ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 261/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Άννας Σωκράτους Χριστοφή, από Λεμεσό,
Αιτήτριας
- και -
2. Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
17 Σεπτεμβρίου 2002
Για την αιτήτρια: Μ. Καλλιγέρου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 16 Απριλίου 2000 η αιτήτρια, η οποία κατέχει μόνιμη θέση καθηγήτριας βιολογίας σχολείων μέσης εκπαίδευσης, αποτάθηκε μέσω της συνηγόρου της στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για αναγνώριση προϋπηρεσίας στο Ίδρυμα Προστασίας Καθυστερημένων Ατόμων Λεμεσού «Άγιος Στέφανος» κατά την περίοδο 27 Απριλίου 1981-30 Σεπτεμβρίου 1992. Ο Καν. 3(1)(ε) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97 όπως τροποποιήθηκε) προβλέπει ότι:
«3.(1) Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται διαφορετικά στο Νόμο και τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των Κανονισμών αυτών, αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία, εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία -
.................................. .................................................. ......................
(ε) Σε οποιοδήποτε ίδρυμα της Κύπρου ή κρατικό ερευνητικό κέντρο της Κύπρου ή του εξωτερικού, το οποίο θα αναγνωριστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής για τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών:
Νοείται ότι για τους σκοπούς της υποπαραγράφου αυτής -
«ίδρυμα» σημαίνει φιλανθρωπικό ίδρυμα το οποίο -
(i) είναι εγγεγραμμένο ως φιλανθρωπικό ίδρυμα, σύμφωνα με την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που διέπει τα φιλανθρωπικά ιδρύματα
.(ii) κύριο έργο του έχει την παροχή ειδικής εκπαίδευσης
.(iii) λειτουργεί με δαπάνη του κράτους κατά το μεγαλύτερο μέρος
.»
Το ίδρυμα, στο οποίο αναφερόταν η αιτήτρια, ήταν από 2 Απριλίου 1980 εγγεγραμμένο ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δι΄ εγγυήσεως βάσει του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και όχι ως φιλανθρωπικό ίδρυμα βάσει του νόμου που διέπει τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Γι΄ αυτό δεν καθίστατο δυνατή η αναγνώρισή του για τους σκοπούς των Κανονισμών. Επομένως η Ε.Ε.Υ., με απόφαση ημερ. 6 Δεκεμβρίου 2000, απέρριψε το αίτημα. Παραθέτω το σχετικό μέρος των πρακτικών:
«Η Επιτροπή αποφασίζει να πληροφορήσει τη δικηγόρο της κας Άννας Σωκράτους ότι δεν μπορεί, με βάση τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 να αναγνωρίσει την πιο πάνω απασχόληση της πελάτισσάς της, γιατί έχοντας λάβει υπόψη τις απόψεις του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, διαπιστώνει ότι αυτή δεν αφορά υπηρεσία σε «ίδρυμα». Διευκρινίζεται ότι το ίδρυμα «Άγιος Στέφανος» δεν είναι εγγεγραμμένο ως φιλανθρωπικό ίδρυμα αλλά ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δι΄ εγγυήσεως σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο (Κεφ. 113) από 2.4.1980. «Ίδρυμα» σύμφωνα με τους πιο πάνω Κανονισμούς σημαίνει φιλανθρωπικό ίδρυμα το ποίο είναι εγγεγραμμένο ως τέτοιο.»
Κοινοποίησε το αποτέλεσμα με επιστολή ημερ. 11 Ιανουαρίου 2001.
Με την προσφυγή της η αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση με αναφορά σε τρία ζητήματα. Προβάλλει, πρώτο, ότι ο Καν. 3(1)(ε) «είναι ultra vires του εξουσιοδοτούντος περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69, στο μέτρο που εναποθέτει στον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού (αρμόδια αρχή) την αναγνώριση του Φιλανθρωπικού Ιδρύματος» αντί στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αφού, κατά την αιτήτρια, αυτό αφορά σε ζητήματα «διορισμών και προαγωγών που ανήκουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ε.Ε.Υ.» ενώ οι αρμοδιότητες του Υπουργού ανάγονται, βάσει του Νόμου, σε άλλους τομείς. Στο άρθρο 76 του Νόμου προβλέπεται, σε σχέση με την έκδοση Κανονισμών, ότι:
«76. (1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να εκδίδη Κανονισμούς προς καλυτέραν εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου και προς ρύθμισιν γενικώς παντός θέματος αφορώντος εις την Επιτροπήν, την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και τους εκπαιδευτικούς λειτουργούς:
Νοείται ότι μέχρις ότου οι τοιούτοι Κανονισμοί εκδοθώσιν ή οιονδήποτε θέμα καθορισθή άλλως δυνάμει του παρόντος Νόμου, οιοιδήποτε κανονισμοί ή διοικητικαί πράξεις και διοικητικαί οδηγίαι αι οποίαι περιέχονται εις εγκυκλίους ή άλλως και η υφισταμένη τακτική αναφορικώς προς την εκπαιδευτικήν υπηρεσίαν και εκπαιδευτικούς λειτουργούς εξακολουθούσι να ισχύωσι καθ΄ ην έκτασιν δεν αντίκεινται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητος του εδαφίου (1), οιοιδήποτε τοιούτοι Κανονισμοί δύναται να προνοώσι περί απάντων ή τινών των ακολούθων θεμάτων:
(α) καθορισμού οιουδήποτε θέματος (άλλου ή αναφερομένου εις δικαστικήν διαδικασίαν) το οποίον δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι επιδεκτικόν καθορισμού
(β) τύπων και δικαιωμάτων δι΄ οιονδήποτε θέμα απαιτούμενον ή επιτρεπόμενον υπό ή δυνάμει του παρόντος Νόμου ή προκύπτον εκ των διατάξεων αυτού
.(γ) εργασίμων ωρών και αργιών
.(δ) επιθεωρήσεων και βαθμολογήσεως του εκπαιδευτικού λειτουργού.
Κατά τη γνώμη μου η ανάθεση της εξουσίας στον Υπουργό, ως αρμόδιας αρχής, για την αναγνώριση των ιδρυμάτων κ.α. για σκοπούς προϋπηρεσίας, δεν αντίκειται σε ό,τι ο Νόμος (στο άρθρο 5) συγκεκριμένα καθορίζει ως τις αρμοδιότητες της Ε.Ε.Υ. ή ακόμα και ευρύτερα,
με αναφορά στο ρόλο που ανατίθεται στην Ε.Ε.Υ. Το ζήτημα αναγνώρισης ιδρύματος ως προϋπόθεσης για την αναγνώριση βάσει του ιδίου του Κανονισμού της προϋπηρεσίας σ΄ αυτό, αφορά μέρος των δεδομένων τα οποία, όπως και άλλα παρόμοια, η Ε.Ε.Υ. λαμβάνει υπόψη στην άσκηση των δικών της αρμοδιοτήτων και ο εξωτερικός, με αυτό τον τρόπο, καθορισμός τους δεν αποτελεί επέμβαση στο έργο που ο νόμος της αναθέτει.Δεύτερο, η αιτήτρια προβάλλει ότι το πρώτο σκέλος της επιφύλαξης του Καν. 3(1)(ε) «είναι εκτός των εξουσιοδοτικών πλαισίων του Νόμου, άρθρο 76» ενόψει της διάκρισης βάσει του νομικού χαρακτηρισμού του ιδρύματος ενώ το κριτήριο θα έπρεπε να ήταν «η προϋπηρεσία σε εκπαίδευση, το είδος της εκπαίδευσης και η ποιότητα της εκπαίδευσης». Τρίτο, προβάλλει παράλληλα, με τον ίδιο συλλογισμό, ότι το εν λόγω μέρος του Κανονισμού αντίκειται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από τη γραπτή αγόρευση της συνηγόρου:
«Τούτο διότι δημιουργεί αδικαιολόγητη και μη επιθυμητή από το άρθρο 28 του Συντάγματος, ανισότητα μεταξύ των εκπαιδευτικών λειτουργών που παρείχαν την ίδια εκπαιδευτική υπηρεσία με τους άλλους συναδέλφους τους σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που δεν ήταν εγγεγραμμένα ως τέτοια, σύμφωνα με την φιλανθρωπικών ιδρυμάτων νομοθεσία, με αυτούς που παρείχαν ταυτόσημου είδους και ποιότητας εκπαιδευτική υπηρεσία σε φιλανθρωπικά ιδρύματα που ήταν εγγεγραμμένα με την εν λόγω νομοθεσία, αλλά κατά τα λοιπά πληρούν τις άλλες πρόνοιες και απαιτήσεις του Κανονισμού. Δεν υπάρχει η εύλογη αιτία της διάκρισης. Η εκπαιδευτική υπηρεσία μεταξύ των δύο, που είναι το ουσιώδες κριτήριο, είναι η ίδια. Παρέχουν ειδική εκπαίδευση σε άτομα με ειδικές ικανότητες ή ειδικά ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Λειτουργούν όλα αυτά τα ιδρύματα με δαπάνη του κράτους κατά το μεγαλύτερο μέρος καθώς και με την επίβλεψη του Υπουργείου Παιδείας ως προς το εκπαιδευτικό τους πρόγραμμα.»
Σε σχέση τόσο με το δεύτερο όσο και με το τρίτο ζήτημα, το παράπονο της αιτήτριας απολήγει στην άποψη ότι ο Κανονισμός δεν καλύπτει και τη δική της περίπτωση. Παρόμοια περίπτωση απασχόλησε τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Μαρίκα Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 248/00, ημερ. 15 Ιουνίου 2001. Η απάντηση που δόθηκε εκεί, βάσει της απόφασης της Ολομέλειας στη Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας
(1996) 3 Α.Α.Δ. 530 στην οποία στηρίχθηκε και η απόφασή μου σε παρόμοιο νομικό πρόβλημα στην Άννα Γιαγκώζη ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 291/01, ημερ. 30 Απριλίου 2002, καλύπτει και τις ανάγκες της παρούσας περίπτωσης. Μεταφέρω το σχετικό μέρος της απόφασης του Κωνσταντινίδη, Δ.:«Είναι βασικό το ότι, στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος, η αντισυνταγματικότητα ή το έκνομο του Κανονισμού δεν εξετάζεται αυτοτελώς αλλά μόνο παρεμπιπτόντως κατά την αναθεώρηση εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης. Νοουμένου, βέβαια, ότι είναι απαραίτητη τέτοια κρίση για τις ανάγκες της περίπτωσης και δεν έχουμε εδώ προσφυγή για ακύρωση ευεργετημάτων που αποδόθηκαν σε άλλους εκπαιδευτικούς. Αν θα ήταν δυνατό να εξεταστούν τα θέματα που εγείρει η αιτήτρια αυτό θα μπορούσε να γίνει μόνο σε συνάρτηση προς τις ανάγκες του αιτήματος της για αναγνώριση της δικής της προϋπηρεσίας στο Τμήμα Θήρας και Πανίδας.
Παρόμοιο θέμα απασχόλησε την Ολομέλεια στη Dias United Publishing Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 530. Μεταξύ άλλων προσβλήθηκε η άρνηση χορήγησης στους αιτητές άδειας για την οργάνωση και λειτουργία λαχείου και το επιχείρημα ήταν πως ο περί Λαχείων Νόμος Κεφ. 74 που ρητά κάλυπτε τη δυνατότητα οργάνωσης και διεξαγωγής λαχείου μόνο από το ΡΙΚ, ήταν αντισυνταγματικός ως
"Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού
ε θα ήταν δυνατό διά της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς τη πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος."
Ομοίως και στην παρούσα περίπτωση. Η υπηρεσία της αιτήτριας στην Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας δεν καλύπτεται ως "προϋπηρεσία" με οποιαδήποτε θετική διάταξη του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69) ή των Κανονισμών. Επομένως, η όποια κρίση για το κύρος του επίμαχου Κανονισμού δεν θα ήταν δυνατό να έχει επίδραση σε σχέση με τη διεκδίκηση της αιτήτριας. Αυτή θα υπέκειτο σε απόρριψη, εν πάση περιπτώσει.»
Η προσφυγή δεν μπορεί λοιπόν να επιτύχει. Και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ