ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ.756/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Χρ.ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΔΑναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ:
Αλίκη Αντωνίου
αιτήτρια
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
καθ΄ου η αίτηση
------------------------
4.10.2002
Για την αιτήτρια: κ.Αλ.Ευαγγέλου
Για τον καθ΄ου η αίτηση: κα.Στ.Χρι/λίδου για Γεν.Εισαγγελέα
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια προσελήφθη το Γενάρη του 1970, ως προσωπική γραμματέας του γενικού διευθυντή της εταιρείας Carreras of Cyprus Ltd, που αργότερα μετονομάστηκε Rothmans of Pallmall (Cyprus) Ltd. Οι όροι υπηρεσίας κατά την πρόσληψη περιέχονται σε επιστολή που η εργοδότρια της απηύθυνε, ημερομηνίας 23.12.69, τους οποίους αποδέκτηκε υπογράφοντας στο κάτω μέρος της πιο πάνω επιστολής. Στους όρους αυτούς δεν περιλαμβανόταν οτιδήποτε αναφορικά με την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού κατά τον τερματισμό των υπηρεσιών της αιτήτριας. Το 1985 όμως συνομολογήθηκε συλλογική σύμβαση μεταξύ της εργοδότριας εταιρείας και των συντεχνιών ΣΕΚ και ΠΕΟ η οποία περιλαμβάνει την καταβολή αποζημιώσεων σε περίπτωση τερματισμού των υπηρεσιών των υπαλλήλων από την εργοδότρια. Στις 30.7.98 τερματίστηκαν οι υπηρεσίες της αιτήτριας γιατί θεωρήθηκε ως πλεονάζον προσωπικό. Σύμφωνα δε με τους όρους της συλλογικής σύμβασης πληρώθηκε σ΄αυτή αποζημίωση ύψους £54.876.30. Ο ΄Εφορος θεωρώντας το πιο πάνω ποσό ως εισόδημα επέβαλε σ΄αυτό φόρο για το έτος 1998. Η αιτήτρια υπέβαλε ένσταση μέσω του λογιστή της με την εισήγηση πως το επίδικο ποσό, σύμφωνα με το άρθρο 8(ζ1) του Νόμου, δε φορολογείται.
Δύο είναι τα νομικά ζητήματα που εγείρονται από το δικηγόρο της αιτήτριας, για τα οποία οι απόψεις του διίστανται απ΄αυτές της δικηγόρου της Δημοκρατίας. Εισηγείται (α) πως το επίδικο ποσό δεν είναι φορολογήσιμο γιατί δεν πληρώθηκε στη βάση των όρων εργοδότησης της αιτήτριας, όπως ίσχυαν όταν είχε προσληφθεί, ώστε να θεωρηθεί πως αποτελεί εισόδημα σύμφωνα με το άρθρο 5(1)(β) των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων, αλλά συνιστούσε αποζημίωση για τον τερματισμό της σύμβασης εργασίας. Διαζευκτικά (β) το άρθρο 8(ζ1) ρητά απαλλάσσει το είδος αυτό της πληρωμής από τη φορολόγηση.
Για την προώθηση των εισηγήσεων τους οι δικηγόροι των μερών αναφέρονται στις γραπτές τους αγορεύσεις στην αγγλική και δική μας νομολογία, η οποία υιοθετεί την πρώτη δεδομένου ότι οι επίδικες νομοθετικές μας διατάξεις αποτελούν αντιγραφή των αγγλικών. Δεν θα αναφερθώ με λεπτομέρεια στη νομολογία. Θα παραπέμψω μόνο στην υπόθεση Ευριπίδης Νεοκλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Γ), 1474 στην οποία γίνεται αναφορά και από τους δικηγόρους των μερών. Στην πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας γίνεται εκτεταμένη αναφορά στη δική μας και αγγλική νομολογία. Η πορεία σκέψης για την επίλυση του επίμαχου ζητήματος μπορεί να καθοριστεί ως εξής: Για να αποφασιστεί κατά πόσο ένα ωφέλημα προέρχεται από την εργασία ενός υπαλλήλου ή όχι, και επομένως αποτελεί εισόδημα, πρέπει να διακριβωθεί η ειδοποιός κατάσταση της πληρωμής και ο σκοπός για τον οποίο έγινε. Η κρίση αυτή του δικαστηρίου δεν επηρεάζεται από τον οποιοδήποτε χαρακτηρισμό δίδουν οι ενδιαφερόμενοι στην πληρωμή, κάτι που διακριβώνεται ως αντικειμενικό γεγονός από το σύνολο των πραγματικών γεγονότων που την αφορούν.
Στην περίπτωση που εξετάζουμε το επίδικο ποσό πληρώθηκε σύμφωνα με τους όρους της συλλογικής σύμβασης, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο τερματισμού της υπηρεσίας, της χρονικής προειδοποίησης που δίδεται ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας του υπαλλήλου, και, αυτό που μας αφορά, την πληρωμή εφάπαξ ποσού που υπολογίζεται στη βάση του τελευταίου μισθού του υπαλλήλου και καθορίζεται σε πίνακες που προβλέπονται στο σχετικό άρθρο της σύμβασης (12.5).
Το επίδικο ποσό που πληρώθηκε υπολογίστηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες της συλλογικής σύμβασης. Ο δικηγόρος της αιτήτριας ισχυρίζεται πως η αρχική σύμβαση εργοδότησης της δεν περιείχε οποιαδήποτε πρόνοια για την πληρωμή τέτοιου ποσού, και επομένως το επίμαχο ποσό αποτελεί αποζημίωση για τον τερματισμό του συμβολαίου της. Η εισήγηση αυτή δεν ευσταθεί. Πράγματι οι όροι εργοδότησης της αιτήτριας το 1970 δεν προέβλεπαν για την πληρωμή οποιουδήποτε ποσού κατά τον τερματισμό των υπηρεσιών της. Στο μεταξύ όμως, το 1985, υπεγράφη η συλλογική σύμβαση, στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, και η αιτήτρια ήταν μέλος της μιας των συντεχνιών που υπέγραψαν τη σύμβαση. Επωφελήθηκε από την εφαρμογή της και εισέπραξε το εφάπαξ ποσό, που καθορίστηκε σύμφωνα με τους όρους της. Το ερώτημα, επομένως, που προβάλλει είναι κατά πόσο το ποσό τούτο αποτελεί εισόδημα της αιτήτριας, που εδικαιούτο σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης της, και του οποίου η πληρωμή αναβλήθηκε για να γίνει κατά τον τερματισμό των υπηρεσιών της. ΄Εχω τη γνώμη, και σύμφωνα με τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω, πως αυτό συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση. Η απόφαση του Εφόρου ήταν μέσα στα πλαίσια του Νόμου.
Σε ότι αφορά το διαζευκτικό επιχείρημα, (β) πιο πάνω, το σχετικό άρθρο του Νόμου, που εξαιρεί ορισμένες πληρωμές από τη φορολόγηση, προβλέπει τα εξής:
«(ζ1) οποιοδήποτε φιλοδώρημα ή εφάπαξ ποσό παραχωρείται κατά την αποχώρηση οποιουδήποτε προσώπου από την εργασία του υπό όρους, κριτήρια και προϋποθέσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο
(η υπογράμμιση, δική μου).
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας εισηγείται πως η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Εταιρεία Κ.Γ.Τύμβιου Λτδ (1994) 3553 εφαρμόζεται πλήρως και στην εξεταζόμενη υπόθεση. ΄Οπως σ΄εκείνη την περίπτωση ο νομοθέτης άφησε κι΄εδώ ουσιώδη στοιχεία να ρυθμιστούν με δευτερογενή νομοθεσία, η δε εξουσιοδοτική διάταξη για την έκδοση κανονιστικής πράξης που προβλέπει ο Νόμος ανάγεται στην ευχέρεια της διοίκησης, η οποία και μέχρι τώρα δεν εξέδωσε τέτοιους κανονισμούς. Η πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου επιβεβαιώθηκε σε μεταγενέστερη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας ΑΕ1827 Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, 15.9.97. Ο δικηγόρος της αιτήτριας προσπάθησε να διαφοροποιήσει τη νομοθετική διάταξη που μας απαχολεί απ΄αυτή που συζητήθηκε στην υπόθεση Τύμβιος, με την εισήγηση πως εδώ μόνο λεπτομέρειες παραμένουν προς ρύθμιση με κανονισμούς ενώ η ουσία του νομοθετήματος περιέχει τη βούληση του νομοθετικού σώματος. Δε συμφωνώ με την εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας. Το περιεχόμενο του νομοθετήματος που συζητούμε είναι ουσιαστικά το ίδιο μ΄αυτό που εξετάστηκε από την Ολομέλεια στις πιο πάνω υποθέσεις, οι οποίες και εφαρμόζονται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με £300 έξοδα.
Χρ.Αρτεμίδ ης, Δ.
/ΜΑ