ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις αρ.

811/2000 και 1070/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Υπόθεση αρ. 811/2000

Μεταξύ:

Βραχίμη Ι. Χατζηχάννα, από τη Λευκωσία

Αιτητή

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση αρ. 1070/2000

Μεταξύ:

1. Χρίστου Τσιάτταλου

2. Θεμιστοκλή Αργυρού

3. Σάββα Πανάρετου

4. Ιωάννη Χειμωνίδη

5. Ανδρέα Ιωάννου

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 25 Ιουλίου, 2002.

Ο αιτητής στην 811/00 παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Για τους αιτητές στην 1070/00: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση και στις δύο υποθέσεις: Δ. Καλλίγερος.

Για το Ε/Μ 1: Α. Ευσταθίου (κα).

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι προσφυγές αυτές κρίθηκαν συνεκδικαστέες. Παρουσιάζουν κοινά σημεία γεγονότων και νόμου, προσβάλλουν δε την ίδια διοικητική πράξη της αρμόδιας αρχής.

Αρχικά η προσφυγή 1070/2000 όπως φαίνεται και από τον τίτλο της είχε καταχωρηθεί από πέντε αιτητές. Σε μεταγενέστερο όμως στάδιο και πιο συγκεκριμένα στις 5.10.2000, ο υπ΄ αριθμό 3 αιτητής Σάββας Πανάρετος, με γραπτή αίτησή του απέσυρε αυτήν ως προς το μέρος που τον αφορούσε. Παρέμειναν επομένως τέσσερις αιτητές, οι εξής: 1. Χρίστος Τσιάτταλος, 2. Θεμιστοκλής Αργυρού, 3, Ιωάννης Χειμωνίδης και 4. Ανδρέας Ιωάννου.

Στο σημείο αυτό είναι πιστεύω αναγκαίο να επισημανθούν και τα ακόλουθα: Η προαναφερόμενη προσφυγή προέκυψε κατόπιν έγκρισης της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 12.4.2000, που υπεβλήθη στην προσφυγή 1607/99 για χωρισμό των αιτούμενων θεραπειών του δικογράφου αυτής, ενώ η προσφυγή 811/2000 προέκυψε κατόπιν έγκρισης της ενδιάμεσης αίτησης ημερομηνίας 21.3.2000 που υπεβλήθη στην προσφυγή 1353/2000 για τους ίδιους ακριβώς όπως πιο πάνω λόγους.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος με επιστολή του ημερομηνίας 13.10.98, ζήτησε, μεταξύ άλλων, την πλήρωση μιας μόνιμης θέσης Ανώτερου Γεωργικού Λειτουργού, Τμήμα Γεωργίας.

Η θέση είναι θέση προαγωγής.

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) σε συνεδρία της στις 29.10.98, αποφάσισε να επιληφθεί του θέματος πλήρωσης της πιο πάνω θέσης σε μεταγενέστερη ημερομηνία στην οποία να παρευρίσκεται και ο Διευθυντής του Τμήματος Γεωργίας.

Στη συνεδρία της ημερομηνίας 14.7.99, η ΕΔΥ αφού πρώτα προέβη σε εξέταση, αποφάσισε ότι όλοι οι υποψήφιοι συμπεριλαμβανομένων των αιτητών και του ενδιαφερόμενου μέρους κατείχαν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και ιδιαίτερα την πολύ καλή γνώση της ελληνικής και αγγλικής γλώσσας. Αποφάσισε επίσης ότι όλοι οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος, εκτός του αιτητή αρ. 5 στην προσφυγή 1070/2000, κατείχαν το πρόσθετο προσόν που προβλέπετο στο σχέδιο υπηρεσίας.

Στη συνέχεια, προσήλθε στη συνεδρία ο Διευθυντής ο οποίος σύστησε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος. Σε ερώτηση δε της ΕΔΥ σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων που είναι πέραν των προβλεπομένων από το σχέδιο υπηρεσίας ο Διευθυντής απάντησε ότι τα έλαβε υπόψη στο βαθμό που αυτά "αντανακλούνται σε αναβαθμισμένη προσφορά στο Τμήμα" και κατέληξε ότι "ο συστηθείς από αυτόν λειτουργός υπερτερεί έναντι των λειτουργών αυτών και έχει συνολική προσφορά σε πιο υψηλό επίπεδο και επομένως σε μία συνεκτίμηση όλων των δεδομένων καταλήγει ότι ο συστηθείς είναι καταλληλότερος από αυτούς που δε συστήθηκαν".

Ακολούθως η Επιτροπή αφού εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς και εμπιστευτικούς φακέλους των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των άλλων υποψηφίων βάσει του συνόλου των καθιερωμένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) και τον επέλεξε για προαγωγή. Ως ημερομηνία δε ισχύος της προαγωγής του καθόρισε την 15.9.99.

Και στις δύο προσφυγές, προβάλλονται από τους αιτητές σειρά λόγων ακύρωσης με προεξάρχοντα, ως προς την ουσία, τον αναφερόμενο στη σύσταση του Διευθυντή, την οποία όλοι θεωρούν αναιτιολόγητη.

Ενόψει του γεγονότος αυτού είναι πιστεύω αναγκαία η παράθεση ολόκληρου του κειμένου της σύστασης του Διευθυντή που έχει ως ακολούθως:-

"Προκειμένου να προβώ σε συστάσεις, κατά τη σημερινή διαδικασία, μελέτησα το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων όλων των υποψηφίων καθώς και άλλους συναφείς φακέλους του τμήματος στους οποίους είναι καταχωρημένες διάφορες εργασίες και έγγραφα που αφορούν τους υποψηφίους. Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και για όσους λειτουργούς δεν υπάγονται απ΄ ευθείας σε μένα διαβουλεύθηκα επίσης με τους άμεσα και διοικητικά προϊσταμένους τους, τις απόψεις και συστάσεις των οποίων έλαβα σοβαρά υπόψη. Με βάση όλα αυτά και λαμβάνοντας υπόψη και τα καθιερωμένα κριτήρια για θέσεις προαγωγής στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - καθώς και τα καθήκοντα, τις ευθύνες και απαιτούμενα προσόντα της υπό πλήρωση θέσης και την καταλληλότητα των υποψηφίων γι΄ αυτήν, συστήνω για προαγωγή των Παπανδρέου Θωμά.

Ο Παπανδρέου Θωμάς εκτελεί καθήκοντα προϊστάμενου του Κλάδου Δενδρωδών Καλλιεργειών στο Κέντρο. Έχει βαθμολογηθεί με εξαίρετος σε όλα τα σημεία κατά τα τελευταία έξι χρόνια και κατέχει το πρόσθετο προσόν. Ο Παπανδρέου είναι ένας πολύ έμπειρος Λειτουργός ο οποίος καταβάλλει συνεχή και άοκνη προσπάθεια για να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του Τμήματος. Είναι αφοσιωμένος στην εργασία του, πολύ συνεργάσιμος και πρόθυμος να αναλάβει οποιαδήποτε πρόσθετα καθήκοντα ή ευθύνες του ανατεθούν. Κατά κανόνα χρησιμοποιεί αρκετό από τον ελεύθερο του χρόνο για να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις και τα υπηρεσιακά του καθήκοντα. Στις ιδιότητες αυτές υπερέχει έναντι των άλλων υποψηφίων.

Έχω σημειώσει ότι στην παρούσα θέση οι υποψήφιοι 1-24 έχουν την ίδια αρχαιότητα (από 15.11.82) και η διαφορά που υπάρχει στην αρχαιότητα είναι στην προηγούμενή τους θέση και ανάγεται στη δεκαετία του 60-70."

Όπως έχει κατ΄ επανάληψη αναλυθεί σε πάρα πολλές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το θέμα της αιτιολογίας της σύστασης εξετάζεται πάντοτε σε συνάρτηση με τα τρία νομοθετημένα κριτήρια αξία, προσόντα, αρχαιότητα όπως αυτά εξάγονται από τα στοιχεία των προσωπικών και εμπιστευτικών φακέλων των υποψηφίων. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, η αιτιολογία δεν πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων ούτε να δημιουργεί μια εικόνα εντελώς διαφορετική ανατρέποντας τα υπάρχοντα δεδομένα. Δεν πρέπει επίσης να αποτελεί απλή επανάληψη ή ανάπλαση των εν λόγω στοιχείων χωρίς να προσθέτει κάτι το επιπλέον. Έχει πλειστάκις τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος είναι ένα πολύ ουσιώδες, ανεξάρτητο και ξεχωριστό στοιχείο κρίσεως των υποψηφίων, προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας τους, τόσο σημαντικό, ώστε να μην δύναται να αγνοηθεί από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας χωρίς η τελευταία να δώσει ειδική αιτιολογία. Αυτό οφείλεται στη μοναδικότητα της θέσης των Προϊσταμένων των Τμημάτων να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας, καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται για ανταπόκριση ενός υποψηφίου στις απαιτήσεις μιας θέσης.

Ας έρθουμε όμως στα δεδομένα της παρούσας περίπτωσης και ας εξετάσουμε τα κατά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή τα έτη (1994-1998) στα οποία αποδίδεται ιδιαίτερη βαρύτητα, υπηρεσιακά στοιχεία του ενδιαφερόμενου μέρους και των αιτητών. Μια προσεκτική μελέτη και σύγκριση αυτών μας δίνει την ακόλουθη εικόνα: Ενώ για την προαναφερόμενη περίοδο των 5 τελευταίων χρόνων το ενδιαφερόμενο μέρος έχει βαθμολογηθεί σε όλα τα επιμέρους στοιχεία αξιολόγησης των εμπιστευτικών εκθέσεων με το βαθμό εξαίρετα, για τους αιτητές δεν συμβαίνει το ίδιο. Πιο συγκεκριμένα ο αιτητής στην προσφυγή 811/2000 έχει βαθμολογηθεί με 8 Ε., για τα έτη 1994 και 1996 και με 7 Ε. και 1 Π.Ι. για καθένα από τα έτη 1995, 1997 και 1998 αντίστοιχα. (Τα στοιχεία στα οποία συγκέντρωσε βαθμολογία Π.Ι. ήταν Συνεργασία/Σχέσεις για το 1995 και 1997 και Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα για το 1998). Όσον αφορά δε του αιτητές στην προσφυγή 1070/2000 έχουν βαθμολογηθεί ως εξής: Ο αιτητής υπ΄ αριθμό 1 συγκέντρωσε για το 1996 σε όλα τα στοιχεία το βαθμό εξαίρετα ενώ για τα έτη 1994, 1995, 1997 και 1998 βαθμολογήθηκε για το καθένα από αυτά αντίστοιχα, με 7 Ε. και 1 Π.Ι. Στην περίπτωση του δε η βαθμολογία Π.Ι. αφορούσε και για τα τέσσερα εν λόγω έτη το ίδιο στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας. Ο αιτητής υπ΄ αρ. 2 βαθμολογήθηκε για τα έτη 1996-1998 με 7 Ε. και 1 Π.Ι. για καθένα από αυτά αντίστοιχα και για τα έτη 1994 και 1995 με 6 Ε. και 2 Π.Ι. (Αναφορικά δε με τη βαθμολογία του Π.Ι., αυτή αφορούσε για τα έτη 1996-1998 το ίδιο στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας όπως συνέβη και στην περίπτωση του αιτητή 1 που προαναφέρθηκε, ενώ για τα έτη 1994 και 1995 η συγκεκριμένη βαθμολογία αφορούσε όχι μόνο το στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας αλλά και το στοιχείο της Πρωτοβουλίας). Τέλος όσον αφορά τους αιτητές 4 και 5 η βαθμολογία τους είχε ως ακολούθως:

Ο μεν πρώτος βαθμολογήθηκε για τα έτη 1995-1998 με 7 Ε. και 1 Π.Ι. για κάθε έτος αντίστοιχα και για το 1994 με 6 Ε. και 2 Π.Ι. (Τα δε στοιχεία στα οποία συγκέντρωσε βαθμολογία Π.Ι. ήταν για το 1995 και 1996 η Πρωτοβουλία, για το 1997 και 1998 η Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα και για το 1994 η Απόδοση και η Πρωτοβουλία), ο δε δεύτερος βαθμολογήθηκε με 8 Ε. για τα έτη 1996 και 1997 και για καθένα από τα έτη 1994, 1995 και 1998 με 7 Ε. και 1 Π.Ι. (Σχετικά δε με τη βαθμολογία του Π.Ι. αυτή αφορούσε και για τα τρία εν λόγω έτη το στοιχείο της Διευθυντικής/Διοικητικής Ικανότητας).

Ενόψει της συνολικής εικόνας που παρουσιάζει η βαθμολογία των αιτητών στις παρούσες υπό εξέταση προσφυγές δεν θα θεωρούσα ότι στην προκείμενη περίπτωση χωρούν αξιοκρατικές διαφοροποιήσεις. Ούτε κατά τη γνώμη μου είναι πειστικό να αναζητείται υπεροχή και μάλιστα βαρύνουσα σε 1 ή 2 Π.Ι. περισσότερα ή λιγότερα. Ναι μεν υπάρχει διαφορά υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, θα χαρακτήριζα όμως την εν λόγω διαφορά ως οριακή. Ωστόσο, παρόλα αυτά, ο Διευθυντής προβαίνοντας στη σύστασή του απέδωσε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο υπεροχή έναντι των αιτητών, κατ΄ επίκληση ιδιοτήτων όπως (εμπειρία, καταβολή συνεχούς και άοκνης προσπάθειας να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του Τμήματος, αφοσίωση στην εργασία του, προθυμία να αναλάβει οποιαδήποτε πρόσθετα καθήκοντα του ανατεθούν και συνεργασία) ιδιότητες οι οποίες βαθμολογούνται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις. Ως προς την εμπειρία βαθμολογείται κάτω από τον τίτλο "Επαγγελματική κατάρτιση" τόσο οι αιτητές όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογούνται τα τελευταία πέντε χρόνια ως εξαίρετοι. Ως προς την καταβολή συνεχούς και άοκνης προσπάθειας να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του Τμήματος και την αφοσίωση στην εργασία βαθμολογούνται κάτω από τον τίτλο "Υπηρεσιακό ενδιαφέρον" επίσης αιτητές και ενδιαφερόμενο μέρος βαθμολογούνται ως εξαίρετοι. Ως προς δε την προθυμία ανάληψης πρόσθετων καθηκόντων και τη συνεργασία βαθμολογούνται στις εμπιστευτικές εκθέσεις κάτω από τον τίτλο "Πρωτοβουλία και "Συνεργασία/Σχέσεις αντίστοιχα, οι πλείστοι των αιτητών είναι επίσης εξαίρετοι εκτός ορισμένων μεμονωμένων περιπτώσεων για ένα ή δύο συγκεκριμένα έτη.

Η προσβαλλόμενη δηλαδή σύσταση ως προς τα στοιχεία και ιδιότητες που απέδωσε στο ενδιαφερόμενο μέρος διαμόρφωσε νέα κατάσταση υπεροχής αυτού έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων.

Οι συνέπειες της ασυμφωνίας της σύστασης με τα στοιχεία των φακέλων και της διαμόρφωσης υπεροχής, εκεί όπου οι ετήσιες αξιολογήσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή έχουν αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ιδιαίτερα στην Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374, ημερομηνίας 15.9.99 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:-

"Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών."

(Βλέπε επίσης Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2434, ημερομηνίας 20.3.2000 και Κουάλης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2402, ημερομηνίας 11.11.1999)

Αν οποιοδήποτε πρόσωπο εξετάσει με προσοχή το κείμενο της υπό εξέταση σύστασης δεν δύναται να επισημάνει εκείνο το έργο ή εκείνο το σημείο στη σταδιοδρομία του προαχθέντος που να δικαιολογεί πειστικά την επιλογή (Βλ. Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1579, ημερομηνίας 29.5.1998 και Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου (1994) 3 ΑΑΔ 387, 389).

Από τη μελέτη των εμπιστευτικών φακέλων τόσο των αιτητών όσο και του ενδιαφερόμενου μέρους προκύπτει ότι στο στοιχείο Διευθυντική/Διοικητική Ικανότητα το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει οριακά ορισμένων αιτητών και ιδιαίτερα των αιτητών αρ. 1 και 2 στην προσφυγή 1070/2000. Αυτό το στοιχείο ο Διευθυντής το αντιπαρέρχεται χωρίς σχόλια. Δεν προκύπτει από τη σύσταση του ότι αυτό το στοιχείο επενήργησε αποφασιστικά στην κρίση του. Έτσι το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να το υποθέσει και να το λάβει υπόψη κατά την εξέταση της εγκυρότητας της σύστασης.

Το γεγονός αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές στην περίπτωση του αιτητή Βραχίμη Χατζηχάννα ο οποίος στο δεύτερο από τα τρία νομοθετημένα κριτήρια, αυτό των προσόντων υπερέχει καταφανώς έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Συγκεκριμένα, πέραν των προσόντων που απαιτούντο από το σχέδιο υπηρεσίας κατείχε πληθώρα επιπλέον ακαδημαϊκών προσόντων μερικά από τα οποία μάλιστα ήταν συναφή με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

Από το ίδιο δε το κείμενο, της σύστασης την οποία υπέβαλε ο Διευθυντής (όπως παρατίθεται ανωτέρω) είναι φανερό ότι η πληθώρα όλων αυτών των προσόντων δεν έχει αξιολογηθεί ή σταθμιστεί κατάλληλα όπως ακριβώς επιβάλλει η νομολογία (Βλέπε: Πούρος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2847, 2857 και 2858, ημερομηνίας 30/4/2000), ούτε από το Διευθυντή αλλά ούτε από την Επιτροπή.

Η απάντηση δε που έδωσε ο Διευθυντής σε ερώτηση της ΕΔΥ σχετικά με τα προσόντα των υποψηφίων που είναι πέραν των προβλεπομένων από το σχέδιο υπηρεσίας ότι τα έλαβε υπόψη στο βαθμό που αυτά "αντανακλούνται σε αναβαθμισμένη προσφορά στο Τμήμα" είναι κατά τη γνώμη μου πολύ γενική και ελλιπής.

Έχω καταλήξει έχοντας υπόψη τα πιο πάνω ότι η σύσταση του Διευθυντή, την οποία υιοθέτησε και έλαβε υπόψη η ΕΔΥ, δεν είναι αιτιολογημένη όπως απαιτεί η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου με επακόλουθο η εγκυρότητα και η νομιμότητα της να τίθεται υπό αμφισβήτηση.

Ένεκα της κατάληξης μου αυτής δεν είναι αναγκαίο να επιληφθώ άλλων επί μέρους λόγων ακυρότητας της επίδικης απόφασης.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.

Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο