταν:
(α) Ο τρόπος απόκτησης των 3 οικοπέδων. Αποκτήθηκαν δια δωρεάς από μέτοχο των αιτητών το 1964.
(β) Ο τρόπος απόκτησης των επίδικων διαμερισμάτων. Αποκτήθηκαν με αντιπαροχή 70/1000 των 3 οικοπέδων.
(γ) Η φύση της επίδικης συναλλαγής. Οι αιτητές διέθεσαν ένα κεφαλαιουχικό στοιχείο - τα διαμερίσματα - που αντικατέστησε το κεφαλαιουχικό στοιχείο που κατείχαν προηγουμένως - τα οικόπεδα.
(δ) Η μακρά χρονική περίοδος ιδιοκτησίας των 3 οικοπέδων από τους αιτητές.
(ε) Το γεγονός ότι τα οικόπεδα δεν αποκτήθηκαν με χρηματοδότηση.
Περαιτέρω λαμβάνω υπόψη ότι οι αιτητές δεν έθεσαν ενώπιον του Εφόρου οποιαδήποτε στοιχεία σε σχέση με προηγούμενες αγοραπωλησίες κτημάτων.
Τέλος λαμβάνω υπόψη μου τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σελ. 196-198, πιο πάνω). Αποδίδω ιδιαίτερη σημασία στην άρνηση των αιτητών να δώσουν τα στοιχεία τα οποία τους ζητήθηκαν. Κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν λογικά εφικτή στα πλαίσια των γεγονότων που ο Έφορος είχε ενώπιόν του. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Δεύτερος λόγος ακύρωσης - Έλλειψη δέουσας έρευνας.
Οι αιτητές υπέβαλαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να είναι αποτέλεσμα έρευνας όλων των γεγονότων των σχετικών με την υπόθεση και να μην είναι αποτέλεσμα αυθαίρετης ενέργειας και/ή παραβίασης της φυσικής δικαιοσύνης.
Ο πιο πάνω λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. Ο Διευθυντής με την πιο πάνω επιστολή του ημερ. 22.12.2000 είχε εγκαινιάσει την υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης επιβαλλόμενη έρευνα. Τα όσα ζήτησε από τους αιτητές - τεκμηρίωση των λόγων της ένστασης και υποβολή λογαριασμών φόρου εισοδήματος - αποτελούσαν ζητήματα απαραίτητα για τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας. Ο Έφορος είχε ενεργήσει μέσα στα πλαίσια του Νόμου και της χρηστής διοίκησης. Οι αιτητές δεν συνεργάστηκαν. Δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωση την οποία υπέχει ο κάθε φορολογούμενος για την υποβολή φορολογικών στοιχείων. Δεν μπορούν να επικαλούνται τη δική τους άρνηση για να θεμελιώσουν έλλειψη δέουσας έρευνας ούτε και τίθεται θέμα παράβασης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης. Ο Διευθυντής τους έδωσε την ευκαιρία να ακουστούν αλλά οι αιτητές δεν επωφελήθηκαν της ευκαιρίας. Έπεται πως ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Τρίτος λόγος ακύρωσης - Αναρμοδιότητα του οργάνου που έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Οι αιτητές υπέβαλαν ότι δεν παρουσιάστηκε απόφαση αρμοδίου οργάνου, που στην προκείμενη περίπτωση ήταν ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.
Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογημένη απόφαση της Διοίκησης βρίσκεται στην πιο πάνω επιστολή του Διευθυντή ημερ. 26.1.2001. Η επιστολή υπογράφεται από το λειτουργό Π. Παπανικολάου «για Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων». Σύμφωνα με το Άρθρο 2 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 μέχρι 1995 «Διευθυντής» σημαίνει «τον Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων του Υπουργείου Οικονομικών, περιλαμβάνει δε πάντα υπ' αυτού εξουσιοδοτηθέντα επί τούτω Λειτουργόν του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων». Με έγγραφο του ημερ. 16.11.1990 ο Διευθυντής εξουσιοδότησε τον πιο πάνω Λειτουργό να ενεργεί ως Λειτουργός για την δέουσα εφαρμογή των πιο πάνω Νόμων και να υπογράφει εκ μέρους του όλα τα έγγραφα εκτός εκείνων που απαιτείται ειδικά από το Νόμο να υπογράφονται από το Διευθυντή.
Λαμβάνω υπόψη τις σχετικές πρόνοιες των πιο πάνω Νόμων σε συνάρτηση με την σχετική εξουσιοδότηση. Θεωρώ ότι ο συγκεκριμένος Λειτουργός έχει ενεργήσει αρμοδίως. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Τέταρτος λόγος ακύρωσης - Έλλειψη δέουσας, ουσιαστικής αιτιολογίας.
Έχει νομολογηθεί ότι η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της ώστε να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270).
Στην παρούσα υπόθεση η προσβαλλόμενη απόφαση (παρατίθεται στις σελ. 196-198, πιο πάνω) περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Το περιεχόμενό της είναι τέτοιο που καθιστά απόλυτα εφικτό τον δικαστικό έλεγχο. Είναι, επομένως, πλήρως και δεόντως αιτιολογημένη. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.