ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 1131
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 979/92.
Ενώπιον: ΠΙΚΗ, Π.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ
:
Ανδρέα Δημητρίου, εκ Τόχνης Λάρνακος,
Αιτητή,
- ν -
Υπουργείου Οικονομικών,
Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων,
δια του Γενικού Εισαγγελέα,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - -
Αίτηση ημερομηνίας 18.6.2002.
Ημερομηνία:
29 Νοεμβρίου 2002.Για τον αιτητή: Α. Ευτυχίου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
To 1992 (22.12.1992), ο Ανδρέας Δημητρίου προσέφυγε (Υπ. αρ. 979/92), στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της φορολογίας που του επιβλήθηκε σε σχέση με: (α) φόρο εισοδήματος για τα έτη 1973-1974 μέχρι 1982, και (β) έκτακτης εισφοράς για μέρος της ιδίας περιόδου, με αίτημα την ακύρωσή της. Η προσφυγή του ασκήθηκε μέσω του δικηγόρου Ιωάννη Μαυρονικόλα, μέλους του δικηγορικού γραφείου Μαυρονικόλας Δημητριάδης & Σία.
Η Δημοκρατία ενέστη στην προσφυγή και υπέβαλε ένσταση προς τούτο. Η υπόθεση ορίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου για οδηγίες στις 26.5.1993. Κατά την ορισθείσα ημερομηνία έγινε εμφάνιση εκ μέρους της Δημοκρατίας, όχι όμως από τον αιτητή. Το Δικαστήριο διέταξε την υποβολή γραπτών αγορεύσεων εκ μέρους των διαδίκων τάσσοντας τις ακόλουθες διαδοχικές προθεσμίες: (α) Πέντε εβδομάδες για την αγόρευση του αιτητή, (β) πέντε εβδομάδες για την αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση, και (γ) δεκαπέντε ημέρες για την υποβολή απαντητικής αγόρευσης εκ μέρους του αιτητή εάν ήθελε επιλέξει να προβεί σε τέτοιο διάβημα.
Η διαταγή του Δικαστηρίου πρόβλεψε συγχρόνως ότι σε περίπτωση παράλειψης του αιτητή να υποβάλει τη γραπτή του αγόρευση η προσφυγή του θα εθεωρείτο ως εγκαταλειφθείσα.
Η υπόθεση επαναορίστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου στις 15.9.1993, (Πική Δ.). Την ημέρα εκείνη εμφανίστηκε για τον αιτητή ο κ.Α. Κωνσταντίνου, εκ μέρους του κ. Μαυρονικόλα. Το πρακτικό του Δικαστηρίου αναγράφει:
«
κ. Κωνσταντίνου: Επειδή ο αιτητής δεν καταχώρησε τη γραπτή του αγόρευση μέσα στη δοθείσα προθεσμία, η υπόθεση αυτή θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. οπόταν ο συνάδελφος προτίθεται να υποβάλει σχετική αίτηση.Δικαστήριο: Σύμφωνα με τις οδηγίες του Δικαστηρίου, η υπόθεση αυτή θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα. Εάν υπάρχει πρόθεση για υποβολή αίτησης για την επαναφορά της υπόθεσης, αυτή να αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο.»
Κανένα διάβημα δεν λήφθηκε για την επαναφορά της προσφυγής μέχρι την 18.6.2002, που ο αιτητής μέσω του νέου δικηγόρου του, κ. Ευτυχίου υπέβαλε το αίτημα το οποίο εξετάζεται. Ζητείται η επαναφορά της προσφυγής κατ΄ επίκληση των προνοιών, (α) των Κανονισμών 18 και
19, του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, (β) της Δ.48 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, (γ) των άρθρων 2(1), 9, 11, 12, και 17 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Ν.33/64), και (δ) των συμφυών εξουσιών και της πρακτικής του Δικαστηρίου.Σε ένορκη ομολογία του αιτητή η οποία υποστηρίζει την αίτηση αναφέρεται ότι κέντρισμα για τη δραστηριοποίηση του να επιφέρει την αναβίωση της προσφυγής του, αποτέλεσε η κίνηση της διαδικασίας από το τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την καταβολή των φόρων που αποτελούσαν το αντικείμενο των φορολογιών που είχε προσβάλει με την προσφυγή του και οι οποίες είχαν καταστεί από μακρού εισπρακτέες. Όταν περιήλθε σε γνώση του η διαδικασία για την είσπραξη των φόρων αποτάθηκε στους ελεγκτές του και στη συνέχεια στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να πληροφορηθεί για την τύχη της προσφυγής του. Προηγουμένως, κανένα ενδιαφέρον περί τούτου.
Στη συνέχεια ο αιτητής αποτάθηκε στο δικηγόρο του κ. Μαυρονικόλα για να μάθει τί είχε συμβεί. Του λέχθηκε ότι η μή υποβολή της γραπτής αγόρευσης οφείλετο σε αβλεψία. Τίποτε δεν αναφέρεται για τη μή υποβολή αίτησης εγκαίρως για επαναφορά της προσφυγής. Η αδράνεια αποδόθηκε στην απώλεια του φακέλου ο οποίος, ως του ειπώθηκε χάθηκε, όταν διαλύθηκε ο συνεταιρισμός μεταξύ των δικηγόρων Μαυρονικόλα και Δημητριάδη. Πότε συνετελέσθη αυτό το γεγονός δεν αναφέρεται.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν, ότι η διακριτική ευχέρεια την οποία ομολογουμένως έχει το Ανώτατο Δικαστήριο να επαναφέρει απορριφθείσα προσφυγή δεν θα μπορούσε να ασκηθεί παρά μόνο με την απόρριψη της αίτησης λόγω του διαρρεύσαντος μεγάλου χρονικού διαστήματος.
Τα γεγονότα τα οποία προβάλλει ο αιτητής δεν αμβλύνουν την αδιαφορία του για την προώθηση της προσφυγής.
Ο κ. Ευτυχίου παρέπεμψε σε τρεις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς επίρρωση της εισήγησής του ότι εφόσον δεν εγκαταλείπεται προσφυγή παρέχεται διακριτική ευχέρεια στο Ανώτατο Δικαστήριο και δικαιολογείται η επαναφορά της μετά από αίτημα του προσφεύγοντος. Στην πρώτη από αυτές την
Tsingi v. Republic (1984)3 C.L.R. 1262, ο Τριανταφυλλίδης, Π., εξηγεί ότι τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τη δυνατότητα επαναφοράς απορριφθείσας προσφυγής, οι σχετικές διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας Δ.26, θ.13 και θ.14, τηρουμένων των αναλογιών οι οποίες αντανακλούν τις ιδιαιτερότητες της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας. Το βασικό κριτήριο είναι εκείνο της εγκατάλειψης της διαδικασίας. Παρέχεται δυνατότητα επαναφοράς προσφυγής η οποία δεν έχει κατ΄ ουσία εγκαταλειφθεί.Στη δεύτερη υπόθεση τη
Rousos and Another v. Republic (1985)3 C.L.R. 119, η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου υιοθέτησε την προσέγγιση στην Tsingi ως προς το πλαίσιο αντιμετώπισης αιτημάτων για την επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής.Στην τρίτη υπόθεση στη
Theodossiadou and Others v. Republic (1985)3 C.L.R. 864 (πρωτόδικη - Πικής, Δ.), γίνεται αναφορά στις αρχές που εγκρίθηκαν στην Tsingi (ανωτέρω) και παράλληλα υπογραμμίζεται ότι η εξουσία για επαναφορά απορριφθείσας προσφυγής δεν πρέπει να ασκείται με τρόπο που να απολήγει σε κατάχρηση της διαδικασίας ή σε ζημιά της δικαιοσύνης. Εξηγείται ότι παράλειψη εμφάνισης ενώπιον του δικαστηρίου κατά την καθορισμένη ημερομηνία δεν είναι θέμα απλής τυπικότητας, αλλά ζήτημα ουσίας το οποίο αγγίζει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης.Σχετικές με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την επαναφορά υπόθεσης είναι και σειρά αποφάσεων στο πεδίο της πολιτικής δικαιοδοσίας. (Βλ. μεταξύ άλλων Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ ν. _Ουστά (αρ. 1) (1994)1 Α.Α.Δ. 109
. Βαρδιάνος ν. Richards (1998)1 Α.Α.Δ. 698. Deux L Designs Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 10814 - 16.1.2002.) Από το ίδιο πνεύμα διαπνέεται και η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την επαναφορά απορριφθείσας έφεσης. Στη Cyprus Import Corp. Ltd v. Σενέκης (1998)1 Α.Α.Δ. 1108, επισημαίνεται ότι σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο διάδικος δεν μπορεί να προβάλει το λάθος, την αμέλεια ή την παράλειψη του δικηγόρου του για να επιτύχει την αναγέννηση δικαστικών διαδικασιών. Διαφωτιστική ως προς τις παραμέτρους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου να επαναφέρει απορριφθείσα προσφυγή είναι και η απόφαση της ολομέλειας στη Χριστοφίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας Υπόθεση αρ. 398/92, 30.6.2000.Στην προκείμενη περίπτωση ό,τι επιζητεί ο αιτητής είναι να απαλλαγεί από το λάθος του δικηγόρου του, σύμφωνα πάντα με τα λεγόμενα του, και από την αδιαφορία του ιδίου για την προώθηση της προσφυγής του, γεγονός που αφ΄ εαυτού παρέχει ισχυρές ενδείξεις για την εγκατάλειψή της. Μακρόχρονη αδιαφορία για την προώθηση προσφυγής τείνει να τεκμηριώσει την εγκατάλειψή της, όπως και στην προκείμενη περίπτωση.
Αποδοχή του αιτήματος θα απέληγε κατ΄ ουσία σε κατάχρηση της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, προκύπτουσα από τη χρήση της όχι για τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται, δηλαδή την αναθεώρηση της διοικητικής απόφασης, αλλά ως μέσο ανακοπής εκπλήρωσης των φορολογικών υποχρεώσεων του προσφεύγοντος.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.
Γ. Μ. Πικής,
Π.
/ΑυΦ.