ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 464/98
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Aναφορικά με τα άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ -
Μυροφόρας Χ"Χριστοφόρου από τη Λευκωσία
Αιτητρίας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
--------------------------
Ημερομηνία:
26 Ιουλίου, 2002Για την αιτήτρια: Δ. Ζαβαλλής
Για την καθής η αίτηση: Ε. Καρακάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
Για το ενδιαφ. μέρος: Α. Παναγιώτου
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το 1998 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας πλήρωσε δύο κενές θέσεις Ανώτερου Λειτουργού Αλιείας. Με απόφαση της, ημερ. 9/1/98, που δημοσιεύθηκε στις 20/3/98, είχε προάξει σε αυτές, από 1/3/98, το ενδιαφ. μέρος Ζαννέτο Λουκαΐδη (ε.μ.) και τη Δάφνη Στεφάνου. Είναι θέση προαγωγής. Υποψήφια ήταν και η αιτήτρια. Δεν επιλέγηκε όμως παρόλο που της αναγνωρίστηκε ότι διαθέτει το πλεονέκτημα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης (μεταπτυχιακό δίπλωμα M.Sc στο θέμα της θαλάσσιας βιολογίας). Η αιτήτρια προσβάλλει τώρα την προαγωγή του ε.μ. Η προσφυγή της αυτή συνενώθηκε με διάταγμα μου με την προσφυγή αρ. 371/98 Γ. Γεωργίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας κατά της ίδιας απόφασης. Όμως, κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, διέταξα την αποσύνδεση και απόρριψη εκείνης της προσφυγής ύστερα από σχετικό διάβημα του προμνησθέντος.
Μπορεί εδώ να σημειωθεί ότι, ύστερα από τη σύμφωνη εισήγηση των διαδίκων, η υπόθεση αναβλήθηκε επανειλημμένα γιατί εκκρεμούσε έφεση από απόφαση σε προσφυγή με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή της αιτήτριας στη θέση που κατείχε και με βάση την οποία μπορούσε να είναι υποψήφια για προαγωγή στην επίδικη θέση. Τελικά, επικυρώθηκε ο διορισμός της αιτήτριας από την εφετειακή απόφαση και η παρούσα προσφυγή προωθήθηκε μετά την ανάπαυλα αυτή.
Θα μπορούσε να διευκρινιστεί άμεσα ότι το σχέδιο υπηρεσίας έθετε, μεταξύ άλλων, ως απαιτούμενα προσόντα: (α) την τριετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Αλιείας Α΄. και (β) την επιτυχή μεταπτυχιακή εκπαίδευση ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους στις ορισθείσες ειδικότητες μεταξύ των οποίων και η θαλάσσια βιολογία. Όμως με βάση τη σημείωση υπάλληλοι που υπηρετούσαν στην Υπηρεσία Αλιείας (όπως ο προαχθείς) κατά τον χρόνο έγκρισης του σχεδίου υπηρεσίας, δηλαδή, στις 6/8/97, είχαν εξαιρεθεί από την πρόνοια αυτή. Θεσπίστηκε ακόμη ότι η κατοχή του εν λόγω προσόντος θεωρείται πλεονέκτημα. Είναι αμοιβαία αποδεκτό ότι το ε.μ. δεν το διέθετε.
Σε συστάσεις, με βάση το άρθρ. 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, όπως τροποποιήθηκε, προέβη ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου. Και τούτο λόγω κωλύματος του Διευθυντή της Υπηρεσίας Αλιείας, που ήταν ο σύζυγος της αιτήτριας. Ο Αναπληρωτής γνώριζε, όπως δήλωσε, προσωπικά τους υποψηφίους. Η ουσία της δήλωσης του είναι ότι:
"Αν ο Λουκαϊδης (ε.μ.) στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις του δεν υστερούσε των ανθυποψηφίων του Γεωργίου και Χατζηχριστοφόρου (αιτήτριας) δε θα είχα οποιαδήποτε επιφύλαξη να τον συστήσω για προαγωγή, έστω και αν δε διαθέτει το πρόσθετο προσόν, που προβλέπεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας, λόγω της ουσιαστικής υπεροχής του σε αρχαιότητα."
Η αρχαιότητα του ε.μ. στην προηγούμενη της επίδικης θέση είναι πράγματι μεγάλη. Ξεπερνά τα 12 χρόνια.
Θεωρώ σκόπιμο να συμπληρώσω, αναφέροντας και το υπόλοιπο της σύστασης:
"Του έχει ανατεθεί η υπευθυνότητα ενός Τομέα, του Τομέα των Αλιευτικών Καταφυγίων. Η δραστηροποίηση του σε άλλα θέματα είναι περιορισμένη. Η συμμετοχή του είναι περιθωριακή, διότι βέβαια δεν του δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθεί με άλλα θέματα. Πιστεύω ότι την εργασία που του ανατίθεται τη φέρει σε πέρας με επιτυχία. Εγώ προσωπικά ανέμενα ότι θα ανέπτυσσε λίγες περισσότερες πρωτοβουλίες.
Ο Λουκαϊδης πληροί τα κριτήρια για προαγωγή και δεν έχει εις βάρος του οτιδήποτε για το οποίο να μην μπορεί να κριθεί κατάλληλος για να προαχθεί. Εκτελεί τα καθήκοντα του κανονικά και έχει όλα τα προσόντα για να προαχθεί."
Θα μπορούσε να λεχθεί στο σημείο αυτό ότι, όπως εξάγεται από το κείμενο της επίδικης απόφασης, η παραπάνω σύσταση ήταν από τους βασικούς παράγοντες που προσμέτρησε στην επιλογή του ε.μ. από την Ε.Δ.Υ.
Ο Καν. 6(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Αξιολόγηση Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1990 έως 1996 (Κ.Δ.Π. 386/90) προνοεί ότι οι ετήσιες εκθέσεις υποβάλλονται στην Ε.Δ.Υ μέσα στο πρώτο τρίμηνο κάθε χρόνου και αναφέρονται στον προηγούμενο χρόνο. Είναι γεγονός ότι εδώ οι εκθέσεις των υπαλλήλων, που ανάμεσα σ' αυτούς ήταν οι διάδικοι, κατατέθηκαν με πολλή καθυστέρηση. Η Ε.Δ.Υ. θεώρησε ότι αυτό:
"εμπεριέχει τον κίνδυνο μείωσης σε μεγάλο βαθμό της αντιπροσωπευτικότητας και αξιοπιστίας τους."
Γιαυτό και αποφάσισε να δώσει "περιορισμένη σημασία" στις εκθέσεις των υποψηφίων των τελευταίων χρόνων λόγω ακριβώς της καθυστέρησης που σημειώθηκε, η οποία δεν αιτιολογήθηκε, "καθώς και άλλων παρατυπιών".
Ένα κεντρικό γεγονός, που χρησιμοποιήθηκε κατά τη συζήτηση για την εξουδετέρωση των ετήσιων αξιολογήσεων, είναι ότι ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Αλιείας, που εκτελούσε χρέη αξιολογητή της αιτήτριας μέχρι το 1994, είναι σύζυγος της τελευταίας. Ας σημειωθεί όμως ότι τον παντρεύτηκε τον Απρίλιο του 1996. Το ε.μ. παραπονέθηκε στην Ε.Δ.Υ. μέσω του δικηγόρου του, για τις εκθέσεις των ετών 1994, 1995 και 1996 καθώς και για την καθυστερημένη παράδοση τους. Επίσης για διαφοροποίηση του οργανογράμματος της Υπηρεσίας για να ευνοηθεί η αιτήτρια σε βάρος του ε.μ. Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας, προς τον οποίο απευθύνθηκε η Ε.Δ.Υ, αφού επισημαίνει ότι κατά την περίοδο 1995 και 1996 η αιτήτρια αξιολογήθηκε από ομάδα αξιολόγησης που διορίστηκε με βάση τον καν. 7(2), απέρριψε τις αιτιάσεις του. Φαίνεται δε ότι ούτε η Ε.Δ.Υ. τις βρήκε βάσιμες. Μάλιστα όταν η Ε.Δ.Υ. κάλεσε άλλους υπαλλήλους, που παραπονέθηκαν ότι ο Διευθυντής ευνοούσε την αιτήτρια λόγω του μακροχρόνιου ερωτικού του δεσμού προ του γάμου, να προσκομίσουν στοιχεία, εκείνοι δεν έδωσαν συνέχεια.
Ο δικηγόρος του ε.μ. επανέλαβε τους ισχυρισμούς αυτούς στην αγόρευση του χωρίς ωστόσο να τους τεκμηριώσει με οποιοδήποτε στοιχείο. Έτσι από το γεγονός του γάμου δεν μπορεί να συναχθεί ασφαλές συμπέρασμα για μεροληψία του Διευθυντή τα προηγούμενα χρόνια. Εξάλλου η βαθμολογία από ομάδα αξιολόγησης τα τελευταία δύο χρόνια πάλιν παρουσιάζει σημαντική διαφορά υπέρ της αιτήτριας.
Θα παραπέμψω στην απόφαση μου στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 4(Α) Α.Α.Δ. 426, 431, αναφορικά με το νοηματικό περιεχόμενο της ένννοιας της αμεροληψίας και το βαθμό απόδειξης που χρειάζεται:
"Ο διοικούμενος έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη κρίση της διοίκησης σε κάθε περίπτωση. Απόφαση που φέρει το στίγμα της προκατάληψης υπόκειται σε ακύρωση. Η ανάγκη αμεροληψίας του οργάνου που συμμετέσχε στη λήψη της απόφασης αποτελεί προϋπόθεση της νομιμότητας της. Ο λόγος γιαυτό είναι ότι συνδέεται άμεσα με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, που είναι εμπεδωμένη με συνταγματικές διατάξεις, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος τους.
.................................. .................................................. .....
Η προκατάληψη πρέπει να στοιχειοθετείται με ικανοποιητική βεβαιότητα είτε από τα στοιχεία των φακέλων ή με ασφαλή συμπεράσματα που μπορεί να συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων στοιχείων."
Η Ε.Δ.Υ. σημειώνει ότι στην έκθεση 1995 της αιτήτριας ο Διευθυντής Αλιείας υπογράφει ως άμεσα προϊστάμενος λειτουργός (μέρος ΙΒ της έκθεσης) και στο μέρος ΙΙΙ υπογράφουν ως αξιολογούντες ο Γενικός Διευθυντής και ο Διευθυντής Υπηρεσίας Περιβάλλοντος. Αναφέρεται η διαπίστωση χωρίς οποιοδήποτε σχόλιο. Δεν εξειδικεύεται οποιαδήποτε άλλη παρατυπία.
Τελικά η Ε.Δ.Υ. έδωσε, όπως αναφέρει στην απόφαση της, "περιορισμένη σημασία" για τους λόγους που σημειώνει και που παραθέτω πλήρως παρακάτω:
"Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, έχοντας υπόψη τον πιο πάνω Κανονισμό [(καν. 6(3) για το χρόνο κατάθεσης της έκθεσης) καθώς και το ότι σημαντική καθυστέρηση στην ετοιμασία και υποβολή των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων εμπεριέχει τον κίνδυνο μείωσης σε μεγάλο βαθμό της αντιπροσωπευτικότητας και αξιοπιστίας τους, αποφάσισε να προσδώσει περιορισμένη σημασία στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων των τελευταίων ετών λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που σημειώθηκε στην υποβολή τους και σε έλλειψη οποιασδήποτε αιτιολογίας που επέτρεψε αυτήν την καθυστέρηση καθώς και στη διαπίστωση άλλων παρατυπιών."
Επαναλαμβάνω ότι πέρα από την παραπάνω διαπίστωση δεν μνημονεύεται ή φαίνεται να υπάρχει άλλη παρατυπία.
Αναφορικά με το πρόσθετο προσόν η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι το έχει η αιτήτρια όπως και ο Γεωργίου, αλλά όπως το έθεσε:
".....σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων επιλογής, συμπεριλαμβανομένης της ουσιαστικής υπεροχής των επιλεγέντων σε αρχαιότητα και εμπειρίες, έκρινε ότι οι Στεφάνου και Λουκαΐδης γενικά υπερέχουν και τους επέλεξε για προαγωγή."
Ο πρώτος ισχυρισμός που προβλήθηκε για ακύρωση της πράξης είναι ότι, αφού ο κατά νόμο υπεύθυνος για συστάσεις είναι ο Διευθυντής Αλιείας (αρ. 35(4) του ν. 1/90), η παρουσία και έκφραση απόψεων από τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή για το σκοπό αυτό, χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε δικαιολογία, είναι παράνομη. Κάθε διοικητικό όργανο που μετέχει ή συμπράττει στην παραγωγή μιας πράξης πρέπει να τηρεί τα εχέγγυα της αμερόληπτης κρίσης. Όπως ρητά τονίζει το άρθρ. 60(2) του ν. 1/90:
"Κάθε δημόσιος υπάλληλος οφείλει -
(α) Να ασκεί πάντοτε τα καθήκοντά του αμερόληπτα, απροσωπόληπτα και δίκαια και μόνο βάση αντικειμενικών κριτηρίων και να καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την προαγωγή της εύρυθμης λειτουργίας του Κράτους και της δημόσιας υπηρεσίας.
(β) να μην αναλαμβάνει, είτε ατομικώς είτε ως μέλος συλλογικού οργάνου, την επίλυση ζητήματος και να μη συμπράττει στην έκδοση πράξεων, αν ο ίδιος ή πρόσωπο με το οποίο έχει ιδιάζουσα σχέση ή συγγενής του εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι και του τέταρτου βαθμού έχει πρόδηλο συμφέρον. Υπάλληλοι που είναι συγγενείς μεταξύ τους μέχρι και του τέταρτου βαθμού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας δεν επιτρέπεται να μετέχουν στην ίδια συνεδρίαση συλλογικού οργάνου."
Δε συμμερίζομαι την άποψη του δικηγόρου της αιτήτριας ότι εδώ έπρεπε να δώσει συστάσεις ο Διευθυντής, δηλαδή, ο σύζυγος της αιτήτριας. Θα ήταν εξώφθαλμη η παρανομία, όχι μόνο με βάση το νόμο, αλλά και τον κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης ότι δεν κρίνει ένας υπόθεση που την αφορά τόσο άμεσα. Εδώ υπήρξε αντικειμενικό κώλυμα από το Διευθυντή, που δικαιολογούσε απόλυτα τον τρόπο χειρισμού του θέματος: βλ. Δημοκρατία ν. Στυλιανίδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 274 και Α.Ε. 1916 Καμένος ν. Δημοκρατίας ημερ. 14/1/98. Το επιχείρημα απορρίπτεται.
Το δεύτερο επιχείρημα της αιτήτριας είναι ότι η Ε.Δ.Υ. παράνομα και αναιτιολόγητα, χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα, αποφάσισε να προσδώσει περιορισμένη βαρύτητα στις εκθέσεις. Το τρίτο - και τελευταίο - που θα συνεξετασθεί με το προηγούμενο είναι ότι παραγνωρίστηκε το πλεονέκτημα της αιτήτριας χωρίς ειδική αιτιολογία.
Είναι όμως ορθό να παραθέσω πρώτα τα στοιχεία των φακέλων που εμφανίζουν την υπηρεσιακή εικόνα των δύο υποψηφίων. Η αιτήτρια υπερέχει αισθητά στην αξία ενώ το ε.μ., ως προελέχθη, στην αρχαιότητα (12 1/2 χρόνια). Να οι βαθμολογίες των 5 τελευταίων χρόνων:
Αιτήτρια Ε.Μ.
1992 7Ε 1ΠΕ 3Ε 5ΠΙ
1993 7Ε 1 ΠΕ 3Ε 5ΠΙ
1994 5Ε 1ΠΕ 3Ε 5ΠΙ
1995 7Ε 1ΠΙ 4Ε 4ΠΙ
1996 8Ε 4Ε 4ΠΙ
------------ 9;------------
34Ε 6ΠΙ 17Ε 23ΠΙ
Ο δικηγόρος του ε.μ. επέμεινε ότι ορθά αποδόθηκε μειωμένη σημασία στις εκθέσεις για τους λόγους που αναφέρει η Ε.Δ.Υ., και διότι έγιναν οι καταγγελίες στις οποίες αναφέρθηκα. Δεν έχω αμφιβολία ότι η Ε.Δ.Υ., παρόλο που μιλά για περιορισμένη βαρύτητα, στην ουσία τις αγνόησε. Το μόνο φαίνεται που προσμέτρησε ήταν η αρχαιότητα. Ανακύπτει το ερώτημα αν σωστά η Ε.Δ.Υ., με βάση ουσιαστικά την καθυστερημένη υποβολή των εκθέσεων, μπορούσε να αχθεί στα εξουθενωτικά για την αξία των διαδίκων συμπεράσματα της.
Η Ε.Δ.Υ. έχω την άποψη ότι, με γνώμονα μόνο την καθυστέρηση, πιθανολογεί κινδύνους αναφορικά με την αξιοπιστία των εκθέσεων χωρίς να είχε εξετάσει την αιτία καθυστέρησης, όπως έπραξε, με άλλα ζητήματα. Τώρα, η υπεροχή της αιτήτριας σε αξία, που δε χρειάζεται να τονίσω τη σημασία της ως κριτηρίου για τη συγκρότηση άρτιας δημόσιας υπηρεσίας, είναι συντριπτική
. και εμφανίζεται αδιάλειπτα επί σειρά ετών. Πέραν τούτου, η Ε.Δ.Υ., όπως υπογράμμισα δε δέχθηκε τους ισχυρισμούς περί προκατάληψης, στοιχείο που αν είχε αποδειχθεί θα είχε πράγματι καταλυτική σημασία για τη βαρύτητα τους. Πολύ σωστά, αφού και όταν οι αξιολογήσεις της αιτήτριας για την περίοδο 1995-1996 έγιναν από άλλους αξιολογητές, η μεταξύ των διαδίκων μεγάλη διαφορά στη βαθμολογία υπέρ της αιτήτριας δεν αλλοιώθηκε. Διατηρήθηκε και για τα δύο χρόνια.Είναι η γνώμη μου ότι η Ε.Δ.Υ. λανθασμένα εκμηδένισε την αξία των εκθέσεων χωρίς μάλιστα να προβεί σε έρευνα του βασικού ερείσματος για την απόφαση της, δηλαδή, της καθυστέρησης. Ως προς το θέμα αυτό ισχυροποιείται η άποψη μου από την απόφαση του Καλλή Δ., στην προσφ. αρ. 547/96 Ηλιόπουλου ν. Α.Η.Κ. ημερ. 7/5/97, για σοβαρότερο ζήτημα:
"........Στην απουσία οποιασδήποτε ένδειξης για ηθελημένη ή σκόπιμη παράλειψη της Διοίκησης να ετοιμάσει την υπηρεσιακή έκθεση του αιτητή για το έτος 1995 δεν θεωρώ ότι έχει σημειωθεί οποιαδήποτε παρανομία όπως είναι η εισήγηση του αιτητή. Η μη ετοιμασία των εκθέσεων για το έτος 1995 δεν μπορεί να επενεργήσει εις βάρος του ενδιαφερόμενου μέρους ο οποίος δεν ευθύνεται για την απουσία της."
Έχω τέλος τη γνώμη ότι η καθυστερημένη υποβολή των υπηρεσιακών εκθέσεων δε συνιστά υπό τις συνθήκες ουσιώδη παρατυπία ώστε να αντιμετωπισθούν με τόσο αρνητικό τρόπο. Επομένως αυτός ο λόγος ακυρότητας ευσταθεί.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η αιτήτρια κατέχει το πρόσθετο προσόν από το 1981. Εξίσου αναμφισβήτητη είναι η αρχή του διοικητικού δικαίου ότι όταν επιλέγεται υποψήφιος που δεν το έχει χρειάζεται να δοθεί από την Ε.Δ.Υ. ειδική αιτιολογία για την αγνόηση του: Χρ. Χατζηγιάννη ν. Ε.Δ.Υ. (1991) 3 Α.Α.Δ. 317, Φιλίππου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1 και
προσφ. αρ. 880/2000 Λεοντίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ημερ. 15/5/02.Αποφασιστικό κριτήριο της επιλογής του ε.μ. φαίνεται να ήταν η αρχαιότητα του απέναντι στην αιτήτρια. Το κριτήριο όμως αυτό αποκτά προβάδισμα όταν τα άλλα είναι ίσα: Piperi & Others n. Republic (1984) 3 C.L.R. 1306. Στην προκείμενη όμως υπόθεση η αιτιολογία που δόθηκε (την εξέθεσα προηγουμένως) δε συνιστά ειδική αιτιολογία για την παράκαμψη του πλεονεκτήματος.
Πέραν τούτου, η υπεροχή της αιτήτριας στην αξία είναι εντυπωσιακή. Η εκτίμηση της Ε.Δ.Υ. ότι το ε.μ. "γενικά υπερέχει" μένει αιωρούμενη. Υποστηρίχθηκε ότι το ε.μ. είχε την έμμεση σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή και ότι ορθά έλαβε υπόψη της τα πολύ θετικά σχόλια
του Διευθυντή. Δεν βλέπω να είναι έτσι τα πράγματα. Αντίθετα ο Αναπληρωτής Διευθυντής αυτό που υπέδειξε είναι ότι δε θα είχε ένσταση να σύστηνε το ε.μ. αν δεν υστερούσε σε αξία (βλ. ανωτέρω). Επομένως έδωσε σημασία στις βαθμολογίες παρά την διαπίστωση του ότι υπήρχε "ακαταστασία" με τις εκθέσεις. Τα λοιπά σχόλια σε συνδυασμό με την κρίση του αυτή δεν εμπεδώνουν θετική σύσταση υπέρ του ε.μ., όπως απαιτεί ο νόμος.Ακυρώνω λοιπόν, για τους λόγους αυτούς, την επίδικη πράξη. Με έξοδα εναντίον της Δημοκρατίας.
Σ. Νικήτας,
Δ.
/Κασ