ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 784/02

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

ΜΕΤΑΞΥ:

1. MarkeTrends Financial Services Ltd.,

2. Λάμπρου Χριστοφή,

Αιτητών

και

Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου,

Καθ'ης η αίτηση

----------------------------

30 Αυγούστου 2002

Αίτηση ημερομηνίας 28/8/2002

Για τους Αιτητές: κ. Λ. Παπαφιλίππου και κ. Α. Χαβιαράς.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(α) Τα γεγονότα

Στις 21/8/2002 η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου πληροφόρησε εγγράφως την αιτήτρια εταιρεία MarkeTrends Financial Services Ltd και το Διευθύνοντα και Πρώτο Εκτελεστικό Σύμβουλο της Λάμπρο Χριστοφή, ότι αποφάσισε το διορισμό των κκ. Χρίστου Τσολάκη, Ευγένιου Ευγενίου, Χριστάκη Σάντη και Νίκου Θεοδούλου, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 37(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου αρ. 64(Ι)/2001, για τη διερεύνηση ενδεχόμενων παραβάσεων από την πιο πάνω εταιρεία της νομοθεσίας που διέπει την κεφαλαιαγορά. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου πληροφορούσε επίσης τους πιο πάνω αιτητές ότι οι ερευνώντες λειτουργοί θα προέβαιναν σε είσοδο και έρευνα στα γραφεία της εταιρείας, ότι οι πληροφορίες που θα περισυλλέγονταν θα ήταν εμπιστευτικής φύσης και θα εχρησιμοποιούντο μόνο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής και ότι σε περίπτωση άρνησης των αιτητών να συμμορφωθούν προς τις κλήσεις των ερευνώντων λειτουργών, θα υπέκειντο στις κυρώσεις που προνοεί ο Νόμος 64(Ι)/2001. Κατόπιν διαβουλεύσεων μεταξύ της αιτήτριας εταιρείας και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς συμφωνήθηκε ότι η έρευνα θα αρχίσει στις 30/8/2002.

Με την παρούσα προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 28/8/2002 οι αιτητές αμφισβητούν τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και με Μονομερή (ex parte) αίτηση που καταχωρήθηκε ταυτόχρονα με την προσφυγή ζητούν

(α) Προσωρινό διάταγμα αναστολής της εφαρμογής της προσβαλλόμενης πράξης μέχρι την ακρόαση και συμπλήρωση της αίτησης με κλήση (application by summons) που έχει καταχωρηθεί, και

(β) Προσωρινό διάταγμα με το οποίο θα εμποδίζονται οι ερευνώντες λειτουργοί να προβούν στη διενέργεια έρευνας μέχρι την ακρόαση και αποπεράτωση της αίτησης με κλήση που έχει καταχωρηθεί.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υπέβαλε προς υποστήριξη της αποδοχής της μονομερούς αίτησης για την έκδοση του προσωρινού διατάγματος τις πιο κάτω εισηγήσεις:

 

(i) Παραβίαση του άρθρου 34 του Νόμου 64(Ι)/2001

Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 34 του Νόμου 64(Ι)/2001 γιατί δεν καθορίζει ποιά είναι η "ενδεχόμενη παραβίαση" για την οποία θα διεξαχθεί η έρευνα. Το άρθρο 34 του Νόμου 64(Ι)/2001 προνοεί ότι,

"Η Επιτροπή έχει εξουσία να διενεργεί έρευνες απαραίτητες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της και για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παραβίασης των δυνάμει του παρόντος Νόμου επιβαλλόμενων υποχρεώσεων και προς τούτο δύναται -

(α) να ελέγχει αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα και στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές κάθε προσώπου για το οποίο υπάρχει εύλογη υπόνοια ότι κατέχει στοιχεία δυνάμενα να βοηθήσουν την Επιτροπή στην έρευνά της και να λαμβάνει αντίγραφα ή αποσπάσματά τουςΧ και

(β) να εισέρχεται σε γραφεία και επαγγελματικούς χώρους των υπό έρευνα προσώπων."

 

Επιπρόσθετα έχει υποβληθεί ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34 η διενέργεια έρευνας για τυχόν παραβιάσεις πρέπει να περιορίζεται στις πρόνοιες του "παρόντος Νόμου", δηλαδή του 64(Ι)/2001. Το γεγονός ότι η επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφέρει ότι η έρευνα βασίζεται στις πρόνοιες των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμων (αρ. 14(Ι)/93 μέχρι 162(Ι)/2002) καθιστά τη σχετική απόφαση έκδηλα παράνομη. Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί ότι η σχετική επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς αναφέρει ότι η έρευνα διεξάγεται για πράξεις ή παραλείψεις που διαταράσσουν την ομαλή λειτουργία της χρηματιστηριακής αγοράς "και μεταξύ άλλων τη συμμόρφωση με τα άρθρα 60(2), 63, 67(δ) των περί Αξιών και Χρηματιστηριών Αξιών Κύπρου Νόμων του 1993 έως 2002 και τον Κανονισμό 81(1) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995 έως 2002".

 

(ii) Παραβίαση του άρθρου 35 του Νόμου 64(Ι)/2001

Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 35(2) του Νόμου 64(Ι)/2001 γιατί δεν ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας. Το άρθρο 35(2) προνοεί ότι,

"Η εντολή της Επιτροπής δέον να είναι γραπτή και να καθορίζει το σκοπό της έρευνας, να ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη στην οποία βασίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης του προσώπου στο οποίο η εντολή αφορά να συμμορφωθεί προς την εντολή."

 

Μια άλλη εισήγηση που υποβλήθηκε αναφορά με το άρθρο 35 του Νόμου 61(Ι)/94 είναι ότι η επιστολή της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς της 21/8/2002 δεν καθορίζει τα πρόσωπα εναντίον των οποίων διενεργείται η έρευνα. Αντίθετα οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η επιστολή απευθύνεται σε 30 νομικά και φυσικά πρόσωπα αόριστα, χωρίς στοιχεία και λεπτομέρειες.

 

(iii) Παραβίαση του άρθρου 37(1) του Νόμου 64(Ι)/2001

Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 37(1) του Νόμου 64(Ι)/2001 γιατί διόρισε τέσσερα πρόσωπα αντί ενός για τη διεξαγωγή της έρευνας.

Το άρθρο 37(1) προνοεί ότι,

"Κατά την εξέταση παραβάσεως κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 36, το Συμβούλιο έχει εξουσία να ορίζει μέλος του Συμβουλίου ή λειτουργό της Επιτροπής ως ερευνώντα λειτουργό προς διερεύνηση της παράβασης."

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υπέβαλε ότι η παρανομία που παρατηρείται δεν είναι τόσο έκδηλη ώστε να δικαιολογεί την έκδοση του προσωρινού διατάγματος.

 

(iv) Παραβίαση συνταγματικών και νομοθετικών προνοιών

Επιπρόσθετα οι αιτητές εισηγούνται ότι η ενέργεια της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να διατάξει τη σχετική έρευνα παραβιάζει έκδηλα το άρθρο 12.5 του Συντάγματος, το άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το άρθρο 8 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και τις νομικές αρχές της μη αυτοενοχοποίησης, σε βαθμό που η έκδοση του προσωρινού διατάγματος να είναι δικαιολογημένη.

Οι αιτητές υπέβαλαν επίσης ότι αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα η εταιρεία MarkeTrends Financial Services Ltd θα υποστεί "ζημιά που θα είναι αδύνατο να υπολογισθεί ούτε και υπάρχει τρόπος να υπολογιστεί". Η απόρριψη της αίτησης θα επιφέρει ανυπολόγιστη ζημιά στην καλή φήμη της εταιρείας, στην ομαλή λειτουργία της και στη σταθερότητα της τιμής της μετοχής της στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου.

 

(β) Η νομική πλευρά

Οι αρχές που καθορίζουν την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος στο Διοικητικό Δίκαιο έχουν καθοριστεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Απώτερος σκοπός της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος είναι η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης και αναστολή της απόφασης μέχρι νεώτερης απόφασης του Δικαστηρίου. Το προσωρινό αυτό μέτρο συνιστά μια δραστική θεραπεία και πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ (ίδε Clerides and others (No.1) v. The Republic [1966] 3 C.L.R. 701). Και τούτο γιατί το Ανώτατο Δικαστήριο μέσα στα πλαίσια της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας να ελέγχει διοικητικές αποφάσεις, δεν ενδείκνυται να παρεμβαίνει σε αυτές προτού ολοκληρωθεί η έρευνα του για την εγκυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Το προσωρινό διάταγμα στο Διοικητικό Δίκαιο δεν σχετίζεται με το συντηρητικό διάταγμα που εκδίδεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 (ίδε Moyo and another v. The Republic [1988] 3 C.L.R. 976).

Προτού εκδοθεί ένα προσωρινό διάταγμα ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει

(α) έκδηλη παρανομία της προσβαλλόμενης πράξης ή

(β) σοβαρή πιθανότητα να υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν το διάταγμα δεν εκδοθεί.

Ο καθορισμός της έκδηλης παρανομίας υπήρξε ένα θέμα που απασχόλησε πολλές φορές το Δικαστήριο. Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Frangos and others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 53 στη σ. 58,

"Although what amounts to flagrant illegality is nowhere exhaustively defined, it appears to me to involve a clear violation of the procedure envisaged by the law or unquestionable disregard of the fundamental precepts of administrative law. The notion does not encompass any defective exercise of discretionary powers vested in an organ of public administration."

 

Η παρανομία πρέπει να προβάλλει από μόνη της ως "έκδηλη, διαβόητη και σκανδαλώδης". (Ιδε Economides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 837). Ομως η παρανομία πρέπει να είναι έκδηλη με την έννοια ότι είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής.

Οπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Αίτηση 141/89 της 29/5/90, απόφαση της Ολομέλειας) αναφορικά με την έννοια της έκδηλης παρανομίας,

"Είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφερθούμε στη σημασία της φράσης "προφανής παρανομία". Το εννοιολογικό της πλαίσιο προσδιόρισε η νομολογία. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι υποδηλώνει τις περιπτώσεις που η παραβίαση είναι οφθαλμοφανής χωρίς να χρειάζεται η διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων."

 

Πρέπει να τονισθεί ότι κατά το στάδιο της εξέτασης μιας αίτησης για την έκδοση προσωρινού διατάγματος το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της διαφοράς και θα πρέπει να αποφεύγει να εκφέρει τελικά την κρίση πάνω στο θέμα. Και τούτο γιατί, έστω και αν η παρανομία είναι πασιφανής, η τελική κρίση πάνω στο θέμα σε αυτό το προκαταρκτικό στάδιο θα καθιστούσε την εξέταση της ουσίας σε αργότερο στάδιο μάταιη. (Ιδε Κροκίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (πιο πάνω), Karram v. Republic (1983) 3 CLR 199). Οπως αναφέρεται και στο άρθρο 13(1) των Διαδικαστικών Κανονισμών του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962,

"Προς πλήρη απονομήν της δικαιοσύνης το Δικαστήριον ή εις περιπτώσεις διαδικασίας συμφώνως προς το Αρθρον 146 οιοιδήποτε δύο Δικασταί ενεργούντες εκ συμφώνου, δύνανται, καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας, είτε αυτεπαγγέλτως είτε τη αιτήσει οιουδήποτε διαδίκου, να εκδίδωσι προσωρινόν διάταγμα το οποίον όμως δεν θα διαγιγνώσκη την ουσίαν της υποθέσεως."

 

Ο άλλος λόγος που συνηγορεί υπέρ της έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος είναι η σοβαρή πιθανότητα πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή αν δεν εκδοθεί το διάταγμα. Προς τούτο ο αιτητής πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία για την απόδειξη ανεπανόρθωτης ζημιάς που δεν θα μπορεί να αποκατασταθεί με οποιαδήποτε από τις θεραπείες που μπορούν να παραχωρηθούν με την ακύρωση της συγκεκριμένης διοικητικής πράξης.

Εχω εξετάσει προσεκτικά όλα τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον μου και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αίτηση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οι αιτητές δεν έχουν αποδείξει ότι οι καθ'ων η αίτηση έχουν ενεργήσει κατά έκδηλα παράνομο τρόπο κατά παράβαση των σχετικών συνταγματικών και νομοθετικών προνοιών. Οι ισχυριζόμενες παρανομίες που έχουν υποδειχθεί δεν στοιχειοθετούν τον έκδηλο εκείνο χαρακτήρα της παρανομίας που θα επέτρεπε την επέμβαση του Δικαστηρίου σε αυτό το προκαταρκτικό στάδιο.

Επιπρόσθετα ο ισχυρισμός για την πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς δεν έχει τεκμηριωθεί. Δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία ότι η ζημιά θα είναι τέτοιας φύσης που δεν θα μπορεί να εκτιμηθεί σε αργότερο στάδιο. Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που καταχωρήθηκε εκ μέρους των αιτητών δεν φαίνεται ότι ο καθορισμός των ζημιών που μπορεί να προκύψουν δεν θα είναι εφικτός.

 

 

 

 

 

 

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο