ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 932
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 873/2001.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Πολεοδομίας & Οικήσεως Πάφου,
Καθ' ων η αίτηση.
_________________
14 Οκτωβρίου, 2002
.Για τους αιτητές: Π. Μουαϊμης.
Για τους καθ' ων η αίτηση: Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή (κα.),
Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γ-Ε.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ' ων η αίτηση που κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 14.8.2001 και παρελήφθη από τους αιτητές στις 24.8.2001 και με την οποία απερρίφθη η Ιεραρχική Προσφυγή των αιτητών ημερ. 10.12.1999, με την οποία προσέβαλαν τους όρους της πολεοδομικής άδειας με αρ. ΠΑΦ/0628/99 που εκδόθηκε στις 10.11.1999, αναφορικά με την ανέγερση κατοικίας στο τεμάχιο τους αρ. 255, Φ/Σχ. XLV/51 με αρ. εγγραφής 8630, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.
Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες τεμαχίου γης με αρ. 255 στο χωριό Έμπα της Επαρχίας Πάφου. Στις 20.3.1997 εξασφάλισαν πολεοδομική άδεια και στις 3.11.97 άδεια οικοδομής για ανέγερση κατοικίας στο πιο πάνω τεμάχιο τους. Οι αιτητές δεν προώθησαν την άδεια οικοδομής.
Στις 12.7.99 οι αιτητές υπέβαλαν την αίτηση ΠΑΦ/0628/99 για χορήγηση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση κατοικίας στο πιο πάνω τεμάχιο τους. Με επιστολή της ημερ. 10.8.99 η αρμόδια αρχή ζήτησε από τους αιτητές να αποδεχθούν τον επηρεασμό του τεμαχίου που προέκυπτε από υφιστάμενο ρυμοτομικό σχέδιο και να υποβάλουν ανάλογα τροποποιημένα χωροταξικά σχέδια. Οι αιτητές υπέβαλαν κάποια αντιπρόταση στην εισήγηση της πολεοδομικής αρχής (βλ. επιστολή τους ημερ. 3.9.99). Η αντιπρόταση τους απορρίφθηκε από την πολεοδομική αρχή. Στη συνέχεια οι αιτητές αποφάσισαν να αποδεχθούν τις θέσεις της αρμόδιας αρχής και υπέγραψαν και οι δύο το σχετικό σχέδιο δηλώνοντας ότι το αποδέχονται.
Ενόψει της συμφωνίας που επήλθε εκδόθηκε στις 10.11.99 η πολεοδομική άδεια με αρ. ΠΑΦ/0628/99 (η επίδικη πλεοδομική άδεια). 'Ενας από τους όρους που συνοδεύαν την επίδικη πολεοδομική άδεια (ο επίδικος όρος) ήταν να παραχωρηθεί μέρος της ακίνητης ιδιοκτησίας των αιτητών και να εγγραφεί ως δημόσιος δρόμος. Με επιστολή τους ημερ. 10.12.99 οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή με αντικείμενο την επίδικη πολεοδομική άδεια. Η ιεραρχική προσφυγή στρεφόταν κυρίως κατά του επίδικου όρου. Εκκρεμούσης της ιεραρχικής προσφυγής, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση και εξασφάλισαν άδεια οικοδομής για εκτέλεση της ανάπτυξης που εξουσιοδοτήθηκε με την επίδικη πολεοδομική άδεια.
Στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής, το Υπουργείο Εσωτερικών ζήτησε και έλαβε τις απόψεις των εμπλεκομένων υπηρεσιών και στη συνέχεια συνέταξε Σημείωμα με αρ. 43/58 και ημερ. 12.6.01, το οποίο υπέβαλε στην αρμόδια Υπουργική Επιτροπή. Με απόφαση της ημερ. 19.7.2001 η Υπουργική Επιτροπή απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή.
Οι προδικαστικές ενστάσεις
.Οι καθ΄ ων η αίτηση έχουν εγείρει τις πιο κάτω προδικαστικές ενστάσεις:
«Οι Αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος καθότι
α) οι σχετικοί όροι στην πολεοδομική άδεια ΠΑΦ/0628/99 είχαν τύχει της αποδοχής τους, και/ή
β) αυτοί ενήργησαν με δεδομένη την πολεοδομική άδεια ΠΑΦ/0628/99 και αιτήθηκαν και έλαβαν σχετική άδεια οικοδομής.»
Η πρώτη προδικαστική ένσταση έχει σαν βάθρο το παραδεκτό γεγονός ότι πριν την έκδοση της επίδικης πολεοδομικής άδειας οι αιτητές αποδέχθηκαν την προτεινόμενη ρυμοτομία και προσυπόγραψαν το σχετικό χωρομετρικό σχέδιο.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση ανέφερε ότι «πράγματι οι αιτητές προσυπόγραψαν το σχέδιο που ενσωματώνετο στην πολεοδομική άδεια, αλλά αυτό δεν εξυπακούει ούτε αποδεικνύει ότι οι αιτητές απεδέχθησαν πλήρως και ανεπιφύλακτα τους προσβαλλόμενους όρους αναφορικά με την επιβολή ρυμοτομίας στο τεμάχιο τους, ως η εισήγηση των καθ' ων η αίτηση στη γραπτή ένσταση».
Η προσυπογραφή του σχεδίου από τους αιτητές - σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο - έλαβε χώραν μετά από υπόδειξη της Αρμόδιας Αρχής. Η τελευταία ζήτησε από τους αιτητές με επιστολή ημερ. 10.8.1999 να αποδεχθούν την ρυμοτομία που επηρέαζε το τεμάχιο τους σύμφωνα με το ρυμοτομικό σχέδιο και να υποβάλουν τροποποιημένα χωροταξικά σχέδια.
Είναι προφανές - συνέχισε - ότι «οι αιτητές δεν είχαν άλλη επιλογή από του να προσυπογράψουν το σχέδιο για να εξασφαλίσουν την αιτούμενη πολεοδομική άδεια, διότι διαφορετικά τυχόν παράλειψη τους να πράξουν τούτο θα συνεπάγετο την απόρριψη της αίτησης τους για την έκδοση πολεοδομικής άδειας». Μόνο ελεύθερη και ανεπιφύλακτη αποδοχή της πράξης η οποία δεν λαμβάνει χώραν κάτω από την πίεση της επέλευσης επιβλαβών συνεπειών για τους αιτητές είναι ικανή να αποστερήσει τους αιτητές του έννομου συμφέροντος που προβλέπεται από το άρθρο 1
46.2 του Συντάγματος. Εδώ - κετέληξε ο ευπαίδευτος συνήγορος - η αποδοχή δεν ήταν ελεύθερη «καθότι τυχόν παράλειψη των αιτητών να προσυπογράψουν το σχέδιο θα συνεπάγετο δυσμενείς συνέπειες ήτοι απόρριψη της αίτησης τους για έκδοση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας».Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση διαφώνησε με τη θέση των αιτητών ότι «δεν είχαν άλλη επιλογή». Υπέβαλε ότι «είχαν επιλογή». Θα μπορούσαν να επιμένουν στη θέση τους και να προσβάλουν τη νομιμότητα της ενδεχόμενης απόφασης της πολεοδομικής αρχής να απορρίψει την αίτηση. 'Ομως - συνέχισε - οι αιτητές ήθελαν, προφανώς, να «ενεργήσουν εκ του ασφαλούς, γεγονός που οι ίδιοι παραδέχονται ευθαρσώς στην αγόρευση τους. 'Ηθελαν και να προσπορισθούν το όφελος από την έκδοση της πολεοδομικής άδειας και παράλληλα να αμφισβητήσουν τη νομιμότητα κάποιων όρων που επιβλήθηκαν παράλληλα με τη χορήγηση της».
Το δεύτερο σκέλος της προδικαστικής ένστασης έχει σαν πραγματικό υπόβαθρο τα εξής γεγονότα:
Στις 10.11.1999 εκδόθηκε, κατόπιν αίτησης των αιτητών, η επίδικη πολεοδομική άδεια. Στις 10.12.1999, οι αιτητές υπέβαλαν ιεραρχική προσφυγή με την οποία αμφισβήτησαν τη νομιμότητα κάποιων από τους όρους υπό τους οποίους χορηγήθηκε η επίδικη πολεοδομική άδεια.
Εκκρεμούσης της ιεραρχικής προσφυγής, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση και εξασφάλισαν άδεια οικοδομής για εκτέλεση της ανάπτυξης που είχε εξουσιοδοτηθεί με την επίδικη πολεοδομική άδεια. Η άδεια οικοδομής εκδόθηκε στις 22.1.2001. 'Οπως δε αναφέρεται στην παράγραφο 7(β) αυτής, η άδεια οικοδομής χορηγήθηκε,
μεταξύ άλλων, και υπό τους όρους της επίδικης πολεοδομικής άδειας. Οι αιτητές προχώρησαν και με την ανέγερση κατοικίας την οποία αφορούσε η άδεια.Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση υπέβαλε ότι από τα πιο πάνω προκύτπει ότι με τις ενέργειες τους, οι οποίες ακολούθησαν την έκδοση της επίδικης πολεοδομικής άδειας, οι αιτητές προσπορίστηκαν όφελος από την πολεοδομική άδεια ενώ ταυτόχρονα, με την υποβολή της ιεραρχικής προσφυγής, αμφισβήτησαν τη νομιμότητά της. 'Ηταν η εισήγηση της ότι, εξαιτίας των πιο πάνω και κατ' εφαρμογή του νομικού δόγματος της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας μιας διοικητικής πράξης, η παρούσα προσφυγή είναι απαράδεκτη διότι οι αιτητές έχουν χάσει κάθε δικαίωμα αμφισβήτησης της επίδικης πολεοδομικής άδειας.
Το δόγμα της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας - σύμφωνα με την ευπαίδευτη συνήγορο - τυγχάνει εφαρμογής και σε σχέση με τα γεγονότα της πρώτης προδικαστικής ένστασης. 'Ηταν η θέση της πως οι αιτητές προσυπόγραψαν το σχέδιο για να εξασφαλίσουν τη συναίνεση
της διοίκησης στη χορήγηση της άδειας. Μόλις πέτυχαν τον σκοπό τους, προσέβαλαν την νομιμότητα της ίδιας αυτής άδειας με ιεραρχική προσφυγή. Εκκρεμούσης της ιεραρχικής προσφυγής χρησιμοποίησαν αυτή την ίδια άδεια για εξασφάλιση άδειας οικοδομής. Με τη χορήγηση της άδειας οικοδομής ανήγειραν την κατοικία στο τεμάχιο τους και με την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής προσέφυγαν και στο Δικαστήριο.Έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται έννομο συμφέρον «προς προσβολήν διοικητικής πράξεως» που εκδίδεται μετά από αίτηση ή πρόσκληση ή συναίνεση του αιτητή. Ωστόσο η αποδοχή της πράξεως πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη και ελεύθερη και να μη λαμβάνει χώραν «υπό την πίεσιν της επελεύσεως επιβλαβών συνεπειών» δια τον αιτητή (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 260-261, Piperis v. The Republic (1967) 3 C.L.R. 295, 298, Ioannou and others v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 146, 153, Markou v. The Republic (1968) 3 C.L.R. 267, 276, Pericleous v. The Republic (1971) 3 C.L.R. 141, 145, 146 και Myrian
this v. Republic (1977) 3 C.L.R. 165, 168)).Βλ. και Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», εκ. Τρίτη, σελ. 40, 41, 42, 43
:«Η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας έχει δεχθή, ότι στερείται συμφέροντος ο αποδεχθείς την πράξιν ή παράλειψιν, περί ής πρόκειται, ή αιτησάμενος την έκδοσιν της πράξεως ή την παράλειψιν αυτής.
.................................. .................................................. ......
..... η αίτησις ή δήλωσις αποδοχής απαιτείται να έχει υποβληθή χωρίς να τεθή υπό του αιτούντος ή δηλούντος, ανεκπλήρωτος όρος ή γενική τις επιφύλαξις και η αίτησις ή δήλωσις να είναι σαφής και να μην είναι προϊόν ή ατελούς, λόγω δόλου ή αμελείας της διοικήσεως, ενημερώσεως του ενδιαφερομένου ως προς τας συνεπείας
, ή ασκήσεως ή απειλής ή εξαναγκασμού του ενδιαφερομένου υπό της διοικήσεως................................... .................................................. .....
Ουχί ελευθέρα είναι η παραίτησις ή δήλωσις αποδοχής ή έμπρακτος αποδοχή του διοικουμένου, όχι μόνον οσάκις εγένετο κατόπιν βίας ή απειλής, αλλά και οσάκις εγένετο υπό την πίεσιν ανάγκης και τούτο ασχέτως προς την αιτιώδη σχέσιν μεταξύ ενεργείας ή παραλείψεως της διοικήσεως και της τοιαύτης καταστάσεως.
.................................. .................................................. .....
Η αποδοχή και η συναίνεσις δεν απαιτείται να είναι ρηταί.»
Στην παρούσα υπόθεση αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι αιτητές είχαν ανεπιφύλακτα αποδεχθεί τον επίδικο όρο. Διατείνονται ωστόσο ότι «τυχόν παράλειψη τους να προσυπογράψουν το σχέδιο θα συνεπάγετο δυσμενείς συνέπειες ήτοι απόρριψη της αίτησης τους για έκδοση της αιτούμενης πολεοδομικής άδειας».
Βλέπουμε λοιπόν ότι οι συνέπειες που επικαλούνται οι αιτητές συνδέονται μόνο με την έγκριση ή την απόρριψη της αίτησης τους.
'Εχω την άποψη πως η πίεση για επέλευση επιβλαβών συνεπειών δια τους αιτητές λόγω μη αποδοχής της πράξης δεν πρέπει να συνίσταται από πίεση η οποία πηγάζει από το ενδεχόμενο μη έγκρισης της αίτησης. Πρέπει να είναι πίεση που πηγάζει από πηγή ανεξάρτητη από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. 'Ενα παράδειγμα πίεσης στην παρούσα υπόθεση το οποίο θα ήταν ικανό να καταστήσει την αποδοχή χωρίς συνέπειες θα ήταν το εξής:
Δήλωση της Διοίκησης ότι τυχόν μη αποδοχή των όρων θα είχε σαν συνέπεια στο μέλλον η Διοίκηση να απαιτήσει περισσότερο μέρος της ιδιοκτησίας των αιτητών από εκείνο που είχε αρχικά ζητήσει από αυτούς για σκοπούς διαπλάτυνσης του δρόμου στα πλαίσια εξέτασης της αίτησης τους για χορήγηση πολεοδομικής άδειας.
Στην παρούσα υπόθεση η μόνη συνέπεια για τους αιτητές σε περίπτωση μη αποδοχής της πράξης θα ήταν η απόρριψη της αίτησης τους. Αυτό δεν αποτελεί «επιβλαβή συνέπεια» ικανή να καταστήσει χωρίς συνέπεια την αποδοχή σε σχέση με το έννομο συμφέρον. Οι αιτητές είχαν κάθε δικαίωμα να προσβάλουν την
απόρριψη της αίτησης τους.Καταλήγω με τη διαπίστωση ότι η αποδοχή των αιτητών ήταν ανεπιφύλακτη. Για το λόγο αυτό δεν έχουν έννομο συμφέρον «προς προσβολήν» της επίδικης διοικητικής πράξεως. Ακολουθεί πως η προσφυγή τους πρέπει ν' απορριφθεί λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Πρέπει να προστεθεί ότι η αποδοχή του επίδικου όρου προκύπτει και από τις εξής ενέργειες των αιτητών:
Η άδεια οικοδομής ενσωμάτωσε και υιοθέτησε όλους τους όρους δυνάμει των οποίων είχε χορηγηθεί η επίδικη πολεοδομική άδεια. Εφόσον δε οι αιτητές αποδέχθηκαν ανεπιφύλακτα την άδεια οικοδομής και προχώρησαν με την υλοποιήση της ανάπτυξης που αυτή εξουσιοδοτούσε, υπάρχει εξ αντικειμένου αποδοχή των εν λόγω όρων περιλαμβανομένου και του επίδικου όρου.
Το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας το οποίο έχει επικαλεσθεί η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ' ων η αίτηση σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη Νομολογία μας. Στην Κυπριακό Διϋλιστήριο Πετρελαίου Λτδ ν. Δήμου Λάρνακας κ.α., Α.Ε. 2422-242
3/17.5.2000 οι εφεσείοντες διαφώνησαν με τους όρους της πολεοδομικής άδειας και άσκησαν προσφυγή κατά του κύρους των όρων. 'Ασκησαν επίσης προσφυγή κατά του κύρους της άδειας οικοδομής η οποία περιλάμβανε τους όρους της πολεοδομικής άδειας. Στην απόφαση της Ολομέλειας το θέμα τέθηκε ως εξής:«Τόσο ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου όσο και ενώπιον μας η νομιμότητα των προσβαλλόμενων πράξεων έχει συζητηθεί με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου. Πρέπει ωστόσο να παρατηρήσουμε ότι σε ότι αφορά την πολεοδομική άδεια το θέμα διέπεται από τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 25(2) του Νόμου 90/72. Σε τέτοια περίπτωση η νομιμότητα της πράξης εξετάζεται με βάση τις πρόνοιες της συγκεκριμένης νομοθετικής διάταξης (Βλ. Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 7η έκδοση, σελ. 73: 'Οι γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου έχουν συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύουν όταν δεν υπάρχει σχετικός κανόνας ο οποίος έχει θεσπιστεί με πράξη νομοθετικού οργάνου' (Στ.Ε. 2786/1989). Βλ. και
Eπομένως, η νομιμότητα της προσβαλλόμενης με την προσφυγή 789/93 πράξης θα εξεταστεί με βάση μόνο τις πρόνοιες του πιο πάνω άρθρου 25(2) του Νόμου 90/72.
Από μια απλή ανάγνωση του επίμαχου άρθρου προκύπτει σαφώς ότι στοχεύει στο να καταστήσει τους όρους που τίθενται σε μια πολεοδομική άδεια αναπόσπαστο μέρος της άδειας. Προχωρεί μάλιστα και θέτει και ρήτρα σε περίπτωση μη εκτέλεσης των όρων. Προβλέπει ότι 'η εκτελεσθείσα ανάπτυξις θεωρείται ως μη αποτελούσα ανάπτυξιν δια την οποίαν έχει χορηγηθεί πολεοδομική άδεια εκτός εάν οι όροι αυτοί εκτελεσθώσιν'.
Εφόσο, σύμφωνα με το άρθρο 25(2) του Νόμου, οι όροι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος της πολεοδομικής άδειας, δεν μπορεί να λεχθεί ότι η πράξη είναι διαιρετή και ότι οι επίδικοι όροι μπορούν να προσβληθούν αυτοτελώς. Ακολουθεί πως η έφεση 2423 πρέπει ν΄ απορριφθεί.
Το πιο πάνω συμπέρασμα μας για το αναπόσπαστο των επίδικων όρων σφραγίζει και τη μοίρα της έφεσης 2422 η οποία σχετίζεται με την επιβολή των ιδίων όρων στην άδεια οικοδομής. Εφόσον οι επίδικοι όροι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της πολεοδομικής άδειας δεν μπορεί να τους αποδοθεί υπόσταση διαφορετική. Μετά που είχαν τεθεί και στην άδεια οικοδομής εξακολουθούν να αποτελούν αναπόσπαστο μέρος και της άδειας οικοδομής. Ακολουθεί πως και η έφεση 2422 πρέπει ν΄ απορριφθεί.
Τέλος θα πρέπει να παρατηρήσουμε τα εξής:
Στην περίπτωση που ένας ενδιαφερόμενος αμφισβητεί τη νομιμότητα των όρων που περιλαμβάνονται σε μια πολεοδομική άδεια οφείλει να ασκήσει προσφυγή κατά του κύρους των όρων, να περιμένει την έκβαση της και μετά να αποταθεί για χορήγηση άδειας οικοδομής.
Στην παρούσα υπόθεση, παρά τη διαφωνία τους με τους επίδικους όρους της πολεοδομικής άδειας οι εφεσείοντες έχουν χρησιμοποιήσει την πολεοδομική άδεια για εξασφάλιση άδειας οικοδομής και αφού την εξασφάλισαν άρχισαν την ανάπτυξη που προβλέπεται από τις δύο άδειες. Με τον τρόπο αυτό έχουν προσπορισθεί όφελος από την πολεοδομική άδεια ενώ ταυτόχρονα με την προσφυγή τους αμφισβητούν τη νομιμότητα των επίδικων όρων. Θα λέγαμε, λοιπόν, ότι αυτή η στάση των εφεσειόντων φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. Το δόγμα αυτό έχει επεξηγηθεί πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας στην Ηλία κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 534/97 κ.α./23.12.99, στην οποία υποδείχθηκε ότι το δόγμα λειτουργεί όταν υπάρχει το στοιχείο της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας προς προσπορισμό μεγαλύτερου όφελους (Βλ. και Κάππα ν. Οργανισμού Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας, Α.Ε. 2381/25.1.2000).»
Στην παρούσα υπόθεση οι εφεσείοντες δεν έχουν ασκήσει προσφυγή κατά του κύρους της άδειας οικοδομής. Την έχουν αποδεχθεί έστω και αν αυτή περιλαμβάνει τον επίδικο όρο της πολεοδομικής άδειας και έχουν προχωρήσει στην ανάπτυξη που καλύπτεται από την επίδικη πολεοδομική άδεια. 'Εχουν, επομένως, επιδοκιμάσει την επίδικη πολεοδομική άδεια η οποία τους έχει προσπορίσει και όφελος - την χορήγηση άδειας οικοδομής και την ανέγερση κατοικίας. Ταυτόχρονα, όμως, αποδοκιμάζουν την επίδικη πολεοδομική άδεια με το να ασκήσουν την παρούσα προσφυγή. Λειτουργεί επομένως το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, η λειτουργία του οποίου καθιστά την προσφυγή απαράδεκτη. Η προσφυγή απορρίπτεται και γι' αυτό το λόγο.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.