ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 905/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Αλκη Ιωάννου,

Αιτητή ,

- και -

Αρχής Κρατικών Εκθέσεων Κύπρου,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - -

23 Οκτωβρίου, 2002.

Για τον αιτητή: κ. Κλ. Στυλιανού.

Για την καθ΄ης η αίτηση: κ. Π. Πολυβίου.

Για το ενδ. μέρος Ε. Αθανασιάδου: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής κατέχει θέση Διοικητικού Λειτουργού στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων από το 1993. Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης με το οποίο ο αιτητής προσλήφθηκε στην Αρχή, προέβλεπε στο μέρος «Καθήκοντα και Ευθύνες» τα ακόλουθα:

«Υπεύθυνος δια:

α) την εν γένει διοικητικήν εργασίαν της Αρχής.

β) την εποπτείαν και έλεγχον του γραμματειακού και άλλου προσωπικού,

γ) την σύνταξιν εκθέσεων και την διεξαγωγήν της αλληλογραφίας της Αρχής,

δ) την τήρησιν των πρακτικών και διεκπεραίωσιν των αποφάσεων της Αρχής,

ε) τον συντονισμόν της προετοιμασίας, ζήτησιν και κατακύρωσιν προσφορών,

στ) την τεχνικήν ασφάλειαν και ασφάλισιν του χώρου της Εκθέσεως, των εκθεμάτων κλπ.

ζ) την ενοικίασιν και διάθεσιν χώρων εξυπηρετήσεως των εκθετών και του κοινού (εστιατόρια, αναψυκτήρια, Λούνα Παρκ, κτλ.),

η) την φύλαξιν και έκδοσιν, συμφώνως οδηγιών της διευθύνσεως, των αδειών ελευθέρας εισόδου,

θ) την εφαρμογήν των κανονισμών και λοιπών όρων συμμετοχής.

Εκτελεί οιαδήποτε άλλα καθήκοντα τα οποία ήθελον ανατεθεί εις αυτόν.»

Μετά το διορισμό του αιτητή στην πιο πάνω θέση, ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής του ανέθεσε να ενεργεί ως Προϊστάμενος του διοικητικού τμήματος της Αρχής. Από τότε, ο αιτητής άρχισε να χρησιμοποιεί τον τίτλο του «Προϊστάμενου» και προϊστατο του προσωπικού και των εργασιών του διοικητικού τμήματος της Αρχής. Σωρεία εγγράφων επιμαρτυρούν ότι ο αιτητής εκτελούσε καθήκοντα σχετιζόμενα με την εποπτεία και έλεγχο του γραμματειακού και άλλου προσωπικού, τη σύνταξη εκθέσεων, τη διεξαγωγή της αλληλογραφίας της Αρχής, την τήρηση των πρακτικών, τη διεκπεραίωση των αποφάσεων της Αρχής κλπ. Ως «Προϊστάμενος», αναφερόταν στην πινακίδα έξω από τη θύρα του γραφείου του και στις επαγγελματικές του κάρτες. Παρόμοια διευθέτηση ίσχυσε και για άλλους τρεις λειτουργούς της Αρχής ήτοι, τον υπεύθυνο του τμήματος εκθέσεων, τον υπεύθυνο του τμήματος λογιστηρίου και τον υπεύθυνο του τεχνικού τμήματος οι θέσεις των οποίων, διέπονται από σχέδια υπηρεσίας με πρόνοιες ανάλογες εκείνων του σχεδίου υπηρεσίας που προσλήφθηκε ο αιτητής. Οι εν λόγω τρεις λειτουργοί διατηρούν μέχρι σήμερα τον τίτλο του «Προϊσταμένου» του τμήματος στο οποίο ανήκουν.

Η κα Ειρ. Αθανασιάδου άρχισε να απασχολείται στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων από το 1991 ως έκτακτη διοικητική λειτουργός επί συμβάσει. Στο συμβόλαιό της υπήρχε πρόβλεψη για τη βασική μηνιαία αμοιβή της, τα γενικά καθήκοντα και τις υποχρεώσεις της. Η κα Αθανασιάδου συνέχισε να απασχολείται πάνω σε έκτακτη βάση και μετά το διορισμό του αιτητή στη θέση του Διοικητικού Λειτουργού το 1993.

Το Δεκέμβριο 1997 τέθηκε σε ισχύ νέο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση Διοικητικού Λειτουργού της Αρχής (κλίμακα Α8-Α10). Το Μάρτιο 1999 η Βουλή ψήφισε τον περί Διορισμού Εκτάκτων Υπαλλήλων στην Αρχή Κρατικών Εκθέσεων Νόμο του 1999 (Νόμος αρ. 26(1)/99). Και με βάση τον εν λόγω νόμο, το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, διόρισε (16.4.99) την κα Αθανασιάδου επί δοκιμασία για δύο χρόνια, στην οργανική θέση Διοικητικού Λειτουργού.

Η κα Αθανασιάδου, συνεπικουρούμενη από τη συντεχνία στην οποία ανήκε, άρχισε, μετά το διορισμό της, να διαμαρτύρεται για την ανάθεση στον αιτητή του ρόλου του Προϊσταμένου και υποστήριξε πως ο αιτητής ως ομόβαθμος της δεν μπορούσε να της δίδει οδηγίες ή να την αξιολογεί και να κρίνει την απόδοσή της. Η κα Αθανασιάδου ουσιαστικά αμφισβήτησε την οργανωτική διάρθρωση του διοικητικού τμήματος της Αρχής αξιώνοντας την υποβάθμιση του αιτητή.

Η καθ΄ ης η αίτηση, αντιδρώντας στις διαμαρτυρίες της κας Αθανασιάδου, επαναβεβαίωσε τη διοικητική διάρθρωση του συγκεκριμένου τμήματος καθώς και το υπηρεσιακό καθεστώς, το επίπεδο και τις αρμοδιότητες του αιτητή. Η θέση της Αρχής επί του θέματος, τεκμηριώνεται από το περιεχόμενο των επισυνημμένων στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή εγγράφων.

Η κα Αθανασιάδου, αποτάθηκε στην Επίτροπο Διοικήσεως η οποία, ύστερα από έρευνα, διατύπωσε την άποψη ότι ο Γενικός Διευθυντής της Αρχής εσφαλμένα ανάθεσε στον αιτητή το ρόλο του «Προϊσταμένου» χωρίς μάλιστα, την επικύρωση της διευθέτησης από το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής. Παρενθετικά σημειώνω ότι το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής, επικύρωσε την υπό συζήτηση διευθέτηση τον Ιούλιο 1999. Κατά την άποψη της Επιτρόπου Διοικήσεως, η διευθέτηση έπασχε νομικά γιατί με αυτή αποδόθηκαν στον αιτητή αρμοδιότητες και εξουσίες που δεν πηγάζουν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης του η δε χρησιμοποίηση από τον αιτητή του τίτλου «Προϊστάμενος» στερείται νομικού ερείσματος.

Κατόπιν των ανωτέρω, η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων, απέστειλε στον αιτητή επιστολή ημερ. 19.4.2000 το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται:

«Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης σας.

Το Συμβούλιο, στη Συνεδρία του ημερομηνίας 13 Απριλίου 2000 μελέτησε την Εκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως σχετικά με παράπονο που υποβλήθηκε από την κα Ειρήνη Αθανασιάδου και αποφάσισε τα πιο κάτω:

(α) Δεν πρέπει από τώρα να χρησιμοποιείτε τον τίτλο ή όρο «προϊστάμενος».

(β) Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης που κατέχετε εσείς δεν είναι εκείνο με το οποίο διοριστήκατε αλλά εκείνο που εγκρίθηκε μεταγενέστερα, δηλαδή στις 23 Δεκεμβρίου 1997. Δεν υπάρχει διαφορά Σχεδίου Υπηρεσίας μεταξύ σας και της κας Ειρήνης Αθανασιάδου.»

 

Το περιεχόμενο της επιστολής της Αρχής ημερ. 19.4.2000 προς τον αιτητή (ανωτέρω), αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. Ο αιτητής υποβάλλει ότι η Αρχή, ενήργησε υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου, των κανονισμών και των σχεδίων υπηρεσίας και λήφθηκε υπό συνθήκες που ισοδυναμούν με κατάχρηση και/ή υπέρβαση εξουσίας. Επειδή, η καθ΄ ης η αίτηση, υιοθέτησε εξ αρχής τη διοικητική διευθέτηση αναφορικά με τα καθήκοντα και ευθύνες που του είχαν ανατεθεί, δημιουργήθηκε σ΄ αυτόν η πεποίθηση ότι η συγκεκριμένη διευθέτηση ήταν νόμιμη, εύλογα επιτρεπτή και σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας με το οποίο διορίστηκε και το οποίο, περιείχε διευρυμένες αρμοδιότητες και/ή καθήκοντα εν αντιθέσει προς το σχέδιο υπηρεσίας που δημοσιεύθηκε στις 23.12.97 με βάση το οποίο διορίστηκε η κα Αθανασιάδου που δεν περιλάμβανε τις ίδιες αρμοδιότητες.

Από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου προκύπτει ότι ο αιτητής αφότου διορίστηκε στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, ανατέθηκαν σ΄ αυτόν καθήκοντα και ευθύνες που μεταξύ άλλων περιελάμβαναν τη διοίκηση, εποπτεία και έλεγχο προσωπικού που υπηρετούσε κάτω από αυτόν είτε ανήκε σε οργανικές θέσεις χαμηλότερων βαθμίδων από τη βαθμίδα της θέσης που αυτός κατείχε είτε δεν ανήκε σε οργανική θέση όπως ήταν η περίπτωση της κας Αθανασιάδου. Ανάλογα καθήκοντα και ευθύνες είχαν ανατεθεί σε ομόβαθμους με τον αιτητή λειτουργούς οι οποίοι, καθώς έχει αναφερθεί, ήταν αντιστοίχως υπεύθυνοι του Τμήματος Εκθέσεων, του Τμήματος Λογιστηρίου και του Τεχνικού Τμήματος. Ο αιτητής και οι άλλοι τρεις λειτουργοί, έφεραν τον τίτλο του «Προϊστάμενου» με αναφορά βέβαια στο τμήμα για το οποίο ο καθένας ήταν υπεύθυνος.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 των Κανονισμών της Αρχής (ΚΔΠ 15/77) «Προϊστάμενος» σημαίνει τον «υπεύθυνον λειτουργόν τμήματος ή υπηρεσίας της Αρχής, και ελλείψει ή απουσίας τούτου τον Γενικόν Διευθυντήν».

Στο «Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη «Προϊστάμενος» είναι ο επικεφαλής υπηρεσίας/το πρόσωπο που προϊσταται έργου.

Η έννοια του όρου «Προϊστάμενος» σύμφωνα με το νόμο και τους κανονισμούς, δεν φαίνεται ότι συναρτάται άμεσα με την ύπαρξη οποιασδήποτε οργανικής θέσης της Αρχής ούτε φαίνεται ότι αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας τέτοιας θέσης. Πρόκειται για όρο που απλά υποδηλώνει ό,τι ακριβώς ορίζει το άρθρο 2 των Κανονισμών (ανωτέρω). Η Αρχή Κρατικών Εκθέσεων ενεργώντας ενδεχομένως στα πλαίσια διοικητικής πρακτικής απένειμε κατά παραχώρηση στον αιτητή τον τίτλο του «Προϊσταμένου». Θα μπορούσε ακόμα να λεχθεί ότι η Αρχή κατά παραχώρηση δέχθηκε να χρησιμοποιεί ο αιτητής τον τίτλο «Προϊστάμενος» ή/και χωρίς αντίρρηση εκ μέρους της.

Ο τίτλος «Προϊστάμενος», σύμφωνα με την έννοια του όρου ως ορίζει η ερμηνευτική διάταξη των Κανονισμών, συνήδε προς τη φύση και το περιεχόμενο των καθηκόντων και ευθυνών που εκτελούσε ο αιτητής χωρίς ωστόσο να συνεπάγεται οποιαδήποτε μισθολογικά, συνταξιοδοτικά ή άλλα ωφελήματα, δικαιώματα ή ακόμα και υποχρεώσεις. Τα καθήκοντα και οι ευθύνες του αιτητή καθορίζονται και απορρέουν αποκλειστικά από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης χωρίς ο τίτλος του «Προϊσταμένου» να προσθέτει οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις και ευθύνες πέραν εκείνων που καθορίζονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Η απονομή του τίτλου «Προϊστάμενος» και/ή η χρησιμοποίηση του από τον αιτητή αποτελούσε ουσιαστικά εσωτερική διευθέτηση της Αρχής η οποία δεν συνεπαγόταν μεταβολή των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του αιτητή. Ακολουθεί πως η απόφαση της Αρχής να καλέσει τον αιτητή να μη χρησιμοποιεί τον τίτλο ή όρο «Προϊστάμενος» δεν επέφερε οποιαδήποτε μεταβολή στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αιτητή ούτε και επηρέασε το υπηρεσιακό του καθεστώς το οποίο παρέμεινε αναλλοίωτο.

Σχετική επί του προκειμένου είναι η πιο κάτω περικοπή της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου της Αρχής που λήφθηκε στις 13.4.2000:

«Ο Γενικός Διευθυντής - αν το κρίνει σκόπιμο - να αναθέσει στον κ. Αλκη Ιωάννου, ενόψει της αρχαιότητας και μεγαλύτερης πείρας του - διευρυμένα καθήκοντα και κάποιο συντονιστικό ρόλο. Ταυτόχρονα, ο Γενικός Διευθυντής να μεριμνήσει για την ανάθεση συγκεκριμένων καθηκόντων στην κα Ειρήνη Αθανασιάδου. Οι διοικητικές αυτές διευθετήσεις θα ενεργοποιηθούν άμεσα από το Γενικό Διευθυντή, ο οποίος θα ενημερώσει κατάλληλα το Συμβούλιο στην επόμενη συνεδρία του.»

 

 

 

Η απόφαση της Αρχής (ανωτέρω) σηματοδοτεί την πρόθεσή της έναντι του αιτητή. Σαφώς προκύπτει ότι η πρόθεση της Αρχής δεν ήταν να διαφοροποιήσει δυσμενώς τη θέση του αιτητή ή να τον μειώσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο αλλά αντίθετα, να διατηρήσει αμετάβλητο το κύρος του και το υπηρεσιακό του καθεστώς.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη πτυχή του θέματος, δεν έχει θιγεί το συμφέρον του αιτητή. Η διοίκηση είχε υπό τις περιστάσεις κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει ελεύθερα ό,τι κατά παραχώρηση απένειμε στον αιτητή στα πλαίσια εσωτερικής διευθέτησης ή διοικητικής πρακτικής. Βλ. Panos Lanitis and Sons (Investments) Ltd v. Republic (Minister of Finance and Another) (1973) 3 CLR 667.

Καθόσον αφορά το δεύτερο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης που αναφέρεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης έχω τη γνώμη ότι τούτο είναι πληροφοριακού χαρακτήρα και ότι εν πάση περιπτώσει δεν προσβάλλεται δι΄ αυτού ευθέως έννομο συμφέρον του αιτητή.

Για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, καταλήγω ότι το πρώτο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης ανάγεται στην εσωτερική λειτουργία της διοίκησης και συνεπώς δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Βλ. Yiallourou v. Republic (1976) 3 CLR 214. Καθόσον αφορά το δεύτερο σκέλος της προσβαλλόμενης απόφασης τούτο είναι πληροφοριακού χαρακτήρα. Ακολουθεί πως και στις δύο περιπτώσεις η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Η προσφυγή είναι επίσης απαράδεκτη και εκ του γεγονότος ότι ο αιτητής στερείται, για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, εννόμου συμφέροντος εφόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει θιγεί δυσμενώς, αμέσως ή εμμέσως, οποιονδήποτε έννομο συμφέρον ώστε να νομιμοποιείται ο αιτητής στην άσκηση της παρούσας προσφυγής.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

Α. Κραμβής, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο