ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 655/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Πέτρου Πέτρου
Αι τητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
(α) Υπουργού Άμυνας
(β) Διοικητή Εθνικής Φρουράς
(γ) Υπουργικού Συμβουλίου
Καθ'ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 29 Μαρτίου, 2002.Για τον αιτητή: Α. Ευτυχίου.
Για τους καθ΄ων αίτηση: Γ. Γεωργαλλής.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:-
"Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση με την οποία απεφάσισαν να καλέσουν τον Αιτητή να παρουσιαστεί ως έφεδρος για εκτέλεση ένοπλης υπηρεσίας στην Εθνική Φρουρά αντί εκτέλεση υπαλλακτικής υπηρεσίας στη Δημοκρατία ως αντιρρησίας συνείδησης όπως κοινοποιήθηκε σ΄ αυτόν με την επίδοση Φύλλου Ατομικής Πρόσκλησης στις 24/4/2000, αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται ως ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ -Ζ- στην παρούσα προσφυγή του, είναι άκυρη και χωρίς οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα.".
Ο αιτητής είναι στρατεύσιμος πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ανήκει στη Στρατολογική Κλάση 1984 και έχει Αριθμό Στρατολογικού Μητρώου 5403 (Α.Σ.Μ. 5403/84). Τον Ιούλιο του 1985 κατατάγηκε στην Εθνική Φρουρά για εκπλήρωση της προβλεπόμενης, από τις διατάξεις των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων, στρατιωτικής του θητείας, απολύθηκε δε από τις τάξεις αυτές τον Σεπτέμβριο του 1987.
Επειδή με βάση τις διατάξεις του άρθρου 15 των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων του 1964 έως 2000, όσοι εκπλήρωσαν τη θητεία τους ανήκουν στην εφεδρεία αυτής, ο αιτητής αρχικά τοποθετήθηκε επιστρατευτικά στο 286 ΜΤΠ (Μηχανοκίνητο Τάγμα Πεζικού) και στη συνέχεια στο ΛΑΑ/ΕΛΔΥΚ και κατά διάφορα χρονικά διαστήματα εκαλείτο να παρουσιάζεται στη Μονάδα του για άσκηση επιστράτευσης. Όταν ο αιτητής παρέλειψε να παρουσιαστεί σε διάφορες ασκήσεις που είχε η Μονάδα του, ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη ενώπιον του Στρατιωτικού Δικαστηρίου και στις 14.4.1990 καταδικάστηκε για ανυποταξία σε φυλάκιση έξι (6) εβδομάδων και στις 11.10.1999 σε πρόστιμο £1.000 για το ίδιο αδίκημα.
Ακολούθως ο αιτητής με επιστολή του προς τον Υπουργό Άμυνας ημερομηνίας 13.5.94, αφού ανέφερε χαρακτηριστικά ότι είναι μέλος της Ελεύθερης Χριστιανικής Εκκλησίας από το 1983 και γι΄ αυτό το λόγο δεν παρουσιάζεται για την εκτέλεση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στην εφεδρεία της Εθνικής Φρουράς ως αντιρρησίας συνειδήσεως, ζήτησε να του αναγνωριστεί η ιδιότητά του αυτή βάσει των σχετικών διατάξεων των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων (όπως έχουν
τροποποιηθεί).Σημειώνεται ότι το θέμα των στρατιωτικών υποχρεώσεων των αντιρρησιών συνειδήσεως ρυθμίστηκε νομοθετικά το έτος 1992 με το Νόμο 2/92, βάσει του οποίου τροποποιήθηκε ο περί Εθνικής Φρουράς Νόμος του 1964 (Ν. 20/64).
Η ανταλλαγή επιστολών μεταξύ του αιτητή και του Υπουργείου Άμυνας για το θέμα που προέκυψε υπήρξε μακρά, η επιστολή όμως στην οποία αναλύετο η θέση του Υπουργείου για την περίπτωση του αιτητή έφερε ημερομηνία 3.1.2000. Πιο συγκεκριμένα στην εν λόγω επιστολή αναφέρετο ότι οι πρόνοιες του άρθρου 5Α των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων, Ν. 20/64 (όπως τροποποιήθηκαν) δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν στην περίπτωση του αιτητή γιατί αυτός είχε ήδη εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπως επίσης δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν ούτε οι πρόνοιες του άρθρου 11(3) του ιδίου Νόμου. Γι΄ αυτό δε το λόγο θα πρέπει να συνεχίσει την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στις τάξεις της εφεδρείας της Εθνικής Φρουράς. Στη συνέχεια ακολούθησαν ακόμη δύο επιστολές του αιτητή προς το Υπουργείο Άμυνας οι οποίες είχαν σαν κατάληξη την μη μεταβολή των θέσεων του αρμόδιου Υπουργείου επί του όλου θέματος καθώς και την επίδοση στον αιτητή στις 24/4/2000 Φύλλου Ατομικής Πρόσκλησης δυνάμει του οποίου καλείτο στις 18/6/2000 να παρουσιαστεί στη Μονάδα του και να
εκτελέσει ένοπλη υπηρεσία ως έφεδρος.Με την παρούσα προσφυγή προσβάλλεται η κλήση του αιτητή ως έφεδρου, δηλαδή το προαναφερθέν Φ.Α.Π. ημερομηνίας 24/4/2000.
Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση ήγειρε στη γραπτή του αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας. Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι λανθασμένα προσβλήθηκε από τον αιτητή το Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης (Φ.Α.Π.) ημερομηνίας 24/4/2000, που τον καλούσε να παρουσιαστεί στη Μονάδα του (ΛΑΑ/ΕΛΔΥΚ) στις 18/6/2
000 για μονοήμερη άσκηση ως έφεδρος και όχι η επιστολή που στάληκε σ΄ αυτόν από τους καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 3.1.2000, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του να θεωρηθεί ως "αντιρρησίας συνείδησης" γιατί δεν ενέπιπτε στις σχετικές πρόνοιες των άρθρων 5Α και 11(3) των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων, Ν. 20/64 (όπως τροποποιήθηκαν). Τονίζει πως η εκτελεστή διοικητική πράξη που έχει δημιουργήσει όλες τις έννομες συνέπειες στο πρόσωπο του αιτητή, στην παρούσα υπό εξέταση υπόθεση, είναι η εν λόγω επιστολή της 3.1.2000, και πως το Φ.Α.Π. δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά πράξη εκτέλεσης προηγούμενης ληφθείσας απόφασης, και ειδικότερα την εκτέλεση ή και υλοποίηση της απόφασης που λήφθηκε και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με την οποία καθιερώθηκε ο θεσμός της υπηρεσίας των εφέδρων μετά την απόλυσή τους από την Εθνική Φρουρά. Αναφερόμενος δε στη νομολογία παραπέμπει σχετικά στην απόφαση που δόθηκε στην υπόθεση Florides v. Republic (1979) 3 CLR 37, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι επιστολή της διοίκησης στην οποία διατυπώνεται η άποψη ότι ο αιτητής είναι στρατεύσιμος δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη και ότι εκτελεστή πράξη είναι ουσιαστικά η κλήση του αιτητή, και γενικότερα η κλήση προς κατάταξη όλων των στρατευσίμων που διενεργείται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όπως ακριβώς προβλέπεται στο άρθρο 6(1) των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων, Ν. 20/64 (όπως τροποποιήθηκαν).Πρόσθετα ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση επισημαίνει πως στην παρούσα υπό εξέταση προσφυγή ο αιτητής δεν ακολούθησε ούτε και εξάντλησε όλα τα διαβήματα στα οποία μπορούσε να προβεί για να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης, ισχυριζόμενος πως και στην περίπτωση που ήθελε θεωρηθεί ότι η επιστολή της
3.1.2000 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ο αιτητής όφειλε να ακολουθήσει τη διαδικασία που προνοείται στο εδάφιο (3) του άρθρου 5Α του σχετικού Νόμου που αφορά τους αντιρρησίες συνειδήσεως η οποία εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (5) του ιδίου άρθρου, να υποβάλει δηλαδή σχετική αίτηση στον αρμόδιο Υπουργό Άμυνας για να του αποδοθεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης.Τέλος δε υποστηρίζει πως και αν ακόμα η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρωθεί, τότε και πάλιν η ληφθείσα απόφαση που περιέχεται στην επιστολή της 3.1.2000 παραμένει έγκυρη και νόμιμη αφού ποτέ δεν προσβλήθηκε ούτε και αμφισβητήθηκε.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αντικρούοντας τις προαναφερθείσες θέσεις υποστηρίζει τα εξής:
Ο αιτητής κατά πάντα ουσιώδη χρόνο βρισκόταν στην εφεδρεία της Δύναμης αφού είχε προηγουμένως εκπληρώσει την υποχρεωτική του θητεία στην Εθνική Φρουρά. Η διαδικασία κλήσης εφέδρων προβλέπεται στο άρθρο 16 του σχετικού Νόμου. Βάσει αυτού η εν λόγω κλήση ενεργείται δι΄ αποφάσεως του Υπουργικού Συμβουλίου, αρμόδιος δε για τον καθορισμό των λεπτομερειών αυτής είναι ο Υπουργός Άμυνας.
Επίσης η απόφαση για αναγνώριση του αιτητή ως αντιρρησία συνείδησης για εκτέλεση υπαλλακτικής υπηρεσίας αντί ένοπλης και πάλι εκδίδεται από τον Υπουργό Άμυνας, βάσει του άρθρου 5Α(2)(α) του Νόμου. Η επιστολή της 3.1.2000 που περιέχεται στο Τεκμήριο 14 στην Ένσταση, στέλλεται εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Άμυνας, σε απάντηση επιστολής του αιτητή ημερ. 18.10.99 προς κάποιο Ι
. Κούλουρο, λειτουργό του Υπουργείου.Επομένως εισηγείται ο συνήγορος του αιτητή, η αναφερόμενη επιστολή δεν περιέχει οποιαδήποτε εκτελεστή διοικητική απόφαση του Υπουργού Άμυνας ή του Υπουργικού Συμβουλίου που ήταν οι κατά νόμο αρμόδιοι όπως προαναφέρθηκε, να εκδώσουν εκτελεστή διοικητική απόφαση σε σχέση με το αίτημα που υπέβαλε ο αιτητής, αλλά είναι πληροφοριακού περιεχομένου αφού με αυτήν επεξηγούνται στον αιτητή από κάποιο λειτουργό του αρμόδιου Υπουργείου οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την αναγνώρισή του ως αντιρρησία συνείδησης.
Περαιτέρω ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται τα ακόλουθα: Το Φύλλο Ατομικής Πρόσκλησης (Φ.Α.Π.) ημερομηνίας 24.4.2000, συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη που εκδόθηκε με τη σύμπραξη του Υπουργικού Συμβουλίου και του Υπουργού Άμυνας αφού πρώτα ο αιτητής έθεσε το αίτημά του ενώπιον τους τόσο προφορικά όσο και γραπτά δυνάμει των άρθρων 5Α, 15 και 16 των σχετικών περί Εθνικής Φρουράς Νόμων (όπως τροποποιήθηκαν). Ειδικότερα υποστηρίζει ότι με το προαναφερόμενο Φ.Α.Π.
(ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ -Ζ- στην προσφυγή) κοινοποιείται στον αιτητή κατά τρόπο απόρρητο η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση να εκτελέσει υπηρεσία ως έφεδρος, παρόλης της υποβολής του αιτήματός του που είχε προηγηθεί. Η επιχειρηματολογία δε του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πράξη εκτέλεσης της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 6(1) των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων (όπως τροποποιήθηκαν) και η επίκληση της συγκεκριμένης νομικής αυθεντίας που παρατέθηκε πιο πάνω δεν τυγχάνουν εφαρμογής.Ούτε η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση, ότι ο αιτητής για να αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης όφειλε να υποβάλει αίτηση βάσει των προνοιών των εδαφίων (3) και (5) του άρθρου 5Α του σχετικού Νόμου ισχύει, γιατί ο περί Εθνικής Φρουράς (Τροποποιητικός) Νόμος του 1992 (Ν. 2/92) βάσει του οποίου προστέθηκε το εν λόγω άρθρο τέθηκε σε εφαρμογή το διάστημα που ο αιτητής βρισκόταν σε εφεδρεία. Συνεπώς δεν ήταν δυνατό για τον ίδιο να υποβάλει τέτοια αίτηση κατά το χρονικό διάστημα της υποχρεωτικής του θητείας (Ιούλιο 1985 - Σεπτέμβριο 1987).
Το γεγονός όμως αυτό δεν σημαίνει ότι ο αιτητής δεν έχει το δικαίωμα να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης τώρα που βρίσκεται στην εφεδρεία. Άλλωστε, συνεχίζει ο δικηγόρος του αιτητή, δεν προβλέπεται ειδικός τύπος αίτησης ή συγκεκριμένη διαδικασία υποβολής του αναφερόμενου αιτήματος για ένα έφεδρο. Συνεπώς το αίτημα που υπεβλήθη πρέπει να θεωρηθεί ότι υποβλήθηκε προς τον αρμόδιο Υπουργό επαρκώς και ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση (το
Φ.Π.Α.) οι καθ΄ων η αίτηση το απέρριψαν συμπερασματικά.Το ζήτημα που προβάλλει για επίλυση είναι κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη ή πράξη εκτελέσεως.
Η νομολογία μας είναι πλούσια επί του θέματος. Καθοδηγούμενη από τις σχετικές αρχές της ελληνικής νομολογίας έχει διαμορφώσει με σαφήνεια τις σχετικές αρχές. Συνοψίζονται ως πιο κάτω στην Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd. (1994) 3 ΑΑΔ 26, 27 (απόφαση Πική, Δ. όπως ήταν τότε):-
"Το κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Πράξη είναι εκτελεστή εφόσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει
2.
"Πράξεις εκτελέσεως. Μετά την έκδοσιν της εκτελεστής πράξεως, δι΄ ης επέρχεται το σκοπηθέν έννομον αποτέλεσμα, λαμβάνουν συνήθως χώραν διάφορα μέτρα και ενέργειαι τείνουσαι εις την εκτέλεσιν αυτής. Αι τοιούται πράξεις εκτελέσεως στερούνται εκτελεστού χαρακτήρος κι απαραδέκτως προσβάλλονται αυτοτελώς δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως. Ειδικώτερον, πράξεις εκτελέσεως συνιστούν αι πράξεις δι΄ ων κοινοποιείται ετέρα εκτελεστή πράξις ή ανακοινούται, ή γνωστοποιείται το περιεχόμενον αυτής, ή παρέχεται απλή ειδιοποίησις εν σχέσει προς ταύτην.Το Ελληνικό Συμβούλιο της Επικρατείας ορίζει τις εκτελεστές πράξεις ως εκείνες 'διά των οποίων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου σκοπούσα την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικούμενων'
3.3.
Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-59, σελ. 236-237:"Εις προσβολήν δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως δεν υπόκειται οποιαδήποτε πράξις απορρέουσα εκ διοικητικού οργάνου, δρώντος ως τοιούτου, αλλά μόνον αι εκτελεσταί πράξεις, τουτέστιν εκείναι δι΄ ων δηλούται βούλησις διοικητικού οργάνου, αποσκοπούσα εις την παραγωγήν εννόμου αποτελέσματος έναντι των διοικουμένων και συνεπαγομένη την άμεσον εκτέλεσιν αυτής διά της διοικητικής οδού. Το κύριον στοιχείον της εννοίας της εκτελεστής πράξεως είναι η άμεσος παραγωγή εννόμου αποτελέσματος, συνισταμένου εις την δημιουργίαν, τροποποίησιν ή κατάλυσιν νομικής καταστάσεως, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρος παρά τοις διοικουμένοις."
(Βλέπε επίσης Ιδιωτικά Φροντιστήρια Κυπριανού Λτδ. κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 26/97, ημ. 31.10.97)
Στην παρούσα υπό εξέταση υπόθεση, έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής ημερομηνίας 3.1.2000, διά της οποίας ο αιτητής πληροφορείτο ότι δεν ήταν δυνατό να γίνει αποδεκτό το αίτημά του να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνηδείσεως καθώς και την επακολουθήσασα επίδοση του Φύλλου Ατομικής Πρόσκλησης ημερομηνίας 24.4.2000, δυνάμει του οποίου καλείτο να παρουσιαστεί στη Μονάδα του σε συγκεκριμένη ημέρα και ώρα για την εκτέλεση ένοπλης υπηρεσίας ως έφεδρος, θα θεωρούσα πως η εκτελεστή διοικητική πράξη που δημιούργησε όλες τις έννομες συνέπειες στο πρόσωπο του αιτητή είναι η εν λόγω επιστολή και όχι το Φ.Α.Π.
Η εν λόγω επιστολή περιελάμβανε την επίσημη θέση του αρμόδιου κατά νόμο Υπουργείου επί του αιτήματος που υπέβαλε ο αιτητής. Το γεγονός ότι δεν έφερε την υπογραφή του ίδιου του Υπουργού Άμυνας (αρμόδιου για την αναγνώριση της ιδιότητας του αντιρρησία συνειδήσεως) αλλά αυτήν του κ. Ν. Κασσιανίδη εκ μέρους του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου δεν υποβαθμίζει τη σημασία της αλλά ούτε δύναται να θεωρηθεί ως πληροφοριακού περιεχομένου και ως επεξηγηματική των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται
για την αναγνώριση σ΄ αυτόν (τον αιτητή) της ιδιότητας του αντιρρησία συνειδήσεως, όπως εισηγείται ο δικηγόρος του. Κατά τη γνώμη μου η συγκεκριμένη επιστολή ενόψει της αρνητικής απάντησης που περιείχε όσον αφορά το πρόσωπο του αιτητή, δημιούργησε σ΄ αυτόν την υποχρέωση να συνεχίσει την εκπλήρωση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων ως έφεδρος. Η επίδοση δε σ΄ αυτόν μεταγενέστερα του προσβληθέντος Φύλλου Ατομικής Πρόσκλησης αποτελεί πράξη εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης.Άλλωστε ο σχετικός Νόμος δεν προβλέπει ειδικό τύπο αιτήσεως για την περίπτωση ενός εφέδρου που επιζητά την αναγνώριση του ως αντιρρησία συνειδήσεως.
Με την υπό αναφορά επιστολή ο αιτητής έθεσε ενώπιον της αρμόδιας αρχής κάποια νέα δεδομένα που αφορούσαν το πρόσωπό του τα οποία δεν έγιναν αποδεκτά. Η κατάληξη αυτής της μη αποδοχής είχε σαν αποτέλεσμα την ενέργεια της έκδοσης και επίδοσης του προαναφερθέντος Φ.Α.Π. (Φύλλου Ατομικής Πρόσκλησης).
Η εισήγηση του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη είναι ορθή.
Ενόψει δε της κατάληξής μου αυτής επί της συγκεκριμένης προδικαστικής ένστασης, δεν θεωρώ αναγκαία την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ