ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 700/2001.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Γρηγόριου Θαλασσινού,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Του Διευθυντή Τμήματος Κοινωνικών
Ασφαλίσεων,
Καθ' ων η αίτηση.
_________________
15 Μαρτίου, 2002
.Για τον αιτητή: Λ. Κληρίδης.
Για τους καθ' ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α'
εκ μέρους του Γ-Ε.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων να απορρίψει το αίτημα του Αιτητή που υποβλήθηκε με αίτηση ημερ. 17.5.2001 για ανικανότητα που έχει υποστεί κατά ή περί τον Οκτώβριον 1973 και που έκτοτε έχει αυξηθή, (η οποία απόφαση εκοινοποιήθη στον αιτητή με επιστολήν ημερ. 8.6.2001), είναι άκυρη και εστερουμένη οιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος και/ή ότι έχει παραλειφθή θα πρέπει να διενεργηθή.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Ο αιτητής γεννήθηκε στις 22.1.1929. 'Ηταν δημόσιος υπάλληλος. Αφυπηρέτησε την 1.2.1989. 'Εκτοτε εργάζεται ως δικηγόρος. Μέχρι την 1.1.93 κατέβαλλε εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Στις 11.3.1993 υπέβαλε αίτηση για σύνταξη γήρατος. Του καταβάλλεται σύνταξη γήρατος από την 1.1.1993.
Στις 17.5.2001 υπέβαλε αίτηση για σύνταξη ανικανότητας. Ισχυρίσθηκε ότι «λόγω ατυχήματος στις 28.10.1973 η όραση του αριστερού οφθαλμού εμειώθη κατά 2/10 και παρά την εκάστοτε σχετική θεραπεία στην Κύπρο και το εξωτερικό η όραση του αριστερού οφθαλμού εμειώθη κατά 9/10».
Οι καθ' ων η αίτηση απέρριψαν την αίτηση για σύνταξη ανικανότητας «γιατί του καταβάλλεται σύνταξη γήρατος από την 1.1.93».
Το θέμα της καταβολής σύνταξης ανικανότητας διέπεται από το άρθρο 38(1) και (2) του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου του 1980 (Ν 41/80) το οποίο προβλέπει:
«38.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου ησφαλισμένος δικαιούται εις σύνταξιν ανικανότητος εάν -
(α) ήτο ανίκανος προς εργασίαν δι' εκατόν πεντήκοντα εξ ημέρας εντός οιασδήποτε περιόδου διακοπής της απασχολήσεως
.................................. .................................................. ......
(γ) δε συμπλήρωσε την ηλικία των εξήντα τριών ετών
................................... .................................................. ......
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 74, η σύνταξις ανικανότητας καταβάλλεται από της σχετικής ημερομηνίας εν όσω ο ησφαλισμένος παραμένει μονίμως ανίκανος προς εργασίαν και δεν έχει συμπληρώσει την ηλικία των εξήντα τριών ετών.»
Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής είχε ήδη συμπληρώσει την ηλικία των 63 ετών (η συντάξιμη ηλικία) κατά τον χρόνο της υποβολής της επίδικης αίτησης. Θεωρώ, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 38(1) (γ) του Νόμου 41/80. Με τη θέση αυτή συμφώνησε και ο ευπαίδευτος συνήγορος
του αιτητή ο οποίος ανέφερε ότι «η απόφαση του καθ' ου η αίτηση ήταν ορθή στο πλαίσιο των διατάξεων του Νόμου». Υπέβαλε ωστόσο ότι το ίδιο το σχετικό άρθρο 38 είναι αντισυνταγματικό. Αντίκειται προς τις πρόνοιες των άρθρων 6, 9 και 28 του Συντάγματος. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο το άρθρο 38 σε συνδυασμό με το άρθρο 46 του Νόμου 41/80 «διαχωρίζουν σε τρεις κατηγορίες τα δικαιούμενα πρόσωπα αναφορικά με την σύνταξη ανικανότητας». Η μια κατηγορία αποτελείται από ανάπηρα και/ή ανίκανα άτομα άνδρες και γυναίκες οποιασδήποτε ηλικίας που ουδέποτε εργάσθηκαν στην ζωή τους. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από πρόσωπα που εργάζονται (και κατά συνέπεια συμβάλλουν στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων) αλλά δεν έχουν ακόμη φτάσει την ηλικία συνταξιοδότησης τους από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Η τρίτη κατηγορία αποτελείται από πρόσωπα (άνδρες/γυναίκες) που έχουν συμπληρώσει την συντάξιμη ηλικία των 63 ετών και τυγχάνουν σύνταξης γήρατος από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων.Η αντισυνταγματικότητα προκύπτει γιατί το άρθρο 38 δεν παρέχει σύνταξη ανικανότητας σε όλες τις περιπτώσεις. Δεν παρέχει σύνταξη ανικανότητας σε ένα άτομο που εργάστηκε σε όλη του τη ζωή (και που συνεισέφερε στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων) αν αυτό είναι σε ηλικία που ήδη λαμβάνει σύνταξη γήρατος δηλαδή που εσυμπλήρωσε τη συντάξιμη ηλικία των 63 ετών. Αντίθετα το άρθρο 38 παρέχει σύνταξη στις περιπτώσεις που εμπίπτουν εντός των δύο πιο πάνω κατηγοριών. Αυτό - κατέληξε ο ευπαίδευτος συνήγορος - δημιουργεί ανισότητα μεταχείρισης και δυσμενή διάκριση κατά παράβαση των άρθρων 6, 9 και 28 του Συντάγματος.
Το άρθρο 9 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα αξιοπρεπούς διαβιώσεως και κοινωνικής ασφάλειας. Δεν βλέπω πως η μη χορήγηση σύνταξης ανικανότητας σε συνταξιούχο δημιουργεί ανισότητα μεταχείρισης και παραβιάζει το άρθρο 9.
Τα άρθρα 6 και 28 του Συντάγματος διασφαλίζουν το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης.
Στην Σωτηριάδη ν. Θεοφυλάκτου κ.α., Α.Ε. 2891/15.2.2002 το θέμα της ίσης μεταχείρισης τέθηκε ως εξής:
«Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δε μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις, οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (
Στην υπόθεση
Republic v. Arakian (1972) 3 C.L.R. 294 έχουν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση «πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων» (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.).
(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - «αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων» (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).
(3) «Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ' όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών» (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).
(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται «επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας» (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).
Στην Σεργίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. 119 (Απόφαση Ολομέλειας από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (Βλ.
Mikrommatis, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου, ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (Βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29.8.89, σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας).Αυτό που απαγορεύει η συνταγματική αρχή της ισότητας είναι η δημιουργία αυθαίρετων, τυχαίων ή συμπτωματικών διακρίσεων. Ομοίως απαγορεύεται η εξομοίωση, από τον κοινό Νομοθέτη διαφορετικών καταστάσεων, ή η ενιαία μεταχείριση προσώπων που βρίσκονται υπό διαφορετικές συνθήκες πραγματικές ή νομικές με βάση όμως τυπικά ή συμπτωματικά κριτήρια. Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.
Ο διαπρεπής συνταγματολόγος Αριστόβουλος Μάνεσης στο σύγγραμμα του 'Συνταγματική Θεωρία και Πράξη' σελ. 3
20 επεξηγεί ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη ισότητα του Νόμου νοείται ως αναλογική ισότητα. Και αυτό σημαίνει ότι ίση ρύθμιση υφίσταται - είτε εις πρόσωπα είτε εις πράγματα είτε εις σχέσεις είτε εις καταστάσεις αφορά αυτή - όταν ενεργείται ομοία μεταχείριση των ομοίων και ανομοία μεταχείριση των ανομοίων. Η όμοια μεταχείριση δια να είναι ίση προϋποθέτει ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Αναφορικά με το δικαστικό έλεγχο ο καθηγητής Μάνεσης υποδεικνύει, ότι ο Δικαστής οφείλει να ερευνά αν υφίσταται πράγματι ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Και για το σκοπό αυτό αποβλέπει στις ουσιώδεις ομοιότητές των και με βάση αυτές να εκτιμά την αντικειμενική ύπαρξη ομοιότητας ή ανομοιότητας. Πρέπει επίσης ο Δικαστής να έχει υπόψη, ότι ο νομοθέτης δικαιούται να κινείται με διακριτική ευχέρεια 'εντός ευρέων πλαισίων' κατά την εκτίμηση της ομοιότητας ή μη των υπό ρύθμιση θεμάτων και κατά τη θέσπιση ίσης ρύθμισης.Οι ίδιες θέσεις διατυπώνονται και στο σύγγραμμα του Π.Δ. Δαγτόγλου 'Συνταγματικό Δίκαιο - Ατομικά Δικαιώματα', Τόμος Β, παραγ. 1352-53. Σε σχέση με το δικαστικό έλεγχο παρατηρείται, ότι η δέσμευση του Νομοθέτη από την αρχή της ισότητας, δε σημαίνει εξουσιοδότηση προς τα δικαστήρια να ελέγχουν αν και κατά πόσο ένας νόμος είναι 'δίκαιος', 'ορθός', 'εύλογος' ή και 'σκόπιμος'. Δεδομένου μάλιστα ότι δεν υπάρχει απόλυτη πραγματική ισότητα δεν απαιτεί ούτε το Σύνταγμα από το Νομοθέτη μαθηματικά ίση μεταχείριση 'ομοίων' περιπτώσεων, που θα ήταν άλλωστε λογικά ανέφικτη (Βλ. και Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου κ.α. (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491
).Στην Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. (Β) 127 ο Πικής, Δ. - όπως ήταν τότε - με αναφορά στην απόφαση της Ολομέλειας στην
Apostolides and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 928, 940 επεσήμανε ότι το άρθρο 28 του Συντάγματος εισάγει την Αριστοτελική έννοια της ισότητας που συναρτά τον ορισμό και εφαρμογή της με την ουσιαστική ομοιογένεια.»Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής δεν τελεί υπό τας αυτάς συνθήκας με τις περιπτώσεις που έχει επικαλεσθεί ο ευπαίδευτος συνήγορος του. Επομένως δεν υφίσταται ομοιότητα των υπό ρύθμιση θεμάτων. Ακολουθεί πως το άρθρο 38 δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας και δεν αντίκειται προς τα άρθρα 6 και 28 του Συντάγματος.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή έχει επικαλεσθεί την παράγραφο 4 της σύστασης του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ημερ. 10.12.1982 (βλ. Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Αρ. L357/27) η οποία έχει ως εξής:
«4. Οι μισθωτοί εργαζόμενοι στους οποίους χορηγήθηκε σύνταξη γήρατος δεν μπορούν να αποκλεισθούν από κάθε μορφή αμειβόμενης δραστηριότητας.»
Παρόλο ότι η σύσταση δεν είναι δεσμευτική για την Κύπρο θα έλεγα ότι οι πρόνοιες της παραγ. 4 με βρίσκουν σύμφωνο. Καθιερώνουν το δικαίωμα εργασίας με αμοιβή των συνταξιούχων. Ωστόσο η προσβαλλόμενη απόφαση ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση αυτό το δικαίωμα. Ο Νόμος 41/80 στοχεύει κυρίως στη χορήγηση παροχών σε πρόσωπα που συμπληρώνουν την συντάξιμη ηλικία - των 63 ετών - και σε πρόσωπα τα οποία λόγω κάποιας ανικανότητας - ανεξάρτητα από την προέλευση της - είναι ανίκανα να εργασθούν. Η χορήγηση σύνταξης ανικανότητας σε πρόσωπα τα οποία έχουν συμπληρώσει την συντάξιμη ηλικία, εν ονόματι της αρχής της ισότητας και του δικαιώματος των ηλικιωμένων ατόμων να εργασθούν έναντι αμοιβής, θα ισοδυναμούσε με παραβίαση των βασικών σκοπών του Νόμου 41/80. Η χορήγηση σύνταξης γήρατος μετά από κάποια ηλικία αποτελεί κοινωνικό μέτρο. Αποτελεί μορφή οικονομικής αρωγής και ανακούφισης σε πρόσωπα τα οποία λόγω ηλικίας αδυνατούν να εργασθούν και να προσφέρουν στην αγορά εργασίας.
Ο βασικός λόγος για την καταβολή σύνταξης γήρατος είναι η αναμενόμενη ανικανότητα για εργασία λόγω γήρατος. Η καταβολή και δεύτερης σύνταξης λόγω - και πάλιν - ανικανότητας για εργασία η οποία οφείλεται σε ατύχημα ή ασθένεια θα είχε σαν αποτέλεσμα την καταβολή δύο συντάξεων λόγω της ίδιας ανικανότητας δηλαδή της ανικανότητας για εργασία
.'Ολοι οι συνταξιούχοι μπορούν να κάμουν χρήση του δικαιώματος εργασίας έναντι αμοιβής. Ταυτόχρονα όμως δεν δικαιούνται, εν ονόματι της αρχής της ισότητας, να διεκδικούν και σύνταξη ανικανότητας αν λόγω ατυχήματος ή κάποιας πάθησης καταστούν ανίκανοι για εργασία. Μια τέτοια διεκδίκηση αντιστρατεύεται όχι μόνο τις ρητές πρόνοιες του Νόμου 41/80 αλλά και την έννοια και τους σκοπούς της καταβολής σύνταξης γήρατος. Δεν είναι δυνατό να τύχει της
επιδοκιμασίας του Δικαστηρίου.Ο αιτητής έχει προβάλει και άλλους λόγους ακύρωσης οι οποίοι σχετίζονται με μερικούς ισχυρισμούς του ευπαίδευτου συνήγορου των καθ' ων η αίτηση οι οποίοι προβλήθηκαν στην ένσταση και στην γραπτή του αγόρευση. Είναι νομολογημένο ότι η εγκυρότητα μιας απόφασης εξετάζεται με βάση την αιτιολογία που δόθηκε από το αρμόδιο διοικητικό όργανο και όχι με βάση αιτιολογία που δίδεται από τους συνήγορους των μερών (Βλ.
Metaloc v. Republic (1969) 3 C.L.R. 351). Για το λόγο αυτό οι σχετικοί λόγοι ακύρωσης δεν θα εξεταστούν.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.