ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 1183
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 534/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Χριστόφορου Γεωργαλλίδη,
(κάτοικος εξωτερικού),
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
του Υπουργικού Συμβουλίου,
Καθ'ου η αίτηση
----------------------------
Για τον Αιτητή: κ. Γ. Γεωργιάδης.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(α) Τα γεγονότα
Μετά τη συμπλήρωση ανάκρισης μέσα στα πλαίσια έρευνας για τη διάπραξη του αδικήματος της "παρά φύση ασέλγειας" ο αιτητής, που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία με το βαθμό του Δόκιμου Εφεδρου Αξιωματικού (ΔΕΑ) στο Μηχανικό, βρέθηκε ένοχος "δια ηυνανισμόν στρατιωτών δια της ιδίας αυτού χειρός". Οπως φαίνεται από την έγγραφη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί από τη "Συνοπτική Εκθεσιν επί Διενεργηθείσης Ανακρίσεως" που δεν φέρει ημερομηνία, ο ανακριτής (δεν καθορίζεται ποιός διενήργησε την ανάκρισιν, άνκαι η έκθεση υπογράφεται από τον Ταγματάρχη Ευριπίδη Τωμαδάκη), κάλεσε επτά μάρτυρες για να καταθέσουν μεταξύ των οποίων τον αιτητή και τους άλλους δύο εμπλεκόμενους στρατιώτες. Ο αιτητής αρνήθηκε ότι διέπραξε την πράξη η οποία του καταλογιζόταν. Ακολούθως ο αιτητής (χωρίς να φαίνεται ότι είχε κληθεί για να απολογηθεί), κλήθηκε να καταθέσει για δεύτερη φορά, όπως επίσης και οι δύο άλλοι εμπλεκόμενοι χωρίς να τους έχει λεχθεί οτιδήποτε. Στη συνέχεια η έκθεση περιέχει το συμπέρασμα της ότι ο αιτητής "ευρέθη ένοχος δια ηυνανισμόν στρατιωτών δια της ιδίας αυτού χειρός και δέον όπως διωχθεί ποινικώς".
Ο αιτητής κατόπιν γνωμάτευσης της Επιτροπής Εξετάσεως Σωματικής Ικανότητας έλαβε εξάμηνο αναστολή λόγω "διαταραχών συμπεριφοράς επί ανωρίμου προσωπικότητος".
Η συνοπτική έκθεση του ανακριτικού πορίσματος τέθηκε ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο με σχετική απόφαση του (αρ. 15.917) αποφάσισε όπως "ακυρώσει την δια της Αποφάσεως υπ' αρ. 15.756 προαγωγήν εις Δόκιμον Εφεδρον Ανθυπολοχαγόν, του Γιωργαλλίδη Χριστοφόρου του Γεωργίου και όπως ούτος μεταφερθεί εις την τάξιν του στρατιώτου". Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός από τη διενέργεια της ανάκρισης ο αιτητής δεν είχε διωχθεί πειθαρχικά.
Το θέμα της ποινικής ευθύνης του αιτητή σε κατηγορίες άσεμνης πράξης και άσεμνης επίθεσης εναντίον άρρενος, εξετάστηκε από το Στρατιωτικό Δικαστήριο στις 29/8/77, όταν ο Στρατιωτικός Εισαγγελέας ζήτησε και έλαβε άδεια να αποσύρει την υπόθεση τόσο εναντίον του αιτητή λόγω ψυχολογικών προβλημάτων που βεβαιώνονταν από ιατρική γνωμάτευση, όσο και εναντίον δύο συγκατηγορουμένων του που ενέχονταν στο επεισόδιο, για σκοπούς "ορθής απονομής της δικαιοσύνης". Ο αιτητής μετά την πάροδο της εξάμηνης αναστολής κατάταξης, επανήλθε στις τάξεις της Εθνικής Φρουράς την 18/10/77 και με το βαθμό πλέον του στρατιώτη.
Εξι μέρες πριν από την απόλυση του και πιο συγκεκριμένα στις 6/3/79 ο αιτητής ζήτησε μεταξύ άλλων την αποκατάσταση του στο βαθμό του Εφέδρου Ανθυπολοχαγού για να πάρει την απάντηση ότι το θέμα παραπέμφθηκε στο 1° Επιτελικό Γραφείο του Γ.Ε.Ε.Φ. για εξέταση χωρίς να πάρει οποιαδήποτε απάντηση. Ο αιτητής ακολούθως μετέβηκε στο εξωτερικό όπου συμπλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο του Manchester, όπου απέκτησε τον τίτλο του Doctor of Philosophy. Ακολούθως το 1993 επέστρεψε στην Κύπρο και ζήτησε με νέες επιστολές των δικηγόρων του ημερομηνίας 15/11/94 και 8/4/95 την αποκατάσταση του στο βαθμό του Εφεδρου Ανθυπολοχαγού, την αναδρομική προαγωγή του και την αλλαγή του χαρακτηρισμού της διαγωγής του σε άριστη. Λόγω της παράλειψης των καθ'ων η αίτηση να απαντήσουν στο αίτημα του καταχώρησε την υπ' αρ. 830/99 προσφυγή, στην απόφαση της οποίας κρίθηκε ότι, "η Δημοκρατία παρέλειψε να εκπληρώσει τη συνταγματική υποχρέωση απάντησης βάσει του άρθρου 29 του Συντάγματος" και κηρύχθηκε "ότι δεν θα έπρεπε να είχε προκύψει η προσβαλλόμενη παράλειψη της μη απάντησης στο γραπτό αίτημα του αιτητή ημερομηνίας 15 Νοεμβρίου 1994 και ότι παν το παραληφθέν θα έπρεπε να είχε εκτελεσθεί". Ως αποτέλεσμα της πιο πάνω απόφασης, μιας νέας επιστολής των δικηγόρων και σχετικής παραίνεσης του Γενικού Εισαγγελέα, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Αμυνας απέρριψε στις 16/5/2001 το αίτημα του αιτητή με την πιο κάτω επιστολή:
"Εντιμε Κύριε
Θέμα: Προσφυγή με αρ. 830/99
Χριστόφορος Γεωργαλλίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας
Εχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερομηνίας 19 Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι το Υπουργείο Αμυνας συμμορφούμενο με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόψη προσφυγή, σας απαντά και σας ότι δεν συμφωνά και δεν θα προχωρήσει σε ικανοποίηση των αιτημάτων του πελάτη σας που καταγράφονται στην επιστολή σας με ημερομηνία 15.11.1994, δηλαδή σε:
(α) αποκατάσταση του πελάτη σας στο βαθμό του έφεδρου Ανθυπολοχαγού,
(β) αναδρομική προαγωγή του στους βαθμούς που θα έπρεπε να φέρει σαν Αξιωματικός (ανάλογα με την κλάση του),
και
(γ) αλλαγή του χαρακτηρισμού της διαγωγής του με άριστη.
2. Σημειώνεται ότι η επαναφορά του πελάτη σας, λόγω ακαταλληλότητας του ως αξιωματικού στην τάξη του στρατιώτη, αποτελεί διοικητικό μέτρο για πειθαρχικό παράπτωμα στο οποίο υπέπεσε κατά την περίοδο που εκτελούσε τη θητεία του στην Εθνική Φρουρά, χωρίς να προϋποθέτει παραπομπή ή καταδίκη του από το δικαστήριο."
(β) Οι λόγοι της προσφυγής
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής αμφισβητεί την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης ισχυριζόμενος διάφορους λόγους που συμπεριλαμβάνουν,
(i) Παραβίαση του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Βασικών Ελευθεριών,
(ii) Παραβίαση των περί της Εθνικής Φρουράς Νόμων και Κανονισμών,
(iii) Ελλειψη δέουσας έρευνας,
(iv) Πλάνη περί τα πράγματα και/ή το Νόμο,
(v) Ελλειψη αιτιολογίας,
(vi) Παράβαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης,
(vii) Παραβίαση της αρχής της ισότητας και
(viii) Παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.
Με βάση τα ιδιάζοντα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, η εξέταση των πιο πάνω λόγων μπορεί καλύτερα να γίνει σωρευτικά. Ο κύριος στόχος εναντίον του οποίου στρέφονται τα βέλη του αιτητή είναι η ισχυριζόμενη παραβίαση του άρθρου 12.4 του Συντάγματος.
Είναι η θέση του αιτητή ότι έχει παραβιασθεί το άρθρο 12.4 του Συντάγματος αφού η ανάκριση που διενεργήθηκε χαρακτηρίζεται από παρατυπίες που του αποστέρησαν το δικαίωμα να προβάλει τις θέσεις του που θα αποτελούσαν την υπεράσπιση του, το πόρισμα δε της ανάκρισης αποτέλεσε το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για τον υποβιβασμό του. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο παρέλειψε να προβεί στη δέουσα έρευνα αφού βασίσθηκε αποκλειστικά στο περιεχόμενο της ανακριτικής έκθεσης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ'ων η αίτηση ισχυρίστηκε ότι ο ισχυρισμός για παραβίαση του Συντάγματος δεν αποτελεί επίδικο θέμα εφόσον δεν υπάρχει αναφορά σε συγκεκριμένο άρθρο του Συντάγματος και ότι εν πάση περιπτώσει το άρθρο 12.4 του Συντάγματος δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση αφού ο αιτητής δεν τιμωρήθηκε για ποινικό αλλά πειθαρχικό αδίκημα.
Οπως φαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης, ευθύς εξ' αρχής, η ανάκριση που είχε διεξαχθεί σχετιζόταν με την ενδεχόμενη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Στο σχετικό έντυπο της συνοπτικής έκθεσης, φαίνεται καθαρά ότι η κατηγορία για την οποία διενεργήθηκε η ανάκριση ήταν αυτή της "Παραφύση ασέλγειας", ένα αδίκημα που προβλέπεται και τιμωρείται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 171 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Προκύπτει δε σαφώς από το "Συμπέρασμα" της συνοπτικής έκθεσης ότι σκοπός της ανάκρισης ήταν η
ποινική δίωξη του αιτητή. Ο Ταγματάρχης Ευριπίδης Τωμαδάκης που υπογράφει το σχετικό πόρισμα αναφέρει ότι, "Ο ΔΕΑ Γεωργαλλίδης Χριστόφορος ευρέθη ένοχος δια ηυνανισμόν δια της ιδίας αυτού χειρός και δέον όπως διωχθεί ποινικώς", ενώ για τους άλλους δύο εμπλεκόμενους στρατιώτες διασαφηνίζει ότι "δέον όπως ελεχθούν πειθαρχικώς".Η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση ότι το αίτημα για παραβίαση του Συντάγματος δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο γιατί έπρεπε να συμπεριληφθεί εξειδικευμένα στην αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό. Υπάρχει αναφορά στην αίτηση για ισχυριζόμενη παραβίαση "του Συντάγματος, της ισχύουσας Νομοθεσίας (περί Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικα και Δικονομίας) Νόμος 40/64 ως έχει τροποποιηθεί", όπως επίσης και ισχυρισμός ότι "η προσβαλλόμενη πράξη αντιβαίνει στις πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και είναι αντίθετη με τη Νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου". Οι πιο πάνω ισχυρισμοί εξειδικεύονται στη γραπτή αγόρευση του αιτητή με αναφορά στα άρθρα 12.4 και 28.1 του Συντάγματος, το άρθρο 6(2) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Βασικών Ελευθεριών και στην απόφαση
Loizidou v. Turkey No. 40/1993/435/514 του πιο πάνω Δικαστηρίου. Κάτω από τις περιστάσεις κρίνω ότι έχουν προβληθεί ικανοποιητικά στοιχεία που θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο την εξέταση των ισχυρισμών για την παραβίαση προνοιών του Συντάγματος και της Σύμβασης.Το ερώτημα αν υπήρξε παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων του αιτητή πρέπει να εξεταστεί μέσα στα πλαίσια του άρθρου 12.5 του Συντάγματος και των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς.
Το άρθρο 12.5 του Συντάγματος προνοεί ότι,
"5. Πας κατηγορούμενος δι' αδίκημά τι έχει τα ακόλουθα κατ' ελάχιστον όρον δικαιώματα:
(α) να πληροφορηθή εις καταληπτήν υπ' αυτού γλώσσαν αμέσως και λεπτομερώς την φύσιν και τους λόγους της εις αυτόν αποδιδομένης κατηγορίας,
(β) να έχη επαρκή χρόνον και διευκόλυνσιν διά την προπαρασκευήν της υπερασπίσεως αυτού,
(γ) να υπερασπίζη εαυτόν αυτοπροσώπως ή διά συνηγόρου της εκλογής αυτού ή, εφ' όσον δεν έχη επαρκή προς αμοιβήν του συνηγόρου μέσα, να παρέχηται εις αυτόν δωρεάν νομική αρωγή, όταν τούτο επιβάλλη το συμφέρον της δικαιοσύνης,
(δ) να εξετάζη ή να προκαλή την εξέτασιν μαρτύρων κατηγορίας και να ζητή την προσέλευσιν και εξέτασιν μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους τους ισχύοντας ως προς τους μάρτυρας κατηγορίας,
(ε) να έχη δωρεάν συμπαράστασιν διερμηνέως, εφ' όσον δεν δύναται να κατανοήση ή να ομιλή την εν τω δικαστηρίω χρησιμοποιουμένην γλώσσαν."
Επιπρόσθετα το άρθρο 7 των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 προνοεί ότι,
"7.-(1) Ο ανακριτής μετά την λήψιν της περί ανακρίσεως διαταγής πληροφορεί το ταχύτερον δυνατόν εγγράφως το μέλος περί της γενομένης αναφοράς ή του προβληθέντος ισχυρισμού, πληροφορών αυτό ότι δεν υποχρεούται να είπη τι σχετικώς με το ζήτημα, δύναται όμως, εάν το επιθυμή, να κάμη έγγραφον κατάθεσιν εις τον ανακριτήν σχετικώς με το ζήτημα τούτο και να υποβάλη πίνακα των προς εξέτασιν μαρτύρων προς υποστήριξιν της υποθέσεώς του.
(2) Ο ανακριτής οφείλει να προβή το ταχύτερον δυνατόν εις την διενέργειαν των ανακρίσεων περί την γενομένην αναφοράν ή καταγγελίαν και να λάβη απάσας τας προς τούτο αναγκαίας καταθέσεις:
Νοείται ότι κατά την ενέργειαν της ανακρίσεως εφαρμόζονται αι σχετικαί περί του θέματος διατάξεις του Στρατιωτικού Ποινικού Κώδικος και του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου."
Η εισήγηση των καθ'ων η αίτηση ότι οι πρόνοιες του άρθρου 12.5 του Συντάγματος δεν εφαρμόζονται σε πειθαρχικές διαδικασίες δεν ευσταθεί. (Βλ. Δημοκρατία ν. Δ. Ζηνιέρη, Α.Ε. 2897 της 30/11/2001). Επιπρόσθετα θα πρέπει να τονισθεί ότι σύμφωνα με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι πρόνοιες του άρθρου 6 της Σύμβασης (που αντιστοιχούν στο άρθρο 12 του Κυπριακού Συντάγματος) δεν περιορίζονται μόνο σε περιπτώσεις που εξετάζονται από Δικαστήρια τα αστικά δικαιώματα του πολίτη, αλλά επεκτείνονται και σε περιπτώσεις εξέτασης παραβίασης των δικαιωμάτων του πολίτη από διοικητικά όργανα. (Βλ. Harris, Boyle και Warbrick "
Law of the European Convention on Human Rights" [1996] 192).Στην παρούσα περίπτωση η όλη διαδικασία της ανάκρισης που διενεργήθηκε, έκδηλα παρουσιάζει παραβίαση των συνταγματικών κατοχυρώσεων του άρθρου 12.5 του Συντάγματος. Δεν δόθηκε η ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει την υπεράσπιση του, να αντεξετάσει τα πρόσωπα που κατέθεσαν εναντίον του και να καλέσει, αν ήθελε, τους δικούς του μάρτυρες υπεράσπισης. Δεν του κοινοποιήθηκε οτιδήποτε γραπτώς, ούτε λήφθηκε από τον ίδιο οποιαδήποτε κατάθεση, ούτε φαίνεται ότι κλήθηκε σε απολογία σύμφωνα με τους Πειθαρχικούς Κανονισμούς. Η εισήγηση της Ανακριτικής Επιτροπής για τον υποβιβασμό του αιτητή στην τάξη του στρατιώτη δεν συνοδεύθηκε από την επιβολή οποιασδήποτε ποινής, αλλά μόνο για πρόθεση για ποινική δίωξη. Στα φύλλα μητρώου του αιτητή καταγράφεται μια ποινή απλής φυλάκισης για 8 μέρες χωρίς οποιαδήποτε επεξήγηση. Το ερώτημα αν η ποινή αυτή επιβλήθηκε κατά το δέοντα τρόπο, από ποιό όργανο και για ποιό αδίκημα παραμένει αδιευκρίνιστο.
Επιπλέον πρέπει να σημειωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 16/5/2001 φαίνεται και αυτή ως τρωτή. Ο αιτητής με την τελευταία του επιστολή της 15/11/94 ζήτησε την αποκατάσταση του για τους συγκεκριμένους λόγους που πρόβαλε. Οι καθ'ων η αίτηση αντί να προβούν στη διερεύνηση των ισχυρισμών του αιτητή διεξάγοντας τη δέουσα έρευνα, απέρριψαν το αίτημα του σημειώνοντας ότι το Υπουργείο Αμυνας "δεν συμφωνά και δεν θα προχωρήσει στην ικανοποίηση των αιτημάτων του πελάτη σας". Η έλλειψη της διεξαγωγής δέουσας έρευνας σε συνδυασμό με τη λανθασμένη διαδικασία που υιοθετήθηκε στη διενέργεια της ανάκρισης, καθιστά την απόφαση της 16/5/2001 άκυρη.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η απόφαση της 16/5/2001 ακυρώνεται. Οι καθ'ων η αίτηση καταδικάζονται να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.