ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 584/2000

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μιχαήλ Τσιαμαής και άλλοι

αιτητέ ς,

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

του Υπουργού Εσωτερικών

Καθ΄ωυ η αίτηση.

- - - - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 13.2.02

Για τους αιτητές: κ. Α. Γεωργίου

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Δ. Καλλίγερος

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Οι αιτητές ζητούν τον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης του Επάρχου Λευκωσίας ημερομηνίας 24.3.2000 με την οποία ανακλήθηκε η παραχωρηθείσα άδεια για ανόρυξη γεώτρησης στο τεμάχιο 193, Φ/Σχ.ΧΧΧΙΧ/7Ε1.

Οι αιτητές είναι συνιδιοκτήτες του πιο πάνω κτήματος το οποίο βρίσκεται στην τοποθεσία Περβόλια του χωριού Νήσου. Είχαν υποβάλει την 1.9.1998 αίτηση στο Γραφείο Επάρχου Λευκωσίας για παραχώρηση άδειας ανόρυξης γεώτρησης σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Φρεάτων Νόμου (Κεφ. 351 όπως τροποποιήθηκε). Ζητούσαν την αντικατάσταση του υφιστάμενου λάκκου, ο οποίος, όπως δήλωναν στο σχετικό έντυπο Ε.Δ.11 (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α στην Ένσταση), είχε ξηρανθεί. Η αίτηση έφερε τις υπογραφές των αιτητών και των επίσης συνιδιοκτητών, Σοφίας Θεορή Μιχαήλ και Ελένης Ρούσου. Το αίτημα εξετάσθηκε από αρμόδιο λειτουργό των καθ΄ων η αίτηση και αφού εξασφαλίσθηκε η σύμφωνη γνώμη του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, εκδόθηκε στις 25.9.1998 η υπ΄αριθμόν 038223 "Άδεια για Ανόρυξη ή Κατασκευή Φρέατος" (στο εξής "η άδεια"). Πέντε ημέρες αργότερα, στις 30.9.1998, τέσσερεις εκ των συνιδιοκτητών του πιο πάνω τεμαχίου, με επιστολή του δικηγόρου τους, πληροφορούσαν τους καθ΄ων η αίτηση ότι "ουδέποτε έχουν συγκατατεθεί και ούτε υπέγραψαν οιανδήποτε αίτηση για έκδοση άδειας διατρήσεως στο πιο πάνω τεμάχιο" ζητώντας παράλληλα την "άμεση ακύρωση τυχόν εκδοθείσας άδειας". Διατυπωνόταν στην ίδια επιστολή ο ισχυρισμός ότι σε περίπτωση που είχε υποβληθεί οποιαδήποτε αίτηση φέρουσα τις υπογραφές τους αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν πλαστές. Αξίζει να σημειωθεί ότι δύο εκ των ως άνω συνιδιοκτητών που ενίσταντο στην έκδοση άδειας διατρήσεως δεν είχαν υπογράψει το έντυπο Ε.Δ.11 ενώ σε ότι αφορούσε τους υπόλοιπους δύο (την Σοφία Θεορή Μιχαήλ και Ελένη Σταύρου Ρούσου) φαίνεται να είχαν συμπεριληφθεί στους υπογράφοντες τη σχετική αίτηση. Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 2.2.1999 ενημέρωσαν τους αιτητές για την καταγγελία και τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν εκ μέρους αριθμού συνιδιοκτητών, καλώντας τους παράλληλα όπως, εντός 15 ημερών, προσκομίσουν όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας του τεμαχίου και εξασφαλίσουν την έγκριση όλων των συνιδιοκτητών. Επισημαίνετο ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης η παραχωρηθείσα άδεια γεώτρησης θα ανακαλείτο. Οι αιτητές απάντησαν με επιστολή τους προς τους καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 12.3.1999. Εξέφραζαν σε αυτή τη διαφωνία τους στην ενδεχόμενη ακύρωση της άδειας γεώτρησης σε περίπτωση μη εξασφάλισης της συγκατάθεσης όλων των συνιδιοκτητών, καλούσαν τους καθ΄ων η αίτηση να μην ανακαλέσουν την άδεια λόγω πιθανής, όπως ισχυρίζονταν, επέλευσης ζημιάς στις δενδροκαλλιέργειες τους και τέλος, πληροφορούσαν τους αρμοδίους, ότι είχαν διορίσει δικηγόρο, τον οποίο είχαν εξουσιοδοτήσει να προβεί στη λήψη των αναγκαίων δικαστικών μέτρων για την εξασφάλιση της συγκατάθεσης των υπολοίπων συνιδιοκτητών, σε περίπτωση που απέβαινε άκαρπη προσπάθεια φιλικού διακανονισμού. Οι καθ΄ων η αίτηση φαίνεται να είδαν με κατανόηση το όλο ζήτημα και παραχώρησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 5.4.1999 προς τους αιτητές εξάμηνη πίστωση χρόνου ούτως ώστε να εξασφαλίζετο η συγκατάθεση όλων των συνιδιοκτητών. Ζητήθηκε παράλληλα γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας σχετικά με τη δυνατότητα ανάκλησης της εκδοθείσας άδειας ή της λήψης οποιωνδήποτε άλλων προσήκοντων υπό τις περιστάσεις μέτρων. Με τη σχετική γνωμάτευση συμβουλεύονταν οι καθ΄ων η αίτηση ότι θα έπρεπε να ανακαλέσουν αμέσως την άδεια σε περίπτωση άπρακτης παρέλευσης της εξάμηνης προθεσμίας που δόθηκε για την εξασφάλιση των υπολοίπων υπογραφών.

Ακολουθώντας τα υποδεικνυόμενα στη νομική συμβουλή που εξασφάλισαν, οι καθ΄ων η αίτηση επανήλθαν, μετά τη παρέλευση χρονικού διαστήματος πέραν του εξαμήνου, καλώντας με επιστολή τους ημερομηνίας 26.10.1999 τους αιτητές, που δεν είχαν μέχρι τότε προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια, όπως εξασφαλίσουν εντός τριάντα ημερών τις απαιτούμενες συγκαταθέσεις. Οι αιτητές δεν φαίνεται να ανταποκρίθηκαν, με αποτέλεσμα οι καθ΄ων η αίτηση να ανακαλέσουν την εκδοθείσα άδεια, ενημερώνοντας τους ενδιαφερομένους με την επιστολή της 24.3.2000 η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Αμφισβητώντας το κύρος της επίδικης απόφασης οι αιτητές μέσω του δικηγόρου τους επικαλούνται ιδιωτική συμφωνία δυνάμει της οποίας οι κληρονόμοι και συνιδιοκτήτες του Τεμαχίου 193 είχαν συμφωνήσει κατά το έτος 1978 ότι θα υπέγραφαν οτιδήποτε θα χρειαζόταν για αξιοποίηση του κτήματος. Η πιο πάνω συμφωνία, συνεχίζουν οι αιτητές, δεν λήφθηκε υπόψη από τους καθ΄ων η αίτηση με αποτέλεσμα να καταλήξουν στην έκδοση εσφαλμένης απόφασης.

Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω πως εσφαλμένα θεωρήθηκε από τους καθ΄ων η αίτηση ότι το αίτημα που υποβλήθηκε στις 1.9.1998 αποτελούσε νέα αίτηση "δεδομένου" όπως αναφέρουν "ότι το ακίνητο είχε ήδη δικαίωμα εγγεγραμμένο επί του τίτλου ιδιοκτησίας για αλακατόλακκο και δεξαμενή". Εφόσον, συνεχίζουν στην εισήγησή τους οι αιτητές, "εκείνο που ουσιαστικά ζητήθηκε ήταν η τοποθέτηση μηχανής και εκβάθυνσης του λάκκου για ανόρυξη νερού" δεν επρόκειτο για νέα αίτηση που θα επέβαλλε συγκατάθεση και υπογραφή όλων των συνιδιοκτητών. Άρα, καταλήγουν οι αιτητές, κακώς έγινε δεκτή η ένσταση των αντιτιθεμένων προσώπων.

Προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών το επιχείρημα, πως η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, γιατί δεν προέβησαν, κατά την άποψή τους, οι αρμόδιοι καθ΄ων η αίτηση σε δική τους έρευνα για την εξακρίβωση των πραγματικών γεγονότων που περιέβαλλαν την υπόθεση και παρακάμπτοντας τα επιχειρήματα και τις θέσεις των αιτητών, αποδέχθηκαν τους ισχυρισμούς των ενισταμένων συνιδιοκτητών. Αυτό ακριβώς το γεγονός, τονίζουν οι αιτητές, οδήγησε στη λήψη υπόψη εσφαλμένων γεγονότων, και στον παραγκωνισμό άλλων ουσιωδών πραγματικών στοιχείων, με αποτέλεσμα η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης να καθίσταται εσφαλμένη και ανεπαρκής.

Οι αιτητές εισηγούνται ακόμα, ότι ζητώντας με την επίδικη απόφαση οι καθ΄ων η αίτηση "να μολωθεί η γεώτρηση", ενήργησαν καθ΄υπέρβαση εξουσίας γιατί επρόκειτο, όπως ισχυρίζονται, για "εμπράγματο δικαίωμα επί του ακινήτου" εγγεγραμμένο στην προκείμενη περίπτωση στον τίτλο ιδιοκτησίας. Προβλήθηκε τέλος το επχιείρημα, ότι η επίδικη απόφαση εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο, τον υπογράφοντα δηλαδή λειτουργό, αντί του Υπουργού Εσωτερικών ή του Επάρχου στον οποίο εκχωρήθηκαν οι συναφείς εξουσίες σύμφωνα με τον περί Φρεάτων Νόμο ΚΕΦ. 351 ή του Διευθυντή Κτηματολογίου και Χωρομετρίας που είναι όπως επισημαίνεται από τους αιτητές, η αρμόδια αρχή για θέματα ιδιοκτησίας.

Ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι οι αιτητές "κωλύονται να προωθούν λόγους ακυρώσεως και να επιχειρηματολογούν στην βάση ότι δεν απαιτείτο η υπογραφή του εντύπου Ε.Δ.11 από τους συνιδιοκτήτες . . . διότι οι ίδιοι οι αιτητές είχαν ζητήσει από την αρμόδια Αρχή πίστωση χρόνου για να εξασφαλίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την υπογραφή και των συνιδιοκτητών αυτών". Εφόσον, "συνεχίζει ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, οι αιτητές αποδέχθηκαν ρητώς την ανάγκη εξασφάλισης όλων των υπογραφών των συνιδιοκτητών δεν μπορούν εκ των υστέρων να μεταβάλουν στάση". Υπερασπιζόμενος το κύρος της επίδικης απόφασης, ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζει πως στην προκείμενη περίπτωση εξεδόθη μια διοικητική απόφαση κατόπιν αιτήματος, η οποία εύλογα ανακλήθηκε στη συνέχεια, μόλις διαπιστώθηκε παρανομία και αφού δόθηκε στο μεταξύ εύλογο χρονικό διάστημα για συμμόρφωση των αιτητών προς τις αναγκαίες για την νομιμότητα της, προϋποθέσεις. Απορρίπτοντας την εισήγηση των αιτητών για ύπαρξη ιδιωτικής συμφωνίας που θα μπορούσε να διαμορφώσει το νομικό πλαίσιο της διαφοράς, εισηγείται ότι με βάση τα στοιχεία που υπήρχαν ενώπιόν της η διοίκηση δεν είχε άλλη δυνατότητα πέρα από την ανάκληση της άδειας. Η απόφαση που εκδόθηκε και αμφισβητείται με την παρούσα προσφυγή, καταλήγει ο δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης της έλλειψης των αναγκαίων υπογραφών των συνιδιοκτητών μετά από επαρκή έρευνα και η αιτιολογία που τη στηρίζει είναι υπό τις περιστάσεις απόλυτα ικανοποιητική.

Η προδικαστική ένσταση που ήγειρε ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το γεγονός ότι οι αιτητές στην ουσία ζήτησαν χρόνο για να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις των καθ΄ων η αίτηση δεν συνεπάγεται και απαραίτητα αποδοχή της νομικής θέσης επί του προκειμένου και ως εκ τούτου κατά την άποψη μου δεν εγείρεται κώλυμα προώθησης των νομικών θέσεων και λόγων ακυρότητας που πρόβαλαν στην προσφυγή.

Σε ότι αφορά την ουσία της προσφυγής, τα γεγονότα όπως προεκτέθηκαν και το νομικό πλαίσιο που τα περιβάλλει κρίνονται απλά. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Φεάτων Νόμου:

"3(1) Κανένα φρέαρ δεν ανορύσσεται ή κατασκευάζεται σε οποιαδήποτε γη ή πάνω σε αυτή εκτός αν το πρόσωπο που προτίθεται να ανορύξει ή να κατασκευάσει το φρέαρ, υποβάλει αίτηση και λάβει άδεια από τον Έπαρχο της επαρχίας στην οποία το φρέαρ αυτό πρόκειται να ανορυχθεί ή να κατασκευαστεί:

Νοείται ότι, όταν ο αιτητής δεν είναι ο ιδιοκτήτης της γης πάνω στην οποία το φρέαρ πρόκειται να ανορυχτεί ή κατασκευαστεί, δεν χορηγείται καμία άδεια από τον Έπαρχο εκτός αν ο αιτητής λάβει, για το σκοπό αυτό, τη γραπτή άδεια του ιδιοκτήτη της γης, δεόντως πιστοποιημένη από πιστοποιούντα υπάλληλο.

(2) Κάθε αίτηση για άδεια ανόρυξης ή κατασκευής φρέατος πρέπει να είναι κατά τον τύπο και να περιέχει τις λεπτομέρειες που εκτίθενται στο Παράρτημα του Νόμου αυτού.

(3) Κατά τη χορήγηση άδειας βάσει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού, ο Έπαρχος δύναται να επιβάλει τέτοιους όρους και περιορισμούς όπως ήθελε φανεί σε αυτόν αναγκαίο ή επιθυμητό αναφορικά με την ανόρυξη ή κατασκευή του φρέατος, τον τρόπο με τον οποίο το ύδωρ λαμβάνεται από αυτό και γενικά σε σχέση με τη χρήση του ύδατος του φρέατος αυτού:

Νοείται ότι μετά από αίτηση του κατόχου άδειας ο Έπαρχος δύναται να μεταβάλει ή να τροποποιήσει οποιουσδήποτε όρους ή περιορισμούς που επιβάλλονται στην άδεια αυτή.

(4) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

(5) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . "

Στο άρθρο 5 περιέχεται, εξάλλου η ακόλουθη πρόνοια:

"5. Για τους σκοπούς του Νόμου αυτού, η πλάτυνση, εκβάθυνση ή με άλλο τρόπο επέκταση οποιουδήποτε υφισταμένου φρέατος θεωρείται ως εργασία σε σχέση με την οποία πρέπει να ληφθεί άδεια βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού."

Είχε, στην προκείμενη περίπτωση, υποβληθεί η αίτηση για την εξασφάλιση της προβλεπόμενης στο Νόμο άδειας του Επάρχου την 1.9.1998, όπως ήδη επισημάνθηκε. Το γεγονός ότι εζητείτο με αυτήν η "αντικατάσταση υφιστάμενου λάκκου" δεν απάλλασσε τους αιτητές από την υποχρέωση λήψης άδειας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 του Νόμου που προαναφέρθηκε. Αντίθετα με τα όσα εισηγήθηκε ο συνήγορος τους, το αίτημα που υποβλήθηκε στις 1.9.1998 θεωρείται "ως εργασία σε σχέση με την οποία πρέπει να ληφθεί άδεια βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού". Απαραίτητη προϋπόθεση της έκδοσης της άδειας είναι σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(εδ.β) του Νόμου η γραπτή συγκατάθεση των ιδιοκτητών της γης πάνω στην οποία πρόκειται να ανορυχθεί ή να κατασκευασθεί η γεώτρηση. Στην παρούσα υποβλήθηκε το αίτημα στον προκαθορισμένο τύπο, υπογεγραμένο από ένα αριθμό συνιδιοκτητών. Δεν διευκρινίζετο στην αίτηση ότι υπήρχαν και άλλοι συνιδιοκτήτες, αντιτιθέμενοι ή όχι. Προφανώς προσπάθησαν οι αιτητές να παρακάμψουν την προϋπόθεση που τίθεται από το Νόμο, της συγκατάθεσης δηλαδή όλων των συνιδιοκτητών. Αυτό είχε σαν συνέπεια την έκδοση ελαττωματικής διοικητικής πράξης. Η άδεια που εκδόθηκε στις 25.9.1998 ήταν συνεπώς παράνομη, ως αντίθετη στο Νόμο, τις νόμιμες δηλαδή προϋποθέσεις έκδοσής της και ως εκ τούτου υπόκειτο σε ανάκληση. Οι καθ΄ων η αίτηση, ενεργώντας μέσα στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας, αφού έλαβαν γνώση των ενστάσεων που διατυπώθηκαν από αριθμό συνιδιοκτητών οι οποίοι δεν υπέγραψαν την αίτηση της 1.9.1998, δεν ανακάλεσαν αμέσως την άδεια, αλλά προσπαθώντας να περισώσουν το κύρος της, έδωσαν την ευκαιρία στους αιτητές, παρέχοντάς τους πίστωση χρόνου για να εξασφάλιζαν και να προσκόμιζαν τη συγκατάθεση και τους τίτλους ιδιοκτησίας όλων των συνιδιοκτητών. Oι αιτητές, όπως ήδη λέχθηκε, παρέλειψαν να συμμορφωθούν προς τις υποδείξεις των αρμοδίων και ως εκ τούτου η διοίκηση αντιμέτωπη πλέον με μια καταδήλως παράνομη διαδικασία δεν είχε άλλη επιλογή από την ανάκληση της άδειας. Το επιχείρημα που προβλήθηκε εκ μέρους των αιτητών ότι παρέλειψε η διοίκηση να λάβει υπόψη ιδιωτική συμφωνία βάσει της οποίας υποχρεούντο όλοι οι ιδιοκτήτες σε συναίνεση σε ενδεχόμενο λήψης αποφάσεων που αφορούσαν την αξιοποίηση του επίδικου τεμαχίου δεν ευσταθεί. Δεν αποτελεί αντικείμενο εξέτασης στην παρούσα διαδικασία, ούτε θα μπορούσαν στηριζόμενοι σε μια τέτοια συμφωνία να παρακάμψουν τις νόμιμες προϋποθέσεις έκδοσης άδειας γεωτρήσεως. Εαν υπήρχε τέτοια συμφωνία, πράγμα που δεν επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου, είχαν τη δυνατότητα οι αιτητές να επιδιώξουν μέσω των πολιτικών δικαστηρίων τον εξαναγκασμό των εμπλεκομένων στην τήρησή της και ακολούθως να υποβάλουν την αίτηση στον Έπαρχο αφού θα είχαν εξασφαλισθεί οι υπογραφές όλων των συνιδιοκτητών. Η αίτηση, όπως υποβλήθηκε στον Έπαρχο, την 1.9.1998 ήταν ελαττωματική. Όπως και η απόφαση που ακολούθησε για την έκδοση της άδειας. Άρα ορθά ανακλήθηκε μεταγενέστερα για τους λόγους που ήδη επισημάνθηκαν.

Όπως τονίσθηκε από το Δικαστήριο στη Θέκλα Ιωαννίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 2350, ημερ. 29.2.2000 στις σελ. 5-6 της αδημοσίευτης ακόμα απόφασης:

"Η ανάκληση των μη νόμιμων πράξεων είναι γενικά επιτρεπτή. Παράνομες είναι όχι μόνο οι πράξεις που εκδοθηκαν κατά παράβαση νόμου, αλλά και οι εκδοθείσες κατά πλάνη περί τα πράγματα. Παράνομη χαρακτηρίζεται επίσης η πράξη που εκδόθηκε χωρίς να συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της έκδοσής της (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατίας 1929-1959, σελ. 201).

Παράνομες διοικητικές πράξεις μπορούν να ανακληθούν μέσα σε εύλογο χρόνο και οποτεδήποτε, εφ΄όσον το επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον ή όπου η ανακαλούμενη πράξη στηρίχθηκε σε δόλια ή απατηλή ενέργεια του ενδιαφερόμενου (Δημοκρατία ν. Κασσέρα (1996) 3 Α.Α.Δ. 27. Βλέπε επίσης Hawai Hotels Ltd v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 273/94, ημερ. 29.12.1995)."

Συνεπώς οι ισχυρισμοί για έλλειψη δέουσας έρευνας, μη λήψης υπόψη ουσιωδών πραγματικών περιστατικών, γεγονός που θα οδηγούσε σε πλάνη περί τα πράγματα και ελαττωματικής αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης απορρίπτονται.

Αμφισβητώντας την επίδικη απόφαση ανάκλησης της άδειας, οι αιτητές ισχυρίσθηκαν πως κακώς και καθ΄υπέρβαση εξουσίας τους ζητήθηκε εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση να μολώσουν τη γεώτρηση. Ο ισχυρισμός τους κρίνεται ανεδαφικός. Ανάκληση σημαίνει εξαφάνιση της διοικητικής πράξης. Η εξαφάνιση ενεργεί για το μέλλον όταν η ανακαλούμενη είναι νόμιμη πράξη και αναδρομικώς όταν είναι παράνομη πράξη. Στην τελευταία περίπτωση, όπως συμβαίνει στην παρούσα, η ανάκληση της άδειας επιφέρει την εξ΄υπαρχής εξαφάνισή της και αποκαθιστά τα πράγματα στην κατάσταση στην οποία τελούσαν πριν την έκδοσή της. Άρα ορθώς ζητήθηκε η μόλωση της γεώτρησης που ανορύχθηκε μετά την έκδοση της ανακληθείσας παράνομης απόφασης. Απορριπτέο κρίνεται τέλος και το επιχείρημα περί αναρμοδιότητας του οργάνου που εξέδωσε την επίδικη απόφαση. Σύμφωνα με το Νόμο, αρμόδιος για την έκδοση άδειας γεώτρησης είναι ο Έπαρχος. Αρμόδιο για την ανάκλησή της είναι, όταν δεν προβλέπεται ρητά στο νόμο άλλο όργανο, το όργανο που έχει εκδώσει την πράξη βάσει και της γενικής αρχής που διέπει τις πράξεις αντίθετου περιεχομένου (actus contrarius). Την επίδικη απόφαση της 24.3.2000 υπογράφει ο Κ. Μάνουλος, προφανώς εξουσιοδοτημένος λειτουργός, "για Έπαρχο". Ο σχετικός ισχυρισμός δεν μπορεί να ευσταθήσει.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο