ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1502/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος.

Γιάγκος Παπακυριακού,

Αιτητή ς,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 25.4.02

Για τον αιτητή: κ. Α. Κωνσταντίνου

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Γ. Κυριακίδου

Για ενδιαφ. μέρος: κ. Ι. Νικολάου

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (στο εξής «η ΕΔΥ») ημερομηνίας 20.7.2000, πληρώθηκαν με προαγωγή δύο κενές μόνιμες θέσεις Διευθυντή Ελέγχου, Ελεγκτική Υπηρεσία(θέση Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής). Ο αιτητής ήταν προσοντούχος υποψήφιος και προσβάλλει την προαγωγή του Ανδρέα Κουρτέλλη («το ενδιαφερόμενο πρόσωπο»). Ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατείχαν τη θέση του Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή από την ίδια ημερομηνία (15.11.96). Παρά το γεγονός ότι η πρόσληψή τους στη Δημόσια Υπηρεσία ανάγεται στην ίδια περίπου χρονική περίοδο, (1.6.89 για τον αιτητή και 15.4.89 για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο), ο αιτητής παρουσιάζει, σύμφωνα με τα περιεχόμενα στο φάκελο στοιχεία, ένα προβάδισμα αρχαιότητας κατά τρία περίπου έτη με αναφορά στην ημερομηνία διορισμού του στη θέση Πρώτου Ελεγκτή 1ης Τάξης (1.6.89), θέση την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατέλαβε με προαγωγή την 1.5.92, αφού είχε πρωτοδιορισθεί ως Πρώτος Ελεγκτής 2ης Τάξης. Κατείχαν και οι δύο τα απαιτούμενα στο οικείο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, τα οποία, εφόσον επρόκειτο για προαγωγή, περιλάμβαναν την ιδιότητα του μέλους ενός από τα απαριθμούμενα στο σχέδιο Σώματα Επαγγελματιών Λογιστών ή οποιουδήποτε άλλου ισότιμου σώματος και δεκαετή τουλάχιστο πείρα σε θέματα οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου μετά την απόκτηση του επαγγελματικού λογιστικού προσόντος, από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή ή/και στην προηγούμενη θέση Πρώτου Ελεγκτή 1ης Τάξης. Σύμφωνα με τον κατάλογο που είχε ετοιμαστεί, ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχαν παρακολουθήσει διάφορες σειρές επιμορφωτικών μαθημάτων και σεμιναρίων σχετικών με τον τομέα της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Ο αιτητής παραθέτει περαιτέρω ακαδημαϊκό τίτλο του Πανεπιστημίου του Birmingham (Bachelor of Commerce- Accounting). Oι υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων (1992 - 1999) τους παρουσιάζουν ισοδύναμους έχοντας αξιολογηθεί ως «εξαίρετοι» σε όλα τα στοιχεία αξιολόγησης. Η Γενικός Ελεγκτής ως Πρόεδρος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής, σύστησε για προαγωγή την Χ. Ασημένιου και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, οι οποίοι τελικά επιλέγησαν από την Ε.Δ.Υ.

Στο επίκεντρο της εισήγησης του αιτητή βρίσκεται το θέμα της συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, τη σύνθεση της οποίας χαρακτηρίζει παράνομη και άκυρη. Αμφισβητεί τη νομιμότητα της παρουσίας και συμμετοχής σε αυτή του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος, κατά την άποψή του, δεν είχε δικαίωμα παρουσίας αφού δεν ανήκει στο προσωπικό της δημόσιας υπηρεσίας. Επικαλείται προς ενίσχυση του ισχυρισμού του τις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου (Ν. 1/90), υποστηρίζοντας ότι οι πρόνοιες του Ν. 1/90 και τα όσα εκεί προβλέπονται αναφορικά με την συγκρότηση Συμβουλευτικών Επιτροπών προϋποθέτουν την κατοχή της δημοσιοϋπαλληλικής ιδιότητας, γεγονός που δεν συντρέχει στην περίπτωση του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή, ο οποίος διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αναφέρει δε τη στάση που τηρήθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Λήδα Κουρσουμπά κ.ά ν. Δημοκρατία, Αρ. προσφ. 856/96 κ.ά, ημερ. 18.12.98, υποβάλλοντας ότι, όπως και στην περίπτωση των δικαστικών λειτουργών των οποίων η συμμετοχή ως μελών Συμβουλευτικής Επιτροπής αποδοκιμάσθηκε ως παραβιάζουσα βασικές συνταγματικές αρχές, έτσι και στην παρούσα, ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας συμμετείχε παράτυπα, αφού δεν θεωρείται με βάση τις πρόνοιες του νόμου ότι ανήκει στη δημόσια υπηρεσία.

Ο αιτητής θέτει παράλληλα ζήτημα εγκυρότητας της σύστασης της προϊσταμένης Γενικού Ελεγκτή. Tην χαρακτηρίζει τρωτή και άκυρη ως συγκρουόμενη με τα στοιχεία των φακέλων. Παρακάμφθηκε με αυτήν όπως υποστηρίζει, το κριτήριο της πείρας ως ενισχυτικό στοιχείο της αξίας υποψηφίου για προαγωγή και αλλοιώθηκε η υπεροχή που του προσέδιδε η αρχαιότητά του έναντι του αιτητή, υπονοώντας προφανώς την ημερομηνία διορισμού του στη θέση του Πρώτου Ελεγκτή 1ης Τάξης, θέση την οποία όπως ήδη επισημάνθηκε, το ενδιαφερόμενο μέρος κατέλαβε με προαγωγή τρία χρόνια αργότερα. Υποβαθμίστηκε, σύμφωνα με την εισήγησή του, το γεγονός της εκ μέρους του κατοχής πανεπιστημιακού προσόντος με αποτέλεσμα να εκμηδενισθεί μέσω της σύστασης η υπεροχή του σε προσόντα και να παραβιασθεί η νομολογιακή αρχή που προσδίδει στην αρχαιότητα ουσιαστική σημασία όπου υπάρχει ισοδυναμία στην αξία και στα προσόντα. Ολοκληρώνοντας την εισήγησή του ο αιτητής υποβάλλει ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας για τον πρόσθετο λόγο της ανεπάρκειας της αιτιολογίας της σύστασης, η σημασία της οποίας, κατέστη για τους πιο πάνω λόγους, μηδαμινή. Η επίδικη απόφαση, καταλήγει ο αιτητής, είναι, στο μέτρο που υιοθέτησε την πάσχουσα σύσταση, εξίσου ελαττωματική και ως εκ τούτου πρέπει να ανατραπεί.

Αντίθετη είναι η άποψη των δικηγόρων των καθ΄ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου προσώπου. Εισηγούνται ότι δεν υπήρξε παρατυπία ως προς τη συμμετοχή του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή στη Συμβουλευτική Επιτροπή, άποψη που εδράζεται, όπως υποδεικνύουν, στο Άρθρο 115 του Συντάγματος και είναι επίσης σύμφωνη με την πρόνοια του άρθρου 32(1)(γ) του Ν. 1/90. Απορρίπτοντας δε τον ισχυρισμό για ελαττωματικότητα της σύστασης, υποδεικνύουν ότι το άρθρο 34(9) του Ν. 1/90 που αφορά διαδικασία για πλήρωση θέσεων Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής δεν επιβάλλει την αιτιολόγηση των συστάσεων των Προϊσταμένων των τμημάτων και ως εκ τούτου ορθά την έλαβε υπόψη η ΕΔΥ στη προκείμενη περίπτωση. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι με τη σύσταση και την απόφαση της ΕΔΥ που την υιοθέτησε διαστρεβλώθηκε η υπεροχή του αιτητή έναντι του ενδιαφερόμενου προσώπου σε πείρα, προσόντα και αρχαιότητα, απαντούν ότι το επιχείρημα είναι ανεδαφικό, το θέμα των προσόντων και της αρχαιότητας του αιτητή λήφθηκε υπόψη από την ΕΔΥ ενώ δεν αποδεικνύεται, όπως επισημαίνουν οποιαδήποτε υπεροχή του σε πείρα. Προσθέτουν δε, ολοκληρώνοντας την εισήγησή τους, ότι η επίδικη απόφαση ήταν λογικά εφικτή και λήφθηκε μετά από σφαιρική επισκόπηση όλων των σχετικών στοιχείων τα οποία εμφάνιζαν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο να υπερέχει, έχοντας υπέρ του τη σύσταση και την ψηλότερη απόδοση που πέτυχε στις προφορικές συνεντεύξεις, ενώ δεν υστερούσε έναντι του αιτητή στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις.

Συμφωνώ με τις εισηγήσεις των συνηγόρων των καθ΄ων η αίτηση και του ενδιαφερομένου προσώπου. Οι λόγοι που προβλήθηκαν για την ακύρωση της υπό συζήτηση απόφασης δεν έχουν έρεισμα στο νόμο ή τις διαμορφωθείσες από τη νομολογία κατευθύνσεις που διέπουν τα επίδικα θέματα. Ο ισχυρισμός ότι υπήρχε κώλυμα ως προς τη συμμετοχή του Βοηθού Γενικού Ελεγκτή κρίνεται αβάσιμος. Σύμφωνα με το άρθρο 32(1)(γ) του Ν. 1/90 για την πλήρωση θέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο Δικαστικό Τμήμα, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία συνιστάται Επιτροπή από τον οικείο Προϊστάμενο, που ενεργεί ως Πρόεδρος, και από τέσσερεις άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος. Στο Άρθρο115 του Συντάγματος, υπέρτατου νόμου της Κυπριακής Δημοκρατίας, προβλέπεται ότι «ο γενικός ελεγκτής είναι προϊστάμενος της ελεγκτικής υπηρεσίας της Δημοκρατίας και ο βοηθός γενικού ελεγκτή έπεται αυτώ. Η ελεγκτική υπηρεσία της Δημοκρατίας είναι ανεξάρτητος υπηρεσία της Δημοκρατίας μη υπαγομένη εις οιονδήποτε υπουργείον». Σύμφωνα με την παράγραφο (3) της ίδιας Συνταγματικής διάταξης, ο γενικός ελεγκτής και ο βοηθός γενικού ελεγκτή είναι «μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας». Το άρθρο 32(2) (Ν. 1/90) που επικαλέστηκε ο αιτητής, προβλέπει ότι τα μέλη των Συμβουλευτικών Επιτροπών σε όλες τις περιπτώσεις πρέπει να κατέχουν θέση ή τάξη ιεραρχικά ανώτερη από τη θέση που θα πληρωθεί. Είναι προφανές ότι ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής νομότυπα παρίστατο ως μέλος της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής. Χαρακτηρίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα ως μόνιμος δημόσιος υπάλληλος και κατείχε αναμφισβήτητα «τάξη» στην ιεραρχία της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ανώτερη της υπό πλήρωση θέσης. Επιπλέον στην υπόθεση Λ. Κουρσουμπά κ.ά ν. Δημοκρατία (βλ. πιο πάνω) κρίθηκε νομότυπη η συμμετοχή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα ως δευτέρου τη τάξει αξιωματούχου της Νομικής Υπηρεσίας, στην οικεία Συμβουλευτική Επιτροπή. Το Δικαστήριο είχε θεωρήσει σε εκείνη την περίπτωση απαράδεκτη τη συμμετοχή Δικαστικών λειτουργών, γιατί κάτι τέτοιο ερχόταν σε καταφανή αντίθεση με την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Ο αιτητής προσέβαλε τη σύσταση της Γενικού Ελεγκτή προς την ΕΔΥ ως πάσχουσα. Εισηγήθηκε ότι αυτή στερείται αιτιολογίας. Ο αιτητής παραγνωρίζει προφανώς ότι η διαδικασία αφορούσε πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής και διέπεται από τη ρύθμιση του άρθρου 34 του Ν. 1/90. Δεν υπήρχε στην παρούσα περίπτωση νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης. (Βλ. σχετικά Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234 και Χριστάκης Θεοχαρίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρ. Υπ. 1202/99, ημερ. 9.1.02). Σε αντίθεση με τα όσα υποστήριξε ο αιτητής, έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι οι συστάσεις του Προϊσταμένου δεν θεωρούνται άκυρες ως αναιτιολόγητες γιατί είναι σύντομες ή λακωνικές, νοουμένου ότι συνάδουν με τα στοιχεία των φακέλων. (Βλ. Νιόβη Παπαϊωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 713, Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070 στη σελ. 1078 κ.λ.π.). Στην παρούσα υπόθεση, το ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε τα προβλεπόμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και είχε βαθμολογηθεί σε όλα τα έτη «εξαίρετος». Στην εμπιστευτική έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής προς την ΕΔΥ (Παράρτημα 6 (48) στην Ένσταση) σημειώνεται ότι προς το σκοπό της συνολικής αξιολόγησης των υποψηφίων λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα, η πείρα των υποψηφίων και όλα τα συναφή στοιχεία των αιτήσεών τους. Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής καταγράφεται στο συνημμένο έντυπο που τιτλοφορείται ως «Αναλυτική Αξιολόγηση Υποψηφίων». Παρέχεται εκεί με σαφήνεια το υπόβαθρο της σύστασης που ακολούθησε. Γίνεται αναφορά στην εικόνα που παρουσίασαν οι υποψήφιοι και στην απόδοση τους κατά τη συνέντευξη. Καταλήγοντας στη συνολική αξιολόγηση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κρίθηκε ως «σχεδόν εξαίρετος» και ο αιτητής ως «πάρα πολύ καλός». Η διαμορφωθείσα υπέρ του ενδιαφερομένου προσώπου υπεροχή καθιστά ενόψει και των πιο πάνω δεδομένων την υπέρ του σύσταση εύλογα επιτρεπτή και αιτιολογημένη. Ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου απορρίπτεται.

Απομένει η εξέταση των ισχυρισμών για παραγνώριση των προσόντων του αιτητή καθώς και της υπεροχής του σε πείρα και αρχαιότητα. Η αντίληψη του αιτητή είναι επί του προκειμένου λανθασμένη. Δεν διαπιστώνεται σφάλμα της ΕΔΥ ως προς την κρίση της αναφορικά με τα προσόντα, την πείρα και την αρχαιότητα. Αντίθετα, έκρινε εύλογα ότι, με βάση τους Προσωπικούς Φακέλους, τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πληρούσαν τα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα. Η εκ μέρους του αιτητή, κατοχή Πανεπιστημιακού προσόντος σημειώθηκε στο σχετικό πρακτικό με την επισήμανση ότι αυτό δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας στην υπό πλήρωση θέση, ούτε αποτελούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν και ως εκ τούτου αποδόθηκε σε αυτό η ανάλογη βαρύτητα. Όπως ορθά εισηγήθηκε ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου προσώπου, η κατοχή ακαδημαϊκών προσόντων άλλων από εκείνα που απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι παράγοντας οριακής σημασίας, ο οποίος δεν επαυξάνει ουσιωδώς τις διεκδικήσεις του κατόχου για προαγωγή (Βλ. Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (1995) 3 Α.Α.Δ. 317). Αναφορικά με το θέμα της αρχαιότητας, το πρακτικό της κρίσιμης συνεδρίας της ΕΔΥ (Παράρτημα 9) αποδεικνύει ότι αυτό λήφθηκε υπόψη από το διορίζον όργανο. Σημειώθηκαν τα εξής σχετικά:

«Τέλος η Επιτροπή, καταλήγοντας στην απόφασή της, η οποία ήταν μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιόν της δεδομένων με την πλάστιγγα να κλίνει υπέρ των δύο επιλεγέντων, σημείωσε ότι οι υποψήφιοι Παπακυριακού και Γεωργίου υπερέχουν σε αρχαιότητα του Κουρτέλλη, ωστόσο, δεδομένου ότι η θέση είναι Διευθυντική και Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, έκρινε ότι η αρχαιότητα δεν μπορεί να ανατρέψει την εν γένει υπεροχή των επιλεγέντων καθότι η αρχαιότητα, ιδιαίτερα σε θέση ψηλά στην ιεραρχία όπως είναι η υπό πλήρωση θέση, έχει περιορισμένη μόνο σημασία.»

Όπως ορθά υπέδειξε η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο, το οποίο λαμβάνεται δεόντως υπόψη και υπερισχύει μόνο όταν τα άλλα κριτήρια (αξία και προσόντα) είναι περίπου τα ίδια, πράγμα που δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Όπως ρητά τονίσθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Θαλασσινός ν. Δημοκρατίας (βλ. πιο πάνω) «Τα προσόντα και η αρχαιότητα είναι δύο από τα τρία κριτήρια τα οποία θέτει ο νόμος για την αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων για προαγωγή. Το άλλο είναι η αξία το οποίο απαριθμείται στο νόμο ως το πρώτο στη σειρά των κριτηρίων για την αποτίμηση των διεκδικήσεων των υπαλλήλων για προαγωγή». Επικαλέσθηκε ακόμα ο αιτητής προβάδισμα σε πείρα. Η δεκαετής τουλάχιστον πείρα σε θέματα οικονομικού και διαχειριστικού ελέγχου μετά την απόκτηση του επαγγελματικού λογιστικού προσόντος, από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Ανώτερου Πρώτου Ελεγκτή ή/και στην προηγούμενη θέση Πρώτου Ελεγκτή, 1ης Τάξης, περιλαμβανόταν στα απαιτούμενα στο Σχέδιο Υπηρεσίας, προκειμένου για προαγωγή, προσόντα, για την οποία τα αρμόδια όργανα είχαν αποφανθεί την κατοχή της τόσο από τον αιτητή όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος. Βάσιμη φαίνεται εξάλλου και η επισήμανση της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση πως σε ότι αφορά τη γενικότερη επαγγελματική πείρα των διαδίκων το ενδιαφερόμενο μέρος όχι μόνο δεν υστερεί αλλά είχε γίνει μέλος του Επαγγελματικού Σώματος Λογιστών (The Chartered Association of Certified Accountants) τρία χρόνια ενωρίτερα του αιτητή. Σε κάθε περίπτωση η όποια υπεροχή του αιτητή σε αρχαιότητα ή πείρα δεν θα μπορούσε να εξοστρακίσει το προβάδισμα του ενδιαφερομένου προσώπου σε αξία ως αποτέλεσμα της υψηλότερης αξιολόγησης που έτυχε στις προφορικές συνεντεύξεις, ενισχυμένο μάλιστα με τη σύσταση. Ενόψει των πιο πάνω, η ΕΔΥ έκρινε ότι η αρχαιότητα του αιτητή έπρεπε να υποχωρήσει ενόψει της σύστασης και των εντυπώσεων των συνεντεύξεων. Οι σχετικοί ισχυρισμοί απορρίπτονται. Οι πιο πάνω διαπιστώσεις οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η ΕΔΥ κινήθηκε μέσα σε εύλογα πλαίσια, η δε απόφασή της δεν παραβίασε τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας. Ο αιτητής απέτυχε να τεκμηριώσει έκδηλη υπεροχή.

 

 

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο