ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 379/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Στάλως Ξενή

Αιτήτριας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας

Καθ΄ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 11 Απριλίου, 2002.

Για την αιτήτρια: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για την καθ΄ης η αίτηση: Τζ. Καρακάννα (κα).

- - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-

"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ης η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της καθ΄ης ημερ. 17.2.2000 με την οποία απέρριψε παρά τα νέα στοιχεία που της υποβλήθηκαν το αίτημα της αιτήτριας για εγγραφή στους πίνακες διοριστέων Νηπιαγωγών, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."

Στις 26.11.97 η αιτήτρια υπέβαλε στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) αίτηση για εγγραφή της στους πίνακες διοριστέων νηπιαγωγών.

Η ΕΕΥ στις 24.4.1998 εξέτασε την αίτηση της αιτήτριας και την απέρριψε. Εναντίον της απόφασης αυτής η αιτήτρια καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο την προσφυγή αρ. 616/98 η οποία όμως απορρίφθηκε με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 20.4.1999.

Στις 20.8.1999 ο δικηγόρος της αιτήτριας ζήτησε από την ΕΕΥ να επανεξετάσει το αίτημα της αιτήτριας υποβάλλοντας βεβαίωση του Διευθυντή του National Counsil for Educational Awards (N.C.E.A.).

Η ΕΕΥ σε συνεδρία της στις 17.1.2000 αφού εξέτασε το αίτημα της αιτήτριας αποφάσισε ότι δεν μπορεί να αναθεωρήσει την προηγούμενη απόφαση της, ημερ. 24.4.1998, με την οποία είχε απορρίψει το αίτημα της για τους λόγους που αναφέρονταν στην επιστολή προς την αιτήτρια ημερ. 19.5.1998.

Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή προβάλλοντας ως λόγο ακύρωσης όπως αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου της αιτήτριας, τη νομική και πραγματική πλάνη στην οποία υπέπεσε η ΕΕΥ.

Η δικηγόρος για την καθ΄ης η αίτηση προβάλλει στη γραπτή της ένσταση και πραγματεύεται στη δική της γραπτή αγόρευση, προδικαστική ένσταση ότι η επίδικη απόφαση δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική προηγούμενης απόφασης. Προβάλλει τη θέση ότι το πιστοποιητικό που επεσύναψε στην αίτηση της η αιτήτρια δεν αποτελεί νέο ουσιαστικό στοιχείο για το οποίο εχρειάζετο νέα έρευνα. Το γεγονός ότι το δίπλωμα της αιτήτριας "B.A. in Early Childhood Education" είχε εγκριθεί και/ή δοθεί από το National Counsil Educational Awards (N.C.E.A.) καθώς και το γεγονός ότι το N.C.E.A. είχε ένα συγκεκριμένο επίπεδο και υπόσταση στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας, ήσαν στοιχεία που είχε υπόψη της η ΕΕΥ όταν ελάμβανε την αρχική της απόφση. Το νέο στοιχείο, όπως το χαρακτηρίζει η αιτήτρια, απλώς αντί να προέρχεται από το κολλέγιο Regional Technical College Athlone σε ότι αφορά το καθεστώς (status) του N.C.E.A., προέρχεται από το ίδιο το N.C.E.A.. Καταλήγει δε ότι από αυτά τα γεγονότα καταδεικνύεται ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική όπως εξ΄ άλλου συμπεραίνεται από το κείμενο της επίδικης απόφασης, η οποία έχει ως ακολούθως:-

"Η Επιτροπή, αφού εξέτασε και διερεύνησε όλους τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή του δικηγόρου ημερ. 20.8.99 και έλαβε υπόψη τα νέα στοιχεία και έγγραφα που υποβλήθηκαν, αποφασίζει ότι δεν δικαιολογείται η αναθεώρηση της απόφασής της που γνωστοποιήθηκε στην κα Ξενή με επιστολή της ημερ. 19.5.1998."

Ο δικηγόρος της αιτήτριας απαντώντας στην προδικαστική ένσταση της ΕΕΥ ισχυρίζεται ότι η τελευταία προέβη σε νέα έρευνα αφού, όπως αναφέρει η ίδια η ΕΕΥ, "έλαβε υπόψη τα νέα στοιχεία και έγγραφα που υποβλήθηκαν...".

Έχει λεχθεί επανειλημμένα από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι εκτελεστή διοικητική πράξη είναι εκείνη που επάγει ευθέως με την εκτέλεση της έννομες συνέπειες, δηλαδή, συνιστά, μεταβάλλει ή καταργεί δικαιώματα και υποχρεώσεις. Οι βεβαιωτικές πράξεις δεν έχουν εκτελεστό χαρακτήρα (Βλέπε: Pieris v. Republic (1983) 3 CLR 1054, Demetriades & Co. Ltd. v. Limassol Municipality (1987) 3 CLR 125, Σπύρος Χρίστου ν. Υπουργικού Συμβουλίου, Α.Ε. 2279, ημερ. 19.2.99 και Ηλιάνας Φωτίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 757/97, ημερ. 6.7.2000).

Συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση. Το πιστοποιητικό του N.C.E.A. δεν αποτελούσε νέο ουσιώδες στοιχείο. Ήταν ήδη σε γνώση της ΕΕΥ όλα τα γεγονότα από την προγενέστερη εξέταση της αίτησης της αιτήτριας στην οποία ήταν επισυνημμένο το πιστοποιητικό του Athlone Institute of Technology της Ιρλανδίας. Η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι στην παρούσα περίπτωση υπάρχει ρητή αναφορά στην επίδικη απόφαση ότι εξέτασε τα στοιχεία που παρέθεσε η αιτήτρια στην αίτηση της καταδεικνύει ότι δεν πρόκειται περί βεβαιωτικής πράξεως, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Πότε υπάρχει νέα έρευνα είναι θέμα πραγματικό. Δεν αρκεί, ούτε είναι αποφασιστικής σημασίας τί αναφέρει η ΕΕΥ στην απόφαση της. Απάντηση στο ερώτημα δίδει η απόφαση Ζίττη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082, ημερ. 29.5.1998, στην οποία αναφέρονται τα εξής:-

"Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:

(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.

(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.

(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.

(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.

(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.

(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", Έκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας).

.............................. .................................................. .............................

Πράξη η οποία περιέχει επιβεβαίωση προηγούμενης δεν είναι εκτελεστή, εκτός αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία που, έστω και αν προϋπήρχαν, ήταν άγνωστα ή/και δεν λήφθηκαν υπόψη ενωρίτερα (Βλ. Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 519, 523, Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1603/29.10.96).

Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του "Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών", Έκδοση Τέταρτη, σελ. 176:

"Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ΄ ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ΄ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.

Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, προ της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ΄ όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.'

(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566).

Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:

'Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν΄ αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.

.............................. .................................................. ..................

Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ΄ όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ΄ ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.'"

Καταλήγω ότι η προδικαστική ένσταση περί του βεβαιωτικού χαρακτήρα της προσβαλλόμενης απόφασης ευσταθεί και γίνεται δεκτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

/Επσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο