ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2002) 4 ΑΑΔ 34

14 Iανουαρίου, 2002

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΔΡ. ΙΩΣΗΦ ΜΟΥΤΗΡΗΣ,

Αιτητής,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 511/2001)

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Μετάθεση ― Άρθρο 48(2) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90) και Καν. 20 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικών) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) ― Ερμηνεία από τη νομολογία ― Υιοθέτηση των νομολογιακών πορισμάτων στην κριθείσα περίπτωση ― Ο δημόσιος υπάλληλος δεν έχει δικαίωμα μετάθεσης και επαφίεται στην αρμόδια αρχή να κρίνει την ανάγκη μετάθεσής του και να υποβάλει προς τούτο πρόταση προς την Ε.Δ.Υ..

Έννομο Συμφέρον ― Δημοσίου υπαλλήλου να προσβάλει τη μετάθεση συναδέλφου του.

Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της μετάθεσης του ενδιαφερομένου μέρους από το Νοσοκομείο Λεμεσού στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

Η παρούσα υπόθεση δεν στρέφεται εναντίον παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να υποβάλει πρόταση για μετάθεση του Αιτητή αλλά εναντίον απόφασης άλλου οργάνου, της Ε.Δ.Υ., για μετάθεση του Ενδιαφερόμενου Μέρους, στα πλαίσια της οποίας ο Αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον ελλείψει πρότασης της αρμόδιας αρχής για δική του μετάθεση. Βάσει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), ο δημόσιος υπάλληλος δεν έχει δικαίωμα μετάθεσης, και επαφίεται στην αρμόδια αρχή να κρίνει την ανάγκη μετάθεσής του και, σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(1) της Κ.Δ.Π. 98/91, να υποβάλει προς τούτο πρόταση προς την Ε.Δ.Υ..

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

Εγγλεζάκης v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1013/2000, ημερ. 12.7.2001,

Ιωσήφ v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2980.

Προσφυγή.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Ο Αιτητής κ. Μουτήρης, ιατρός στο Νοσοκομείο Λεμεσού, ζητά με την προσφυγή του ακύρωση απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για μετάθεση, σύμφωνα με πρόταση του Υπουργείου Υγείας, της κας Νικολάου, επίσης ιατρού στο Νοσοκομείο Λεμεσού, στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας.

Αναφέρεται σε επιστολή ημερομηνίας 4.5.2001, την οποία ο κ. Mουτήρης απηύθυνε προς την Ε.Δ.Υ. μετά που πληροφορήθηκε τη μετάθεση της κας Νικολάου, ότι υπήρξε στο παρελθόν δικό του αίτημα για μετάθεσή του στη Λευκωσία το οποίο επαναλήφθηκε τρεις φορές και απορρίφθηκε. Με την εν λόγω επιστολή, ο κ. Μουτήρης διατύπωσε ένσταση στην αποφασισθείσα μετάθεση της κας Νικολάου, ζητώντας την αναθεώρησή της και ικανοποίηση του αιτήματός του για δική του μετάθεση. Η Ε.Δ.Υ. απάντησε ότι, καθ' όσον σύμφωνα με το νόμο οι μεταθέσεις γίνονται κατόπιν πρότασης της αρμόδιας αρχής, η Ε.Δ.Υ. θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο μετάθεσής του μόνον εφ' όσον υπήρχε προς τούτο πρόταση της αρμόδιας αρχής στην οποία και θα έπρεπε να απευθυνθεί σχετικά ο κ. Μουτήρης. Αυτά βέβαια αναφέρονται μόνο προς συμπλήρωση της όλης εικόνας, εφ' όσον είναι γεγονότα που ακολούθησαν την προσβαλλόμενη απόφαση που ελήφθη στις 24.4.2001 και που μόνη προσβάλλεται με την προσφυγή σύμφωνα με το αιτητικό. Σημειωθήτω περαιτέρω, σε σχέση με την αναφορά που γίνεται στο αιτητικό σε μη ικανοποίηση αιτήματος του κ. Μουτήρη για μετάθεσή του, ότι, όπως προκύπτει από την ίδια την ανωτέρω επιστολή του, το αίτημά του για μετάθεση απευθύνετο προφανώς προς το Υπουργείο Υγείας ως αρμόδια αρχή και όχι προς την Ε.Δ.Υ., είχε δε ήδη απορριφθεί.

Εγείρεται ευθύς εξ αρχής στην ίδια την Ένσταση της Δημοκρατίας προδικαστική ένσταση ως προς το έννομο συμφέρον του κ. Μουτήρη να προσβάλει την επίδικη απόφαση. Η προδικαστική ένσταση αναπτύσσεται στην αγόρευση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία με αναφορά στις αποφάσεις Εγγλεζάκης ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1013/2000, ημερ. 12.7.2001, και Ιωσήφ ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2980. Η Εγγλεζάκης είναι πανομοιότυπη προς την προκειμένη υπόθεση. Εκεί μάλιστα εκκρεμούσε και αίτημα του Αιτητή για δική του μετάθεση, η δε προσφυγή εστρέφετο τόσο εναντίον απόφασης της Ε.Δ.Υ. για μετάθεση του Ενδιαφερομένου Μέρους κατόπιν πρότασης του Υπουργείου Yγείας, όσο και εναντίον παράλειψης του Υπουργείου Υγείας να υποβάλει πρόταση προς την Ε.Δ.Υ. για μετάθεση του Αιτητή. Ο αδελφός μου Καλλής, Δ., αποδέχθηκε την προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι ο Αιτητής εστερείτο εννόμου συμφέροντος. Παραπέμποντας στην Ιωσήφ, είπε τα ακόλουθα στις σελίδες 2984-2986:

"Στην υπόθεση εκείνη αντικείμενο της προσφυγής ήταν η άρνηση του Υπουργείου Υγείας να υποβάλει πρόταση στην Ε.Δ.Υ. για μετάθεση της αιτήτριας. Οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίστηκαν ότι η επίδικη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή. Ήταν η θέση τους ότι το παράπονο της αιτήτριας συνίσταται ουσιαστικά στην παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο όμως ο νόμος δεν τους επιβάλλει, οπόταν η παράλειψη δεν είναι εκτελεστή. Ήταν, περαιτέρω, η θέση τους ότι το άρθρο 48(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), το οποίο διέπει τις μεταθέσεις δημοσίων υπαλλήλων, θέτει ως προϋπόθεση για τη διενέργεια μετάθεσης τη διαπίστωση της ανάγκης για μετάθεση από το αρμόδιο τμήμα και την υποβολή πρότασης για το σκοπό αυτό στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην οποία παρέχεται και η αρμοδιότητα για τη διενέργεια μεταθέσεων στη δημόσια υπηρεσία.

Ο Πικής, Δ., - όπως ήταν τότε - έθεσε το θέμα ως εξής στις σελ. 2985, 2986:

«Ο νόμος δεν κατοχυρώνει δικαίωμα μετάθεσης δημοσίου υπαλλήλου. τουναντίον, όπως διαφαίνεται από τις διατάξεις του άρθρου 39, η τοποθέτηση του αποτελεί στοιχείο που άπτεται της ένταξης του στη δημόσια υπηρεσία και οριοθετεί τις υποχρεώσεις του. Η ενεργοποίηση του μηχανισμού για την πιθανή μετάθεση δημοσίου υπαλλήλου επαφίεται αποκλειστικά στην αρμόδια αρχή, γεγονός που υπογραμμίζει και τον καθοριστικό της ρόλο στη συνεκτίμηση των αναγκών του δημοσίου και την ορθολογιστική αξιολόγησή τους.

.........................................................................................................

Καταλήγω ότι το άρθρο 48(2) του Ν. 1/90 δεν επιβάλλει καθήκον στην αρμόδια αρχή να προωθήσει το αίτημα για τη μετάθεση υπαλλήλου ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, γεγονός που καθιστά την προβαλλόμενη παράλειψη μη εκτελεστή. Έννομο συμφέρο για την αναθεώρηση απόφασης για μετάθεση υπαλλήλου αποκτάται μόνο μετά την υποβολή εισήγησης για τη μετάθεση του από την αρμόδια αρχή οπόταν γεννάται εύλογη προσδοκία για μετάθεση συνυφασμένη με τις ανάγκες του δημοσίου και αντίστοιχο δικαίωμα σε πρόσωπο που επηρεάζεται άμεσα από την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας για την αναθεώρησή της.

Καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη παράλειψη δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης, διαπίστωση που εκθεμελιώνει το βάθρο της προσφυγής η οποία και απορρίπτεται ως στερούμενη αντικειμένου. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.»

Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, δεν κάλεσε το Δικαστήριο να αποστεί από την απόφαση στην Ιωσήφ (πιο πάνω). Υπέβαλε όμως ότι η απόφαση εκείνη αφορούσε προσφυγή του 1990 (672/90) στην οποία δεν έγινε αναφορά στους περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικούς) Κανονισμούς του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91), οι οποίοι περιέχουν ειδική πρόβλεψη στον Καν. 20 για το θέμα μεταθέσεων και μετακινήσεων. Ο Καν. 20(2) - συνέχισε ο κ. Αγγελίδης - «αφορά το δικαίωμα του κάθε υπαλλήλου για υποβολή αίτησης για μετάθεση εάν το επιθυμεί. Αυτό το δικαίωμα το άσκησε ο αιτητής αλλά στο τέλος μετατέθηκε άλλος που επίσης άσκησε αυτό το δικαίωμα (αίτηση για μετάθεση)».

Το εδάφιο (1) του πιο πάνω Καν. 20 ρυθμίζει τη διαδικασία υποβολής πρότασης από την αρμόδια Αρχή για τη μετάθεση υπαλλήλου. Το εδάφιο (2) του ίδιου Κανονισμού προβλέπει:

«(2) Όταν υπάλληλος επιθυμεί να μετατεθεί για λόγους προσωπικούς ή για λόγους υγείας, υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή. Αν αυτή συμφωνεί, υποβάλλει πρόταση στην Επιτροπή, όπως αναφέρεται στην παράγραφο (1). Αν διαφωνεί, πληροφορεί σχετικά τον υπάλληλο.»

Σύμφωνα με το άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90 «οι μεταθέσεις των υπαλλήλων διενεργούνται από την Επιτροπή ύστερα από πρόταση της αρμόδιας αρχής δεόντως αιτιολογημένη».

Θεωρώ ότι ο πιο πάνω Καν. 20(2) δεν έχει μεταβάλει την νομική θέση. Ένας υπάλληλος μπορούσε και πριν από τη θέσπιση του πιο πάνω Κανονισμού να υποβάλει αίτημα για μετάθεσή του. Τέτοιο δικαίωμα διασφαλίζεται από το άρθρο 29.1 του Συντάγματος.

Κρίνω, επομένως, ότι οι πρόνοιες του άρθρου 48(2) του Ν. 1/90 δεν έχουν επηρεασθεί από τις πρόνοιες του πιο πάνω Καν. 20. Έπεται πως τα νομολογηθέντα στην Ιωσήφ (πιο πάνω), με τα οποία συμφωνώ, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση. Κατά συνέπεια το άρθρο 48(2) του Νόμου 1/90 δεν επιβάλλει στην αρμόδια Αρχή να προωθήσει αίτημα για μετάθεση υπαλλήλου ενώπιον της Ε.Δ.Υ. Περαιτέρω στην απουσία πρότασης από την αρμόδια Αρχή η Ε.Δ.Υ. δεν έχει νομική υποχρέωση να προβεί σε μετάθεση οποιουδήποτε υπαλλήλου.

Για τους πιο πάνω λόγους η προσβαλλόμενη απόφαση, αντικείμενο θεραπείας Α, και η προσβαλλόμενη «άρνηση και/ή παράλειψη», αντικείμενο της θεραπείας Β, δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αναθεώρησης."

Συμφωνώ απόλυτα με την προσέγγιση αυτή και την υιοθετώ στην προκειμένη υπόθεση. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Μουτήρη εισηγείται ότι η υπόθεση Ιωσήφ διαφοροποιείται από την προκειμένη κατά το ότι αφορούσε μόνο την παράλειψη της αρμόδιας αρχής να υποβάλει πρόταση για μετάθεση της Αιτήτριας, ενώ η προκειμένη υπόθεση αφορά εξέταση από την Ε.Δ.Υ. πρότασης για μετάθεση του Ενδιαφερόμενου Μέρους, στα πλαίσια της κρίσης επί της οποίας όφειλε να εξετάσει και το παράλληλο αίτημα του κ. Μουτήρη για δική του μετάθεση. Ο κ. Αγγελίδης παραπέμπει προς τούτο στον Κανονισμό 20 των περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Γενικοί) Κανονισμών του 1991 (Κ.Δ.Π. 98/91) που δεν ίσχυαν ως προς την Ιωσήφ και στις παρατηρήσεις του Πική, Δ. (ως ήτο τότε), στην Ιωσήφ, σ. 2983.

Η υπόθεση Ιωσήφ όντως αφορούσε μόνο άρνηση ή παράλειψη της αρμόδιας αρχής να ικανοποιήσει αίτημα της Αιτήτριας για μετάθεση της. Αυτός ήταν και ο λόγος για τις παρατηρήσεις που έγιναν από το Δικαστήριο στη σ. 2983, εφ' όσον στα πλαίσια τέτοιας προσφυγής θα μπορούσαν ενδεχόμενα να εξετασθούν οι αναφερόμενοι παράγοντες που αφορούν τα πλαίσια της νομιμότητας της ενέργειας της διοίκησης. Η προκειμένη υπόθεση όμως δεν στρέφεται εναντίον παράλειψης ή άρνησης της αρμόδιας αρχής να υποβάλει πρόταση για μετάθεση του Αιτητή αλλά εναντίον απόφασης άλλου οργάνου, της Ε.Δ.Υ., για μετάθεση του Ενδιαφερόμενου Μέρους, στα πλαίσια της οποίας ο Αιτητής δεν έχει, σύμφωνα και με την Εγγλεζάκης, έννομο συμφέρον ελλείψει πρότασης της αρμόδιας αρχής για δική του μετάθεση. Στην Εγγλεζάκης μάλιστα, όπως ήδη παρατήρησα, η προσφυγή εστρέφετο τόσο εναντίον της απόφασης της Ε.Δ.Υ. για μετάθεση του Ενδιαφερόμενου Μέρους κατόπιν πρότασης της αρμόδιας αρχής όσο και εναντίον της παράλειψης της αρμόδιας αρχής να υποβάλει πρόταση προς την ΕΔΥ για μετάθεση του Αιτητή. Ούτε ως προς το ένα όμως ούτε ως προς το άλλο κρίθηκε ότι είχε έννομο συμφέρον ο Αιτητής. Εφ' όσον, εν πάση περιπτώσει, παραμένει ισχύων ο λόγος της Ιωσήφ, τον οποίο υιοθέτησε η Εγγλεζάκης, ότι, βάσει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90), ο δημόσιος υπάλληλος δεν έχει δικαίωμα μετάθεσης, και ότι επαφίεται στην αρμόδια αρχή να κρίνει την ανάγκη μετάθεσης του και, σύμφωνα με τον Κανονισμό 20(1), να υποβάλει προς τούτο πρόταση προς την Ε.Δ.Υ.. Τούτο απαντά και την αναφορά του κ. Αγγελίδη στον Κανονισμό 20(2). Όπως παρατηρήθηκε στην Εγγλεζάκης, ο Κανονισμός 20(2) δεν διαφοροποιεί την ισχύ της νομικής θέσης της Ιωσήφ αφού ο δημόσιος υπάλληλος πάντοτε είχε δικαίωμα να υποβάλει αίτημα για μετάθεσή του.

Κρίνω λοιπόν ότι ευσταθεί η προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας και ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεώρησης.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Ο Αιτητής θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο