ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PIERIS ν. REPUBLIC (1983) 3 CLR 1054
ASAAD ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 1529
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1612/2000.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Ελένης Λουκά,
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,
Καθ' ων η αίτηση.
__________________
7 Φεβρουαρίου, 2002
.Για την αιτήτρια: Α. Ευσταθίου (κα.).
Για τους καθ' ων η αίτηση: Ρ. Παπαέτη (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γ-Ε.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι καθηγήτρια Οικιακής Οικονομίας. Κατέχει μόνιμη θέση από 21.8.95. Την 7.11.96 ζήτησε να της αναγνωριστεί η προϋπηρεσία της στο Βρεφοκομικό και Νηπιοκομικό Σταθμό της Ένωσης Κυριών Λάρνακας (βλ. επιστολή της ημερ. 7.11.96, Παράρτημα Α στην ένσταση). Την 3.12.96 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή) ενημέρωσε την αιτήτρια ότι η εν λόγω προϋπηρεσία της δεν μπορούσε να αναγνωριστεί γιατί ο πιο πάνω σταθμός δεν μπορούσε να θεωρηθεί «Σχολείο», σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προαυξήσεων) Κανονισμών του 1990 έως 1996. Περαιτέρω την πληροφόρησε ότι, σύμφωνα με τον Καν. 5Α η Επιτροπή δεν μπορούσε να αναγνωρίσει υπηρεσία μετά την εκπνοή προθεσμίας ενός χρόνου από την ημερομηνία του μόνιμου διορισμού του εκπαιδευτικού (βλ. πρακτικά της συνεδρίας της Επιτροπής ημερ. 2.12.96, Παράρτημα Γ στην ένσταση και επιστολή της Επιτροπής ημερ. 3.12.96 - Παράρτημα Δ στην ένσταση). Σημειώνεται ότι η αιτήτρια διορίστηκε στη μόνιμη θέση από 21.8.95.
Η αιτήτρια επανέφερε το αίτημα της. Την 6.3.98 με επιστολή της υπέβαλε αίτημα για αναγνώριση της υπηρεσίας της στο Βρεφοκομικό και Νηπιοκομικό Σταθμό της 'Ενωσης Κυριών Λάρνακας (βλ. επιστολή της ημερ. 6.3.98 - Παράρτημα Ε στην ένσταση). Η Επιτροπή εξέτασε το αίτημα της αιτήτριας. Αποφάσισε να το απορρίψει και πάλι γιατί είχε εκπνεύσει η προθεσμία που καθοριζόταν στους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 και γιατί οι Νηπιοκομικοί Σταθμοί σύμφωνα με τους εν λόγω Κανονισμούς δεν έχουν ως κύριο έργο τους την παροχή ειδικής εκπαίδευσης (βλ. πρακτικό της συνεδρίας ημερ. 16.3.98 - Παράρτημα Στ στην ένσταση και επιστολή της Επιτροπής ημερ. 18.3.98 - Παράρτημα Ζ στην ένσταση).
Με επιστολή της ημερ. 7.2.2000 (Παράρτημα Θ στην ένσταση) η αιτήτρια επανήλθε επί του αιτήματος της. Δεν έτυχε απάντησης και έστειλε την υπενθυμητική επιστολή ημερ. 7.10.2000 (Παράρτημα Ι στην ένσταση). Η Επιτροπή εξέτασε το θέμα στη συνεδρία της ημερ. 9.10.2000. Αφού «έλαβε υπόψη τα νέα στοιχεία που υπέβαλε η αιτήτρια αποφάσισε να την πληροφορήσει ότι:
Ι. Η απόφαση της Επιτροπής η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολές της ημερ. 3.12.96 και 18.3.98 παραμένει η ίδια.
ΙΙ. Όσον αφορά τον ισχυρισμό της ότι ο Παιδοκομικός Σταθμός 'Ενωσης Κυριών Λάρνακας είναι ίδρυμα την πληροφορεί ότι 'ίδρυμα' για τους σκοπούς των ίδιων κανονισμών σημαίνει φιλανθρωπικό ίδρυμα το οποίο:
(α) είναι εγγεγραμμένο ως φιλανθρωπικό ίδρυμα,
(β) κύριο έργο του έχει την παροχή ειδικής
εκπαίδευσης, και
(γ) λειτουργεί με δαπάνη του κράτους κατά το
μεγαλύτερο μέρος.
Οι βεβαιώσεις που έχει προσκομίσει μέχρι σήμερα δεν αποδεικνύουν ότι συντρέχουν και οι τρεις πιο πάνω προϋποθέσεις.»
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής ημερ. 9.10.2000.
Η προδικαστική ένσταση.
Η καθ' ης η αίτηση υπέβαλε προδικαστική ένσταση. Ισχυρίσθηκε ότι η απόφαση ημερ. 9.10.2000 δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά βεβαιωτική προγενέστερων διοικητικών πράξεων ήτοι των αποφάσεων της Επιτροπής ημερ. 3.12.96 και 16.3.98 οι οποίες δεν προσβλήθηκαν από την αιτήτρια.
Η κα. Ευσταθίου, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκτελεστή γιατί έχει ληφθεί μετά από την έρευνα των νέων στοιχείων που είχε υποβάλει η αιτήτρια. 'Εκαμε αναφορά στα πρακτικά της απόφασης της Επιτροπής (βλ. σελ. , πιο πάνω) σύμφωνα με τα οποία η Επιτροπή «έλαβε υπόψη τα νέα στοιχεία που υπέβαλε η αιτήτρια». Παρέπεμψε στο «Δίκαιο Διοικητικών Διαφορών», 4η έκδοση, του Μιχ. Δ. Στασινόπουλου, σελ. 176, σε σχέση με το πότε υπάρχει νέα έρευνα και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 241
.Το κατά πόσο η αιτήτρια είχε υποβάλει νέα στοιχεία είναι θέμα που πρέπει να εξεταστεί σε συνάρτηση με τα στοιχεία που είχε υποβάλει προηγουμένως. Τα παραθέτω:
Με την πρώτη επιστολή της ημερ. 7.11.96 ισχυρίσθηκε ότι:
(α) Ο Βρεφοκομικός και Νηπιοκομικός Σταθμός της 'Ενωσης Κυριών Λάρνακας είναι Φιλανθρωπικό Ίδρυμα, και
(β) ότι το έργο του είναι εκπαιδευτικό.
Η πιο πάνω επιστολή της ημερ. 7.11.96 συνοδευόταν και από δύο βεβαιώσεις της 'Ενωσης Κυριών Λάρνακας ημερ. 14.7.82 και 30.10.96. Σύμφωνα με την πρώτη βεβαίωση η αιτήτρια «εργάζεται με ιδιαίτερο ζήλο και αφοσίωση» ως Νηπιαγωγός του πιο πάνω σταθμού από τις 24.1.79 μέχρι 14.7.82. Σύμφωνα με τη δεύτερη η αιτήτρια εργάστηκε στον πιο πάνω σταθμό από τον Γενάρη του 1
979 μέχρι τον Ιούνιο του 1990. Από το 1979 μέχρι το 1981 ήταν Παιδοκόμος και «από το 1981 μέχρι το 1990 ήταν Διευθύνων Πρόσωπο στον Σταθμό».Στην δεύτερη επιστολή της ημερ. 6.3.98 η αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε 10 χρόνια σε Φιλανθρωπικό 'Ιδρυμα - τον Βρεφοκομικό Σταθμό της 'Ενωσης Κυριών Λάρνακας. Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι ο σταθμός ήταν υπό την εποπτεία του Τμήματος Ευημερίας.
Στην Τρίτη και τελευταία επιστολή της ισχυρίστηκε ότι βάσει του Καταστατικού του είναι φιλανθρωπικό ίδρυμα, παίρνει κρατική χορηγία και παρέχει ειδική εκπαίδευση στα παιδιά προδημοτικής ηλικίας. Ισχυρίσθηκε, επίσης, ότι σύμφωνα με τον Καν. 3(1) (ε) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97) ο πιο πάνω σταθμός κατατάσσεται στα ιδρύματα διότι «πληρεί και τα τρία σημεία της υποπαραγράφου (ε): (ι) φιλανθρωπικό ίδρυμα, (ιι) παρέχει ειδική εκπαίδευση, (ιιι) λειτουργεί και με δαπάνη του Κράτους».
Η επιστολή της συνοδευόταν από πιστοποιητικό του Εφόρου Σωματείων και Ιδρυμάτων σύμφωνα με το οποίο η «'Ενωσις Κυριών Λάρνακας ενεγράφη δυνάμει του περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμου του 1972». Επίσης, συνοδευόταν από πιστοποιητικό της 'Ενωσης Κυριών Λάρνακας ημερ. 19.1.2000 σύμφωνα με το οποίο:
Αφού εξέτασα τα στοιχεία που είχαν υποβληθεί στις τρεις αιτήσεις της αιτήτριας κρίνω ότι το μόνο νέο στοιχείο ήταν η αναφορά περί κρατικής χορηγίας. Τα περί Φιλανθρωπικού Ιδρύματος είχαν τεθεί στις προηγούμενες δύο επιστολές. Το δε θέμα της ειδικής εκπαίδευσης είχε κριθεί στη δεύτερη απόφαση της Επιτροπής.
Στη Ζίττη ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2082/29.5.1998 έχει γίνει επισκόπηση των αρχών που διέπουν το θέμα των βεβαιωτικών πράξεων. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:
«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας μας ότι οι βεβαιωτικές πράξεις δεν είναι πράξεις εκτελεστές διότι δεν περιέχουν οποιαδήποτε επιταγή αλλά βεβαιούται απλώς η εμμονή της 'διοικήσεως εις προγενεστέραν επιταγήν'. Για να είναι νεώτερη πράξη βεβαιωτική προγενεστέρας απαιτείται:
(α) Ταυτότητα της Αρχής που έχει εκδώσει και τις δύο πράξεις.
(β) Ταυτότητα του προσώπου ή των προσώπων στα οποία αφορούν οι πράξεις.
(γ) Ταυτότητα της νομίμου διαδικασίας.
(δ) Ταυτότητα της πραγματικής αιτιολογίας και των δύο πράξεων.
(ε) Ταυτότητα του διατακτικού.
(Βλ. Τσάτσου, "Αίτησις Ακυρώσεως", ΄Εκδοση Τρίτη, σελ. 131-132 - Βλ. και Pieris v. Republic (1983) 3 C. L.R. 1054, 1062, 1063 - απόφαση της Ολομέλειας)
................................................... .........................................
Το τί αποτελεί νέα έρευνα το πραγματεύεται ο Μιχ. Δ. Στασινόπουλος ως πιο κάτω στο σύγγραμμα του 'Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών', ΄Εκδοση Τέταρτη, σελ. 176
:'Πότε υπάρχει νέα έρευνα - Πότε υπάρχει νέα έρευνα, είναι ζήτημα πραγματικόν. Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απολέσας την προθεσμίαν διά την προσβολήν μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην δια της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων. Ούτω, δεν θεωρείται νέα έρευνα η παραπομπή της υποθέσεως εκ νέου εις συμβούλιον, προς εξέτασιν από νομικής αποκλειστικώς πλευράς ή η παραπομπή προς γνωμάτευσιν εις το νομικόν συμβούλιον ή η επίκλησις άλλης νομικής διατάξεως εκτός εκείνης εφ΄ ης είχε στηριχθή η αρχική πράξις, εφ΄ όσον δεν γίνεται επίκλησις και νέων πραγματικών στοιχείων.
Νέα έρευνα υπάρχει ιδίως εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις στοιχείων κρίσεως νεωστί προκυπτόντων ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως διά πρώτην φοράν υπ΄ όψιν. Ομοίως, νέαν έρευναν συνιστά η διενέργεια αυτοψίας ή η συλλογή συμπληρωματικών επί της υποθέσεως πληροφοριών.'
(Βλ. και Varnava v. Republic (
1968) 3 C.L.R. 566)Στο πιο πάνω σύγγραμμα του Θ. Τσάτσου το θέμα της νέας έρευνας τίθεται ως πιο κάτω στις σελ. 136-138:
'Η εν τη πράξει βεβαίωσις, ότι εγένετο νέα έρευνα δεν αρκεί. Η τοιαύτη κρίσις της διοικήσεως δεν δεσμεύει το Συμβούλιον της Επικρατείας, το οποίον είναι μόνον αρμόδιον ν΄ αποφασίση κατά πόσον η αίτησις ακυρώσεως είναι τύποις παραδεκτή. Το Συμβούλιον της Επικρατείας δηλαδή οφείλει να εξετάση κατά πόσον διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής, περί την ταυτότητα του περιεχομένου της προς την επιβεβαιουμένην πράξιν.
.................................. .................................................. ......
Δεν αποτελεί όμως νέαν έρευναν ικανήν να καταστήση την βεβαιωτικήν πράξιν προσβλητήν οιαδήποτε μεταγενεστέρα της βεβαιουμένης πράξεως έρευνα, απολήξασα εις συμπλήρωσιν της αρχικής αιτιολογίας, εφ΄ όσον α) δεν ανατρέπεται εκ ταύτης η προηγούμενη εν όλω και β) παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει, ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής. Εν τη περιπτώσει όμως ταύτη η κρίσις της διοικήσεως, ότι η αρχική της βεβαιουμένης πράξεως αιτιολογία ήτο επαρκής, απαιτείται να είναι ειλικρινής
. Απλή βεβαίωσις, ότι εξακολουθεί να κρίνη την αρχικήν αιτιολογίαν ως επαρκή παρ΄ ότι αποδεικνύεται, ότι αύτη ήτο προφανώς ανεπαρκής, δεν εμποδίζει την προσβολήν της κατά τα λοιπά στοιχεία βεβαιωτικής πράξεως, της οποίας η αιτιολογία κατόπιν νέας ερεύνης συνεπληρώθη.'(Βλ. και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 241: 'Νέα έρευνα υπάρχει εάν, πρό της εκδόσεως της νεωτέρας πράξεως, λαμβάνη χώραν εξέτασις νεωστί προκυπτόντων, ή προϋπαρχόντων μεν αλλά τέως αγνώστων κυρίων στοιχειών κρίσεως, άτινα νυν λαμβάνονται προσθέτως υπ΄ όψιν').
Στην υπόθεση 1833/1965 του Συμβουλίου Επικρατείας η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε 'ουχί επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων' αλλά μετά από επανέρευνα των αυτών πραγματικών στοιχείων τα οποία είχαν ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης. Κρίθηκε ότι η μεταγενέστερη απόφαση αποτελούσε πράξη επιβεβαιωτική (Βλ. και Asaad v. Republic (1984) 3 Α.Α.Δ. 1529, 1532
).Με την απόφαση της 8.11.93 βεβαιούται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφαση της. Η απόφαση της 8.11.93 περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας βεβαιωτικής απόφασης (Βλ.
Pieris, πιο πάνω). Αυτό που απομένει να εξεταστεί είναι κατά πόσο έχει ληφθεί μετά από νέα ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης.Με βάση το περιεχόμενο της επιστολής της διοίκησης προς τον εφεσείοντα, ημερ. 2.11.93, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης ημερ. 15.10.93 η διοίκηση είχε υπόψη της πληροφορίες ότι στην 'Ελλάδα ενδημεί μια νέα ασθένεια που προσβάλλει και διαδίδεται με τα ακτινίδια και η οποία έχει επεκταθεί σ΄ όλες τις περιοχές στην Ελλάδα που καλλιεργούνται ακτινίδια.' Επομένως η διερεύνηση η οποία έλαβε χώραν με το διάβημα της διοίκησης προς τις αρμόδιες Ελληνικές Υπηρεσίες (βλ. επιστολή της ημερ.
25.10.93) αποσκοπούσε στην διερεύνηση προϋπαρχόντων μεν στοιχείων αλλά 'ουχί τέως αγνώστων'.Με την 'νέα έρευνα' η διοίκηση διερεύνησε το στοιχείο των φυτοϋγειονομικών όρων. Αυτό το στοιχείο προϋπήρχε, δεν ήταν τέως άγνωστο και είχε ληφθεί υπόψη και κατά την έκδοση της προγενέστερης απόφασης. ΄Οπως έχει υποδειχθεί η διοίκηση είχε υπόψη της σχετικές πληροφορίες κατά την έκδοση της απόφασης της 15.10.93.
Από τα πιο πάνω και από τον όλο φάκελο προκύπτει ότι η απόφαση - της 8.11.93 - η οποία έχει εκδοθεί σαν αποτέλεσμα του πιο πάνω διαβήματος, δεν έχει εκδοθεί 'επί τη βάσει νέων πραγματικών στοιχείων, αλλά κατόπιν επανερεύνης των αυτών πραγματικών στοιχείων, άτινα είχαν ληφθή υπ΄ όψει κατά την έκδοσιν της προγενεστέρας πράξεως'. Ακολουθεί πως η μεταγενέστερη απόφαση - της 8.11.93 - δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη βεβαιωτική (Βλ. απόφαση του Στ.Ε. 1833/65 και
Asaad (πιο πάνω)). Σαν πράξη βεβαιωτική δεν είναι ικανή να ενσωματώσει την προγενέστερη - ημερ. 15.10.93 - εκτελεστή πράξη. Η περί του αντιθέτου κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου κρίνεται εσφαλμένη και η έφεση επιτρέπεται.Η 'νέα έρευνα' στην οποία έχει προβεί η διοίκηση δεν είχε σαν αποτέλεσμα την παραγωγή εκτελεστής διοικητικής πράξης και για τον πιο κάτω λόγο:
΄Εχει απλώς απολήξει σε συμπλήρωση, ενίσχυση και επιβεβαίωση της αρχικής αιτιολογίας την οποία δεν έχει ποσώς ανατρέψει. Περαιτέρω, καθώς φαίνεται από το φάκελο της, η διοίκηση εξακολουθεί πράγματι να κρίνει ότι η αρχική αιτιολογία ήταν επαρκής (Βλ. Τσάτσου, πιο πάνω, σελ. 237).»
'Εχοντας υπόψη το πιο πάνω απόσπασμα από τον Τσάτσο θεωρώ ότι η αναφορά της Επιτροπής σε «νέα στοιχεία» δεν είναι ικανή να καταστήσει την προσβαλλόμενη απόφαση εκτελεστή. Η ευθύνη ανήκει στο Δικαστήριο να «εξετάσει κατά πόσο διεξήχθη νέα έρευνα της υποθέσεως, δικαιολογούσα τον χαρακτηρισμόν της μετά ταύτην εκδοθείσης πράξεως, ως πράξεως νέας και ως εκ τούτου εκτελεστής ....».
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο με την προσβαλλόμενη απόφαση ημερ. 9.10.2000 έχει:
(α) ανατραπεί η προηγούμενη αιτιολογία, και
(β) «παρά πάσαν προσθήκην ή μερικήν μεταβολήν προκύπτει ότι η διοίκησις εξακολουθεί πράγματι να κρίνη ότι η αρχική αιτιολογία ήτο επαρκής».
Ας δούμε ποιά ήταν η προηγούμενη αιτιολογία:
Με την απόφαση ημερ. 2.12.96 το αίτημα της αιτήριας απορρίφθηκε γιατί ο εν λόγω παιδοκομικός σταθμός δεν αποτελεί «σχολείο» σύμφωνα με τις διατάξεις των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1990 έως 1996 και γιατί σύμφωνα με τον Καν. 5Α δεν μπορεί να αναγνωριστεί προϋπηρεσία μετά την εκνοή της προθεσμίας ενός χρόνου από την ημερομηνία του μόνιμου διορισμού.
Με την δεύτερη απόφαση η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας - και πάλιν - λόγω της παρέλευσης ενός έτους από την ημερομηνία του μόνιμου διορισμού της και λόγω του ότι σύμφωνα με τους πιο πάνω Κανονισμούς ο Νηπιοκομικός Σταθμός δεν έχει ως κύριο έργο του την παροχή ειδικής εκπαίδευσης.
Με την Τρίτη - προσβαλλόμενη απόφαση - η Επιτροπή αποφάσισε να πληροφορήσει την αιτήτρια ότι:
Λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης. Διαπιστώνω ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει ποσώς ανατραπεί η προηγούμενη αιτιολογία. Αντίθετα η Επιτροπή διακήρυξε ότι η απόφαση της παραμένει η ίδια. Πρέπει δε να τονισθεί ότι παραμένει η ίδια και η θέση της Επιτροπής ως προς το εκπρόθεσμο υποβολής του επίδικου αιτήματος. Εφόσον δε η αιτήτρια έχει απωλέσει την προθεσμία δεν μπορεί να την αναβιώσει με την επαναφορά του αιτήματος. Τούτου δοθέντος το γεγονός ότι η Επιτροπή αποφάνθηκε επί του ισχυρισμού της αιτήτριας ότι ο εν λόγω σταθμός είναι ίδρυμα εντός της έννοιας των Κανονισμών δεν σημαίνει ότι η διοίκηση έπαυσε να κρίνει ότι η αρχική αιτιολογία δεν ήτο επαρκής. Κρίνω, επομένως, ότι η έρευνα που έχει διεξαχθεί δεν είναι ικανή να καταστήσει την πράξη ημερ. 9.10.2000, προσβλητή. Περαίτερω το νέο στοιχείο - κρατική χορηγία - δεν ήταν «τέως άγνωστο». Ήταν προϋπάρχον στοιχείο αλλά «ουχί τέως άγνωστο». Αυτό αποτελεί πρόσθετο λόγο για τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή αλλά βεβαιωτική των δύο προηγούμενων αποφάσεων.
Για τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα λόγω έλλειψης εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.