ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 161/2001
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
N.E.T. PLANET EARTH LTD., από τη Λευκωσία
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Εφόρου Φ.Π.Α.
Καθ'ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 18 Απριλίου, 2002.Για τους αιτητές: Χ. Αρτέμης.
Για τον καθ΄ου η αίτηση: Ε. Αντωνίου (κα).
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια εταιρεία στην παρούσα προσφυγή ζητά την ακόλουθη θεραπεία:-
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση που περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 1/12/2000 και με την οποία επέβαλαν στην Αιτήτρια Φ.Π.Α. ύψους Λ.Κ.15.271,60 σ. για την περίοδο 1/12/99 εώς 31/8/00 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.".
Η αιτήτρια είναι εγγεγραμμένη στο μητρώο του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Φ.Π.Α.) και έχει ως εμπορική δραστηριότητα την παροχή υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών, με έδρα τη Λευκωσία.
Ο Έφορος Φ.Π.Α. ασκώντας τις εξουσίες του με βάση το σχετικό Νόμο (Ν. 246/90) επεσκέφθη για έλεγχο τα υποστατικά της αιτήτριας στις 25.8.2000. Ο έλεγχος ολοκληρώθηκε στις 29.11.2000. Από την εξέταση των βιβλίων, αρχείων και άλλων στοιχείων που τηρούσε η αιτήτρια για τις φορολογικές περιόδους την 1.3.1999 μέχρι την 31.8.2000 διαπιστώθηκε ότι μέρος αυτών δεν είχε τηρηθεί κατάλληλα. Συγκεκριμένα:-
(α) Η αιτήτρια είχε παράσχει φορολογητέες υπηρεσίες και παρέλειψε να αποδώσει τον οφειλόμενο φόρο εκροών, ο οποίος ανήρχετο στο ποσό των £15.293,16. Η αιτήτρια παρείχε υπηρεσίες σε τρίτους πρόσβασης στο διαδίκτυο. Οι υπηρεσίες αυτές εμπίπτουν στις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, οι οποίες είναι φορολογητέες με βάση το άρθρο 5 του νόμου.
(β) Η αιτήτρια είχε πιστωθεί με ποσό £70,87 ως φόρο εισροών χωρίς να παρέχεται τέτοιο δικαίωμα για πίστωση δυνάμει του άρθρου 25(4) του νόμου, και
(γ) Η αιτήτρια είχε ποσό φόρου εισροών £92,43 λιγότερο από αυτόν που ήταν καταχωρημένος στα βιβλία της.
Με βάση τις πιο πάνω διαπιστώσεις ο Έφορος έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις τις οποίες η αιτήτρια υπέβαλε για τις φορολογικές περιόδους από 1.3.1999 μέχρι 31.8.2000 ήσαν ελλειπείς. Ως εκ τούτου προέβηκε σε βεβαίωση φόρου για μεν το φόρο εκροών δυνάμει του άρθρου 34(1) για δε το φόρο εισροών δυνάμει του άρθρου 34(2) του Ν. 246/90.
Η σχετική πιο πάνω απόφαση του Εφόρου φαίνεται στην επιστολή προς την αιτήτρια ημερ. 1.12.2000 και έχει ως εξής:-
"Αναφέρομαι στην επίσκεψη ελέγχου που άρχισε στις 25/8/00 και σας πληροφορώ ότι από την εξέταση των βιβλίων και αρχείων που τηρείτε για την περίοδο 1/3/99 μέχρι 318/00, έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα που επηρεάζουν τις φορολογικές σας υποχρεώσεις:
1. Παραλείψατε να αποδώσετε φόρο εκροών £15.293,16 για παροχές υπηρεσιών θετικού συντελεστή, για τις οποίες εκδώσατε τιμολόγια. Στον Πίνακα Ι επισυνάπτεται κατάσταση με όλα τα τιμολόγια που εκδώσατε ανά φορολογική περίοδο καθώς και ο φόρος που αναλογεί σ΄ αυτά, μεταφρασμένος σε κυπριακές λίρες χρησιμοποιώντας τη συναλλαγματική ισοτιμία του δολλαρίου ως προς την κυπριακή λίρα που ίσχυε την μέρα έκδοσης κάθε τιμολογίου ξεχωριστά. Συγκρίνοντας το φόρο που αναλογεί στα τιμολόγια αυτά με το συνολικό φόρο εκροών που αποδόθηκε ανά φορολογική περίοδο προκύπτει επιπλέον οφειλόμενος φόρος £15.293,16.
2. Διεκδικήσατε φόρο εισροών £70,87 για τους τηλεφωνικούς λογαριασμούς της περιόδου Αύγουστος 2000, τα έξοδα των οποίων δεν εμπίπτουν στις επιχειρηματικές δαπάνες της εταιρείας.
3. Κατά τη φορολογική περίοδο 1/6/00-31/8/00 έχετε διεκδικήσει £92,43 λιγότερο φόρο εισροών από αυτόν που είναι καταχωρημένος στα βιβλία σας.
Ενόψει των πιο πάνω:
Εναντίον της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή. Τρεις είναι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονται με την προσφυγή και αναπτύσσονται στη γραπτή αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου της αιτήτριας. Πρώτο ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη, δεύτερο ότι ο Έφορος δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα και τρίτο ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε καθ΄ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας.
Και οι τρεις πιο πάνω λόγοι ακύρωσης αναπτύσσονται στην αγόρευση της αιτήτριας ως αλληλένδετοι. Προεξάρχουσα θέση έχει ο πρώτος λόγος οι δε άλλοι λόγοι ακολουθούν ως συναρτώμενοι με τον πρώτο. Δηλαδή εάν βρεθεί ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη έπεται ότι αυτή λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα από τον Έφορο και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας.
Στο στάδιο των διευκρινήσεων ο ευπαίδευτος δικηγόρος της αιτήτριας δήλωσε ρητά ότι δεν ισχυρίζεται οποιαδήποτε παράβαση του νόμου από τον Έφορο και ότι βασίζεται μόνο στην έλλειψη αιτιολογίας και δέουσας έρευνας.
Είναι σταθερή θέση της νομολογίας ότι κάθε διοικητική πράξη πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη ώστε να καθίσταται ευχερής ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της. Στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021, ημερ. 27.3.1998, συνοψίζοντας προγενέστερη νομολογία, έχουν λεχθεί τα εξής:-
"Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφασή της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά αιτιολογία που δεν παρέχει στο δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (βλ. Κυριακίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας [1955] 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου [1994] 3 Α.Α.Δ. 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η Έκδοση, 1992, παράγραφοι 636, 646 και 657)."
Η αιτιολογία μιας διοικητικής απόφασης μπορεί να συμπληρωθεί και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 ΑΑΔ 47 και J.M.C. Polytrade v. Δημοκρατίας (1991) 3 ΑΑΔ 94).
Στην παρούσα υπόθεση ο Έφορος, κατά την έρευνα που διεξήγαγε επί τρίμηνο στα υποστατικά της αιτήτριας απεκάλυψε ότι υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας που προσέφερε η αιτήτρια προς τρίτα πρόσωπα δεν είχαν δηλωθεί στη φορολογική δήλωση της τελευταίας. Προς τούτο ο Έφορος είχε στα χέρια του τα σχετικά τιμολόγια που εξέδωσε προς τούτο η αιτήτρια και με βάση τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 34(1) του Νόμου άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Τα γεγονότα, το νομικό υπόβαθρο και τα κριτήρια με βάση τα οποία άσκησε την εξουσία του ο Έφορος αναφέρονται στην επίδικη απόφαση. Η νομιμότητα της επίδικης πράξης μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με βάση τα στοιχεία που παρέθεσε ο Έφορος. Περαιτέρω, όμως, η αιτιολογία συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του φακέλου και ιδιαίτερα από την έκθεση του λειτουργού που διενήργησε την έρευνα. Ο Έφορος προέβη στην επιβολή της φορολογίας με βάση τα τιμολόγια που η ίδια η εταιρεία εξέδωσε για τις υπηρεσίες που προσέφερε σε τρίτα πρόσωπα. Σύμφωνα με το άρθρο 5(1) του Νόμου ο φόρος επιβάλλεται σε κάθε φορολογητέα παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών, το δε άρθρο 5(3) θεωρεί ως φορολογητέα παροχή υπηρεσιών κάθε παροχή που αποτελεί αντικείμενο του Φ.Π.Α. και δεν εξαιρείται από το Νόμο. Ο σχετικός Νόμος δε δεν έχει εξαιρέσει τις υπηρεσίες αυτές - πρόσβασης στο διαδίκτυο - από τη φορολογία. Αυτό φαίνεται να παραδέχεται η αιτήτρια με τη δήλωση του δικηγόρου της κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ότι δεν ισχυρίζεται ότι παραβιάσθη ο σχετικός Νόμος.
Ως εκ τούτου καταλήγω ότι ο λόγος αυτός δεν μπορεί να ευσταθήσει. Η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Οι δύο άλλοι λόγοι ακύρωσης, της δέουσας έρευνας και της υπέρβασης και/ή κατάχρησης εξουσίας, δεν μπορεί να ευσταθήσουν ενόψει της κατάληξης μου στον πρώτο λόγο, όπως και η ίδια η αιτήτρια παραδέχεται συναρτώντας την επιτυχία τους από την επιτυχία στον πρώτο λόγο. Ανεξάρτητα τούτου, από τη μελέτη του φακέλου καταλήγω ότι ο Έφορος διεξήγαγε επαρκή έρευνα, η δε απόφαση του δεν υπερέβη ούτε καταχράσθηκε των εξουσιών του.
Η προσφυγή απορρίπεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ