ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1501/99 και
1502/99ΕΝΩΠΙΟΝ - Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
S & H Parayialia Estates Ltd
Αιτητώ ν
και
Καθ΄ων η αίτηση
΄Οπως τροποποιήθηκε με βάση Διάταγμα του Δικαστηρίου
ημερομηνίας 15.3.01
S & H Parayialia Estates Ltd
Αιτητώ ν
και
Καθ΄ων η αίτηση
1 Αυγούστου 2002.
Για τους αιτητές - Χρ. Βασιλειάδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση 1 - Δ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
Για τους καθ΄ων η αίτηση 2 - Α. Σέργης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 28 και 29 Νοεμβρίου 1990 οι αιτητές υπέβαλαν χωριστές αιτήσεις για διαχωρισμό τεμαχίων γης στο Μενεού σε δυο μεγάλα οικόπεδα και για άδεια οικοδομής προς ανέγερση συγκροτήματος από 81 δυόροφες οικιστικές μονάδες, περίπτερο και πισίνα. Η αίτηση για διαχωρισμό απορρίφθηκε στις 25.11.91 και στις 13.12.91 ασκήθηκε ιεραρχική προσφυγή προς τον Υπουργό Εσωτερικών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 18 του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 όπως τροποποιήθηκε (ο Νόμος). Η άλλη αίτηση, για λόγους που θα δούμε, παρέμεινε σε εκκρεμότητα, όπως, για μεγάλο χρονικό διάστημα, και η ιεραρχική προσφυγή που είχε ασκηθεί. Η απόφαση στη δεύτερη αίτηση λήφθηκε στις 16.1.96. ΄Ηταν και πάλιν απορριπτική και, στις 7.2.96, ασκήθηκε και ως προς αυτή ιεραρχική προσφυγή. Οι δυο ιεραρχικές προσφυγές απορρίφθηκαν, οι αιτητές ενημερώθηκαν με επιστολή ημερομηνίας 16.9.99 και ασκήθηκαν οι παρούσες προσφυγές. Μια για την κάθε ιεραρχική προσφυγή.
Ο λόγος της απόρριψης των αιτήσεων και στη συνέχεια των ιεραρχικών προσφυγών ήταν εντελώς συγκεκριμένος. Τα τεμάχια δεν εφάπτονταν δημόσιου δρόμου και δεν είχαν ικανοποιητική προσπέλαση σε τέτοιο. Επομένως, η έγκριση των αιτήσεων θα παραβίαζε τον Κανονισμό 15Β(1) των περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Κανονισμών. (βλ. τις τροποποιητικές ΚΔΠ 295/79, ΚΔΠ 292/82 και ΚΔΠ 114/87).
Με την πάροδο του χρόνου απαλλοτριώθηκε ακίνητη ιδιοκτησία και κατασκευάστηκε δρόμος που θα επέτρεπε την ανάπτυξη και αυτή η εξέλιξη έδωσε την αφορμή για την υποβολή σειράς επιχειρημάτων τα οποία, όμως, πέρα από το ότι είναι αντιφατικά προς την ίδια τη βασική θέση των αιτητών, δεν είναι δυνατό και να απομακρύνουν από την ουσία του θέματος.
Κατ΄αρχάς οι αιτητές παραπονούνται για τη μεγάλη καθυστέρηση, την οποία και ο ίδιος ο Υπουργός ρητά αποδοκίμασε. Αυτή όμως η καθυστέρηση δεν θα μπορούσε αφ΄ εαυτής να διαφοροποιήσει το σταθερό γνώμονα των νομοθετικών προνοιών σε σχέση με το πότε είναι δυνατή η έγκριση τέτοιων αιτήσεων. Είναι δε προφανές πως απέβλεπε, στην πραγματικότητα, στην εξυπηρέτηση των ίδιων των αιτητών. ΄Οπως προκύπτει, ακριβώς εξ αιτίας της προοπτικής για, εν τέλει, κατασκευή δρόμου στην περιοχή, η διοίκηση άφησε τα πράγματα στάσιμα. Οπότε, επικαλούνται οι αιτητές και τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης σε σχέση με τις προσδοκίες που η διοίκηση άφησε να δημιουργηθούν. Δεν επιβεβαιώνουν οι καθ΄ων η αίτηση πως δόθηκαν
διαβεβαιώσεις στους αιτητές αλλά το βασικό είναι πως δεν θα ήταν δυνατό πρωτοβουλίες διοικητικών λειτουργών να υπερφαλαγγίσουν τις νομοθετικές διατάξεις.Το ζήτημα που φυσιολογικά ήλθε στην επιφάνεια αφορούσε στη δυνατότητα θεώρησης του δρόμου που κατασκευάστηκε μεσούσας της δεκαετίας του 1990, αφού στο μεταξύ τέθηκε σε ισχύ και ο περί Πολεοδομίας και Οικήσεως Νόμος του 1972 (Ν. 90/72 όπως τροποποιήθηκε), ως ικανοποιούντος τη νομοθετική απαίτηση. Η απάντηση ήταν σαφώς αρνητική, ορθά όπως νομίζω. Οι αιτητές
ανέπτυξαν στις αγορεύσεις τους επιχειρήματα με αναφορά σε δυνατότητες από το Ν. 90/72 και συζήτησαν το θέμα του δρόμου που κατασκευάστηκε αλλά αυτά είναι εξ ορισμού αντιφατικά. Η εξέταση της περίπτωσης υπό το πρίσμα του καθεστώτος που δημιούργησε ο Ν. 90/72 θα σήμαινε κατ΄ανάγκην απόρριψη των αιτήσεων τους αφού θα ήταν προϋπόθεση για την οποιαδήποτε ανάπτυξη η εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας και, ακριβώς, ήταν και η δική τους διεκδίκηση να κριθούν οι αιτήσεις τους με βάση το καθεστώς που ίσχυε πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου 90/72. Πέραν των άλλων, αυτό θα τους επέτρεπε να καρπωθούν και το όφελος των ευνοϊκότερων συντελεστών δόμησης που ίσχυαν τότε. Δυνατότητα που θα έχαναν εάν υπέβαλλαν αίτηση για πολεοδομική άδεια στη βάση της κατάστασης, όπως αυτή διαμορφώθηκε, πράγμα που τους εισηγήθηκε και η διοίκηση μετά την απόρριψη, στις 16.1.96, της αίτησης για διαχωρισμό. Επομένως, η κρίση των αιτήσεων για διαχωρισμό και οικοδόμηση χωρίς να θεωρείται αναγκαία η εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας, ήταν ότι ευνοϊκότερο θα ήταν δυνατό να αναμένουν οι αιτητές, στο πλαίσιο των διεκδικήσεων τους. Συνακολούθως, ήταν αναπόφευκτη η εξέτασή τους και στην πορεία η κρίση επί των ιεραρχικών προσφυγών, στη βάση του καθεστώτος που ίσχυε ως το 1990, που δεν περιλάμβανε το δρόμο ο οποίος μετά από χρόνια κατασκευάστηκε. ΄Αλλη προσέγγιση θα ήταν αντινομική.Επί της ουσίας της υπόθεσης, σε σχέση δηλαδή με τους λόγους απόρριψης των διεκδικήσεών τους, οι αιτητές αμφισβητούν την κρίση πως τα ακίνητά τους δεν είχαν επαρκή προσπέλαση σε δημόσιο δρόμο. Επικαλούνται συναφώς την ύπαρξη δικαιώματος διάβασης, πλάτους 35 ποδών. Περαιτέρω, εισηγούνται πως έτυχαν άνισης μεταχείρισης αφού σε άλλους, στις εταιρείες Cybarco και Χατζηγιάννης, κάτω από τα ίδια πραγματικά δεδομένα, χορηγήθηκαν άδειες οικοδομής. ΄Ηταν, μάλιστα, η αρχική αντίληψή τους πως χορηγήθηκαν τέτοιες άδειες οικοδομής σε άλλους, ακόμα και μετά την απόρριψη της δικής τους αίτησης το 1991. Αυτή την τελευταία θέση την εγκατέλειψαν αφού τους δόθηκε η ευκαιρία που ζήτησαν να ερευνήσουν τους
σχετικούς φακέλους. Εκείνο που έγινε μετά την απόρριψη της δικής τους αίτησης ήταν μόνο η ανανέωση της άδειας οικοδομής που είχε εκδοθεί προηγουμένως υπέρ της εταιρείας Cybarco. Πράξη εγγενώς διαφορετική, όπως επισημαίνουν οι καθ΄ων η αίτηση με αναφορά στις ιδιαίτερες νομοθετικές ρυθμίσεις που διέπουν τις ανανεώσεις.Είναι αβάσιμοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί των αιτητών. Κατ΄αρχάς ήταν ακριβώς εξ αιτίας της χορήγησης των αδειών στις εταιρείες που αναφέρθηκαν που ανέκυψε το θέμα. Ο Επαρχιακός Λειτουργός του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Λάρνακας, κατά την εξέταση της αίτησης των αιτητών για άδεια οικοδομής, είδε την "τακτική" που ως τότε ακολουθείτο να χορηγείται άδεια οικοδομής σε τεμάχια που στερούνται ικανοποιητικής προσπέλασης. Το ερώτημα που έθεσε αφορούσε στο κατά πόσο αυτό θα έπρεπε να συνεχιστεί και στην περίπτωση των αιτητών. Ζητήθηκε γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία και αυτή ήταν κάθετη. Περιλάμβανε τις πρόνοιες του Κανονισμού 15Β και αφού, όπως καταφαινόταν, η προσπέλαση των τεμαχίων των αιτητών δεν τις ικανοποιούσε, θα έπρεπε να απορριφθεί η αίτησή τους. Με την ορθή προσθήκη, η οποία συνοδεύεται και από αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα στην παρανομία.
΄Ηταν πάνω σ΄αυτή τη βάση που κρίθηκαν οι διεκδικήσεις των αιτητών και, βεβαίως, το κρίσιμο απολήγει να αφορά στο κατά πόσο τα τεμάχιά τους είχαν ή όχι την απαιτούμενη προσπέλαση. Αν δεν την είχαν, το γεγονός ότι είχε προηγουμένως παραβιαστεί ο Νόμος στην περίπτωση άλλων, δεν θα ήταν δυνατό να βελτιώσει
τη δική τους θέση.Το δικαίωμα διάβασης το οποίο, όπως εισηγούνται οι αιτητές, θα καθιστούσε νόμιμη την έγκριση των αιτήσεών τους εξετάστηκε και διαπιστώθηκε πως ήταν εντελώς έξω από όσα απαιτούσαν οι νομοθετικές διατάξεις. Όπως εξηγείται (βλ. μεταξύ άλλων το ερ. 27 στο φάκελο τεκμήριο 1), όχι μόνο δεν κατέληγε σε εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο αλλά, όπως αυτό αναγράφεται στο τίτλο ιδιοκτησίας, "αναφέρεται σε τοποθέτηση, χρήση, συντήρηση, επιδιόρθωση και επανατοποθέτηση αγωγών υδατοπρομήθειας και τοποθέτηση, εγκατάσταση, επιδιόρθωση και επανατοποθέτηση αγωγών για ηλεκτρικές και τηλεφωνικές εγκαταστάσεις."
Οι αιτητές, ενώ δεν αντιτείνουν οτιδήποτε το συγκεκριμένο, αναιρετικό δηλαδή αυτών των επισημάνσεων, αφού αστόχως θα έλεγα εμπλέκουν το άρθρο 23 του Συντάγματος, εισηγούνται πως ο Υπουργός "κατά παράβαση του άρθρου 18 του Νόμου" παρέλειψε να τους δώσει την ευκαιρία να ακουστούν επί των ιεραρχικών προσφυγών. Ενώ, όπως ορθά υποδεικνύουν οι καθ΄ων η αίτηση, το άρθρο 18 δεν επιβάλλει τέτοια υποχρέωση αλλά μόνο παρέχει στον Υπουργό σχετική εξουσία, την οποία ασκεί αν το θεωρήσει «αναγκαίο ή σκόπιμο». Και, περαιτέρω, εισηγούνται πως ο Υπουργός παρέλειψε να προβεί σε «δέουσα έρευνα» χωρίς όμως και να εξειδικεύουν τί τελικά έλειπε από την εικόνα. Τελικά ότι «ο Υπουργός παρέλειψε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια που παρείχε ο νόμος και δεν πήρε ο ίδιος καμιά απολύτως απόφαση». Χωρίς να προσδιορίζουν ποιάς μορφής διακριτική εξουσία θα ήταν δυνατό να διαδραματίσει ρόλο μπροστά στη διαπίστωση πως οι διεκδικήσεις τους ήταν παράνομες. Και κατά παραγνώριση ουσιαστικά της ενυπόγραφης χειρόγραφης απόφασης του Υπουργού, όπως τη βρίσκουμε στο ίδιο το έγγραφο που περιλάμβανε ολόκληρο το ιστορικό και όλα τα ουσιώδη δεδομένα. Σε σχέση με τις αιτιολογημένες εισηγήσεις για απόρριψη που καταγράφησαν, ο Υπουργός έγραψε "συμφωνώ και να απαντήσετε", προσθέτοντας και τα ακόλουθα: «Σημειώνω, όμως, με απογοήτευση την απαράδεκτη καθυστέρηση από το 1991". Οι αιτητές επικαλέστηκαν συναφώς τις πρόνοιες του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού
Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν. 158(Ι)/99 χωρίς να προσέξουν πως αυτός τέθηκε σε ισχύ στις 31.12.99, μετά τη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Αλλά και χωρίς να είναι πλήρης η αναφορά τους στη νομολογία ως προς τις σχετικές αρχές, στην κωδικοποίηση των οποίων ουσιαστικά απέβλεψε ο Νόμος. Αυτές συμπληρώνονται από τους καθ΄ων η αίτηση 1 στη δική τους αγόρευση. Παρεμβάλλω εδώ πως η αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση 2 αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή της αγόρευσης των καθ΄ων η αίτηση 1. (Βλ. Συμβούλιο Λ/κας κ.ά. ν. Mobil Oil Ltd κ.α. (1996) 3ΑΑΔ 294 Δημητριάδης ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. Προσφυγή 1029/85 κ.α. ημερομηνίας 13.3.96, Παναγιώτης Στρούθου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 683/97 ημερομηνίας 6.7.98 που επικυρώθηκε στην ΑΕ 2587 ημερομηνίας 5.2.01. Στη βάση της νομολογίας καταλήγω πως, αντίθετα προς την εισήγηση των αιτητών, υπάρχει αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού ο οποίος άσκησε και δεν απεμπόλησε την εξουσία που του παρέχει ο Νόμος.Καταλήγω πως δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και οι προσφυγές απορρίπτονται, με έξοδα. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις επικυρώνονται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ
/ΜΣι.
C:\My Documents\2002\PART4\1501-99κα.doc