ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
DIONYSIOS NICOLAOU ν. REPUBLIC (COUNCIL OF MINISTERS AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 308
ANNA PIPERI & ANOTHER ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1968) 3 CLR 366
COSTAS CHRISTOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1969) 3 CLR 134
METALOCK (NEAR EAST) LIMITED ν. REPUBLIC (MINISTER OF FINANCE & ANOTHER) (1969) 3 CLR 351
CHRISTOS KONNARIS AND ANOTHER ν. REPUBLIC (COMMITTEE OF EDUCATIONAL SERVICE) (1974) 3 CLR 377
IOSIF K. GEORGHIADES AND ANOTHER ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1975) 3 CLR 143
ANDREAS HJIGREGORIOU ν. REPUBLIC (PUBLIC SERVICE COMMISSION) (1975) 3 CLR 477
DEMETRIOS CHR. TZAVELAS AND ANOTHER ν. REPUBLIC (MINISTER OF INTERIOR AND ANOTHER) (1975) 3 CLR 490
IOANNIDES ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 1089
Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 ΑΑΔ 858
Παπαϊωάννου & άλλοι (Αρ. 2) ν. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 713
Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 429
Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 387
Σταυρινίδης Παναγιώτης ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 145
Mαυρομμάτη Όλγα ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 662
Στυλιανίδου Χαρίκλεια ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 124
Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Ιακωβίδη και Άλλου (2001) 3 ΑΑΔ 207
Μέζου Βάσος N. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 362
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 323/2001.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Δημήτρη Άσπρου,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_________________
18 Απριλίου, 2002
.Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ' ων η αίτηση: Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ΄ ης η αίτηση η οποία δημοσιεύθηκε στις 30.6.2000 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και με την οποίαν προήγαγεν τον 1. Ζαχαρία Παυλίδη, στη μόνιμη θέση Πρώτου Φαρμακοποιού, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες από τις 1.6.2000 αντί και/ή στη θέση του αιτητή είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Η θέση Πρώτου Φαρμακοποιού (η επίδικη θέση) είναι θέση προαγωγής. Η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση λήφθηκε στη συνεδρία της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Ε.Δ.Υ.) ημερ. 27.4.2000. Στη συνεδρία εκείνη κλήθηκε και ο Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών ο οποίος σύστησε για προαγωγή το Ε.Μ.. Παραθέτω το κείμενο της σύστασης του:
«Γνωρίζω προσωπικά όλους τους υποψηφίους και έχω προσωπική γνώση της απόδοσής και προσφοράς τους. Προκειμένου όμως να προβώ σε σύσταση έχω διαβουλευθεί με τους οικείους προϊσταμένους αναφορικά με τις ικανότητες και δυνατότητες ενός εκάστου να αναλάβει τα καθήκοντα και τις ευθύνες της υπό πλήρωση θέσης. Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας
Ο Παυλίδης, εκτός του ότι στη συνολική εικόνα της αξίας υπερέχει όλων των άλλων υποψηφίων, υπερτερεί και σε προσόντα, είναι ο μόνος ο οποίος έχει πάρει υποτροφία στο Ηνωμένο Βασίλειο από την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας για εκπαίδευση στην κατασκευή φαρμάκων.
Ο συστηνόμενος από το 1988 είναι ο υπεύθυνος της κατασκευής των ορρών και για τα διαλύματα αιμόλυσης για τους νεφροπαθείς. Κατασκευάζει εκτάκτως φάρμακα για τις ανάγκες των ασθενών. Παρακολουθεί, λόγω της φύσης της θέσης του, τις εξελίξεις της Φαρμακευτικής Επιστήμης ιδιαίτερα όσον αφορά την κατασκευή των φαρμάκων. Πολλές φορές εργάζεται υπερωριακά, με δική του πρωτοβουλία για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες της Υπηρεσίας.»
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Ε.Δ.Υ. γιατί δεν συστήνεται ο υποψήφιος 'Ασπρος Δημήτριος - ο αιτητής - ο οποίος έχει τα τελευταία χρόνια εξαίρετες αξιολογήσεις και προηγείται σε αρχαιότητα, ο Διευθυντής ανέφερε ότι η συνολική εικόνα του Παυλίδη είναι καλύτερη και η προσφορά του ουσιαστικότερη. Περαιτέρω ο Διευθυντής ανέφερε ότι ο Παυλίδης συνολικά υπερέχει σε αξία και διακρίνεται για την έφεση για συνεχή μάθηση και επιμόρφωση, κάτι που φαίνεται και από το εξάμηνο πρόγραμμα της Π.Ο.Υ. που παρακολούθησε.
Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή η Ε.Δ.Υ. ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. 'Ελαβε υπόψη τις κρίσεις και τη σύσταση του Διευθυντή. 'Ελαβε, επίσης, υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων, την αρχαιότητα τους και τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων
στο σύνολό τους με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια.Η Ε.Δ.Υ., έχοντας υπόψη τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους - αξία, προσόντα, αρχαιότητα - και αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, περιλαμβανομένης της σύστασης του Διευθυντή και των όσων ανέφερε σχετικά, έκρινε ότι ο Παυλίδης Ζαχαρίας (Ε.Μ.) υπερέχει των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ' αυτόν προαγωγή στη μόνιμη θέση Πρώτου Φαρμακοποιού, Φαρμακευτικές Υπηρεσίες.
Επιλέγοντας τον Παυλίδη, η Ε.Δ.Υ. σημείωσε ότι αυτός υστερεί σε αρχαιότητα τεσσάρων άλλων υποψηφίων (των μεν Πασιουρτίδου Θεοδώρας, Ιωαννίδου Ελένης και Κουπεπίδου Παντελίτσας πολύ οριακά στη θέση εισδοχής στη δεκαετία του 1970, του δε Άσπρου Δημήτριου στην παρούσα θέση κατά 10 περίπου χρόνια). Ωστόσο, σημείωσε ότι η αρχαιότητα, παρόλο που λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται, δεν μπορεί να έχει καθοριστική σημασία για την εν λόγω θέση που είναι ψηλά στην ιεραρχία, αμέσως πιο κάτω εκείνης του Διευθυντή λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι ο επιλεγείς υπερέχει γενικά. Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε συγκεκριμένα ότι ο επιλεγείς (παρά το γεγονός ότι τα τελευταία έτη οι αξιολογήσεις παρουσιάζονται ισοπεδωμένες) υπερέχει συνολικά σε αξία, υπερέχει σε προσόντα (έχει παρακολουθήσει ένα εξάμηνο πρόγραμμα της Π.Ο.Υ.) και, περιπλέον, έχει την υπέρ του σύσταση του Διευθυντή.
Οι λόγοι ακύρωσης
.Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει «ως αναιτιολόγητη, γενική, αόριστη, συγκρουόμενη προς τα στοιχεία των φακέλων και ως αναπλάθουσα το περιεχόμενο των φακέλων».
Ο κ. Αγγελίδης έθεσε τα ερωτήματα: Τί σημαίνει η αναφορά του Διευθυντή σε διαβουλεύσεις; Ποιό το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων; Με ποιούς διαβουλεύθηκε; Πώς θα γίνει έλεγχος; Αφ' ενός διαβουλεύεται και αφ' ετέρου επικαλείται την προσωπική του γνώση και σύσταση. Τί υπερίσχυσε από τα δύο;
Παρόμοια ερωτήματα είχαν τεθεί από τον κ. Αγγελίδη και στην Προσφυγή 1158/2000 η οποία είχε ασκηθεί από τον αιτητή στην παρούσα προσφυγή (βλ. 'Ασπρου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1158/2000/2
9.3.2002). Παραθέτω την προσέγγιση μου στην Προσφυγή 1158/2000 την οποία και υιοθετώ:«Η διαβούλευση του Διευθυντή με τους Προϊσταμένους των υποψηφίων έχει τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας (βλ. Λύωνα κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 683/88 κ.α./14.6.90 (απόφαση της Ολομέλειας): 'Ο Προϊστάμενος Τμήματος δεν είναι απαραίτητο για σκοπούς συστάσεων να γνωρίζει προσωπικά τους υποψηφίους, ή ακόμα να είναι προϊστάμενος για ορισμένο χρονικό διάστημα, πριν προβεί σε συστάσεις .... Ανεξαρτήτως χρόνου και γνωριμίας, διεξάγοντας την έρευνα του μπορεί να αντλήσει τις πληροφορίες από οποιεσδήποτε άλλες κατάλληλες πηγές όπως είναι η περίπτωση πληροφοριών από προϊσταμένους των υποψηφίων και να προβεί σε συστάσεις').
Ούτε και είναι απαραίτητη η αποκάλυψη των απόψεων των Προϊσταμένων. Αυτή η αρχή έχει επιβεβαιωθεί στη Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 817/12.7.90 στην οποία προβλήθηκε ισχυρισμός ότι στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφηκαν οι απόψεις που εξέφρασαν διάφοροι λειτουργοί προς τον Προϊστάμενο του Τμήματος, ο οποίος έκαμε τις δικές του συστάσεις αναφορικά με τους υποψηφίους. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι: 'Η Νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του Προϊσταμένου του Τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο Προϊστάμενος Τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους τους, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά'.
Η απόφαση της Ολομέλειας στη Γεωργιάδου
έχει επιλύσει αυθεντικά το θέμα του κατά πόσο υπάρχει υποχρέωση καταγραφής των απόψεων που άκουσε ο Προϊστάμενος Τμήματος από άλλους λειτουργούς. Από την στιγμή που δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση η μη αποκάλυψη του περιεχομένου των διαβουλεύσεων και της ταυτότητας των ατόμων με τα οποία έγιναν οι διαβουλεύσεις δεν καθιστά την σύσταση τρωτή και αναιτιολόγητη εντός της έννοιας του άρθρου 35(4) του Νόμου 1/90 (Βλ. Δημοκρατία ν. Πιτσιλλίδη κ.α., Α.Ε. 1086/13.12.90, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2568/20.11.2000, Παναγιώτου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 803/94/29.12.95, Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 760/94/31.10.94 και Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713).Κρίνω, επομένως, ότι τα όσα υπέβαλε ο κ. Αγγελίδης σε σχέση με το θέμα των διαβουλεύσεων δεν βρίσκουν έρεισμα στη νομολογία.
Αναφορικά με τις προσωπικές γνώσεις του Διευθυντή η νομολογία στην οποία έχει αναφερθεί ο κ. Αγγελίδης (Κουρσάρου ν. Α.Λ.Κ., Α.Ε. 2299/21.6.99 και Γρηγορίου ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2134/25.9.98) αναφέρεται σε προσωπική γνώση των μελών του διορίζοντος οργάνου και όχι του Διευθυντή. Δεν τυγχάνει, επομένως, εφαρμογής στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Η προσωπική γνώση του Διευθυντή τεκμαίρεται από τη φύση της διευθυντικής θέσης την οποία κατέχει. Ως Διευθυντής τεκμαίρεται ότι έχει γνώση της αξίας και των δυνατοτήτων των υφισταμένων του. Μπορεί, κατά τη διαμόρφωση της σύστασης του, να κάμει χρήση της προσωπικής του γνώσης. Το σχετικό επιχείρημα του κ. Αγγελίδη δεν ευσταθεί.»
Για τους λόγους που έχουν εκτεθεί πιο πάνω η εισήγηση του κ. Αγγελίδη, που σχετίζεται με τις διαβουλεύσεις και την προσωπική γνώση του Διευθυντή, δεν ευσταθεί.
Στη συνέχεια θα ασχοληθώ με την εισήγηση του κ. Αγγελίδη περί του αναιτιολόγητου της σύστασης και της ανάπλασης του περιεχομένου των φακέλων.
Ο Διευθυντής σύστησε το Ε.Μ. γιατί:
Αρχίζω με τον πρώτο λόγο - οριακή υπεροχή σε αξία. Σύμφωνα με τη νομολογία κατά την αποτίμηση της αξίας των υποψηφίων για σκοπούς προαγωγής προσμετρά το σύνολο της υπηρεσίας τους περιλαμβανομένης και της βαθμολόγησης τους (αξιολόγηση τους) σε όλα τα στάδια της υπηρεσίας, με απόδοση, όμως, μεγαλύτερης σημασίας στις τελευταίες εκθέσεις που κατοπτρίζουν την εξέλιξη των υποψηφίων (Georghiades and Another v. Republic (1975) 3 C.L.R. 143, 151, HjiGregoriou v. Republic (1975) 3 C.L.R. 477, 483, Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 858, 860, Μαυρομμάτη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2568/20.11.2000 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 355: «Κατά γενικήν αρχήν το αρμόδιον προς διενέργειαν προαγωγών όργανον οφείλει να σταθμίσει το σύνολον της σταδιοδρομίας του κτινόμενου υπαλλήλου και πάντα τα στοιχεία τ' αναφερόμενα εις την υπαλληλικήν ικανότητα και ποιότητα αυτού, εφ' όσον ο νόμος δεν αποκλείει τούτο ρητώς ... Δεν είναι συνεπώς νόμιμος η κρίσις, οσάκις προς σχηματισμόν αυτής ελήφθησαν υπ' όψιν ωρισμένα μόνον εκ των στοιχείων τούτων, ως π.χ. στοιχεία ωρισμένης χρονικής περιόδου ή ωρισμένης μόνον κατηγορίας ...»).
Από την εξέταση του συνόλου της σταδιοδρομίας των δύο υποψηφίων διαπιστώνω ότι:
(α) Οι δύο υποψήφιοι έχουν βαθμολογηθεί με την ίδια βαθμολογία κατά τα τελευταία 5 έτη (1995-1999) και κατά την περίοδο 19
(β) Το Ε.Μ. έχει τύχει καλύτερης βαθμολογίας κατά την περίοδο 1992-1994 - έχει βαθμολογηθεί με 23 «εξαίρετα» και 1 «πολύ ικανοποιητικά». Ενώ ο αιτητής έχει βαθμολογηθεί με 16 «εξαίρετα» και 8 «πολύ ικανοποιητικά».
(γ) Ο αιτητής έχει τύχει καλύτερης βαθμολογίας κατά τα έτη 1981-1982. Η γενική βαθμολογία του αιτητή ήταν «εξαίρετος» ενώ εκείνη του Ε.Μ. ήταν «λίαν καλός». Ο αιτητής είχε βαθμολογηθεί «εξαίρετος» σε σχέση με 23 στοιχεία και ως «λίαν καλός» σε σχέση με 1 στοιχείο. Το Ε.Μ. είχε βαθμολογηθεί ως «εξαίρετος» σε σχέση με 14 στοιχεία και ως «λίαν καλός» σε σχέση μ ε 10 στοιχεία.
Σημειώνεται ότι για τον αιτητή άρχισαν να ετοιμάζονται εμπιστευτικές εκθέσεις από το 1970 ενώ για το Ε.Μ. από το 1981. Επομένως αφετηρία της σύγκρισης είναι το έτος 198
1.Παρόλο ότι η νομολογία υπαγορεύει ότι πρέπει να δίδεται μεγαλύτερη σημασία στις τελευταίες εκθέσεις έχει επιχειρηθεί παράθεση του συνόλου της βαθμολογίας των δύο υποψηφίων για το λόγο ότι ο Διευθυντής μίλησε «για συνολική εικόνα». 'Εχοντας υπόψη λοιπόν τη συνολική εικόνα διαπιστώνω ότι η δήλωση του Διευθυντή περί υπεροχής του Ε.Μ. στη συνολική εικόνα δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων.
Αναφορικά με το δεύτερο λόγο - υπεροχή σε προσόντα - πράγματι το Ε.Μ. κατέχει πρόσθετα προσόντα. Για την βαρύτητα που μπορεί να δοθεί σ' αυτά θα γίνει αναφορά σε μεταγενέστερο στάδιο.
Οι λόγοι της σύστασης με αρ. 3 και 4, πιο πάνω, έχουν σχέση με τα καθήκοντα τα οποία εκτελούσε το Ε.Μ..
΄Εχει ήδη υποδειχθεί ότι το είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το Ε.Μ. αποτέλεσε ένα από τους λόγους της προτίμησης του από τον Διευθυντή. ΄Εχω ασχοληθεί με παρόμοιο θέμα στην Κουνούνης κ.α. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (Υποθ. 535/91 και 667/91/30.9.96) από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
"Στην Γεωργιάδης ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 1589, 18
Το είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το ενδιαφερόμενο μέρος αποτελούσε ένα εξωγενή ή άσχετο παράγοντα. Δεν μπορούσε να του δοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα. Η λήψη υπόψη του πιο πάνω παράγοντα αποτελεί πλημμελή άσκηση της σχετικής διακριτικής ευχέρειας της αρχής και καθιστά την επίδικη απόφαση αντίθετη προς το νόμο και σαν ληφθείσα καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας (Κονναρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 377, Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1969) 3 Α.Α.Δ. 134, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1967) 3 Α.Α.Δ. 308, Τζαβέλας κ.α. ν. Δημοκρατίας (1975) 3 Α.Α.Δ. 490)
."Ακολουθεί πως το είδος των καθηκόντων που εκτελούσε το Ε.Μ. δεν αποτελεί νόμιμο στοιχείο κρίσεως. Πρόσθετα έχει σημειωθεί παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της ίσης μεταχείρισης (Βλ. Γεωργιάδης, πιο πάνω). Για τους λόγους που υποδεικνύονται πιο πάνω η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντίθετη προς το Νόμο και λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και κατάχρηση εξουσίας. Ακυρώνεται γι΄ αυτό το λόγο.
Οι λόγοι της σύστασης με αρ. 5 και 8 αφορούν την παρακολούθηση των εξελίξεων της Φαρμακευτικής Επιστήμης. Αυτή η πτυχή βαθμολογείται με το στοιχείο (1) της υπηρεσιακής έκθεσης. Σε σχέση με αυτό το στοιχείο και οι δύο υποψήφιοι έχουν ακριβώς την ίδια βαθμολογία. Διαπιστώνω επομένως ότι με τη σύσταση έχει διαμορφωθεί υπεροχή του Ε.Μ. σε σχέση με στοιχείο το οποίο αξιολογείται στις υπηρεσιακές εκθέσεις οι οποίες, όμως, δεν δίδουν υπεροχή στο Ε.Μ..
Αναφορικά με το λόγο 6 - υπερωριακή εργασία - παρατηρώ ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε στους φακέλους που να επιβεβαιώνει τη σχετική δήλωση του Διευθυντή.
Στην Δημοκρατία ν. Ιακωβίδη, Α.Ε. 2587/15.3.2001 κρίθηκε πως η μη επιβεβαίωση του περιεχομένου της σύστασης από τα στοιχεία του φακέλου καθιστά τη σύσταση αναιτιολόγητη γιατί δεν καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος και μετατρέπεται έτσι ο Διευθυντής σε απόλυτο κριτή των διεκδικήσεων των υποψηφίων για προαγωγή χωρίς τη δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου. Επομένως η σύσταση είναι τρωτή. Δεν μπορούσε νόμιμα να ληφθεί υπόψη. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται και γι΄ αυτό το λόγο.
Αναφορικά με το στοιχείο της «ουσιαστικότερης προσφοράς» αυτή η πτυχή έχει σχέση με την ποσότητα και ποιότητα της εργασίας. Αξιολογείται με το στοιχείο (2) της υπηρεσιακής έκθεσης. Διαπιστώνω ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν υπεροχή στο Ε.Μ. σε σχέση με αυτό το στοιχείο.
Ποιές είναι τώρα οι συνέπειες των διαπιστώσεων μου περί ασυμφωνίας της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου και περί της διαμόρφωσης υπεροχής ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή. Τις έχω παραθέσει στην Μάρκου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 224/2001/22.1.2002 από την οποία μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
«'Εχει νομολογηθεί ότι η βαρύτητα μιας σύστασης εξαρτάται από το βαθμό στον οποίο συνάδει προς τα στοιχεία του φακέλου και ότι οι συστάσεις διατηρούν την εγκυρότητα τους όταν δεν αντιμάχονται προς τα στοιχεία των φακέλων (Στυλιανού κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1524/27.2.97, Ρούσος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2064/21.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Αγγελή κ.α., Α.Ε. 1974-75/31.3.99
Το διορίζον όργανο, σύμφωνα με τη νομολογία, όχι μόνο μπορεί αλλά πρέπει να παραγνωρίζει τις συστάσεις στην έκταση που είναι ασύμφωνες με τα στοιχεία του φακέλου (Τριανταφυλλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429, 454
).Η ασυμφωνία της σύστασης με το περιεχόμενο των φακέλων εξασθενεί την βαρύτητα της (Βλ. Στυλιανού και Βασιλείου, πιο πάνω)
.Κρίνω ότι η ασυμφωνία της σύστασης με τα στοιχεία του φακέλου εξουδετερώνει την εγκυρότητα της και αποτελεί λόγο ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Αναφορικά με την δεύτερη διαπίστωση μου, οι συνέπειες της διαμόρφωσης υπεροχής - με τη σύσταση - ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν δίδουν τέτοια υπεροχή, έχουν αναλυθεί στην Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2374/15.9.99 στην οποία λέχθηκε:
'Ούτε ο διευθυντής ούτε οι προϊστάμενοι και οι αξιολογούντες λειτουργοί μπορούν, έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο αξιολόγησης και με δοσμένες έγκυρες ετήσιες αξιολογήσεις, να διαμορφώνουν εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την αξιολογηθείσα ποιότητα των λειτουργών.'
Τα νομολογηθέντα στην Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) έχουν υιοθετηθεί στην Κουάλη κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2402/11.11.99 στην οποία το θέμα τέθηκε ως εξής:
'΄Οπως προκύπτει από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων τόσο των αιτητών όσο και των ενδιαφερομένων προσώπων όλοι είναι περίπου ισάξιοι. Κρίνουμε ότι το αποτέλεσμα της σύστασης του Διευθυντή καταλήγει σε ανατροπή των αξιολογήσεων αυτών, αφού για θέματα που έχουν ήδη αξιολογηθεί παρόμοια όλοι, διαχωρίζονται ορισμένοι οι οποίοι συστήνονται με γενικές παρατηρήσεις που στην ουσία ανατρέπουν την αξιολόγηση αυτή.
.................................. .................................................. .
΄Ετσι όπως και στη Χριστοδουλίδου (ανωτέρω) κρίνουμε ότι η σύσταση πάσχει όχι αναφορικά με την επάρκεια της αιτιολογίας σε συνάρτηση με την αποκάλυψη των πηγών των πληροφοριών για τη διαμόρφωση της κρίσης αλλά γιατί ο Διευθυντής δεν θα μπορούσε έξω από το πλαίσιο των ετήσιων αξιολογήσεων να διαμορφώνει εκ των υστέρων νέα κατάσταση αναφορικά με την ίδια αξιολογούμενη ποιότητα των υποψηφίων. Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημαίνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις
αξιολογήσεις υπερέχει, και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο.'
Στην Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2434/20.3.2000 λέχθηκε:
'΄Ολες οι ιδιότητες που αποδόθηκαν στο ενδιαφερόμενο μέρος ως χαρίσματα που δικαιολογούν την επιλογή της σε σύγκριση πάντα με τον εφεσείοντα, περιέχονται στις διάφορες κατηγορίες των εμπιστευτικών εκθέσεων. Η επιστημονική κατάρτιση, η απόδοση, το ενδιαφέρον, η υπευθυνότητα, η πρωτοβουλία, οι σχέσεις με τους προϊσταμένους και το κοινό και η διευθυντική ικανότητα βαθμολογούνται στις εκθέσεις. Από τις εκθέσεις δεν προκύπτει ο,τιδήποτε που να δικαιολογεί την προτίμηση του Διευθυντή προς το ενδιαφερόμενο μέρος. Ούτε η σύσταση περιέχει οποιοδήποτε σχόλιο που να αιτιολογεί την προτίμηση προς το ενδιαφερόμενο
Στην Κωνσταντίνου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 1047/97 και 5/98/21.3.2000 ο Νικολάου, Δ. παρατήρησε ότι ο Διευθυντής δεν μπορεί με τη σύσταση του 'να διαφοροποιεί την εικόνα που προκύπτει από τη βαθμολογημένη αξία: ανεβάζοντας τον ένα και συνακόλουθα κατεβάζοντας τον άλλο'. Αφού παρέθεσε το πιο πάνω απόσπασμα από την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) ο Νικολάου, Δ. συνέχισε ως εξής:
'Αν μέσα από τα βαθμολογημένα στοιχεία ο Διευθυντής διακρίνει διαφορά μεταξύ του ενός και του άλλου υποψηφίου σε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που αποκτά ιδιαίτερη, κατά την εκτίμηση του, σημασία ενόψει των όσων απαιτεί η νέα θέση, πρέπει να το εντοπίζει και να το εξηγεί για να φαίνεται γιατί προτίμησε τον ένα αντί τον άλλο. Χωρίς έτσι να μεταβάλλεται συγκριτικά η υπηρεσιακή αξία των υπαλλήλων από στοιχεία που φέρνει ο ίδιος ο Διευθυντής βάσει των όσων λέει ότι γνωρίζει προσωπικά ή ότι πληροφορήθηκε από άλλους. Με τη σύσταση υποδεικνύεται, όπου τα δεδομένα το επιτρέπουν, ποιος είναι ο καταλληλότερος για τη θέση. Από αυτή την άποψη και σε αυτό το βαθμό είναι που η σύσταση αποτελεί αυτοτελές, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης.'
Πρέπει να λεχθεί ότι οι υποθέσεις Χριστοδουλίδου, Κουάλη, Σταυρινίδη και Κωνσταντίνου έχουν αναφερθεί με επιδοκιμασία στην Δημοκρατία ν. Πογιατζή, Α.Ε. 2767/20.9.2001. Στην πολύ πρόσφατη αυτή απόφαση υποδεικνύεται ότι τρεις πρόσφατες αποφάσεις (Στυλιανίδου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2692/27.2.2001, Μέζου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2752/11.4.2001 και Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2737/7.5.2001) δεν φαίνονται ευθυγραμμισμένες με την Χριστοδουλίδου (πιο πάνω) 'και δεν περιέχουν καμιά αναφορά στη Χριστοδουλίδου και τις άλλες για συζήτηση και αμφισβήτηση του λόγου τους'. Λέχθηκε, επίσης, πως δεν διακρίνεται έδαφος για μεταβολή της γραμμής που χάραξε η απόφαση στη Χριστοδουλίδου.
Υιοθετώ με εκτίμηση τα νομολογηθέντα στις υποθέσεις Χριστοδουλίδου
, Κουάλη, Σταυρινίδη, Κωνσταντίνου και Πογιατζή (πιο πάνω). Για τους λόγους που υποδεικνύονται σε εκείνες τις υποθέσεις η σύσταση πάσχει. Η διαπίστωση αυτή συνιστά λόγο ακύρωσης. Οδηγεί στην επιτυχία της προσφυγής και στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.»'Εχοντας υπόψη την πιο πάνω θέση της νομολογίας κρίνω ότι η σύσταση πάσχει λόγω ασυμφωνίας της με τα στοιχεία του φακέλου και λόγω του ότι ο Διευθυντής έχει με τη σύσταση του διαμορφώσει υπεροχή υπέρ του Ε.Μ. ενώ οι υπηρεσιακές εκθέσεις δεν του δίδουν τέτοια υπεροχή. 'Επεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί και για το λόγο αυτό.
Υπάρχει και άλλος λόγος που οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτός σχετίζεται με την αναφορά της Ε.Δ.Υ. στην ισοπέδωση των αξιολογήσεων - «τα τελευταία έτη οι αξιολογήσεις παρουσιάζονται ισοπεδωμένες».
'Εχει νομολογηθεί ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σύμφωνα με το περιεχόμενο τους και δεν πρέπει να αναιρούνται ή να ανασκευάζονται (βλ.
Frangoulides (No. 1) v. Republic (1966) 3 C.L.R. 20, 28). Θεωρώ επομένως ότι η σχετική αναφορά της Ε.Δ.Υ. ήταν πεπλανημένη. Κατά συνέπεια η απόφαση της λήφθηκε υπό το κράτος της πεπλανημένης εκείνης αναφοράς και τυγχάνει ακυρωτέα (βλ. Metalock v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351, Piperis and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 366).Περαιτέρω η πιο πάνω αναφορά καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη αναιτιολόγητη. Από την μια η Ε.Δ.Υ. ρίχνει σκιά στην αξιοπιστία των υπηρεσιακών εκθέσεων με το να κάμνει λόγο για ισοπέδωση τους και από την άλλη επιχειρεί να οικοδομήσει επί των υπηρεσιακών εκθέσεων με το να αναφέρει ότι το Ε.Μ. υπερέχει, συνολικά, σε αξία. Η πιο πάνω αντίφαση καθιστά την προσβαλλόμενη πράξη αναιτιολόγητη (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 186-187: «Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος ή περιέχουσα αντιφατικάς προτάσεις, αναιρούσας αλλήλας»).
Τέλος η Ε.Δ.Υ. επέλεξε το Ε.Μ. λόγω και της υπεροχής του σε προσόντα γιατί έχει παρακολουθήσει ένα εξάμηνο πρόγραμμα της Π.Ο.Υ.. Σημειώνεται ότι το επίμαχο προσόν δεν αποτελεί προσόν πλεονέκτημα δυνάμει του σχεδίου υπηρεσίας. Αποτελούσε πρόσθετο προσόν.
Στην Πούρος ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 2847, 2857-58/30.4.2000, το θέμα των πρόσθετων προσόντων έχει τεθεί ως εξής:
«Καταλήγουμε ότι τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής
Στην παρούσα υπόθεση η Ε.Δ.Υ. δεν έχει προσδιορίσει κατά πόσο το πρόσθετο προσόν είναι συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Επομένως δεν μπορούσε να του δώσει οποιαδήποτε βαρύτητα.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.