ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 172/2002

Ενώπιον: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ζησίμου Χατζητοφή από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Καθ΄ ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 5.12.2002

Για τον αιτητή: κα Ξ. Ευγενίου.

Για την καθ΄ης η αίτηση: κα Λ. Ουστά, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την προαγωγή των ενδιαφερόμενων μερών Πέτρου Θ. Παντελίδη και Αικατερίνης Κάννα-Μακρή, από 1.11.2001 και 1.1.2002 αντίστοιχα, στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης (θέση προαγωγής).

Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν καταρτίστηκε νόμιμα, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 35Α των περί Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων (ο Νόμος), δηλαδή από την αρμόδια Αρχή, τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού. Ο δικηγόρος της αιτήτριας υποστηρίζει την εισήγησή του με αναφορά στη έννοια που αποδίδει στις λέξεις «εγκρίνει και προτείνεται», στα σχετικά έγγραφα για τον καταρτισμό της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

Η εισήγηση δεν ευσταθεί. Από το περιεχόμενο των επιστολών της αρμόδιας Αρχής προς τον Πρόεδρο της ΕΕΥ, ημερομηνίας 11.4.2001 και 10.7.2001 (Παραρτήματα Α και Β της Ένστασης), προκύπτει με απόλυτη σαφήνεια ότι ο καταρτισμός της Συμβουλευτικής Επιτροπής έγινε μετά από σχετική έγκριση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού (βλέπε Χρ. Κινέζος κ.ά. ν. ΕΕΥ, Προσφυγή 982/99, απόφαση 26.10.2000 και Σόνια Κυριακίδου ν. ΕΕΥ, Προσφυγή 621/2000, απόφαση 31.5.2002).

Προβάλλεται, επίσης, ως λόγος ακυρώσεως ότι η κρίση του εκπροσώπου του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, όπως αυτή εκφράστηκε κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων των υποψηφίων ενώπιον της ΕΕΥ, είναι αναιτιολόγητη.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Το άρθρο 35Β(9) του Νόμου έχει ως εξής:

«Στη συνέχεια η Επιτροπή, καλεί τους υποψηφίους οι οποίοι περιέχονται στους τελικούς καταλόγους σε προσωπική συνέντευξη:

Εννοείται ότι κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός τους και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ΄αυτές.»

Από το πιο πάνω άρθρο είναι φανερό ότι ο Νόμος δεν απαιτεί οι κρίσεις που εκφέρει ο Διευθυντής ή ο εκπρόσωπός του για την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη να είναι αιτιολογημένες. Εάν ο νομοθέτης επιθυμούσε οι κρίσεις αυτές να περιέχουν αιτιολογία, θα απαιτούσε τούτο ρητά όπως έπραξε για τις εντυπώσεις της ΕΕΥ από τις ίδιες συνεντεύξεις. (Βλέπε άρθρο 35Β(10) του Νόμου το οποίο απαιτεί «αιτιολογημένη απόφαση της Επιτροπής»).

Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η ΕΕΥ έσφαλε όσον αφορά τα κριτήρια που προκαθόρισε (παράγραφος 10 του Παραρτήματος Ε στην Ένσταση) και στη βάση των οποίων έγιναν οι συνεντεύξεις& και τούτο για το λόγο ότι τα εν λόγω κριτήρια, ή τουλάχιστον μερικά από αυτά, ήσαν εξωγενή.

Και αυτός ο λόγος είναι αβάσιμος. Τα κριτήρια που προκαθόρισε η ΕΕΥ στην παράγραφο 10 μπορούσαν εύλογα να καθορισθούν, στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστούν ή περιέχουν εξωγενή ή άσχετα στοιχεία. Πανομοιότυπα κριτήρια επικροτήθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο και στην Α. Κωνσταντινίδου ν. ΕΕΥ, Προσφυγή 465/98, απόφαση 8.3.200, Χρ. Χριστοδούλου ν. ΕΕΥ, προσφυγή 280/99, απόφαση 31.7.2000, Χρ. Κινέζου και Σ. Κυριακίδου - πιο πάνω. Ειδικότερα, στη Χριστοδούλου, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με πανομοιότυπο ισχυρισμό του αιτητή με αυτό της παρούσας υπόθεσης:

«Ο αιτητής έθεσε με την προσφυγή και προώθησε μέχρι τέλους τα εξής δύο ζητήματα: πρώτο, ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία αξιολογήθηκε η απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις ήταν εξωγενή προς οτιδήποτε αφορούσε τη θέση, με επακόλουθο τα αποτελέσματα των προσωπικών συνεντεύξεων να μην ήταν νόμιμα και, δεύτερο ................................................

Ως προς τα κριτήρια αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, η Ε.Ε.Υ. αποφάσισε να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα:

«α) Βαθμός ενημέρωσης σε θέματα διοίκησης των σχολείων. Διατύπωση συγκεκριμένων θέσεων για την αντιμετώπιση προβλημάτων οργάνωσης και διοίκησης του σχολείου για την προώθηση των στόχων του με βάση τις σημερινές αναγκαιότητες και τις σύγχρονες παιδαγωγικές προσεγγίσεις.

β) Βαθμός κατανόησης του ρόλου και των ευθυνών του Διευθυντή.

γ) Τεκμηρίωση των απόψεων.

δ) Παρουσία και προσωπικότητα.

ε) Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων.»

Αυτά ήταν στην ουσία τα ίδια με εκείνα που είχαν τεθεί από την Ε.Ε.Υ. και για άλλες τέτοιου είδους θέσεις και απασχόλησαν το Ανώτατο Δικαστήριο σε αριθμό υποθέσεων σε όλες εκ των οποίων, κατόπιν συσχετισμού με ό,τι διαλαμβανόταν στα αντίστοιχα σχέδια υπηρεσίας ως προς τα προσόντα, τα καθήκοντα και τις ευθύνες, θεωρήθηκαν πως βρίσκονταν εντός των ορίων της διακριτικής ευχέρειας της Ε.Ε.Υ.: βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2053, ημερ. 13 Φεβρουαρίου 1998, τη Σωτηροπούλου ν. Δημοκρατίας υπόθ. αρ. 795/97, ημερ. 26 Ιανουαρίου 1999 (Κωνσταντινίδη, Δ.), την Πρωτοπαπά ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 465/98, ημερ. 8 Μαρτίου 2000 (Καλλή, Δ.). Στη Σωτηροπούλου (ανωτέρω) διατυπώθηκε επιφύλαξη αναφορικά με το κριτήριο της «εμφάνισης» που στην προκειμένη περίπτωση είχε ως αντίστοιχο την «παρουσία», αλλά επισημάνθηκε ότι δεν είχε πρακτική σημασία αφού, όπως προέκυπτε από την αιτιολόγηση των εντυπώσεων, η εμφάνιση δεν αποτέλεσε διαφοροποιό στοιχείο. Το ίδιο ισχύει εν πάση περιπτώσει και εδώ.»

Ο τελευταίος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι ο αιτητής υπερείχε των ενδιαφερομένων μερών στα στοιχεία κρίσεως, η δε ΕΕΥ απέτυχε να επιλέξει τον καλύτερο υποψήφιο δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις και μη δίδοντας, στο τέλος, επαρκή αιτιολογία για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών.

Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί.

Σύμφωνα με τα σχετικά πρακτικά της ΕΕΥ (Παράρτημα ΣΤ της Ένστασης) οι συνεντεύξεις έλαβαν χώρα στην παρουσία του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης. Η κρίση του για την απόδοση του αιτητή ήταν «Σχεδόν Καλά», για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Παντελίδη Πέτρο «Πάρα Πολύ Καλά» και για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Κάννα-Μακρή Αικατερίνη «Μέτρια».

Στη συνέχεια, η Επιτροπή, έλαβε υπόψη (Ι) την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που φαίνεται στα πρακτικά με ημερομηνία 10.10.2001, (ΙΙ) το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και (ΙΙΙ) την εντύπωση που αποκόμισε κατά την προσωπική συνέντευξη. Διαπίστωσε τα εξής:

 

 

 

Α. Όσον αφορά το κριτήριο Αξία:

Για την επιμέτρηση της αξίας η Επιτροπή έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων, το σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και, ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους, την εντύπωση που αποκόμισε κατά τη συνέντευξη. Ειδικότερα,

(α) Με βάση τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων η Κάννα-Μακρή Αικατερίνη συγκέντρωσε τις εξής βαθμολογίες: 1993/94: 38, 1996/97: 38, 1997/98: 39, 2000/01: 39, ο Παντελίδης Πέτρος: 1995/96: 39, 1998/99: 39 και ο αιτητής 1993/94: 38, 1996/97: 39, 1999/00: 39. Με βάση αυτή τη βαθμολογία, ο Παντελίδης είχε μέσο όρο βαθμολογίας 39, ο αιτητής 38.7 και η Κάννα-Μακρή 38.5. Σημειώθηκε ότι οι τελευταίες δύο βαθμολογίες των υποψηφίων ήταν ακριβώς οι ίδιες (39, 39). Συμπερασματικά, με βάση μόνο τις υπηρεσιακές εκθέσεις, και οι τρεις υποψήφιοι κρίθηκαν περίπου ισοδύναμοι.

(β) Με βάση την απόδοση στη συνέντευξη οι υποψήφιοι κατατάχθηκαν ως ακολούθως:

Πάρα Πολύ Καλά: Παντελίδης Πέτρος

Πολύ Καλά: Κάννα-Μακρή Αικατερίνη

Καλά: Χατζητοφής Ζήσιμος

Λαμβάνοντας υπόψη τις πιο πάνω υπηρεσιακές εκθέσεις, καθώς και την απόδοση στη συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία, στοιχείο το οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη δεδομένου ότι η θέση του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης είναι υψηλόβαθμη στην ιεραρχία της Δημοτικής Εκπαίδευσης, οι υποψήφιοι κατατάχθηκαν ως ακολούθως:

Στην πρώτη θέση κατατάχθηκε ο υποψήφιος Πέτρος Παντελίδης.

Τελευταίες δύο βαθμολογίες: 39, 39

Μέσος όρος βαθμολογιών στη θέση: 39

Απόδοση στη συνέντευξη: Πάρα πολύ καλά (πάρα πολύ καλή αντίληψη του ρόλου του επιθεωρητή και σαφές σχέδιο δράσης με ανάλογη θεωρητική τεκμηρίωση, αντιμετωπίζει πρισματικά προβληματικές καταστάσεις, επικοινωνεί άνετα και αποτελεσματικά).

Στη δεύτερη θέση κατατάχθηκε η υποψήφια Αικατερίνη Κάννα-Μακρή.

Τελευταίες δύο βαθμολογίες: 39, 39

Μέσος όρος βαθμολογιών στη θέση: 38,5

Απόδοση στη συνέντευξη: Πολύ καλά (πολύ καλά ενημερωμένη σε παιδαγωγικά και μεθοδολογικά ζητήματα, γνωρίζει σε γενικές γραμμές τους τομείς δράσης του επιθεωρητή, βλέπει μόνο μερικές πτυχές προβληματικών καταστάσεων, συμπεριφέρεται ώριμα και υπεύθυνα).

Στη τρίτη θέση κατατάχθηκε άλλος υποψήφιος.

Στην τελευταία θέση κατατάχθηκε ο αιτητής.

Τελευταίες δύο βαθμολογίες: 39, 39

Μέσος όρος βαθμολογιών στη θέση: 38,7

Απόδοση στη συνέντευξη: Καλά (γνωρίζει σε γενικές γραμμές τους τομείς δράσης του επιθεωρητή, υστερεί στην κριτική ανάλυση προβληματικών καταστάσεων καθώς και στην επικοινωνία και στην τεκμηρίωση θέσεων και απόψεων).

Β. Όσον αφορά το κριτήριο προσόντα:

Ο αιτητής διέθετε:

Ο Παντελίδης διέθετε:

Η Κάννα-Μακρή Αικατερίνη διέθετε:

Από την παράθεση των πιο πάνω προσόντων προκύπτει ότι, πέρα από τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας (δηλαδή πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν στα Παιδαγωγικά ή την Εκπαιδευτική Διοίκηση ή σε συναφές θέμα), η Κάννα-Μακρή και ο αιτητής είχαν προσόντα που δεν προνοούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας και τα οποία είναι σχετικά με τα καθήκοντα ή/και τις ευθύνες της θέσης. Συγκεκριμένα, η Κάννα-Μακρή διέθετε (α) Πτυχίο διετούς μετεκπαίδευσης Μαράσλειου Διδασκαλείου (1990-1992) (β) Master of Arts in Education Management, University of Luton (1997-2000) και ο αιτητής B. Ed University of Wales (1987).

Η Επιτροπή σημείωσε τα ανωτέρω προσόντα και τα έλαβε υπόψη κατά τη συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων. Η σχετική αναφορά στα πρακτικά της 25.10.2001 έχει ως εξής:

«Σημειώνεται ωστόσο ότι το οικείο σχέδιο υπηρεσίας δεν προνοεί ότι επιπρόσθετα προσόντα συνιστούν πλεονέκτημα και, συνεπώς, με βάση την υφιστάμενη νομολογία, τα προσόντα αυτά δε δίνουν προβάδισμα σε οποιοδήποτε υποψήφιο πλην όμως έχουν οριακή σημασία. Σημειώνεται επίσης ότι, πέραν της περίπτωσης της Αικατερίνης Κάννα-Μακρή, τα προσόντα για τα οποία γίνεται λόγος παραπάνω δεν είναι επιπρόσθετα με τη νομολογιακή έννοια. Όπως διευκρινίστηκε στην υπόθεση αρ. 702/99, Ανδρέας Νικόπουλος Vs Κυπριακής Δημοκρατίας «.Πρόσθετο προσόν, με την ορθή ερμηνεία των πιο πάνω νομοθετικών ρυθμίσεων, σημαίνει προσόν που προσθέτει ποιοτικά στο απαραίτητο ακαδημαϊκό προσόν, που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας για διορισμό ή προαγωγή στη θέση. Και το προσόν τούτο βεβαίως πρέπει να είναι συναφές με την εκπαίδευση ή την ειδικότητα του υποψηφίου ή τα καθήκοντα της θέσης, όπως προβλέπονται στα σχέδια υπηρεσίας. Προσόν που απλώς αυξάνει αριθμητικά τους τίτλους σπουδών, χωρίς όμως να βελτιώνει, επαυξάνοντας το περιεχόμενο των απαραίτητων προσόντων που προβλέπονται στα σχέδια υπηρεσίας, δεν είναι πρόσθετο προσόν». Συνεπώς, με εξαίρεση την υποψήφια Αικατερίνη Κάννα-Μακρή, οι υπόλοιποι δυο υποψήφιοι οι οποίοι πιστώνονται με επιπρόσθετα προσόντα ουσιαστικά δεν έχουν τέτοια προσόντα με τη νομολογιακή έννοια του όρου. Ωστόσο η Επιτροπή σημειώνει τα ανωτέρω προσόντα και θα τα λάβει υπόψη όταν θα γίνει η συνεκτίμηση των τριών κριτηρίων.»

Γ. Όσον αφορά την αρχαιότητα:

Ο αιτητής κατατάχθηκε τρίτος στη σειρά με πρώτο το ενδιαφερόμενο μέρος Παντελίδη, δεύτερο ένα άλλο υποψήφιο και τέταρτο το ενδιαφερόμενο μέρος Κάννα-Μακρή.

Τελικά η ΕΕΥ, συνεκτιμώντας όλα τα κριτήρια - «αξία», «προσόντα», «αρχαιότητα» - και έχοντας υπόψη ότι η επίδικη θέση είναι υψηλόβαθμη στην ιεραρχία της Δημοτικής Εκπαίδευσης αποφάσισε ότι επικρατέστεροι ήσαν οι Παντελίδης και Κάννα-Μακρή. Η σχετική αναφορά στα πρακτικά της 25.10.2001 έχει ως εξής:

«6.4 Στη συνέχεια η Επιτροπή προχωρεί στη συνεκτίμηση των τριών νόμιμων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα). Υπενθυμίζεται ότι η θέση είναι υψηλόβαθμη. Ανάμεσα στα καθήκοντα του Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων περιλαμβάνεται η καθοδήγηση του διδακτικού προσωπικού, για σκοπούς ποιοτικής βελτίωσης της διδασκαλίας, η αξιολόγηση του διδακτικού προσωπικού, η οργάνωση και διεξαγωγή εκπαιδευτικών μελετών και η επιμόρφωση του διδακτικού προσωπικού. Η φύση των εν λόγω καθηκόντων υποβάλλει ότι τα άτομα που θα επιλεγούν για να καταλάβουν τη θέση πρέπει να διακρίνονται για την ενημερότητά τους σε σύγχρονα εκπαιδευτικά θέματα, να έχουν ανεπτυγμένη δεξιότητα επικοινωνίας, να διαθέτουν ισχυρή προσωπικότητα και να έχουν αυξημένη οργανωτική ικανότητα. Η Επιτροπή συνεκτιμά τα τρία κριτήρια προκειμένου να επιλέξει τους δύο καταλληλότερους θεωρώντας ότι πρέπει να δώσει τη δέουσα βαρύτητα στο κριτήριο της αξίας γιατί αυτό κρίθηκε με όρους οι οποίοι είναι ιδιαιτέρως σχετικοί με τα επιθυμητά γνωρίσματα που πρέπει να έχει εκείνος ο οποίος θα καταλάβει τη θέση. Κατά την άποψη της Επιτροπής πρέπει επίσης να εκτιμηθεί ορθά η συνεισφορά ουσιαστικών πρόσθετων προσόντων όπως ορίζει η νομολογία, γιατί προσόντα ως αυτά οδηγούν σε αυξημένη εμπειρογνωμοσύνη περί τα εκπαιδευτικά ζητήματα και το έργο του εκπαιδευτικού. Περαιτέρω, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το κριτήριο της αρχαιότητας γιατί αυτό συνδέεται με άσκηση καθηκόντων, γεγονός το οποίο επαυξάνει την πείρα του υποψηφίου.

6.4.1. Επικρατέστερος για τη θέση παρουσιάζεται ο Πέτρος Παντελίδης. Ο εν λόγω υποψήφιος υπερέχει σε αξία και αρχαιότητα έναντι των άλλων τριών συνυποψηφίων του. Στερείται επιπρόσθετων προσόντων, τα οποία όμως έχουν οριακή σημασία. Η υπεροχή σε προσόντα των τριών συνυποψηφίων του δεν υπερσκελίζουν τη δική του υπεροχή σε αξία και αρχαιότητα.

6.4.2. Ο δεύτερος κατά σειρά επικρατέστερος υποψήφιος είναι η Αικατερίνη Κάννα-Μακρή. Η εν λόγω υποψήφια υστερεί σε αρχαιότητα έναντι των Γεώργιου Κυπριανού και Ζήσιμου Χατζητοφή περίπου κατά δύο χρόνια. Όμως η ίδια υπερτερεί έναντί τους σε αξία και προσόντα. Παρ΄ όλο που τα προσόντα της έχουν οριακή σημασία, πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά είναι μεταπτυχιακής φύσεως σε επίπεδο masters. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η υπεροχή της Αικατερίνης Κάννα-Μακρή σε αξία και προσόντα υπερσκελίζει την υπεροχή σε αρχαιότητα των πιο πάνω συνυποψηφίων της και ταυτόχρονα δημιουργεί προϋποθέσεις για αποτελεσματικότερη άσκηση του ρόλου του επιθεωρητή, ιδίως στους τομείς της ανάπτυξης προσωπικού και της καθοδήγησης.»

Τονίζω στο σημείο αυτό ότι η υπόθεση 874/98, Ελευθερία Καρκώτη ν. ΕΕΥ, ημερομηνίας 19.11.1999, στην οποία αναφέρεται ο δικηγόρος του αιτητή, δεν σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση καθότι εδώ η επίδικη απόφαση αφορά προαγωγή στη θέση Επιθεωρητή Γενικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης και, ως εκ τούτου, δεν τυγχάνει εφαρμογής η παράγραφος (4) του άρθρου 35Β του Ν.10/69, όπως τροποποιήθηκε. Το άρθρο 35Β(4) τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση πλήρωσης θέσης που ανήκει στο διδακτικό προσωπικό των σχολείων μέσης και δημοτικής εκπαίδευσης, σύμφωνα δε με την ερμηνεία που δίδεται στο Μέρος Πρώτο, άρθρο 2 του Ν.10/69, στο διδακτικό προσωπικό ανήκουν οι δάσκαλοι και οι καθηγητές μόνο& όχι οι Επιθεωρητές.

Ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, καταλήγω ότι η επιλογή των ενδιαφερομένων μερών ήταν εύλογα επιτρεπτή και επαρκώς αιτιολογημένη.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

Ρ. Γαβριηλίδης

&# 9;Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο