ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Υπόθεση Αρ. 1639/99
Μεταξύ
:Βασίλειου Χ. Χαριτωνίδη, από τη Λεμεσό
9;Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
Υπόθεση Αρ. 1640/99
Μεταξύ
:Σταύρου Σταύρου, από τη Λευκωσία
9;Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
Υπόθεση Αρ. 7/2000
Μεταξύ
:Ιωάννας Αγαπίου, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας P>
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ'ης η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 16 Ιουλίου, 2002.Για τον αιτητή στην 1639/99: Ν. Παπαμιλτιάδους.
Για τον αιτητή στην 1640/99: Π. Αγγελίδης.
Για την αιτήτρια στην 7/2000: Α. Κωνσταντίνου.
Για την καθ΄ης η αίτηση: Α. Βασιλειάδης.
Για το Ε/Μ Α. Ζήνωνος: Δ. Παυλίδης.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι τρεις προσφυγές συνεκδικάσθηκαν, με τη συναίνεση των διαδίκων, γιατί στρέφονται εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης και έχουν ταυτόσημο νομικό και πραγματικό υπόβαθρο. Οι προσφυγές 1639/99 και 7/2000 στρέφονται εναντίον δύο ενδιαφερομένων μερών, του Ανδρέα Ζήνωνος και Παναγιώτη Παντοπώλη ενώ η προσφυγή 1640/99 εκτός των πιο πάνω δύο στρέφεται και εναντίον τρίτου ενδιαφερόμενου μέρους, της Λίνας Αδάμου.
Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) σε συνεδρία της ημερ. 13.5.99, αποφάσισε να επιληφθεί της πλήρωσης τριών κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Τεχνικού στο Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως, κατόπιν πρότασης της αρμόδιας Αρχής ημερ. 5.5.1999, σε μεταγενέστερη συνεδρία, επειδή επρόκειτο για θέσεις προαγωγής.
Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της ημερ. 26.8.99, ανέβαλε την εξέταση του θέματος, μετά από παράκληση του Διευθυντή του Τμήματος, για να του παρασχεθεί χρόνος ώστε να μελετήσει το θέμα.
Τελικά η ΕΔΥ σε συνεδρία της ημερ. 8.9.99, αφού άκουσε τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος απεφάσισε την προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών, από 1.10.1999.
Εναντίον της απόφασης της ΕΔΥ καταχωρήθησαν από τους αιτητές οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές.
Βασικός λόγος που προβάλλεται και στις τρεις προσφυγές είναι η, κατ΄ ισχυρισμόν πάσχουσα και αναιτιολόγητη σύσταση του Διευθυντή. Περαιτέρω προβάλλεται ισχυρισμός για μη δέουσα έρευνα και ελλειπή αιτιολογία της απόφασης της ΕΔΥ αλλά σε πλήρη συνάφεια και αναφορά στην πάσχουσα σύσταση του Διευθυντή.
Έχει νομολογηθεί ότι η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης και αναγκαία για τελείωση της απόφασης. Τούτο, πέραν της νομολογίας, το απαιτεί και ο σχετικός Νόμος αρ. 1/90. Το γεγονός αυτό έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τη διαχρονική νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι ο Διευθυντής είναι το μόνο πρόσωπο που γνωρίζει τους υποψηφίους, την αξία και προσφορά τους και είναι στην καλύτερη δυνατή θέση να διατυπώσει την κρίση του.
Είναι όμως και διαχρονικά νομολογημένο ότι η κρίση του Διευθυντή ελέγχεται από το Ανώτατο Δικαστήριο ως προς την ακρίβεια της και την αιτιολογία της. Ο σχετικός νόμος απαιτεί αιτιολογημένη σύσταση του Διευθυντή. Η αιτιολογία της σύστασης μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με την περίπτωση και τις ανάγκες της υπόθεσης. Είναι αρκετό η αιτιολογία να μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο. Έχει νομολογηθεί επανηλειμμένα ότι η σύσταση που αντιστρατεύεται το περιεχόμενο των εμπιστευτικών εκθέσεων των υποψηφίων, χωρίς να παρέχεται επαρκής αιτιολογία, είναι αντικανονική και παράνομη και οδηγεί την επίδικη απόφαση της ΕΔΥ σε ακύρωση.
Στην παρούσα υπόθεση η σύσταση του Διευθυντή ήταν μακρά, αποτυπωμένη σε τρεις δακτυλογραφημένες σελίδες. Αφού κατ΄ αρχή αναφέρει ότι έχει προσωπική γνώση της απόδοσης και προσφοράς όλων των υποψηφίων προχωρεί να πει ότι έχει διαβουλευθεί και έχει πάρει πληροφορίες από τους άμεσα προϊσταμένους των υποψηφίων για την καταλληλότητα του καθενός για προαγωγή. Μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων τους. Ο Διευθυντής, αφού αναφέρει ότι έλαβε υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας, προχώρησε στη σύσταση του για τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη. Για τον κάθε ένα από τους συστηθέντες προβαίνει σε σχόλια για την καταλληλότητα τους. Δίδει έμφαση στο γεγονός ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν σε αξία και τονίζει το γεγονός ότι και τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη διακρίνονται για την οργανωτική και διευθυντική ικανότητα
τους. Είναι γεγονός ότι στη σύσταση του ο Διευθυντής αποδίδει στα ενδιαφερόμενα μέρη ικανότητες και ιδιότητες οι οποίες βαθμολογούνται στις ετήσιες εμπιστευτικές εκθέσεις. Δεν απέχουν όμως από αυτές. Είναι όμως γεγονός ότι για τις ίδιες ικανότητες και ιδιότητες και οι αιτητές βαθμολογούνται στο ίδιο επίπεδο. Υστερούν όμως οι αιτητές στην καθοριστική ικανότητα, στην οργάνωση και διεύθυνση. Τα ενδιαφερόμενα μέρη βαθμολογούνται διαχρονικά από το 1994-1998 ως εξαίρετοι, εκτός του ενδιαφερομένου μέρους Λίνα Αδαμίδου, η οποία χαρακτηρίζεται ως εξαίρετη τα δύο τελευταία χρόνια. Αντίθετα και οι τρεις αιτητές διαχρονικά υστερούν στον τομέα αυτό χαρακτηριζόμενοι ως "πολύ ικανοποιητικά".Στο σχέδιο υπηρεσίας όσον αφορά τα καθήκοντα και ευθύνες της θέσης αναφέρεται στην παράγραφο (β):-
"Καθοδηγεί, ελέγχει και εκπαιδεύει κατώτερο προσωπικό στον Κλάδο που υπηρετεί."
Και στα απαιτούμενα προσόντα στην παράγραφο (2):-
"Ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, υπευθυνότητα και ευθυκρισία."
Η επίδικη θέση είναι ψηλά στην ιεραρχία. Από το περιεχόμενο του σχεδίου υπηρεσίας, όπως δόθηκε πιο πάνω, φαίνεται καθαρά ότι η οργανωτική και διοικητική ικανότητα είναι το πιο σημαντικό στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την καταλληλότητα του υπαλλήλου που θα καταλάβει τη θέση.
Κρίνω κατά συνέπεια ότι η αιτιολογία της σύστασης αιτιολογείται επαρκώς. Η αιτιολογία ήταν εύλογη και συνάδει προς τα στοιχεία των φακέλων.
Στις προσφυγές αρ. 1639/99 και 1640/99 οι αιτητές προβάλλουν επίσης ως λόγο ακυρότητας ότι ο Διευθυντής δεν καταγράφει στη σύσταση του τα ονόματα των προϊσταμένων των υποψηφίων από τους οποίους έλαβε τις απόψεις τους καθώς και το περιεχόμενο αυτών των απόψεων. Το θέμα αυτό έχει επιλυθεί από πολλού χρόνου από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν απαιτείται να καταγράφονται οι απόψεις των προϊσταμένων των υποψηφίων στη σύσταση του Διευθυντή, ούτε είναι δυνατό να ελέγχονται δικαστικά. (Βλέπε: Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817, ημερ. 12.7.1990 και Νιόβης Παπαϊωάννου κ.ά. ν. Δημοκρατίας
(1991) 3 ΑΑΔ 713).Οι περαιτέρω ισχυρισμοί των αιτητών στις προσφυγές 1639/99 και 1640/99 ότι ο Διευθυντής συστήνοντας τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν προέβη στη δέουσα έρευνα και ότι επλανήθη περί τα πράγματα κρίνονται ως ανεδαφικοί ενόψει της κατάληξης μου ότι η σύσταση ήταν επαρκώς αιτιολογημένη.
Όλες οι προσφυγές απορρίπτονται με έξοδα υπέρ των καθ΄ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου μέρους Ανδρέα Χρ. Ζήνωνος.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ