ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 4 ΑΑΔ 777
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις Αρ. 439/2000, 485/2000 και 1624/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 439/2000
Μεταξύ
:Μάριου Παπαχριστοδούλου, από Λευκωσία,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
FONT>Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 485/2000
Μεταξύ
:Μαρίας Χριστοφόρου,
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
FONT>Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
Υπόθεση Αρ. 1624/2000
Μεταξύ
:Δήμητρας-Κούσιου Χρυσανδρέα, από Λευκωσία,
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
FONT>Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
17 Σεπτεμβρίου 2002
Για τον αιτητή στην υπόθεση αρ. 439/2000: Α. Κωνσταντίνου.
Για την αιτήτρια στην υπόθεση αρ. 485/2000: Νεοφύτου & Φλουρέντζου,
γι΄ αυτούς Φρ. Αθανασιάδου.
Για την αιτήτρια στην υπόθεση αρ. 1624/2000: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας.
Για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο: Τ. Παπαδόπουλος, γι΄ αυτόν Α. Κουντουρή.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 5 Ιανουαρίου 2000, με την οποία κατόπιν επανεξέτασης επελέγη ξανά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Ελένη Λάμπρου-Χατζηττοφή για προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Λειτουργού Γραφείου Επιτρόπου Διοικήσεως Α΄, Γραφείο Επιτρόπου Διοικήσεως (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής). Η προαγωγή, με αναδρομική ισχύ από 15 Ιανουαρίου 1998, δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 17 Μαρτίου 2000, Γνωστοποίηση Αρ. 1052.
Η προηγούμενη απόφαση της Ε.Δ.Υ., ημερ. 15 Δεκεμβρίου 1997, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο την 25 Νοεμβρίου 1999 στις προσφυγές αρ. 180/98 και 184/98, λόγω του ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε αιτιολογήσει την εντύπωσή της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση. Τέθηκαν σε εκείνες τις προσφυγές και άλλα ζητήματα τα οποία αφορούσαν σε προγενέστερα στάδια της διαδικασίας και ως εκ τούτου η εξέτασή τους προηγείτο, όμως δεν εξετάστηκαν. Επομένως συμπεριλήφθηκαν στις παρούσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Ένα από αυτά αφορά στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και έχει δύο πτυχές. Πρώτο, προβάλλεται ότι ένα από τα μέλη της, που δεν παρέστη σε μια από τις συνεδρίες λόγω απουσίας στο εξωτερικό, αγνοήθηκε μετά που επέστρεψε και δεν κλήθηκε στις επόμενες συνεδρίες, η σύνθεση των οποίων, ως εκ τούτου, δεν ήταν πια νόμιμη. Δεύτερο, προβάλλεται ότι η συμμετοχή του τότε Επιτρόπου Διοικήσεως στη Συμβουλευτική Επιτροπή - προήδρευσε ως Προϊστάμενος της Υπηρεσίας του - ήταν έκνομη και απαράδεκτη αφού μη όντας δημόσιος υπάλληλος αλλά ανεξάρτητος αξιωματούχος δεν είχε, βάσει είτε του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90 όπως τροποποιήθηκε) είτε του περί Επιτρόπου Διοικήσεως Νόμου (Ν. 3/91 όπως τροποποιήθηκε), «εξουσία με την οποία να μπορεί να αναμειγνύεται σε διαδικασίες για πλήρωση θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία ή πολύ περισσότερο στο να προβαίνει σε συστάσεις ή κρίσεις για το ποιόν θεωρεί καταλληλότερο ......», ούτε άλλωστε περιλαμβάνεται η Υπηρεσία Επιτρόπου Διοικήσεως σε ό,τι σχετικώς εξειδικεύεται στην Κ.Δ.Π. 99/98. Η πρώτη πτυχή τίθεται με την προσφυγή αρ. 1624/2000 και η δεύτερη με την προσφυγή αρ. 439/2000. Όμως, όπως επιβεβαίωσε η απόφαση πλειοψηφίας της Ολομέλειας στην υπόθεση Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, Α.Ε. 2728 ημερ. 5 Ιουνίου 2002, ζητήματα σύνθεσης εξετάζονται και αυτεπαγγέλτως. Θα τα εξετάσω λοιπόν σε σχέση και με τις τρεις συνεκδικαζόμενες προσφυγές.
Αρχίζω με τη δεύτερη πτυχή. Υποδείχθηκε από πλευράς της Δημοκρατίας η ερμηνεία, στο άρθρο 2 του Ν. 1/90, του όρου «Προϊστάμενος Τμήματος», και έγινε εισήγηση ότι κάλυπτε και τον Επίτροπο Διοικήσεως. Προβλέπεται ότι:
«"Προϊστάμενος Τμήματος" σημαίνει αυτόν που κατέχει την ιεραρχικά ανώτατη θέση στο Τμήμα και, προκειμένου περί Ανεξάρτητου Γραφείου ή Υπηρεσίας, τον Προϊστάμενο αυτού ή αυτής και περιλαμβάνει τον Διευθυντή Γραφείου Προέδρου αναφορικά με τους υπαλλήλους της Προεδρίας, το Γενικό Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων αναφορικά με τους υπαλλήλους της Βουλής των Αντιπροσώπων, το Γενικό Διευθυντή Υπουργείου αναφορικά με τους υπαλλήλους που δεν υπάγονται σε Τμήμα του Υπουργείου, το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού αναφορικά με τους υπαλλήλους του Γραφείου τούτου, το Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου αναφορικά με τους υπαλλήλους της Γραμματείας αυτού και τον Αρχιπρωτοκολλητή αναφορικά με τους Πρωτοκολλητές και όλους τους υπαλλήλους του Ανώτατου Δικαστηρίου και όλων των άλλων δικαστηρίων που υπάγονται στο Ανώτατο Δικαστήριο.»
Συμφωνώ με την εισήγηση της Δημοκρατίας. Έχω, με εκτίμηση, τη γνώμη ότι το γενικό μέρος προδήλως καλύπτει και την υπό αναφορά περίπτωση και ότι εν προκειμένω οι εξειδικεύσεις στην εν λόγω πρόνοια, οι οποίες κάλυπταν τις ως τότε περιπτώσεις, δεν έχουν παρά μόνο διευκρινιστικό χαρακτήρα.
Ως προς την πρώτη πτυχή σημειώνω ότι μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν και η κα Λήδα Κουρσουμπά, τότε Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας. Συμμετείχε στην πρώτη συνεδρία, ημερ. 8 Αυγούστου 1997, η οποία ασχολήθηκε με τα προσόντα των υποψηφίων, πήρε σχετικά με το θέμα ορισμένες αποφάσεις και προγραμμάτισε τα περαιτέρω. Στη δεύτερη συνεδρία, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1997, η κα Κουρσουμπά δεν έλαβε μέρος επειδή, καθώς σημειώνεται στα πρακτικά, απουσίαζε στο εξωτερικό. Κατά εκείνη τη συνεδρία η Συμβουλευτική Επιτροπή συνέχισε και συμπλήρωσε την εξέταση του θέματος των προσόντων υπό το φως των αποτελεσμάτων στις διεξαχθείσες εξετάσεις για τα Ελληνικά και Αγγλικά, αναθεώρησε απόφασή της σε σχέση με μια από τις υποψηφίους και αποφάσισε ποιοί ήταν οι προσοντούχοι που θα καλούνταν σε προφορική εξέταση στις 22 Οκτωβρίου 1997. Για τη συνεδρία της 22 Οκτωβρίου 1997 η κα Κουρσουμπά δεν κλήθηκε, δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά σε αυτήν και η Συμβουλευτική Επιτροπή λειτούργησε με τετραμελή σύνθεση, ωσάν να μην υπήρχε πέμπτο μέλος. Διεξήγαγε την προφορική εξέταση, κατέγραψε τις εντυπώσεις της για την απόδοση των υποψηφίων, προέβη σε γενικότερη αξιολόγηση και αποφάσισε ποιούς τέσσερεις θα σύστηνε. Τέλος, επειδή αμέσως μετά η Συμβουλευτική Επιτροπή πληροφορήθηκε το αποτέλεσμα δικαστικής ακυρωτικής απόφασης που αφορούσε τους συστηνομένους, διεξήχθη και τέταρτη συνεδρία κατά την οποία επαναβεβαιώθηκε η ήδη ληφθείσα απόφασή της.
Ο συνήγορος του αιτητή στην προσφυγή αρ. 439/2000 απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο ότι στη δεύτερη συνεδρία, στην οποία δεν παρέστη λόγω κωλύματος η κα Κουρσουμπά και την οποία χαρακτήρισε μη ουσιαστική, δεν διεξήχθη διαδικασία σε σχέση με την οποία η κα Κουρσουμπά δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί στην επόμενη συνεδρία, όπως θα συνέβαινε αν απουσίαζε στη συνεδρία κατά την οποία διεξήχθη η προφορική εξέταση. Εισηγήθηκε δε πως «Οι αρχές της Νομολογίας επέβαλλαν όπως κληθεί η κα. Κουρσουμπά, τεθούν υπόψη της τα αποφασισθέντα στη συνεδρία της 9/10/97 (κατά την οποία απουσίαζε) και λάβει θέση επ΄ αυτών, αν συμφωνεί ή όχι». Ο συνήγορος της Δημοκρατίας διαφώνησε. Επικαλέστηκε το άρθρο 32 του Ν. 1/90, σύμφωνα με το οποίο απαρτία υπάρχει έστω και αν απουσιάζει ένα μέλος αλλά τελικά αναγνώρισε ότι αυτό δεν πρόσφερε λύση στο υπό συζήτηση πρόβλημα. Εισηγήθηκε ότι η συνεδρία κατά την οποία η κα Κουρσουμπά απουσίασε λόγω κωλύματος ήταν ουσιαστική, για να καταλήξει ότι ορθά δεν κλήθηκε να συμμετάσχει στις επόμενες συνεδρίες. Επίσης εισηγήθηκε ότι δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα σύνθεσης από υποψήφιο που δεν επηρεάστηκε δυσμενώς. Στις ίδιες εισηγήσεις προέβη και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
Η συνεδρία, ημερ. 9 Οκτωβρίου 1997, κατά την οποία απουσίασε η κα Κουρσουμπά ήταν μεν ουσιαστική, με την έννοια ότι προωθήθηκε το έργο της Συμβουλευτικής Επιτροπής επί της ουσίας, αλλά αυτό δεν σήμαινε ότι αποκλείετο η περαιτέρω συμμετοχή του απουσιάζοντος μέλους. Η
φύση των εργασιών που διεξήχθησαν επέτρεπε, κατόπιν ενημέρωσης, την τοποθέτηση του απουσιάζοντος μέλους στο καθετί χωρίς την επανάληψη. Αυτό είναι το κριτήριο: βλ. την απόφαση της πλειοψηφίας της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 Α.Α.Δ. 370. Η περαιτέρω συμμετοχή θα καθίστατο αδύνατη μόνο αν παρέμενε κενό, όπως στην περίπτωση απουσίας κατά τη συνεδρία που διεξήχθη η προφορική εξέταση αφού τίποτε δεν θα μπορούσε πια να αναπληρώσει την έλλειψη προσωπικής εκτίμησης αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων. Η κα Κουρσουμπά θα έπρεπε λοιπόν να είχε κληθεί να συμμετάσχει στην επόμενη συνεδρία. Το ότι δεν κλήθηκε κατέστησε παράνομη τη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τα επόμενα: βλ. Pissas v. Republic (1976) 3 C.L.R. 30 και A.J. Pericleous (Services) Ltd ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 57/99, ημερ. 27 Μαρτίου 2000. Με αυτό ως δεδομένο θεωρώ άσχετο το αν επηρεάστηκε ή όχι υποψήφιος. Εν προκειμένω όμως μπορεί δυνητικά να επηρεαζόταν αφού η προφορική εξέταση, από τη διεξαγωγή της οποίας αποκλείστηκε η κα Κουρσουμπά, αποτελούσε ουσιώδες στοιχείο κρίσης.Ενόψει αυτής της κατάληξης δεν δικαιολογείται η εξέταση οποιουδήποτε άλλου εκ των τεθέντων ζητημάτων, ακόμα και εκείνου που αφορά στην πλήρωση και δεύτερης, στην ίδια διαδικασία, θέσης χωρίς αναπομπή στη Συμβουλευτική Επιτροπή για διπλασιασμό του αριθμού των συστηθέντων.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ