ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 418/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.

MΕΤΑΞΥ:

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΕΩΦΟΡΕΙΩΝ ΑΣΠΡΟΦΤΑΣ

ΚΑΙ ΣΙΑ ΛΤΔ.,

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, δια της

Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών,

Καθ'ων η αίτηση

-------------------------

5 Ιουλίου 2002

Για τους Αιτητές: κα Κ. Γεωργιάδου.

Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α΄.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια εταιρεία προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με την οποία η Αρχή απέρριψε αίτημα της για την τροποποίηση του δρομολογίου του υπ' αρ. JM 797 λεωφορείου της.

 

(α) Τα γεγονότα

Η αιτήτρια είναι ιδιοκτήτρια του υπ' αρ. εγγραφής JM 797 λεωφορείου για το οποίο είχε εκδοθεί προσωρινή αστική άδεια οδικής χρήσης για μεταφορά του προσωπικού του ανθοπωλείου "ΕΛΥΖΕ" στην Ψημολόφου και μαθητών του Στ΄ Δημοτικού σχολείου Λακατάμειας. Η αιτήτρια ζήτησε με αίτηση της ημερομηνίας 10/11/97 προς την Αρχή Αδειών την έγκριση επιπρόσθετου και/ή τροποποίηση του υφιστάμενου δρομολογίου του πιο πάνω οχήματος για τη μεταφορά μαθητών-επιβατών από και προς το χωριό Ψημολόφου. Η Αρχή Αδειών κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη όπως υποβάλουν γραπτώς τις παραστάσεις τους. Η σχετική έκθεση του Επαρχιακού Ελεγκτή Μεταφορών Λευκωσίας που ακολούθησε συμπεριελάμβανε την ένσταση της εταιρείας "Λεωφορείων Δευτεράς, Ανάγυιας, Χρυσοσπηλιώτισσας Λτδ", που πληροφορούσε την Αρχή ότι το προτεινόμενο δρομολόγιο καλυπτόταν ήδη από τρία αδειούχα δικά της λεωφορεία. Το θέμα εξετάσθηκε ακολούθως από την Αρχή Αδειών, η οποία αφού άκουσε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και αφού έλαβε υπόψη την έρευνα και αρνητική εισήγηση που υποβλήθηκε από το Τμήμα Οδικών Μεταφορών, απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι οι ανάγκες του επιβατικού κοινού εξυπηρετούντο πλήρως από τα υπάρχοντα τέσσερα (4) αδειούχα αγροτικά λεωφορεία του χωριού Ψημολόφου. Η αιτήτρια καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή εναντίον της πιο πάνω απόφασης της Αρχής Αδειών. Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή και αποφάσισε την απόρριψη της, επικυρώνοντας παράλληλα την προσβληθείσα απόφαση της Αρχής Αδειών.

Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια αμφισβητεί την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης γιατί σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της η απόφαση πάσχει από

(i) Ελλειψη επαρκούς και/ή νόμιμης αιτιολογίας,

(ii) Παραβίαση των αρχών της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης, της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη προς το κράτος δικαίου και της καλής πίστης, και

(iii) Πλάνη περί τα πράγματα ως αποτέλεσμα παράλειψης διενέργειας δέουσας έρευνας.

 

 

 

 

(i) Ελλειψη αιτιολογίας

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ'ων η αίτηση στερείται αιτιολογίας, αφού η απόφαση η οποία περιλαμβάνεται στην επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 27/1/2000 περιέχει απλή επικύρωση της απόφασης της Αρχής Αδειών ενώ απουσιάζει το σκεπτικό με βάση το οποίο η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών κατέληξε στη δική της απόφαση. Η αιτήτρια εισηγείται επίσης ότι ο λόγος που σημειώθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών στο κείμενο της επίδικης απόφασης με την οποία επικυρώθηκε η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, συνιστά αόριστη αιτιολογία, περιορισμένη σε γενικούς χαρακτηρισμούς και εικασίες. Αντίθετη είναι η θέση του Δικηγόρου της Δημοκρατίας ο οποίος υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη, αντικατοπτρίζει τη μαρτυρία που δόθηκε και το υπόβαθρο της έρευνας που πραγματοποιήθηκε, συμπληρώνεται δε, από τα στοιχεία του φακέλου.

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου διαπιστώνονται τα πιο κάτω:

Η ήδη χορηγηθείσα άδεια οδικής χρήσης του οχήματος της αιτήτριας (JM 797) κάλυπτε τη μεταφορά προσωπικού του ανθοπωλείου "ΕΛΥΖΕ" στο χωριό Ψημολόφου και μαθητών στο Δημοτικό σχολείο Λακατάμειας. Το αίτημα που απορρίφθηκε αφορούσε τη χορήγηση άδειας για επιπρόσθετο δρομολόγιο ή την τροποποίηση του υφιστάμενου δρομολογίου του εν λόγω οχήματος, ούτως ώστε να μεταφέρει μαθητές από το χωριό Ψημολόφου στο Γυμνάσιο Στυλιανού και στο Λύκειο Αρχιεπισκόπου Κυπριανού στον Στρόβολο. Ενώπιον της Αρχής Αδειών υπήρχε κατά την εξέταση του θέματος η Εκθεση του Επαρχιακού Ελεγκτή Μεταφορών Λευκωσίας. Σύμφωνα με την άποψη της τοπικής αρχής το 50% του συνόλου των μαθητών που προέρχονταν από το χωριό Ψημολόφου, χρησιμοποιούσαν για τις μετακινήσεις τους προς τα εκπαιδευτικά ιδρύματα δικά τους μεταφορικά μέσα (ιδιωτικά οχήματα) και οι υπόλοιποι εξυπηρετούνταν με τρία λεωφορεία, εκ των οποίων τα δύο ήταν ιδιοκτησία της αιτήτριας και ένα της ενιστάμενης στο αίτημα εταιρείας "Λεωφορείων Δευτεράς, Ανάγυιας, Χρυσοσπηλιώτισσας Λτδ". Στη συζήτηση που αναπτύχθηκε ενώπιον της Αρχής Αδειών οι εμπλεκόμενες εταιρείες κατέθεσαν τις απόψεις τους. Οπως καταγράφηκε στο σχετικό πρακτικό η δικηγόρος της αιτήτριας επιχειρηματολογώντας για το σκοπό της προώθησης του αιτήματος ανέφερε τα ακόλουθα:

"Με βάση όλα αυτά οι πελάτες μου αιτούνται την έγκριση επιπρόσθετου και/ή τροποποίηση του ήδη υφιστάμενου δρομολογίου του προσφυγικού τους λεωφορείου με αρ. εγγραφής JM 797, για να μεταφέρει μαθητές από το χωριό Ψημολόφου, αφού ήδη βάσει της άδειας οδικής χρήσεως του νόμιμα κάθε πρωΐ βρίσκεται στην περιοχή Ψημολόφου για μεταφορά του προσωπικού του ανθοπωλείου ΕΛΥΖΕ και επιστρέφει στη Λευκωσία άδειο, χωρίς άλλο δρομολόγιο και κατά συνέπεια χωρίς άλλο οικονομικό έσοδο.

Οι πελάτες μας είναι πρόσφυγες λεωφορειούχοι και λόγω αυτής της κατάστασης μειώθηκαν αισθητά τα οικονομικά έσοδα τους, αφ' ενός μεν λόγω της παράνομης διακοπής της εργοδότησης τους από την εταιρεία Λεωφορείων Λευκωσίας Λτδ και αφ' ετέρου λόγω των παράνομων και ληστρικών δρομολογίων της ενιστάμενης εταιρείας, με αποτέλεσμα τα έσοδα του προσφυγικού τους λεωφορείου με αρ. εγγραφής JM 797 να μην καλύπτουν τα βασικά έξοδα συντήρησης του."

 

Η Αρχή Αδειών απορρίπτοντας τελικά την αίτηση κατέγραψε στην απόφαση της ότι με βάση την έρευνα που διενεργήθηκε διαπιστώθηκε ότι οι ανάγκες του επιβατικού κοινού, μαθητών και κατοίκων, εξυπηρετούνταν πλήρως από τα υπάρχοντα αδειούχα λεωφορεία.

Στην ιεραρχική προσφυγή που ακολούθησε, η αιτήτρια κατέγραψε ως λόγους υποστήριξης της ότι "η αρμόδια αρχή ουδέποτε προέβηκε σε καταμέτρηση του αριθμού των μεταφερόμενων επιβατών - μαθητών της περιοχής σε συσχετισμό με τα προσφυγικά λεωφορεία πριν ή κατά τη σύνταξη της έκθεσής της", ότι "υπήρξε πλάνη περί τα πραγματικά γεγονότα" και ότι "οι ανάγκες των μαθητών και κατοίκων της περιοχής δεν εξυπηρετούνται από τα υφιστάμενα λεωφορεία του χωριού Ψημολόφου". Ομως ενώπιον της Αρχής υπήρχε ήδη η έκθεση του Τμήματος Οδικών Μεταφορών στην οποία καταγράφεται ότι οι ανάγκες των μαθητών της περιοχής εξυπηρετούντο από τα υπάρχοντα λεωφορεία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η αιτήτρια ενώ είχε αρχικά στηρίξει την αίτηση της στον ισχυρισμό πως το λεωφορείο της JM 797 μεταφέρει το προσωπικό του ανθοπωλείου ΕΛΥΖΕ στη Ψημολόφου και επιστρέφει στη Λευκωσία άδειο χωρίς άλλο οικονομικό όφελος, υπέβαλε κατά την εκδίκαση της ιεραρχικής προσφυγής και μέσα στα πλαίσια των δικογράφων της παρούσας ότι δεν εξυπηρετούνται ικανοποιητικά οι επιβατικές ανάγκες της περιοχής και ότι τα ήδη υφιστάμενα δρομολόγια προκαλούν ταλαιπωρία στους μαθητές. Οι ισχυρισμοί αυτοί παρέμειναν ατεκμηρίωτοι, αφού δεν προσκομίσθηκε εκ μέρους της αιτήτριας οποιαδήποτε μαρτυρία ή κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να ανατρέψει το πόρισμα του Τμήματος Οδικών Μεταφορών.

Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής άκουσε την αιτήτρια και την ενιστάμενη εταιρεία που εκπροσωπούνταν από δικηγόρους. Στο κείμενο της επίδικης απόφασης καταγράφονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

"Εχοντας υπόψη από τη μια τους λόγους οι οποίοι υποστηρίζουν την Ιεραρχική Προσφυγή και από την άλλη τα πρακτικά και την απόφαση της Αρχής Αδειών ημερ. 15.7.98 καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνουμε πως η Αρχή Αδειών ακολούθησε διαδικασία η οποία θεωρούμε ότι συνιστά πλήρη έρευνα αλλά και συμμόρφωση προς τις πρόνοιες των άρθρων 9 παρ. 14 και 8 παρ. 3 του Περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982 τα οποία καθορίζουν τα όσα οφείλει να εξετάζει η Αρχή Αδειών κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας. Τα προκύπτοντα στοιχεία περιλαμβανομένης της εισήγησης του Τμήματος Οδικών Μεταφορών ήσαν ενώπιον μας και λήφθησαν υπόψη. Δόθηκε δε πλήρης ευκαιρία τόσο στους προσφεύγοντες όσο και στα ενδιαφερόμενα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους όπως και έπραξαν κατά την ακρόαση της προσφυγής ενώπιον μας.

Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των ενώπιον μας στοιχείων και των όσων έχουν λεχθεί κατά την ακρόαση της προσφυγής, ομόφωνα η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών αποφασίζει την απόρριψη της προσφυγής και επικυρώνει την προσβληθείσα απόφαση της Αρχής Αδειών."

 

 

 

Εχω παραθέσει τα πιο πάνω στοιχεία για να καταδείξω ότι ο ισχυρισμός της αιτήτριας για έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Οπως έχει επανειλημμένα τονισθεί η αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης πρέπει να παρέχει στο Δικαστήριο τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της και δεν πρέπει να είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. (Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021, της 27/3/98, Τσίγκης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2699, της 30/4/2001). Επιπρόσθετα έχει τονισθεί ότι η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης δεν είναι απαραίτητο να παρουσιάζεται στην ενσωμάτωση της πράξης, αλλά μπορεί να διαπιστώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου. (Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1995) 3 ΑΑΔ 298, 304).

Στην παρούσα υπόθεση η αιτιολογία συμπληρώνεται εμφανώς από τα στοιχεία του φακέλου, μέσω κυρίως της Εκθεσης του Επαρχιακού Ελεγκτή Μεταφορών με την οποία δεν διαπιστώθηκε οποιοδήποτε πρόβλημα ή παράπονο σχετικά με τη διακίνηση των μαθητών της περιοχής. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνω ότι η επίδικη απόφαση είναι πλήρως αιτιολογημένη.

 

(ii) Παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και χρηστής διοίκησης

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της νομιμότητας, της χρηστής διοίκησης, της εμπιστοσύνης των πολιτών προς το κράτος δικαίου και της καλής πίστης. Σύμφωνα με την αιτήτρια η αρχή της καλής πίστης υπαγόρευε την ικανοποίηση του αιτήματος της, την χορήγηση δηλαδή της άδειας εφόσον είχε συμβόλαιο με τους γονείς των μαθητών από 10/9/97 μέχρι 30/6/98 και ήταν ως εκ τούτου εύλογη προσδοκία ότι το αίτημα που υποβλήθηκε θα τύγχανε θετικής ανταπόκρισης. Η "αυθαίρετη", όπως τη χαρακτηρίζει, άρνηση της διοίκησης όπως διατυπώθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση έθιξε "κεκτημένα και διαμορφωμένα δικαιώματα" της, κλονίζοντας παράλληλα τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προς τη "συνέπεια του κράτους". Τονίζοντας και πάλι το επιχείρημα για αύξηση των επιβατικών αναγκών της περιοχής η αιτήτρια υπέβαλε ότι η άρνηση των καθ'ων η αίτηση να χορηγήσουν άδεια για επιπρόσθετο δρομολόγιο ή τροποποίηση του υφιστάμενου οδηγεί στην ταλαιπωρία των μαθητών.

Οι εξουσίες της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών στα πλαίσια άσκησης ιεραρχικής προσφυγής καθορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 4Α του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου (αρ. 9/82 όπως τροποποιήθηκε), όπου προνοείται ότι η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών έχει τις ακόλουθες τρεις δυνατότητες:

"(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφασηΧ

(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφασηΧ ή

(γ) να παραπέμψει την προσβληθείσα απόφαση στην

Αρχή Αδειών για επανεξέταση."

Στην παρούσα υπόθεση η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών αποφάσισε να επικυρώσει την αρνητική απόφαση της Αρχής Αδειών για χορήγηση άδειας στην αιτήτρια για επιπρόσθετο δρομολόγιο ή τροποποίηση του δρομολογίου του λεωφορείου με αρ. JM 797. Ηταν μια απόφαση εύλογα επιτρεπτή από τη στιγμή που υπήρχε ενώπιον των διοικητικών οργάνων η σχετική έκθεση του Επαρχιακού Ελεγκτή Μεταφορών, σύμφωνα με την οποία οι ανάγκες των μαθητών της περιοχής εξυπηρετούνταν με επάρκεια από τα υφιστάμενα αδειούχα λεωφορεία, ενώ η αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε τις προϋποθέσεις στις οποίες στήριξε το αίτημα της, ότι δηλαδή υπήρχε αυξημένη επιβατική κίνηση και ότι τα υπάρχοντα δρομολόγια προκαλούσαν ταλαιπωρία.

Το ζήτημα της καλής πίστης ως συστατικό στοιχείο της διοικητικής δράσης έχει αντιμετωπισθεί νομολογιακά. Οπως χαρακτηριστικά τονίσθηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 ΑΑΔ 191, στη σελ. 196:

 

"Ούτε η καλή πίστη συναρτάται με τον υπερακοντισμό της νομιμότητας στη λειτουργία της Διοίκησης. Οπως διευκρινίζεται στην Tamassos Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60, η αρχής της καλής πίστης σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία. Δεν υπερφαλαγγίζει όμως την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία, με την αρχή του κράτους δικαίου. Οπως υποδεικνύεται στην Παμπόρη ν. Δημοκρατίας, υπόθεση αρ. 164/95, 15.12.1995, η αρχή της καλής πίστης, δεν μεταβάλλει τις αρχές δικαίου που διέπουν την άσκηση των εξουσιών που εναποτίθενται σε διοικητικό όργανο, ούτε προεξοφλεί την άσκηση της εξουσίας η οποία παρέχεται."

 

 

Η αιτήτρια επικαλέστηκε έννομη προσδοκία (legitimate expectation) η οποία ματαιώθηκε λόγω της άρνησης της διοίκησης να ικανοποιήσει το αίτημα της κατά τρόπο που κλονίζει την εμπιστοσύνη του κοινού προς τις αρχές και θίγει "κεκτημένα", όπως τα χαρακτήρισε, δικαιώματα της. Η θέση αυτή δεν ευσταθεί. Η προσδοκία της αιτήτριας προέκυψε όπως φαίνεται από την ισχυριζόμενη σύναψη συμφωνίας καθορισμένης χρονικής διάρκειας με τους γονείς των μαθητών για τη μεταφορά των τελευταίων. Η ύπαρξη όμως μιας τέτοιας συμφωνίας δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην απεμπόληση των εξουσιών που παρέχονται από το νόμο σε διοικητικά όργανα. Στην Καρατζάς κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2344, της 25/9/2000 η Ολομέλεια του Δικαστηρίου αντιμετώπισε παρόμοιους ισχυρισμούς των εφεσειόντων, καταλήγοντας στα πιο κάτω συμπεράσματα:

"Σε σχέση τώρα με την καλή πίστη ή, στο ίδιο πλαίσιο, της έννομης προσδοκίας που επικαλούνται οι εφεσείοντες. Προκύπτει και από τη βιβλιογραφία και τη νομολογία στην οποία παρέπεμψαν οι εφεσείοντες πως μπορεί να τίθεται ζήτημα τέτοιας προσδοκίας ή γενικότερα κακής πίστης ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης όταν με τη στάση της δημιούργησε ορισμένη εντύπωση ως προς τον τρόπο χειρισμού ορισμένου θέματος. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση αντιφατική ή γενικότερα κακόπιστη ή καταλυτική έννομων προσδοκιών αυτή καθ' εαυτή η άσκηση εξουσίας προς ουσιαστική ρύθμιση ορισμένου θέματος, όταν η διοίκηση έχει εκ του νόμου εξουσία νέων ρυθμίσεων. Σε τέτοια περίπτωση, κάθε υφιστάμενη ρύθμιση, και, κατά συνέπεια, κάθε επίπτωσή της, ευνοϊκή ή δυσμενής για τα πρόσωπα στα οποία αφορά, διαρκεί ενόσω δεν διαφοροποιείται, κατά τη δυναμική που ενυπάρχει, σύμφωνα με την εξουσιοδότηση που παρέχει ο νόμος. ......................................... Δεν έχουμε στην προκειμένη περίπτωση δήλωση ή παράσταση ή άλλη συμπεριφορά της διοίκησης προς οποιαδήποτε κατεύθυνση και καμιά δέσμευσή της που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει ζήτημα αντιφατικής δράσης ή έννομης προσδοκίας ως στοιχείο της άποψης πως πάσχει η διοικητική ενέργεια κατά την αρχή της καλής πίστης. Ο,τι έχουμε είναι άσκηση εξουσίας προς διαφορετική ρύθμιση ορισμένης κατάστασης, όπως την παρέχει ο Νόμος, όταν διαπιστώθηκε πως αυτό επιβάλλει η θεμελιώδης αρχή της ισότητας."

 

Στην παρούσα υπόθεση η σχετική νομοθεσία παρείχε στην Αναθεωρητική Αρχή την εξουσία να επικυρώσει την αρνητική απόφαση της Αρχής Αδειών, αφού διαπιστώθηκε πως οι επιβατικές ανάγκες στο επίδικο δρομολόγιο αντιμετωπίζονταν επαρκώς από τα ήδη αδειούχα λεωφορεία. Συνακόλουθα οι ισχυρισμοί της αιτήτριας απορρίπτονται.

 

(iii) Πλάνη περί τα πράγματα ως αποτέλεσμα παράλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας

Η αιτήτρια εισηγείται ότι η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών δεν διενήργησε έρευνα για την ύπαρξη ή όχι των επιβατικών αναγκών, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε πλανεμένη απόφαση. Στην απαντητική δε αγόρευση της προσθέτει τον ισχυρισμό ότι οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να διερευνήσουν τον ισχυρισμό ότι το υπ' αρ. FL 147 λεωφορείο, που ήταν ένα από τα αδειούχα λεωφορεία της ενιστάμενης εταιρείας, είχε ακινητοποιηθεί με αποτέλεσμα να μην εξυπηρετούνται πλήρως οι επιβατικές ανάγκες. Τέτοιος ισχυρισμός όμως, όπως ήδη επισημάνθηκε, δεν τέθηκε από την αιτήτρια στους λόγους υποστήριξης της ιεραρχικής προσφυγής αλλά προβλήθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της απαντητικής αγόρευσης της αιτήτριας. Οι δικηγόροι της αιτήτριας είχαν ενημερώσει μεν την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών για το γεγονός αυτό, υποβάλλοντας ότι με την εξέλιξη αυτή η εξυπηρέτηση του επιβατικού κοινού από τα "υφιστάμενα τέσσερα αδειούχα αγροτικά λεωφορεία του χωριού Ψημολόφου" καθίστατο ανεπαρκής. Ο λόγος όμως που διατυπώθηκε σχετικά για την υποστήριξη της ιεραρχικής προσφυγής ήταν ότι "οι ανάγκες των μαθητών και κατοίκων της περιοχής δεν εξυπηρετούνται από τα υφιστάμενα λεωφορεία".

Το είδος και η έκταση της έρευνας που η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών όφειλε να διεξαγάγει εσυναρτάτο με τα γεγονότα της υπόθεσης όπως παρουσιάζονταν και ειδικά με τους λόγους που είχε επικαλεσθεί και τους ισχυρισμούς που προέβαλε η αιτήτρια στην ιεραρχική προσφυγή. Στην προκείμενη περίπτωση φαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν προβεί σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής. Οπως ορθά υποδείχθηκε από το δικηγόρο των καθ'ων η αίτηση, το αρχικό αίτημα της αιτήτριας, όπως υποβλήθηκε στην Αρχή Αδειών, αφορούσε την έγκριση επιπρόσθετου και/ή την τροποποίηση υφιστάμενου δρομολογίου για το όχημα της JM 797 για τη "μεταφορά μαθητών-επιβατών από και προς το χωριό Ψημολόφου". Ηταν λογικό για τα διοικητικά όργανα να προχωρήσουν στην έρευνα του κατά πόσο οι επιβατικές ανάγκες της συγκεκριμένης διαδρομής δικαιολογούσαν την έγκριση του αιτήματος, όπως και έγινε. Οι απόψεις της τοπικής αρχής περιλαμβάνονται στην έκθεση του Επαρχιακού Ελεγκτή Μεταφορών. Από τις σχετικές πληροφορίες που δόθηκαν προέκυψε ότι ο αριθμός των μαθητών του χωριού Ψημολόφου, οι οποίοι φοιτούσαν σε διάφορα σχολεία της Λευκωσίας ανερχόταν σε 140-150 εκ των οποίων οι μισοί μεταφέρονταν με ιδιωτικά οχήματα και οι υπόλοιποι εξυπηρετούνταν από τρία ήδη αδειούχα λεωφορεία. Συνεπώς δεν φαινόταν να προέκυπτε οποιοδήποτε πρόβλημα διακίνησης που θα δικαιολογούσε την έγκριση της άδειας που ζητούσε η αιτήτρια και το αίτημα απορρίφθηκε. Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, από την πλευρά της, ασκώντας τη δική της πρωτογενή εξουσία κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής είχε την ευκαιρία να ακούσει την αιτήτρια και την ενιστάμενη εταιρεία ενώ, όπως σημειώνεται ρητά στο κείμενο της επίδικης απόφασης, είχε ενώπιον της την εισήγηση του Τμήματος Οδικών Μεταφορών η οποία περιείχε την πιο πάνω άποψη της τοπικής αρχής, τα πρακτικά και την απόφαση της Αρχής Αδειών καθώς και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. Το σύνολο των στοιχείων τα οποία λήφθηκαν υπόψη από την Αναθεωρητική Αρχή Αδειών οδηγούσαν στο εύλογο συμπέρασμα ότι οι ανάγκες του κοινού στην υπό αναφορά διαδρομή εξυπηρετούνταν πλήρως. Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι η επίδικη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα διεξαγωγής δέουσας έρευνας, χωρίς να έχει διαπιστωθεί οποιαδήποτε πλάνη.

 

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται. Εχοντας υπόψη τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης δεν θα εκδώσω οποιοδήποτε διάταγμα για έξοδα.

 

 

 

 

 

 

Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο