ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTAKIS L. VARNAVA ν. REPUBLIC (DISTRICT OFFICER NICOSIA AND ANOTHER) (1968) 3 CLR 566
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
ASAAD ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1529
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 54/2001.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Θεοδόση Ιωαννίδη,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργείου Οικονομικών,
Καθ' ων η αίτηση.
_________________
28 Φεβρουαρίου, 2002
.Για τον αιτητή: Γ. Παπαντωνίου.
Για τους καθ' ων η αίτηση: Ε. Αντωνίου (κα.), Δικηγόρος της
Δημοκρατίας εκ μέρους του Γ-Ε.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ήταν μέλος της Αστυνομικής Δύναμης Κύπρου. Αφυπηρέτησε την 1.1.2000 από τη θέση του Ανώτερου Υπαστυνόμου αφού συμπλήρωσε την ηλικία των 60 χρόνων. Για σκοπούς υπολογισμού της σύνταξης του ο Αρχηγός Αστυνομίας υπέβαλε προς το Γενικό Λογιστήριο - στις 3.11.99 - τα σχετικά στοιχεία. Χρησιμοποίησε για το σκοπό αυτό το νενομισμένο έντυπο «Γεν. 60». Στο έντυπο εκείνο αναγραφόταν η υπηρεσία του και οι συντάξιμες απολαβές του (βλ. Παράρτημα Α στην ένσταση). Ο Γενικός Λογιστής υπολόγισε την ετήσια σύνταξη και το εφ' άπαξ ποσό με πράξη του ημερ. 15.12.1999. 'Ελαβε υπόψη το περιεχόμενο του πιο πάνω εντύπου. Ο τρόπος υπολογισμού φαίνεται στη δεύτερη σελίδα του εντύπου Γεν. 60.
Με επιστολή του ημερ. 31.12.99 ο Γενικός Λογιστής πληροφόρησε τον αιτητή ότι σύμφωνα με την περί Συντάξεων Νομοθεσία του παραχωρούνται από την 1.1.2000 «ετήσια σύνταξη £8.612,84 και εφ' άπαξ ποσό £40.193,26». Η σχετική παράγραφος της επιστολής κατέληγε ως εξής: «Φωτοαντίγραφο του εντύπου Γεν. 60 στο οποίο φαίνονται οι σχετικοί υπολογισμοί επισυνάπτεται».
Με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 2.10.2000 προς τον Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι με βάση τους υπολογισμούς του θα έπρεπε να του «πληρωθεί Λ.Κ. 46,142 περίπου φιλοδώρημα, Λ.Κ. 865 μηνιαία σύνταξη και Λ.Κ. 7,000 περίπου αναδρομικά που προκύπτουν από την αναδρομική προαγωγή του στο βαθμό του Ανώτερου Υπαστυνόμου» αντί των Λ.Κ. 44,315.74 σεντ φιλοδώρημα και Λ.Κ. 806,71 σεντ σύνταξη που του καταβλήθηκαν.
Ζήτησε «όπως δοθούν οδηγίες για τη σχετική διόρθωση» και όπως δοθεί «απάντηση μέσα σε τριάντα μέρες διαφορετικά θα θεωρηθεί ότι είναι αρνητική απάντηση».
Ο Γενικός Λογιστής απάντησε με επιστολή του ημερ. 10.11.2000. Παραθέτω την απάντηση του:
«Αναφέρομαι στην επιστολή σας με αρ. Π.Α./5059(1)ΜΧ ημερ. 2.10.2000, και επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι, αφού εξετάστηκαν εκ νέου τα στοιχεία με βάση τα οποία έγιναν οι υπολογισμοί για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα του, διαπιστώθηκε ότι, τόσο η μηνιαία σύνταξη όσο και το εφάπαξ που πληρώθηκε στον πελάτη σας είναι ορθά.
'Οσον αφορά το ποσό που θα έπρεπε να πληρωθεί ο πελάτης σας, λόγω αναδρομικής προαγωγής, παρακαλώ όπως αποταθείτε στο Λογιστήριο της Αστυνομίας για διευκρινίσεις.»
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την «ακύρωση της απόφασης των καθ' ων η αίτηση ημερ. 10.11.2000».
Η προδικαστική ένσταση
.Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσβληθεί.
Ο κ. Παπαντωνίου, εκ μέρους του αιτητή, υπέβαλε ότι η προδικαστική ένσταση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή «διότι η διοικητική πράξη αυτή καθ' εαυτή έγινε με την απάντηση των καθ' ων η αίτηση ημερ. 10.11.2000, οπότε τότε τελέστηκε η εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία άρχισε να δημιουργεί δικαιώματα ή υποχρεώσεις στον διοικούμενο και όχι προηγουμένως ούτως ώστε να θεωρηθεί η άνω απαίτηση σαν βεβαιωτική». Ο αιτητής δεν έλαβε γνώση περί του τρόπου υπολογισμού και της βάσης με την οποία οι καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στην απόφαση τους παρά μόνο μετά από την καταχώριση της ένστασης στην παρούσα υπόθεση.
Από την άλλη η κα. Αντωνίου, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι η εκτελεστή απόφαση στην περίπτωση του αιτητή είναι εκείνη που του κοινοποιήθηκε με την πιο πάνω επιστολή ημερ. 31.12.99. Η απόφαση εκείνη ουδέποτε προσβλήθηκε. Αντίθετα ο αιτητής προχώρησε στην προσβολή της απόφασης η «οποία εμπεριέχεται στην επιστολή ημερ. 10.11.2000». 'Οσον αφορά τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ουδέποτε έλαβε γνώση του τρόπου υπολογισμού και της βάσης με την οποία οι καθ' ων η αίτηση κατέληξαν στην απόφαση τους η κα. Αντωνίου υπέδειξε ότι στην πιο πάνω επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερ. 31.12.99 επισυνάφθηκε το 'Εντυπο Γεν. 60 στο οποίο φαίνονται οι σχετικοί υπολογισμοί.
Κριτήριο για την εκτελεστότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης είναι η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, δηλαδή η γένεση εξ αυτής δικαιωμάτων και υποχρεώσεων (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 A.A.Δ. 26 και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, 236-237
).'Εχω εξετάσει το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 31.12.99 σε συνάρτηση με την έννοια του όρου εκτελεστή πράξη. Κρίνω ότι η απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 31.12.99 ήταν εκτελεστή. Ο αιτητής δεν άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης εκείνης. Διαπιστώνω ότι με την επιστολή 31.12.99 ο αιτητής έλαβε και φωτοαντίγραφο του εντύπου Γεν. 60 στο οποίο φαίνονται οι σχετικοί υπολογισμοί των συνταξιοδοτικών του ωφελημάτων καθώς και οι απολαβές του οι οποίες λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό τους. Επομένως ο πιο πάνω ισχυρισμός του ότι έλαβε για πρώτη φορά γνώση του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης του μετά την καταχώριση της ένστασης ελέγχεται ως ανακριβής.
Διαπιστώνω περαιτέρω ότι με την πιο πάνω επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 2.10.2000 ο αιτητής δεν παρέθεσε οποιαδήποτε στοιχεία. Απλώς ισχυρίστηκε ότι με βάση τους υπολογισμούς του θα έπρεπε να του πληρωθούν τα ποσά που υπέδειξε στην επιστολή ημερ. 2.10.2000.
Στη συνέχεια θα εξεταστεί κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτική.
Στη Ζίττη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082/29.5.1998 έχει γίνει επισκόπηση των αρχών που διέπουν το θέμα των βεβαιωτικών πράξεων. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:
(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.
(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.
(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.
(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.
(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.
(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C. L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας)
................................................... .........................................
Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του 'Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών', ΄Εκδοση Τέταρτη, σελ. 176
:'Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ΄ ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ΄ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.
Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ΄ όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.'
(Βλ. και Varnava v. Republic (1968) 3 C.L.R. 566)
Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:
'Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν΄ αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.
.................................. .................................................. ......
Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ΄ όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ΄ ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.'
(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: 'Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ΄ όψιν').
Στην υπόθεση 1833/1965 του Συμβουλίου Επικρατείας η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε 'ουχί επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων' αλλά μετά από επανέρευνα των αυτών πραγματικών στοιχείων τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης. Κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη απόφαση αποτελούσε πράξη επιβεβαιωτική (Βλ. και Asaad v. Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 1529, 1532
).
'Εχω ήδη διαπιστώσει ότι ο αιτητής με την επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 2.10.2000 δεν υπέβαλε οποιαδήποτε στοιχεία, τα οποία θα δικαιολογούσαν την διεξαγωγή οποιασδήποτε έρευνας. Ούτε και έχει λάβει χώραν οποιαδήποτε νέα έρευνα. Απλώς η διοίκηση εξέτασε «εκ νέου τα στοιχεία με βάση τα οποία έγιναν οι υπολογισμοί για τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα» του αιτητή. Διαπίστωσε ότι οι υπολογισμοί της ήταν ορθοί. Με άλλα λόγια επιβεβαίωσε την απόφαση της που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή της ημερ. 31.12.99. Καταλήγω, επομένως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 10.11.2000 είναι βεβαιωτική της απόφασης που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή ημερ. 31.12.99. Για το λόγο αυτό στερείται εκτελεστότητας και δεν μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα λόγω έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Δ.
/ΕΑΠ.