ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδ. Υποθέσεις Αρ. 196/2001 και 267/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 196/2001
ΜΕΤΑΞΥ
:Δάφνης Φινοπούλου, από Λευκωσία
(Λειτουργού Μελετών και Ερευνών, οδός
Γλυφάδας 20, Διαμ. 1, Στρόβολος 2023)
Αιτήτριας
- και -
Αρχής Λιμένων Κύπρου
Καθ΄ων η αίτηση
__________
Υπόθεση Αρ. 267/2
001ΜΕΤΑΞΥ
:Χαράλαμπου Χαραλάμπους, από Λεμεσό
(Κάτω Πολεμίδια)
Αιτητή
- και -
Αρχής Λιμένων Κύπρου
Καθ΄ων η αίτηση
__________
10 Δεκεμβρίου, 2002
Για την αιτήτρια (στην 196/2001 ) : κ. Α. Κωνσταντίνου.
Για τον αιτητή (στην 267/2001) : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση : κα Αλ. Κουντουρή, για κ.κ. Τάσσο
Παπαδόπουλο και Σια.
Για το ενδ. μέρος Πάμπη Βασιλείου : κα Αλ. Λυκούργου για κ.κ. ΄Αντη
Τριανταφυλλίδη και Υιούς.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις παρούσες προσφυγές αξιώνεται ακύρωση της προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών στη μόνιμη θέση Διευθυντή Λιμανιού, Αρχή Λιμένων Κύπρου, από 16.1.2001. Ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄αρ. 267/2001 αξιώνει και δήλωση ότι ο αποκλεισμός του ως υποψήφιου είναι παράνομος.
Οι καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής "η Αρχή"), είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής στη συνεδρία του ημερ. 21.12.1998 αποφάσισε την προώθηση της διαδικασίας πλήρωσης δύο κενών θέσεων Διευθυντή Λιμανιού. Σχετική γνωστοποίηση δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον ημερήσιο τύπο.
΄Υστερα από σχετική διερεύνηση θεωρήθηκε ότι πέντε υποψήφιοι δεν κατείχαν κατά τεκμήριο το προσόν της πολύ καλής γνώσης της αγγλικής και γι΄ αυτό κλήθηκαν σε γραπτή εξέταση. Εν τω μεταξύ και λόγω της έκδοσης της απόφασης στις προσφυγές υπ΄αρ. 983/96 κ.α. Χαραλάμπους κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, ημερ. 12.5.1999, με την οποία ακυρώθηκε πράξη της Αρχής που αφορούσε διορισμούς σε άλλες δύο θέσεις Διευθυντή Λιμανιού, το Συμβούλιο της Αρχής αποφάσισε όπως αναστείλει τη διαδικασία πλήρωσης των υπό εξέταση θέσεων, ώστε να προηγηθεί επανεξέτασή της απόφασης που ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Αφού στις 29.5.2000 αποφασίστηκε η συνέχεια της ανασταλείσας διαδικασίας πλήρωσης των δύο θέσεων Διευθυντή Λιμανιού, κλήθηκαν σε προφορική εξέταση δεκαεφτά υποψήφιοι οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως φαίνονταν να ικανοποιούν τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας.
Θα ασχοληθώ με τα επιχειρήματα που εγείρονται στις δύο προσφυγές χωριστά:
Προσφυγή υπ΄ αρ. 267/2001
Στις 23.6.2000 ο αιτητής απέστειλε στην Αρχή την πιο κάτω επιστολή:
"Ενόσον Πρόεδρος του Δ.Σ. της ΑΛΚ είναι ο Ντίνος Ερωτοκρίτου δεν ενδιαφέρομαι να διεκδικήσω θέση Διευθυντή Λιμανιού και αποσύρω πάραυτα την αίτησή μου. Βλέπετε η ζωή είναι πολύ σύντομη και η υγεία υπέρτατο αγαθό για να το σπαταλούμε ασχολούμενοι με σικέ και σκηνοθετημένα παιγνίδια εξουσίας και με το καθάρισμα των σταύλων του "Αυγείου". Επίσης φαίνεται ότι δεν τους στοιχίζει τίποτε την επομένη φορά να με βγάλουν κλέφτη και απατεώνα ή οτιδήποτε άλλο θεωρήσουν
αναγκαίο για να με βγάλουν εκτός συναγωνισμού. Και δεν έχω τη διάθεση να τρέχω στα δικαστήρια και πάλιν."Η διαδικασία συνεχίστηκε και αφού για κάποιους λόγους η συνεδρία για τις προφορικές εξετάσεις αναβλήθηκε για τις 16.1.2001, ο αιτητής εξέφρασε τη διαμαρτυρία του για το γεγονός ότι δεν είχε κληθεί σε προφορική συνέντευξη.
Στις 10.1.2001 το Συμβούλιο της Αρχής αφού ενημερώθηκε, επαναβεβαίωσε την προηγούμενη απόφασή του. Ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής πληροφόρησε σχετικά τον αιτητή.
Η διαδικασία συνεχίστηκε και στη συνεδρία ημερ. 16.1.2001, το Συμβούλιο, αφού έλαβε υπ΄ όψιν την απόδοση του κάθε υποψήφιου, καθώς και την αξιολόγηση του Διευθυντή Εκμετάλλευσης, ύστερα από ανοικτή ψηφοφορία κατέληξε ότι μόνο πέντε υποψήφιοι πληρούσαν τις προϋποθέσεις του σχεδίου υπηρεσίας. Ακολούθως, αποφάσισε ομόφωνα όπως προσφέρει τη μία θέση στο ενδιαφερόμενο μέρος Π. Βασιλείου και κατά πλειοψηφία, τη δεύτερη θέση στο Χρ. Μάτση.
Οι καθ΄ ων η αίτηση απέσυραν προδικαστική τους ένσταση για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή, γιατί το θέμα της νομιμότητας του αποκλεισμού του αποτελούσε και την ουσία της προσφυγής του. Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η απόσυρση της αίτησής του για διεκδίκηση της θέσης τελούσε υπό όρους που αφορούσαν τον τότε Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής. Προβάλλει περαιτέρω την άποψη ότι επειδή οι διαδικασίες επιλογής, κατά την άποψή του, δεν είχαν ολοκληρωθεί και πραγματοποιήθηκαν νέες συνεντεύξεις, μπορούσε να θεωρηθεί υποψήφιος.
Η πιο πάνω αντιμετώπιση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Κατά τη γνώμη μου δεν μπορεί υποψήφιος να αποσύρει την αίτησή του, θέτοντας ουσιαστικά όρους στο διορίζον όργανο, ανάλογα με την έκβαση των οποίων να μπορεί να επανέλθει και να απαιτεί να θεωρηθεί και πάλιν υποψήφιος. Πολύ δε περισσότερο, όταν η διαδικασία είχε ήδη αρχίσει
. Αποδοχή μιας τέτοιας άποψης θα οδηγούσε στο αποτέλεσμα υποψήφιος να μπορεί εκπρόθεσμα να υποβάλλει εκ νέου αίτηση για διεκδίκηση θέσης.Ανεξάρτητα από όλα αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί και ο τόνος της επιστολής, ο οποίος, ακόμα κι΄ αν τα παράπονα που διατυπώνονται μπορούσαν να θεωρηθούν ως δικαιολογημένα, δεν επέτρεπε την οποιανδήποτε διαφορετική αντιμετώπιση. Ο αιτητής αναφερόταν στον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής με τρόπο ανάρμοστο και προσβλητικό. Δεν δέχομαι ότι η αναφορά στον Πρόεδρο
του Διοικητικού Συμβουλίου αποσκοπούσε απλώς στο να επεξηγηθεί ο λόγος για τον οποίο αποσυρόταν η αίτηση. Σκοπός του ήταν να εκφράσει, με τον εμφανέστερο δυνατό τρόπο, την απαρέσκειά του προς το πρόσωπο του τότε προέδρου. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός παραμένει ότι ο αιτητής οικειοθελώς απέσυρε την υποψηφιότητά του, στην οποία βέβαια και δεν μπορούσε να επανέλθει.Ορθά η Αρχή θεώρησε τον αιτητή ως μη υποψήφιο και δεν τον κάλεσε σε προφορική εξέταση. Η προσφυγή του θα πρέπει να απορριφθεί.
Προσφυγή αρ. 196
/2001Ο συνήγορος του ενδιαφερόμενου μέρους ισχυρίστηκε ότι η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος γιατί δεν κατέχει την απαιτούμενη από το σχέδιο υπηρεσίας δεκάχρονη διοικητική και οργανωτική πείρα από την οποία πεντάχρονη τουλάχιστον πείρα σε υπεύθυνη θέση. Υποστηρίζει ότι τα καθήκοντα που η αιτήτρια ασκούσε καθ΄ όλη τη διάρκεια της υπηρεσίας της στην Αρχή ως Λειτουργός Μελετών και Ερευνών και Λειτουργός Μελετών και Ερευνών 1ης Τάξης δεν περιλαμβάνει άσκηση διοικητικής ή οργανωτικής αρμοδιότητας και συνεπώς δεν μπορεί να τεκμαρθεί ότι η αιτήτρια κατέχει την απαιτούμενη πείρα.
Η ένσταση δεν ευσταθεί. Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν αμφισβήτησαν ότι η αιτήτρια κατείχε το συγκεκριμένο προσόν, την θεώρησαν υποψήφια και τούτο γιατί, σύμφωνα με τη νομολογία, η άσκηση διοικητικών καθηκόντων που συνδέεται με την έννοια της διοικητικής πείρας, δεν προϋποθέτει εποπτεία, οργάνωση ή κατεύθυνση προσωπικού (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 393). Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε από το 1982, του Λειτουργού Μελετών και Ερευνών 1ης τάξης, απαιτούσε "την ικανότητα να εποπτεύει και ελέγχει προσωπικό". Τεκμαίρεται συνεπώς, ότι από την πιο πάνω ημερομηνία κατέχει τέτοια ικανότητα. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η αιτήτρια από τότε βαθμολογείται με "εξαίρετα" στη "διευθυντική/εποπτική ικανότητα". Ακόμα, στο στοιχείο της "ικανότητας να ηγείται" που εβαθμολογείτο πριν από το 1994, η αιτήτρια είχε επίσης εξαίρετη βαθμολογία.
Το επιχείρημα ότι η αιτήτρια δεν κατείχε υπεύθυνη θέση για πέντε τουλάχιστον χρόνια, θα πρέπει επίσης να απορριφθεί. Κατείχε την κλίμακα Α11 από 1.1.1988 και απλή ανάγνωση των καθηκόντων της απαντά στο ερώτημα.
Εν πάση περιπτώσει, όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας αποτελεί ευθύνη του διορίζοντος οργάνου (Σαββίδου ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 410). Και όπως είδαμε, το Συμβούλιο της Αρχής, αφού ερεύνησε το θέμα, ικανοποιήθηκε ότι η αιτήτρια κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Η ένσταση συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί.
Η αιτήτρια υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο της Αρχής ενήργησε υπό πλάνη ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος από αυτή. Το σχέδιο υπηρεσίας προβλέπει ως πλεονέκτημα τη γνώση άλλης ξένης γλώσσας πλην της ελληνικής και αγγλικής. Το Συμβούλιο έκρινε ότι η αιτήτρια, όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος Χρίστος Μάτσης διέθεταν το πλεονέκτημα, σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος Π. Βασιλείου, που δεν το διέθετε. Τόσον τα δύο ενδιαφερόμενα μέρη όσο και η αιτήτρια, παρουσιάζουν την ίδια γενική εικόνα στις τελευταίες ετήσιες εκθέσεις με την αιτήτρια να υπερέχει στις προηγούμενες εκθέσεις. Η αιτήτρια υπερέχει σε πλεονέκτημα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους Βασιλείου και υστερεί μόνο σε αρχαιότητα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής και συνεπώς η αρχαιότητα μικρή σημασία έχει.
Ο τίτλος ΜΒΑ, προσόν που κατέχει η αιτήτρια, δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας. Γι΄ αυτό, όπως σημειώνεται στα πρακτικά, το προσόν αυτό συνυπολογίστηκε μαζί με τα υπόλοιπα κριτήρια, αλλά δεν φαίνεται να του δόθηκε καθοριστική σημασία. ΄Οσον αφορά το επιπρόσθετο προσόν, που είναι η γνώση της γερμανικής, στο ίδιο πρακτικό αναφέρεται ότι δεν θα μπορούσε να του δοθεί αποφασιστική σημασία.
Η πλάνη των καθ΄ ων η αίτηση είναι εμφανής. ΄Εδωσαν την ίδια περιορισμένη βαρύτητα, τόσο στο μη απαιτούμενο πρόσθετο προσόν της αιτήτριας, τον τίτλο ΜΒΑ, που ορθά δεν θα πρέπει να έχει καθοριστική σημασία, αλλά και στην κατοχή του πλεονεκτήματος που είναι η γνώση άλλης γλώσσας, το οποίο, σύμφωνα με τη νομολογία, παρέχει προβάδισμα έναντι του υποψήφιου που δεν το κατέχει. Γι΄ αυτό μάλιστα, αν το διορίζον όργανο καταλήξει στην επιλογή προσώπου που δεν κατέχει το πλεονέκτημα, αντί υποψήφιου που το κατέχει, απαιτείται και ειδική αιτιολογία. Το προβάδισμα που δίδεται έναντι άλλων που δεν κατέχουν το πλεονέκτημα, τονίστηκε και στην υπόθεση Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.2775, ημερ. 29.6.2001
.Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν δόθηκε οποιαδήποτε αιτιολογία γιατί παραγνωρίστηκε το πλεονέκτημα που κατείχε η αιτήτρια και προτιμήθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν το κατείχε. Το πρακτικό αναφέρει σχετικά:
"Καθ΄όσον αφορά το επιπρόσθετο προσόν που αφορά στη γνώση ξένης γλώσσας και αναφέρεται στο σχετικό σχέδιο υπηρεσίας, οι κοι Κ. Ευσταθιάδης, Χρ. Μάτσης, Γ. Μουσουλιώτης και Δ. Φινοπούλου το κατέχουν, ωστόσο δεν θα μπορούσε να του δοθεί αποφασιστική σημασία."
Το Συμβούλιο ώφειλε να συγκρίνει ένα προς ένα τους υποψήφιους που κατείχαν το πλεονέκτημα με το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν το διέθετε και να παράσχει ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος αυτού. Η διεργασία αυτή έπρεπε να καταγραφεί ρητά στα πρακτικά (βλέπε Χαραλάμπους κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Υποθ. Αρ. 983/96 κ.α., ημερ. 12.5.1999. Βλέπε επίσης Χατζηγιάννη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 614/90 κ.α. (1991) 3 Α.Α.Δ. 317
).Η παραγνώριση υποψήφιου που δεν κατέχει πρόσθετο προσόν που προβλέπεται από τα σχέδια υπηρεσίας ως πλεονέκτημα, απαιτεί πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία (Τοούλα κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 7/96
κ.α., ημερ. 13.10.2000).Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω η προσφυγή υπ΄ αρ. 196/2001 επιτυγχάνει και η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών ακυρώνεται, με έξοδα υπέρ της αιτήτριας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Η προσφυγή υπ΄ αρ. 267/2001 απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον του αιτητή, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ