ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 719/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:1. Κυριάκου Δρουσιώτη, από την Πάφο
2. Τάσου Αναστασίου, από τη Λεμεσό
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατία, από τη Λευκωσία
μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
10 Ιουνίου, 2002
Για τους αιτητές : κ. Χρ. Κιτρομηλίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές που είναι πτυχιούχοι της Ανωτάτης Σχολής Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών, ασκούν το επάγγελμα του λογιστή από το 1981 και 1982 αντίστοιχα, είναι δε μέλη του Συνδέσμου Πτυχιούχων Εγκεκριμένων Λογιστών-Ελεγκτών Κύπρου. Διατηρούν λογιστικά-ελεγκτικά γραφεία για παραπάνω από δώδεκα χρόνια.
Στις 18.12.1998 ζήτησαν από το Υπουργικό Συμβούλιο την παραχώρηση άδειας ελέγχου δημόσιων εταιρειών, βάσει του άρθρου 155(1)(β) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Οι αιτήσεις τους διαβιβάστηκαν από τον Υπουργό Εμπορίου στην Ειδική Επιτροπή Αξιολόγησης στις 19.1.1999. Η Επιτροπή πρότεινε στον Υπουργό τον καθορισμό κριτηρίων. ΄Ενα από τα κριτήρια που προτάθηκε είναι και η κατοχή δεκαετούς τουλάχιστον πείρας ως εργοδοτούμενος μέλους σώματος εγκεκριμένων λογιστών αναγνωρισμένο για τους σκοπούς του άρθρου 155(1)(α) του Κεφ.113, που να ασκεί το επάγγελμα
του λογιστή-ελεγκτή. Η εισήγηση εγκρίθηκε από τον Υπουργό στις 22.10.1999.Οι αιτητές προβάλλουν ως λόγο ακυρότητας το επιχείρημα ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή με τον καθορισμό κριτηρίων ενήργησε αυθαίρετα και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, αφού τα κριτήρια δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κανονισμών. Περαιτέρω, ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την ουσία ως προς το θέμα της πείρας αποκλείοντας τους αιτητές που διαθέτουν ιδιόκτητα μεν λογιστικά γραφεία, αλλά με λιγότερα των δέκα χρόνων εργοδότησή τους από εγκεκριμένους λογιστές. Τέλος, προβάλλουν το επιχείρημα ότι η απόφαση δεν ελήφθη από το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά από την Επιτροπή.
Το βάρος απόδειξης της υπέρβασης ή κατάχρησης εξουσίας φέρει ο αιτητής (
Frangoullides v. Republic (1966) 3 CLR 20, Stylianides v. Republic (1973) 3 CLR 575 και Kyriakides v. Republic (1976) 3 CLR 364). Στην παρούσα υπόθεση οι αιτητές δεν έχουν αποσείσει το βάρος αυτό και τα επιχειρήματά τους θα πρέπει να απορριφθούν.Το άρθρο 155(1) του Κεφ.113 προβλέπει:
«155.-(1) Πρόσωπο δεν έχει τα προσόντα για να διοριστεί ελεγκτής εταιρείας εκτός αν-
(α) είναι μέλος σώματος ελεγκτών που ιδρύθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και που είναι αναγνωρισμένο κατά τον ουσιώδη χρόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο για τους σκοπούς της διάταξης αυτής
. ή(β) είναι εξουσιοδοτημένο κατά τον ουσιώδη χρόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο είτε διότι κατέχει παρόμοια προσόντα που αποχτήθηκαν εκτός του Ηνωμένου Βασιλείου είτε ότι απόκτησε ικανοποιητική γνώση και πείρα είτε κατά τη διάρκεια της απασχόλησης του από μέλος σώματος αναγνωρισμένων λογιστών για τους σκοπούς της παραγράφου (α) του εδαφίου αυτού είτε εξαιτίας της άσκησης του επαγγέλματος του λογιστή στη Δημοκρατία πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού:
............».
Οι αιτητές εμπίπτουν στις πρόνοιες της παραγράφου (β). Το ερώτημα που εγείρεται είναι κατά πόσο η διακριτική ευχέρεια του Υπουργικού Συμβουλίου εκτείνεται και στον καθορισμό κριτηρίων και δη στον καθορισμό της κατοχής του προσόντος της δεκάχρονης πείρας.
Σύμφωνα με το άρθρο 44(6) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, επιτρέπεται στο αρμόδιο όργανο να ασκεί τη διακριτική του εξουσία με βάση τύπους και δεσμεύσεις που το ίδιο έχει καθορίσει και που δεν επιβάλλονται, αλλά ούτε απαγορεύονται από το νόμο.
Στην υπόθεση Σελεάρης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.2537, ημερ. 14.9.1999, αποφασίστηκε ότι η υιοθέτηση σταθερών κριτηρίων για την άσκηση διοικητικής εξουσίας αποτελεί σύννομη και παραδεκτή πρακτική, νοουμένου ότι δεν υπεισέρχονται εξωγενείς παράγοντες στον καθορισμό τους. Αφού καθορισθούν τα κριτήρια, η διοίκηση δεσμεύεται να τα τηρήσει, ενώ απόκλιση χωρεί μόνο όπου αποχρώντες λόγοι δικαιολογούν τέτοια ενέργεια και δεδομένου ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας.
Ο Νόμος δεν καθορίζει τι θεωρεί ικανοποιητική γνώση και πείρα. ΄Ομως ο καθορισμός του κριτηρίου κατοχής της δεκάχρονης πείρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βρίσκεται εκτός των πλαισίων του.
Ακόμα κι΄ αν το Δικαστήριο είχε διαφορετική άποψη επί της ουσίας, δεν θα ήταν επιτρεπτό να υποκαταστήσει τη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης με τη δική του. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο όταν διαπιστωθεί πλημμελής άσκηση της διακριτικής ευχέρειας, πλάνη περί τα πράγματα ή παράλειψη να ληφθούν υπ΄ όψιν ουσιώδεις παράγοντες ή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας καθ΄ υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας (
Avgousti v. Permits Authority (1972) 3 C.L.R. 356 και Merck v. Republic (1972) 3 C.L.R. 548). Τίποτε από όλα αυτά δεν παρατηρείται στην παρούσα υπόθεση. Το γεγονός ότι ο καθορισμός του κριτηρίου δεν απετέλεσε αντικείμενο κανονισμών, δεν στερεί από τη διοίκηση τη διακριτική ευχέρεια που της παρέχει ο Νόμος να αποφασίζει ως προς την κατοχή των προσόντων.Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το γεγονός ότι ο όρος αυτός δεν τέθηκε σε προηγούμενη αίτηση των αιτητών δεν εμποδίζει τη διοίκηση από το να τον θέσει τώρα. Ούτε και τίθεται θέμα δεδικασμένου, αφού στην προηγούμενη αίτηση η διοίκηση είχε περιοριστεί στην εξέταση του θέματος αναφορικά με το κατά πόσο οι αιτητές ήταν μέλη σώματος ελεγκτών του Ηνωμένου Βασιλείου (άρθρο 155(1)(α)), χωρίς να επεκταθεί στη διαπίστωση κατά πόσον οι αιτητές κατείχαν τα προβλεπόμενα από την παράγραφο (β) του ίδιου άρθρου προσόντα. Γι΄ αυτό το λόγο εξάλλου η απόφαση εκείνη ακυρώθηκε, ύστερα από προσφυγή των αιτητών.
Προβάλλεται ακόμα ο ισχυρισμός ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει την ουσία ως προς το θέμα της πείρας αποκλείοντας τους αιτητές που διαθέτουν ιδιόκτητα λογιστικά γραφεία, αλλά με λιγότερα από δέκα χρόνια υπηρεσίας ως υπάλληλοι. Η επάρκεια της πείρας, ισχυρίζονται, δεν εξαρτάται από τη χρονική της διάρκεια.
Το άρθρο 155(1)(β) παρέχει διακριτική εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να αναγνωρίζει πρόσωπα τα οποία είτε κατέχουν ορισμένα προσόντα, είτε απέκτησαν «ικανοποιητική γνώση και πείρα». Αυτή η γνώση και πείρα μπορεί να αποκτήθηκε, είτε κατά τη διάρκεια της απασχόλησής τους από μέλος σώματος αναγνωρισμένων λογιστών, είτε λόγω της άσκησης του επαγγέλματος του λογιστή στη Δημοκρατία πριν την έναρξη της ισχύος του Νόμου. Οι αιτητές σαφώς δεν ασκούσαν το επάγγελμα του λογιστή πριν την 1.7.1951, ημερομηνία έναρξης ισχύος του Νόμου.
Η πρόνοια του άρθρου 155 είναι σαφής. Απαιτείται η απόκτηση ικανοποιητικής γνώσης και πείρας κατά τη διάρκεια απασχόλησης από μέλος σώματος αναγνωρισμένων λογιστών. Με άλλα λόγια, τίθεται περιορισμός στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης στην οποία και δεν παρέχεται περιθώριο αναγνώρισης γνώσης και πείρας που αποκτήθηκε διαφορετικά, όπως για παράδειγμα σε ιδιόκτητα λογιστικά γραφεία.
Οι αιτητές ισχυρίζονται τέλος ότι η απόφαση δεν ελήφθη από το αρμόδιο όργανο, το Υπουργικό Συμβούλιο, αλλά από την Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή. ΄Οπως έχουμε πει πιο πάνω, η Ειδική Συμβουλευτική Επιτροπή, με επιστολή του προέδρου της ημερ. 12.10.1999, πρότεινε στον Υπουργό Εμπορίου τον καθορισμό κριτηρίων για το διορισμό κάποιου ως ελεγκτή δημόσιας εταιρείας, προτείνοντας συνάμα και συγκεκριμένα κριτήρια, μεταξύ των οποίων και η δεκαετής τουλάχιστον πείρα ως εργοδοτούμενος μέλους σώματος εγκεκριμένων λογιστών. Η εισήγηση, αφού μελετήθηκε, εγκρίθηκε από τον Υπουργό στις 22.10.1999. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε εκχωρήσει την ενάσκηση των σχετικών εξουσιών του στον Υπουργό Εμπορίου με την Κ.Δ.Π. 218/97.
Η αναζήτηση των απόψεων τρίτων στο πλαίσιο της διερεύνησης των γεγονότων προς το σκοπό άσκησης της εξουσίας που εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο, δεν συνιστά απεμπόληση εξουσίας, αλλά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα διερεύνηση των γεγονότων (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 286/97, ημερ. 29.1.1999, Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, 109, Τσιγαρίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., Υποθ. Αρ. 849/2000, ημερ. 22.1.2002). ΄Ερευνα των γεγονότων και στοιχείων δεν θα πρέπει απαραίτητα να γίνεται από τα ίδια μέλη της εξ Υπουργών Επιτροπής. Η Επιτροπή έχει κάθε δικαίωμα να απευθυνθεί σε οποιονδήποτε θεωρεί ως αρμόδιο φορέα ή τμήμα για τις απόψεις του (Χρυσάνθου ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω
).Κανένα από τα επιχειρήματα των αιτητών δεν ευσταθούν και συνεπώς η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα εναντίον των αιτητών, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ