ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 832
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 981/2001.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Γεώργιου Παπαδημήτρη,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________________
25 Σεπτεμβρίου, 2002
.Για τον αιτητή: Π. Κυπριανού για Α. Παπαχαραλάμπους.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Λ. Χριστοδουλίδου (κα.), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γ-Ε.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατέχει πτυχίο της «Εν Αθήναις Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών - Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων - Ειδίκευση στη Λογιστική». Κατέχει, επίσης, «Diploma in Business Studies» από το The London School of Foreign Trade Ltd.
Με επιστολή του ημερ. 17.4.2001 προς τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (ο Υπουργός) υπέβαλε αίτημα για παραχώρηση
άδειας ελέγχου Δημοσίων Εταιρείων με βάση το άρθρο 155(1) (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113. Παρέθεσε τα ακαδημαϊκά του προσόντα και τα πιο κάτω στοιχεία που σχετίζονται με τις πρακτικές του γνώσεις:
«2.
Πρακτικές γνώσειςα. Υπεύθυνος Λογιστηρίου της εταιρείας 'Σπηλιώτης
& Κλαππής Λτδ' (από 6 Οκτωβρίου 1980 μέχρι
21 Φεβρουαρίου 1987).
β. Λογιστής Α΄ στο Ξενοδοχείο Απολλώνια
(από 23 Φεβρουαρίου 1987 μέχρι 23
Νοεμβρίου 1989).
γ. Υπάλληλος στον ελεγκτικό οίκο 'Τ.Κ. Σιακαλλής
& Σία' με τα πιο κάτω καθήκοντα:
Ανώτερος υπάλληλος ελέγχου (από 24
Νοεμβρίου 1989 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1990).
Προϊστάμενος (από 1 Ιανουαρίου 1991 μέχρι
31 Αυγούστου 1994).
δ. Εξάσκηση του επαγγέλματος του Εγκεκριμένου
Λογιστή.
Συναίτερος στον Συνεταιρισμό 'Λοϊζου &
Παπαδημήτρης' (από 1 Σεπτεμβρίου 1994
μέχρι 15 Απριλίου 2000).
Από 16 Απριλίου 2000 μέχρι σήμερα διατηρώ
δικό μου ελεγκτικό γραφείο.»
Η πιο πάνω επιστολή του αιτητή διαβιβάστηκε για αξιολόγηση στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας, Πρόεδρο της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Αξιολόγησης Προσοντούχων Λογιστών για την άσκηση του Επαγγέλματος του εγκεκριμένου ελεγκτή εταιρειών (η Συμβουλευτική Επιτροπή).
Η Συμβουλευτική Επιτροπή εξέτασε το αίτημα του αιτητή μαζί με 29 άλλα παρόμοια αιτήματα στη συνεδρία της ημερ. 30.7.2001. Καθώς φαίνεται από το σχετικό πρακτικό «αποφάσισε όπως μελετήσει όλες τις αιτήσεις που είχε ενώπιον της έτσι ώστε ο Υπουργός Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού να έχει ενώπιον του τις εισηγήσεις της Επιτροπής και ως αρμόδιο διοικητικό όργανο ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης να χειριστεί περαιτέρω το θέμα».
Οι εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής παρουσιάζονται σε ξεχωριστό πρακτικό, το Συνημμένο 1. Το τελευταίο περιέχει το όνομα του συγκεκριμένου αιτητή, τα σχόλια της Συμβουλευτικής Επιτροπής και την εισήγηση της. Μεταφέρω το σχετικό με τον αιτητή μέρος του Συνημμένου 1:
'Ονομα Αιτητή Σχόλια Εισήγηση
Γιώργος Παπαδημήτρη Πτυχιούχος Α.Σ.Ο.Ε.Ε. Απόρριψη
Έχει εγκεκριμένη πείρα 4 έτη &
9 μήνες στον Ελεγτικό οίκο Τ.Κ.
Σιακαλλή & Σία. Εργάστηκε ως
Λογιστής στους Σπηλιώτης &
Κλαππής Λτδ., στο Ξενοδοχείο
Απολλώνια και ως συνέταιρος
στον Συνεταιρισμό 'Λοϊζου &
Παπαδημήτρης'.
Είναι αυτοεργοδουτούμενος
Λογιστής με δικό του ελεγκτικό
Γραφείο από 16/4/2000.
Ο αιτητής δεν πληροί το
κριτήριο της πείρας.»
Ο Υπουργός, αφού έλαβε υπόψη τις πιο πάνω εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής με απόφαση του ημερ. 6.9.2001 απέρριψε το αίτημα του αιτητή. Παραθέτω το κείμενο της απόφασης του Υπουργού:
«
Παραχώρηση άδειας του επαγγέλματος του ελεγκτή εταιρειών, βάσει του άρθρου 155(1) (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113
Ασκώντας τις εξουσίες που χορηγούνται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 155 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και που η άσκησή τους ανατέθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο σε εμένα και αφού έλαβα υπόψη τις εισηγήσεις της Ειδικής Συμβουλευτικής Επιτροπής Αξιολόγησης Προσοντούχων Αιτητών για την άσκηση του επαγγέλματος του εγκεκριμένου Ελεγκτή εταιρειών (Ερ. 65-57) απορρίπτω την αίτηση των .................., Γιώργου Παπαδημήτρη ...................... για διορισμό τους ως ελεγκτές εταιρειών.»
Ο αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερ. 7.9.2001. Πληροφορήθηκε ότι το αίτημα του για παραχώρηση άδειας άσκησης του επαγγέλματος του Ελεγκτή Εταιρείων με βάση το άρθρο 155(1) (β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, δεν κατέστει δυνατό να εγκριθεί, επειδή δεν πληρούσε το κριτήριο της πείρας, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται «δεκαετής τουλάχιστον πείρα ως εργοδοτούμενος μέλους Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών αναγνωρισμένου για τους σκοπούς του άρθρου 155(1) (α) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, το οποίο να ασκεί το επάγγελμα του Λογιστή/Ελεγκτή».
Το άρθρο 155(1) (β) του Νόμου (έχει παρατεθεί στη σελ. 2, πιο πάνω) δεν προσδιορίζει την χρονική διάρκεια της πείρας. Η απαίτηση για «δεκαετή τουλάχιστον πείρα» που αναφέρεται στην πιο πάνω επιστολή, ημερ. 7.9.2001, έχει τεθεί μετά από απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ημερ. 19.10.99 η οποία υιοθετήθηκε από τον Υπουργό στις 22.10.99. Παραθέτω την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής:
«Ημερομ.: 19/10/1999
Ερ. 28, 26 και 20-6
Η Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή Αξιολόγησης Προσοντούχων Αιτητών για την άσκηση του Επαγγέλματος του Εγκεκριμένου Ελεγκτή Εταιρειών αποφάσισε ότι ένα πρόσωπο για να δύναται να θεωρηθεί ότι κατέχει τα προσόντα για διορισμό Ελεγκτή Εταιρείας θα πρέπει να έχει εξασφαλίσει επαρκή γνώση και πείρα αποδεικνύοντας ότι έχει:
(ι) δεκαετή τουλάχιστον πείρα ως εργοδοτούμενος μέλους Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών αναγνωρισμένου για τους σκοπούς του άρθρου 155.1(α), Κεφ. 113 του περί Εταιρειών Νόμου, το οποίο να ασκεί το επάγγελμα του Λογιστή/Ελεγκτή.
(ιι) πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από τα ακόλουθα θέματα ή συνδυασμό των θεμάτων αυτών: Λογιστική, Οικονομικά, Εμπορικά, Διοίκηση Επιχειρήσεων, Νομικά (Σημ. Ο όρος πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος καλύπτει και μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο)
(ιιι) να προσέλθει ενώπιον της ΕΣΕ σε προσωπική
συνέντευξη για να εξασφαλισθεί ότι έχει επαρκή
γνώση.»
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης του Υπουργού ημερ. 6.9.2001.
Οι λόγοι ακύρωσης
.Ο κ. Κυπριανού, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η απόφαση της 6.9.2001 με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για παραχώρηση σ' αυτόν άδειας άσκησης του επαγγέλματος του Ελεγκτή Δημόσιων Εταιρειών λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας. Υπέβαλε, επίσης, ότι η διεξαχθείσα έρευνα δεν ήταν η δέουσα υπό τις περιστάσεις και ως εκ τούτου η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκήθηκε πλημμελώς.
'Ηταν η θέση του κ. Κυπριανού ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε καθ' υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας και/ή πλάνη περί τα πράγματα διότι πουθενά στη σχετική νομοθεσία δεν αναφέρεται ότι απαιτείται «δεκαετής τουλάχιστο πείρα». Η «δεκαετής τουλάχιστο πείρα» λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο που επηρεάστηκε από εξωγενείς παράγοντες κατ' αντίθεση προς τη σχετική νομοθεσία. Εξάλλου η Συμβουλευτική Επιτροπή στη συνεδρίαση της ημερ. 3.7.2001 παραδέχεται ότι ο αιτητής έχει πείρα σε λογιστικά θέματα πέραν των 10 ετών.
Νομικό έρεισμα της προσβαλλόμενης απόφασης ήταν το άρθρο 155(1) (β) του Κεφ. 113. Το άρθρο αυτό απαιτεί «ικανοποιητική γνώση και πείρα κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του - αιτητή - από μέλος σώματος αναγνωρισμένων λογιστών για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού».
Ο Νόμος δεν περιέχει ορισμό του όρου «πείρα». Αυτό τον όρο τον συναντούμε συχνά σε σχέδια υπηρεσίας θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία. 'Εχει ερμηνευθεί ως εξής από τη νομολογία μας:
Η πείρα είναι η πρακτική γνώση που αποκτά κάποιος με το να επιδίδεται σε συγκεκριμένο είδος εργασίας. Η διάρκεια της υπηρεσίας δεν αποτελεί το μόνο οδηγό της πείρας. Η ένταση με την οποία ένας επιδίδεται σε ένα δεδομένο τομέα και τα αποτελέσματα της εργασίας του είναι ίσοι, αν όχι πιο σημαντικοί, δείκτες της πείρας (Βλ. HadjiSavva v. Republic (1972) 3 C.L.R. 76, 79 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε, Ιωάννου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2063/15.9.98 και Γεωργίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2405/30.9.99)
.'Εχει, περαιτέρω, νομολογηθεί ότι για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα πρέπει να είναι πείρα που έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται αμέσως της επίδικης. Πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική βαρύτητα (Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1861/16.2.98 και Ακκελίδου ν. Μιχαήλ κ.α., Α.Ε. 2458-59/16.5.2000
).Από τις πιο πάνω θέσεις της νομολογίας προκύπτει ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι μόνο η χρονική διάρκεια της απάσχολησης αλλά το περιεχόμενο, η φύση, το επίπεδο και η ένταση της εμπειρίας.
Στην Αυγερινού ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2428/22.10.99 σύμφωνα με το σχετικό σχέδιο υπηρεσίας «πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης που αποκτήθηκε είτε σε υπηρεσία σε δημόσια θέση είτε σε έκτακτη απασχόληση στη Δημόσια Υπηρεσία θα αποτελεί πλεονέκτημα». Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θεώρησε ως ελάχιστη περίοδο πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης διάρκεια 12 μηνών.
Η Ολομέλεια (απόφαση Αρτέμη, Δ.) δεν συμφώνησε με την πιο πάνω θεώρηση της Ε.Δ.Υ.. 'Εθεσε το θέμα ως εξής:
«Γενικά είναι επιτρεπτό εκ μέρους της ΕΔΥ να καθορίζει, όπου το σχέδιο δεν το προβλέπει, λογική χρονική διάρκεια για να θεωρείται ως πλεονέκτημα η πείρα, και τούτο γιατί η πείρα πρέπει σε κάθε περίπτωση να είναι ουσιαστική (βλ. Τυρίμου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πρ. Αρ. 285/89, ημερ. 30.11.90, Μιχαήλ ν. Ε.Δ.Υ., Πρ. Αρ. 409/94, ημερ. 31.10.95
Στη παρούσα όμως περίτπωση κρίνουμε ότι ο καθορισμός των 12 μηνών ήταν αυθαίρετος. Η ΕΔΥ, καθορίζουσα τους 12 μήνες ως ελάχιστη περίοδο για απόκτηση πείρας που να ικανοποιεί το σχέδιο υπηρεσίας, δεν εξέτασε τη φύση της εργασίας που διεξείγε η εφεσείουσα. Ο καθορισμός του χρόνου πρέπει να αιτιολογείται και η αιτιολόγηση πρέπει να συναρτάται με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας σε κάθε περίπτωση. Στην παρούσα υπόθεση ο καθορισμός της ελάχιστης περιόδου των 12 μηνών ήταν παντελώς αναιτιολόγητος.»
Στην παρούσα υπόθεση με την πιο πάνω απόφαση της ημερ. 19.10.99 η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει καθορίσει «δεκαετή τουλάχιστον πείρα ως εργοδοτούμενος μέλους Σώματος Εγκεκριμένων Λογιστών». Προκύπτει επομένως ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει ασχοληθεί μόνο με τη χρονική διάρκεια της εργοδότησης και όχι με την φύση και την ένταση της. Δεν έχει, όμως, αιτιολογήσει γιατί καθόρισε το χρονικό διάστημα των 10 ετών. Με την απόφαση της η Συμβουλευτική Επιτροπή έχει θέσει στην ίδια μοίρα την έκταση της πείρας που αποκτά ένας ως εργοδοτούμενος ενός μεγάλου Ελεγκτικού Οίκου με ευρύτατο κύκλο εργασιών και ποικιλόμορφες δραστηριότητες, ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες υψηλού επιπέδου και την πείρα που αποκτά κάποιος ως εργοδοτούμενος ενός Ελεγκτικού Οίκου με πολύ περιορισμένο κύκλο εργασιών ο οποίος ασχολείται με μόνο ένα τομέα δραστηριοτήτων και προσφέρει υπηρεσίες χαμηλού επιπέδου. Οι εμπειρίες που αποκτά ένας εργοδοτούμενος σε μεγάλο Οίκο σε διάστημα
, ας πούμε, 5 ετών δεν αποκλείεται να είναι μεγαλύτερες από εκείνες που αποκτά ένας εργοδοτούμενος σε μικρό Οίκο σε διάστημα 10 ετών. 'Ενας άλλος παράγων είναι η φύση και το είδος των καθηκόντων που εκτελεί ο εργοδοτούμενος στον Ελεγκτικό Οίκο που εργοδοτείται ανεξάρτητα από το μέγεθος του Οίκου. Στην μια περίπτωση δυνατόν να εκτελεί καθήκοντα τα οποία απαιτούν εξειδικευμένες ελεγκτικές γνώσεις, δεξιότητες και ειδικά προσόντα. Στην άλλη περίπτωση δυνατόν να εκτελεί συνήθη ελεγκτικά καθήκοντα τα οποία δεν απαιτούν τέτοιες ιδιότητες. Με τον τρόπο που έχει ενεργήσει η Διοίκηση έχει αγνοήσει τον παράγοντα της έντασης και της φύσης της εμπειρίας, ο οποίος, σύμφωνα με την πιο πάνω νομολογία, αποτελεί ένα πολύ σχετικό παράγοντα στη διαδικασία προσδιορισμού της πείρας.Για τους λόγους που έχουν τεθεί στην προηγούμενη παράγραφο θεωρώ ότι το θέμα της ικανοποίησης του κριτηρίου της πείρας, το οποίο απαιτείται από το άρθρο 155(1) (β) του Κεφ. 113, αποτελεί θέμα το οποίο πρέπει να εξετάζεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε περίπτωσης. Δεν μπορεί να εξετάζεται με βάση ένα γενικό χρονικό κριτήριο. Το θέμα δεν λύεται με την ένταξη όλων των περιπτώσεων στο γενικό κριτήριο της δεκαετούς πείρας. Η απόφαση περί την κατοχή του προσόντος της πείρας, η οποία απαιτείται
από το πιο πάνω άρθρο 155(1) (β), πρέπει να λαμβάνεται μετά από δέουσα διερεύνηση των γεγονότων και στοιχείων που συνθέτουν την περίπτωση του κάθε ενός από τους αιτητές ξεχωριστά. Δεν μπορεί να λαμβάνεται με μοναδικό κριτήριο τη χρονική διάρκεια της εργοδότησης το οποίο έχει καταστεί κριτήριο γενικής εφαρμογής ανεξάρτητα από τη φύση και ένταση της εργοδότησης.Είναι επομένως η κατάληξη μου ότι η Διοίκηση έχει ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια με πλημμελή τρόπο γιατί:
(α) Ο καθορισμός της επίδικης χρονικής διάρκειας ήταν αυθαίρετος (βλ. Αυγερινού (πιο πάνω), Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη έκδοση, παρα. 389
(β) Δεν έχει δώσει τη δέουσα βαρύτητα σε ένα πολύ σχετικό και πολύ ουσιώδη παράγοντα - εκείνο της φύσης και έντασης της εργοδότησης (
Carayiannis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 341, Christides v. Republic (1966) 3 C.L.R. 732, Kyprianides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 519 και Tseriotis v. Municipality of Nicosia (1968) 3 C.L.R. 215).(γ) 'Ηταν το αποτέλεσμα ανεπαρκούς και μη δέουσας έρευνας (
Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Tourpeki v. Republic (1973) 3 C.L.R. 592).(δ) Ο καθορισμός της επίδικης χρονικής διάρκειας δεν έχει αιτιολογηθεί σε σύναρτηση με το χρόνο, την ένταση και τη φύση της εμπειρίας (βλ. Αυγερινού, πιο πάνω).
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητά της.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.