ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1260/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος

Χρίστου Παπαϊωάννου του Ανδρέα,

τώρα κατοίκου ΄Αργους στην Ελλάδα

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

      1. Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού
      2. Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης

Καθ΄ων η αίτηση

 

8 Απριλίου 2002

Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (Αρ. 157) της 28.5.87, οι προϋποθέσεις και τα δικαιολογητικά συμμετοχής στη διαδικασία επιλογής των Κυπρίων σε σχέση με την εισαγωγή τους στις Ελληνικές Σχολές Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, καθορίζονται αποκλειστικά από το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου. Το Υπουργείο Παιδείας της Κύπρου οργανώνει εισαγωγικές εξετάσεις και ετησίως εκδίδει Οδηγό Εξετάσεων που περιλαμβάνει πρόνοιες για τη μέθοδο της βαθμολόγησης των υποψηφίων και την κατανομή των υπαρχουσών θέσεων στους επιτυχόντες, με γνώμονα τη συγκριτική ανηγμένη βαθμολογία τους.

Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση και συμμετέσχε στις εξετάσεις Ιουνίου - Ιουλίου 1999 διεκδικώντας θέση στον Ιατρικό Κύκλο (Κύκλος Β). Ως 142ος στη σειρά εξασφάλισε θέση στο τμήμα Φαρμακευτικής του Πανεπιστημίου Αθηνών που αποτελούσε τη δεκάτη προτίμησή του. Μεταξύ των μαθημάτων της εξεταστικής περιόδου περιλαμβανόταν και εκείνο των «Μαθηματικών 4». Διαπιστώθηκε αβλεψία κατά τη διατύπωση μιας από τις 15 ασκήσεις του και, με απόφαση του Υπουργού Παιδείας, αποφασίστηκε να δοθούν γι΄ αυτή πλήρεις μονάδες (10) σε όσους παρακάθησαν στα «Μαθηματικά 4». Αυτό, σύμφωνα με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση, στο πλαίσιο του συστήματος αναγωγής που ίσχυε, το οποίο και εξηγούν, ισοδυναμούσε με μηδενισμό η ακύρωση της άσκησης. Ο αιτητής έχει διαφορετική άποψη. Θεωρεί πως ήταν παράνομη η παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας και πώς απέληξε σε άνιση μεταχείρισή του. Είχαν εξασφαλίσει θέση στην ιατρική υποψήφιοι που είχαν συμμετάσχει στο μάθημα «Μαθηματικά 4» και, όπως ισχυρίζεται, η απόδοση των 10 μονάδων σε αυτούς τους έθεσε σε θέση ψηλότερη από τη δική του. Ενώ, αν δίδονταν και στον ίδιο οι 10 μονάδες, στη βάση των τελικών συσχετισμών των βαθμολογιών, θα εξασφάλιζε εκείνος θέση στον Ιατρικό Κύκλο, όπως ήταν η πρώτη επιλογή του. Και με την παρούσα προσφυγή αιτείται:

«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση να μη παραχωρήσει στον αιτητή μία από τις κενές θέσεις στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας και/ή να μη επιτρέψει την εισαγωγή του αιτητή σε Ιατρική Σχολή της Ελλάδας ως η διεκδίκηση και/ή η προτίμηση του είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα γιατί σε άλλους που επέλεξαν επίσης ως εξεταστέο μάθημα τα "Μαθηματικά 4" προσδόθηκαν στο σχετικό διαγώνισμα, λόγω λάθους στο γραπτό, εκ των υστέρων όλες οι μονάδες σ' όλους τους υποψήφιους, ανεξάρτητα με το εάν εδικαιούντο τέτοιου βαθμού ή εάν δοκίμασαν να λύσουν την άσκηση όπως ο αιτητής.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να παραχωρήσουν 10 μονάδες σ΄όσους υποψηφίους κατά τις προεισαγωγικές εξετάσεις επέλεξαν να διαγωνιστούν στα "Μαθηματικά 4" ανεξάρτητα αν δοκίμασαν να λύσουν την άσκηση ή όχι είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη έννομου αποτελέσματος.»

Κατά την ανάπτυξη των επιχειρημάτων του αιτητή στη γραπτή του αγόρευση περιλήφθηκαν και ισχυρισμοί σε σχέση με την καθόλου δυνατότητα διενέργειας των εξετάσεων από το Υπουργείο Παιδείας. Επίσης σε σχέση με τη δυνατότητα χρήσης του Οδηγού Εξετάσεων. Αντέδρασαν οι καθ΄ων η αίτηση με προφανώς βάσιμες επισημάνσεις. Τα νομικά σημεία της προσφυγής σε συνάρτηση με τα γεγονότα της αλλά και οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνταν διέρχονταν μέσα από τις εξετάσεις, το υποτιθέμενο ορθό αποτέλεσμα των οποίων, κατ΄επίκληση και του Οδηγού Εξετάσεων, ο αιτητής τοποθετούσε στη ρίζα της διεκδίκησής του. Επομένως, ήταν όχι μόνο δικονομικά ανεπίτρεπτη η επέκταση που επιχειρήθηκε αλλά και αντινομική. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ. Ο αιτητής επανήλθε με διευκρινίσεις στην απαντητική του αγόρευση. Εκείνο που πραγματικά εγείρει είναι κατ΄ισχυρισμόν παρανομία σε σχέση με την παρέμβαση του Υπουργού Παιδείας ενόψει της διαπίστωσης του λάθους, όπως την έχω σημειώσει. Θεωρεί ότι ήταν «αναρμόδια, άνιση, νομικά αστήριχτη και ισοπεδωτική».

Δεν εξασφάλιζαν θέση της επιλογής τους όσοι συγκέντρωναν ορισμένη συνολική βαθμολογία. ΄Ηταν κλειστός ο αριθμός των θέσεων και ακριβώς επειδή αυτές ήταν περιορισμένες, λιγότερες από τον αριθμό των υποψηφίων, κατανέμονταν στη βάση της συγκριτικής σειράς στον κατάλογο των επιτυχόντων. Ο αιτητής, επομένως, δεν εξασφάλισε θέση στη σχολή που κατά πρώτον επιθυμούσε επειδή άλλος υποψήφιος θεωρήθηκε ότι πέτυχε, με βάση τη συνολική ανηγμένη βαθμολογία, ψηλότερη θέση από τον ίδιο. Εξ ου και η διεκδίκησή του με αναφορά στο κατ΄ισχυρισμόν αποτέλεσμα υπέρ άλλων και σε βάρος του από την προσθήκη των δέκα μονάδων. Ζήτησα, συνεπώς, τις απόψεις των μερών αναφορικά με την εκτελεστότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Αφού δεν προσβάλλεται με την προσφυγή η απόδοση θέσης σε άλλο υποψήφιο αλλά η μή απόδοση θέσης στον ίδιο τον αιτητή και περαιτέρω, η παραχώρηση των δέκα μονάδων.

Οι καθ΄ων η αίτηση υποστήριξαν πως πράγματι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν είναι εκτελεστές. Επικαλέστηκαν την Demetriou & Others v. Republic (1985) 3 CLR 1853 για να υποδείξουν πως ενδεχόμενη επιτυχία της προσφυγής δεν θα οφελούσε τον αιτητή αφού δεν θα ακυρωνόταν η απόδοση θέσης σε άλλον, ώστε να παρέχεται σ΄αυτόν δυνατότητα να την καταλάβει.

Ο αιτητής, ενώ αναγνωρίζει πως ο αριθμός των θέσεων ήταν «κλειστός» και πως «πρέπει να εξασφαλίζουν τις θέσεις οι καλύτεροι», εισηγείται πως οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι εκτελεστές και πως, ενώ είναι γεγονός «ότι οι θέσεις δόθηκαν έκτοτε, δικαιούται να επιτύχει ακύρωση ώστε να μπορεί να διεκδικήσει αποζημίωση ή άλλη θεραπεία κατά το άρθρο 146.6. του Συντάγματος.» Επικαλέστηκε ως εξαιρετικής σημασίας «για εισαγωγή με κλειστό αριθμό» τις υποθέσεις Λοϊζίδου ν. Δημοκρατία (1983) 3 CLR 1084, Demetriou & Others ν. Republic (ανωτέρω), Christoforou v. Republic (1985) 3 CLR 1868, Christoforou and Others v. Republic (1985) 3 CLR 272 και Republic v. Christoforou (1986) 3 CLR 1523. Επίσης την G.C. School κ.α. v. Δημοκρατίας (1993) 3 ΑΑΔ 170.

Η νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο αιτητής δεν υποστηρίζει τη θέση του. Σε όλες τις πιο πάνω υποθέσεις, με εξαίρεση την τελευταία στην οποία θα αναφερθώ ειδικά, είχε προσβληθεί η ίδια η απόφαση για εισδοχή συγκεκριμένων υποψηφίων. Στην τελευταία, την G.C. School κ.α. ν Δημοκρατίας το θέμα ήταν διαφορετικό. Δεν είχαν ακόμα διεξαχθεί εξετάσεις και αντικείμενό της, όπως αυτό συνοψίζεται στην απόφαση της Ολομέλειας, ήταν ο καθορισμός των προϋποθέσεων για συμμετοχή αποφοίτων ιδιωτικών σχολών της Κύπρου στις εισαγωγικές εξετάσεις για τo Πανεπιστήμιo Κύπρου και τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Ελλάδας. Με αιτητές όχι μόνο αποφοίτους των ιδιωτικών σχολών αλλά και τις ίδιες τις ιδιωτικές σχολές. (Βλ. και Τοφίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 263).

Η αυτοτελής προσβολή της ίδιας της βαθμολογίας θα ήταν εν πάση περιπτώσει απαράδεκτη αφού, ούτως ή άλλως, αυτή θα ήταν προπαρασκευαστικής φύσης και όχι αφ΄εαυτής εκτελεστή διοικητική πράξη. Σχετική είναι η Κώστας Σκεμπετζή ν. Κυπριακή Δημοκρατία κ.α. Προσφυγή 792/94 - 8.3.96 στην οποία είχε προσβληθεί και η ίδια η επιλογή άλλου. (Βλ. σχετικά και την απόφαση της Ολομέλειας στην Αννα Ηλία και άλλοι ν. Κυπριακή Δημοκρατία Προσφυγή 534/95 ημερομηνίας 23.12.99).

Απαράδεκτη όμως είναι και η πρώτη θεραπεία. Η όποια βαθμολογία υποψηφίου δεν εξασφαλίζει από μόνη της δικαίωμα εισδοχής σε ορισμένη σχολή. Δεν είναι επιτρεπτή, λοιπόν, η πρόσδοση τέτοιας αυτοτελούς διάστασης σ΄αυτή ώστε, με αναφορά στο πιθανό ύψος της, να απολήγει άκυρη η μή απόδοση στον υποψήφιο θέσης κατά την προτίμησή του. Η εξασφάλιση θέσης υποχρεωτικά διέρχεται από τη σύγκριση της απόδοσης των υποψηφίων μεταξύ τους. Και, κατά το σύστημα των εξετάσεων, η μή απόδοση στον αιτητή της θέσης που προτιμούσε συναρτάται εγγενώς προς την εξασφάλιση και της τελευταίας διαθέσιμης θέσης από άλλο υποψήφιο. Με κλειστό τον αριθμό των θέσεων, εκτελεστή είναι μόνο η πράξη της απόδοσης της θέσης ή οποιωνδήποτε θέσεων σε άλλους. Οπότε, με ενδεχόμενη ακύρωση της απόδοσης μιας θέσης θα επιβληθεί επανεξέταση του θέματος ώστε αυτή να αποδοθεί, όχι κατ΄ανάγκην στον αιτητή αλλά στον πράγματι, στο πλαίσιο των νόμιμων συσχετισμών, δικαιούχο. Η περίπτωση της Φειδίας Μεταξάς ν. Επιτροπής Κρατικών Υποτροφιών Δημοκρατία Υπόθεση 754/98 ημερομηνίας 11.8.00 είναι σχετική. Υποψήφιος προσέβαλε τη μή απόδοση σ΄αυτόν υποτροφίας που διεκδίκησε αλλά ο αριθμός των υποτροφιών ήταν συγκεκριμένος και αυτές χορηγήθηκαν στους θεωρηθέντες κατά τα κριτήρια που ίσχυαν ως συγκριτικά καλύτεροι. Έκρινα πως εκτελεστή ήταν μόνο η χορήγηση των υποτροφιών. (Βλ. και Νίκος Κουσελίνης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 65/99 ημερομηνίας 8.1.01 και συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Χρυσοστόμου ΑΕ 2300 ημερομηνίας 25.6.99).

Μια τελευταία παρατήρηση σε σχέση με την αναφορά από τον αιτητή στο ΄Αρθρο 146.6. του Συντάγματος. Η λειτουργία του προϋποθέτει ακύρωση εκτελεστής διοικητικής πράξης και εκτελεστή διοικητική πράξη με περιεχόμενο την απόδοση θέσης στον αιτητή, ενόψει της όποιας βαθμολογίας του, ιδωμένης αυτοτελώς, δεν υπάρχει. Απολήγει δε και αντινομική η διεκδίκηση τέτοιας απόδοσης από τον αιτητή, κατ΄ επίκληση της κατ΄ ισχυρισμόν συγκριτικής υπεροχής του έναντι άλλων. Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα.

 

Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.

/Μσι.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

C:\My Documents\2002\PART4\1260-99.doc


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο